«Ἡ ἐπιρροὴ τοῦ Γερµανικοῦ Παγανιστικοῦ Ἰδεαλισµοῦ στήν Πίστη καί στήν ζωή τῆς Ἑλλάδος»

198 Nomo

Ἡ διαρκής ἐπικαιρότητα τῆς Ε΄ Οἰκουµενικῆς Συνόδου

 

«Ἡ ἐπιρροὴ τοῦ Γερµανικοῦ Παγανιστικοῦ Ἰδεαλισµοῦ

στήν Πίστη καί στήν ζωή τῆς Ἑλλάδος»

χουµε στό παρελθόν ἀναφερθεῖ στόν π. Γεώργιο Φλωρόφσκυ καί στό ὅτι εἶχε ὑπερασπισθεῖ τή χρήση τῶν ἐκχριστιανισµένων Ἑλληνικῶν γλωσσικῶν ὅρων, µέ τούς ὁποίους διατυπώθηκε, κατά κύριο λόγο, ἡ Πατερική Θεολογία, ἀντιτασσόµενος στήν τάση πολλῶν Ρώσσων, ἀλλά καί Δυτικῶν, ἰδίως Προτεσταντῶν, θεολόγων, νά ἐπαναδιατυπώσουν τή δογµατική διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας µέ ὁρολογία ἀντληµένη ἀπό τόν «Γερµανικό ἰδεαλισµό», µιά κεντρική κατεύθυνση τῆς Γερµανικῆς µυστικο-φιλοσοφικῆς σκέψης. Σύµφωνα µέ ἕνα κείµενό του πού ἐκφράζει τήν κεντρικότερη, ἴσως, ἰδέα τῆς σκέψης του: «Ὁ Γερµανικός ἰδεαλισµός καθ’ ἑαυτόν ἦταν σέ µεγάλο βαθµό µιά ὀπισθοχώρηση στόν πρό-Χριστιανικό Ἑλληνισµό. Ὅποιος δέν ἐπιθυµεῖ νά ἀκολουθήσει τούς Πατέρες καί φοβᾶται µήπως δεσµευθεῖ ἀπό τήν «Πατερική σχολαστική», ὅποιος µάταια ἐπιχειρεῖ νά συγχρονισθεῖ µέ τήν ἐποχή, προχωρῶντας κάπου πιό «µπροστά», εἶναι ἀναγκασµένος, ἀπό τήν ἴδια τή λογική τῶν πραγµάτων, νά ριχθεῖ πρός τά πίσω, µαζί µέ τόν Πλάτωνα, τόν Ἀριστοτέλη, τόν Πλωτίνο καί τόν Φίλωνα…».

Ἐπειδή στήν χώρα µας δέν εἶναι εὐρύτερα γνωστό τί περίπου ἀντιπροσωπεύει ὁ ὅρος «Γερµανικός ἰδεαλισµός», οὔτε, περαιτέρῳ, ἡ σχέση του µέ τήν Ἀρχαία Ἑλληνική σκέψη ἤ ἡ καθοριστική ἐπιρροή του στή διαµόρφωση τῆς νοοτροπίας µας καί τῆς ἠθικῆς µας σήµερα, θά ἐπιχειρήσουµε νά δώσουµε µιά σύντοµη ἐπεξήγηση, κατά τό δυνατόν, τῆς παραπάνω φράσης τοῦ π. Φλωρόφσκυ.

Σέ προηγούµενο σηµείωµα ἀναφερθήκαµε σέ ἕναν ἀπό τούς κυριότερους ἐκπροσώπους τοῦ Γερµανικοῦ ἰδεαλισµοῦ, τόν Φ. Σέλλινγκ καί ἐπιχειρήσαµε νά παρουσιάσουµε τήν ἐπίδραση πού ἄσκησε στή νεοελληνική θεολογική σκέψη. Στό παρόν σηµείωµα θά παραθέσουµε δύο κείµενα γιά νά παρουσιάσουµε δύο ἀκόµη κεντρικές ἰδέες τοῦ Σέλλινγκ καί εὐρύτερα τοῦ ἰδεολογικοῦ ρεύµατος πού ἔχει λάβει τήν ἐτικέττα «Γερµανικός ἰδεαλισµός». Προτεραιότητα, βέβαια, ἔχει κατά κανόνα ἡ θετική γνώση τῶν «ὑγιαινόντων λόγων» τῆς Ἐκκλησίας καί ὄχι ἡ παρακολούθηση ὅλων τῶν «βεβήλων κενοφωνιῶν», πού παρουσιάζονται κατά καιρούς. Ἐκτιµοῦµε, ὅµως, ὅτι, ἐν προκειµένῳ, εἶναι χρήσιµη ἡ γνώση κάποιων βασικῶν στοιχείων τῆς Γερµανικῆς αὐτῆς φιλοσοφίας, ὥστε νά εἴµαστε σέ θέση νά ἀνακρίνουµε τίς δικές µας ἰδέες καί νά µπορέσουµε νά διαχωρίσουµε ποιές ἀπό αὐτές ἐµπνέονται ἀπό τό γνήσια Χριστιανικό πνεῦµα καί ποιές ἀπό κάποιο κίβδηλο «πνεῦµα» µετασχηµατιζόµενο σέ «ἄγγελον φωτός».

Σύµφωνα µέ τόν ἱστορικό τῆς φιλοσοφίας Κ. Λογοθέτη (βλ. «Ἡ µετά Κάντιον ἰδεοκρατική φιλοσοφία», ἐκδ. ΟΕΔΒ, 1958) ὁ Σέλλινγκ ἀποφαινόταν ὅτι: «…Ἡ ἀρχή τοῦ αἰσθητοῦ κόσµου εἶναι νοητή µόνον ὡς τελεία ἀπόσπασις ἀπό τῆς ἀπολύτου οὐσίας, γενοµένη δι’ ἅλµατος, ἀποµακρύνσεως, ἀποστασίας καί πτώσεως ἀπό τοῦ Ἀπολύτου. Αἱ ἰδέαι ἐξέπεσον ἀπό τοῦ Θεοῦ, ἐκ δέ τῆς πτώσεως ταύτης προῆλθεν ὁ αἰσθητός κόσµος…. Καί ἡ ἀνθρώπινη ψυχή εἶναι ὡσαύτως ἐκπεσοῦσα ἰδέα. Κατά τήν οὐσίαν αὐτῆς ὑπάρχει ἀπόλυτος καί ἄπειρος, ἀλλ’ ἕνεκα τῆς πτώσεως ἐµπλακεῖσα εἰς τόν αἰσθητόν κόσµον βυθίζεται εἰς τό πεπερασµένον, τήν ἀτοµικότητα, τήν ἐγώτητα. Ἀποκεῖται δέ σέ αὐτή ἤ νά στραφῆ πάλιν πρός τό Ἀπόλυτον ἤ νά θεραπεύση (=ὑπηρετήσει) τήν ἐγώτητα αὐτῆς, παρορῶσα τό καθολικόν καί τό ἀπόλυτον… Ἐπί τέλους πᾶσαι αἱ ψυχαί θά ἐπανέλθωσιν εἰς τό βασίλειον τῶν ἰδεῶν, ὁπότε θά διαλυθῆ ὁ αἰσθητός κόσµος καί θά ἐξαφανισθῆ ἐν τῷ νοητῷ. Ὁ Θεός γίνεται τά πάντα ἐν πᾶσιν…». Ἀκόµη, σύµφωνα µέ τόν ἴδιο τόν Σέλλινγκ (σέ µετάφραση Ἐµ. Ροΐδη): «…ἡ φύσις παρουσιάζεται ὡς θεία τις καί ἀενάως δηµιουργός δύναµις, ἐξάγουσα τά πάντα ἐκ τῶν ἰδίων της σπλάγχνων. Γεννωµένη, ἀναπτυσσοµένη καί ἐξελισσοµένη, ἐν ἀρχῇ µέν ἀσυνειδήτως, ἔπειτα δέ λαµβάνουσα συνείδησιν ἑαυτῆς ἐν τῷ πνεύµατι τοῦ ἀνθρώπου. Κατά τήν πρώτην περίοδον εἶχε µόνον ὕπαρξιν, κατά δέ τήν δευτέραν ἀποκτᾶ καί γνῶσιν τῆς ὑπάρξεως αὐτῆς, ἀλλά κατ’ ἀµφοτέρας τάς φάσεις ταύτας διαµένει ἡ αὐτή. Τό σύµπαν εἶναι µονάς αἰωνία, ἀθάνατος καί ἀναλλοίωτος, φυτόν τοῦ ὁποίου πᾶν ὅ,τι ὑπάρχει εἶναι φύλλον, ἄνθος ἤ καρπός, διαφέρον κατά µόνον τῆς ἀναπτύξεως τόν βαθµόν. Ἡ δέ ἰδέα αὕτη τῆς ταυτότητος τοῦ κόσµου, τοῦ ἀνθρωπίνου πνεύµατος καί τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ ὑψίστη ἀποκάλυψις τῆς ἐπιστήµης καί τῆς τέχνης….».

Ὅσοι γνωρίζουν τήν ἱστορία τῆς διατύπωσης τῶν Δογµάτων τῆς Ἐκκλησίας στό πλαίσιο τῶν Ἐκκλησιαστικῶν Συνόδων καί µάλιστα τῆς Ε’ Οἰκουµενικῆς Συνόδου, θά ἔχουν ἤδη διαπιστώσει ὅτι ἡ φιλοσοφία τοῦ Σέλλινγκ, ἀνεξάρτητα ἀπό τίς ἐπιµέρους διατυπώσεις της, δέν εἶναι καθόλου καινοφανής ἤ πρωτότυπη στόν πυρήνα της. Συνιστᾶ στήν πραγµατικότητα ἐπαναδιατύπωση ἀρχαίων Ἑλληνικῶν ἰδεῶν, σύµφωνα µέ τίς ὁποῖες ὁ κόσµος εἶναι αἰώνιος καί αὐτάρκης καί δέν ἔχει δηµιουργηθεῖ ἀπό κάποιον ἄκτιστο προσωπικό Θεό, ἀλλά ἔχει «στά σπλάγχνα του» τή δική του «ζωτική δύναµη» καί ἀναπτύσσεται ἀντλῶντας ἀπό τίς δικές του δυνάµεις καί ὄχι ἀπό κάποια ἔξωθεν αὐτοῦ κατερχόµενη δηµιουργό καί συνεκτική θεία ἐνέργεια. Ἡ φύση τοῦ κόσµου αὐτοῦ εἶναι, δηλαδή, natura naturans (=φύσις φυσιοποιός, δηµιουργός) καί ὄχι ἁπλῶς natura naturata (=φύσις δηµιουργηµένη), κατά τούς σχετικούς τεχνικούς ὅρους. Στό πλαίσιο δέ τοῦ κόσµου αὐτοῦ, ἐκεῖνο πού ἀξίζει νά ὀνοµάζεται πραγµατικό καί ἀληθές εἶναι µόνο ὅ,τι µένει ἀµετάβλητο καί αἰώνιο. Ἀφοῦ, λοιπόν, τά ἐπιµέρους ὄντα καί οἱ ἐπιµέρους ἄνθρωποι, ὁ καθένας µας, ἔρχονται καί παρέρχονται, γεννιοῦνται καί πεθαίνουν καί χάνονται, δέν ἀξίζουν οὔτε αὐτοί νά χαρακτηρίζονται ὡς πραγµατικοί. Πραγµατικός καί ἀπόλυτος, «ὄντως ὦν», εἶναι µόνο ὁ Κόσµος στή γενική του µορφή πού, ὡς «Μονάς αἰωνία», παραµένει ἀπόλυτος καί ἀνώλεθρος, ὄχι δέ τά ἐπιµέρους ὄντα πού «προέρχονται» γιά λίγο καιρό στήν ὕπαρξη καί κατόπιν «ἐπιστρέφουν», ἀπορροφώµενα, στήν ἀρχική τους πηγή. Ἔτσι, ἔχουµε ἕναν νοµοτελειακό κύκλο πού ἐκκινεῖ µέ τήν «πρόοδο» τῶν «πολλῶν» ὄντων ἀπό τό ἀρχικό «ἕν» καί πού, ἐν συνεχείᾳ, ἀναστρέφει µέ τήν «ἐπιστροφή» ὅλων πρός τό πάντοτε ψυχρό καί ἀπόκοσµο τελικό «ἕν», κατά τό βασικό σχετικό ἀξίωµα ὅτι «τό τέλος τοῦ κόσµου πρέπει πάντοτε νά εἶναι ὅπως ἡ ἀρχή αὐτοῦ» («semper similis est finis initiis»).

Τήν δοξασία αὐτή, ὑπό τήν εἰδικότερη παραλλαγή πού τῆς εἶχε προσδώσει ὁ θεολόγος Ὠριγένης, τήν καταδίκασε ἡ Ε’ Οἰκουµενική Σύνοδος. Σύµφωνα µέ τούς σχετικούς Ὅρους τῆς Οἰκουµενικῆς αὐτῆς Συνόδου: «Εἴ τις λέγει πάντων τῶν λογικῶν τήν παραγωγήν νόας ἀσωµάτους καί αὔλους γεγονέναι δίχα παντός ἀριθµοῦ καί ὀνόµατος, ὡς ἑνάδα πάντων τούτων γενέσθαι… καί πρός τό χεῖρον τραπῆναι … καί εἰληφέναι σώµατα…ἀνάθεµα ἔστω… Εἴ τις λέγει ὅτι ἡ µέλλουσα κρίσις ἀναίρεσιν παντελῆ τῶν σωµάτων σηµαίνει…. Εἴ τις λέγει ὅτι πάντων τῶν λογικῶν ἑνάς µία ἔσται, τῶν ὑποστάσεων καί τῶν ἀριθµῶν συναναιρουµένων τοῖς σώµασι…καί σωµάτων ἀπόθεσις καί ὀνοµάτων ἀναίρεσις … ἀνάθεµα ἔστω..» (βλ. Μελετίου Νικοπόλεως, «Ἡ Πέµπτη Οἰκουµενική Σύνοδος», σελ. 616-8).

Εἶναι ἑποµένως καταδικαστέα, ὡς αἱρετική, κάθε ἀνθρωπολογική δοξασία, ὅπως αὐτή τοῦ Ὠριγένη καί µετέπειτα τοῦ Σέλλινγκ, –ἀλλά καί τῶν δασκάλων του Β. Σπινόζα καί Τζ. Μπροῦνο– κατά τήν ὁποία οἱ ἄνθρωποι πρόκειται στό µέλλον νά χάσουν τήν ἀτοµικότητα καί τήν προσωπικότητά τους, νά ἀποθέσουν τό σῶµα, τό ὄνοµα, τήν ὑπόσταση καί «τόν ἀριθµό τους» (σηµειωτέον ὅτι σήµερα, ὡς µή ἔδει, µᾶς ξενίζει αὐτή ἡ ὑπό θετικό πνεῦµα ἄρρηκτη σύνδεση τοῦ ἀριθµοῦ µέ τό ἀνθρώπινο πρόσωπο), συγχωνευόµενοι σέ κάποιο ὑπέρτατο καί µή ἀριθµούµενο «ἕν», στή «νύχτα» τοῦ Σέλλινγκ («ὅπου ὅλες οἱ ἀγελάδες εἶναι µαῦρες», ὅπως τόν εἰρωνεύθηκαν κάποιοι). Συνακολούθως, στό ἐρώτηµα πού θέσαµε ὡς ἐπικεφαλίδα (βλ. Ψαλµό 40) καί πού συνοψίζει τό κέντρο τοῦ ζητήµατος, ἡ ἀπάντηση γιά µέν τόν παγανισµό εἶναι ὅτι στό µέλλον πρόκειται νά ἀπολεσθεῖ τό ὄνοµα (=ἡ ὕπαρξη) ἑκάστου ἐξ ἡµῶν («ὁ ἄγνωστος πού ὑπῆρξα, πάλι ὁ ἄγνωστος νά γίνω», θά γράψει σέ ποίηµά του ὁ Ὀδ. Ἐλύτης), ἐνῶ γιά τόν Χριστιανικό Ἑλληνισµό ἡ ἀπάντηση εἶναι ἡ ἀντίθετη: τό ὄνοµα καί τό σῶµα, ἡ ὑπόσταση τοῦ καθενός µας, ἔχουν λάβει τό δῶρο τῆς ἀθανασίας καί θά διαιωνίσουν («καί τά ἴδια πρόβατα καλεῖ κατ’ ὄνοµα», κατά Ἰωάννην, 10, 3).

Ὅσον ἀφορᾶ τήν κοσµολογική δοξασία τοῦ Σέλλινγκ, στήν ὑµνολογία τῆς Ἐκκλησίας ὁµολογεῖται ὅτι: «Ἁγίῳ Πνεύµατι πᾶσα ψυχή ζωοῦται, καθάρσει ὑψοῦται, λαµπρύνεται τῇ Τριαδικῇ Μονάδι ἱεροκρυφίως» καί ὅτι ἀκόµη: «Ἁγίῳ Πνεύµατι ἀναβλύζει τά τῆς χάριτος ρεῖθρα, ἀρδεύοντα ἅπασαν τήν κτίσιν πρός ζωογονίαν». Δηλαδή, αὐτό πού δίδει τή ζωή στόν κόσµο, τόν κυβερνᾶ καί προνοεῖ γιά αὐτόν εἶναι τό Ἅγιον Πνεῦµα, µία Ὑπόστασις Ἄκτιστη, ἐνῶ ὁ κτιστός κόσµος, ἀπό µόνος του, δέν ἔχει κανένα «πνεῦµα» ἤ «κοσµική ψυχή» καί καµία «ζωϊκή δύναµη» γιά νά συσταθεῖ ἀφ’ ἑαυτοῦ ἤ γιά νά αὐτοκυβερνηθεῖ. Σύµφωνα δέ µέ τόν Ἅγιο Μάρκο τόν Εὐγενικό εἶναι «Ἑλληνική», «µυθώδης» καί «ἀπόβλητος» ἡ ἰδέα ὅτι ὁ κόσµος εἶναι «ζῶον προαιρετικόν» (ὅτι ἔχει δική του ζωή καί προαίρεση, ὡς αὐτοτελής «ὀργανισµός») καί ὅτι διοικεῖ αὐτός ἑαυτόν ἀϊδίως (ὅτι κυβερνᾶ ὁ ἴδιος τόν ἑαυτό του ἀπό πάντα) (βλ. «Κεφάλαια συλλογιστικά κατά τῆς αἱρέσεως τῶν Ἀκινδυνιστῶν περί διακρίσεως θείας οὐσίας καί ἐνεργείας», 8).

Ὁ π. Φλωρόφσκυ  ὑποστήριζε ὅτι µέ τήν ἐµφάνιση τοῦ Χριστιανισµοῦ ὁ Ἑλληνισµός διχάσθηκε: ἕνα µέρος του ἀφοµοίωσε τήν Ἀληθῆ Πίστη καί ἀποφασιστικά ἔθεσε στήν ὑπηρεσία της τόν «Ἕλληνα λόγον», ἐνῶ τό ἄλλο µέρος του ἀπέρριψε τήν Πίστη καί παρέµεινε προσκολληµένο στόν πατροπαράδοτο παγανισµό («ἦλθον γάρ διχᾶσαι ἄνθρωπον κατά τοῦ πατρός αὐτοῦ», Κατά Ματθαῖον 11, 35). Ὁ παγανιστικός αὐτός Ἑλληνισµός προκάλεσε καί ἐξακολουθεῖ νά προκαλεῖ πολλά προβλήµατα στήν Ἐκκλησία, ἀφοῦ, ὅπως µπορεῖ νά διαπιστώσει κανείς, ὅλες σχεδόν οἱ αἱρέσεις εἶναι στήν πραγµατικότητα γεννήµατα καί παραλλαγές τοῦ παγανισµοῦ, ὅσο καί ἄν λαµβάνουν ἐξωτερικές µορφές δῆθεν πρωτότυπες ἤ µοντέρνες, δηµιουργῶντας ἔτσι σέ πολλούς τήν παραπλανητική αἴσθηση ὅτι πλέον ἔχουµε –δῆθεν– περάσει σέ µιά ριζικά καινούρια ἐποχή, ὅπου τά Δόγµατα τῆς Ἐκκλησίας εἶναι πλέον παρωχηµένα καί, ἑποµένως, δέν µποροῦν νά ἀφοροῦν τόν «σύγχρονο ἄνθρωπο».

Ἔτσι, ἡ βασική ἰδέα ὅτι ὁ κόσµος ἔχει δική του αὐτοζωή καί ἐνέργεια καί ὅτι αὐτο-αναπτύσσεται, ἔχει ἐκφρασθεῖ στήν «µοντέρνα» ἐποχή µας ὑπό φυσικοµαθηµατικούς ὅρους στό πλαίσιο τῆς «θεωρίας τοῦ big bang». Σύµφωνα µέ αὐτήν τή θεωρία, ὅλα ἦταν στήν ἀρχή συγκεντρωµένα καί συµπυκνωµένα σέ «ἕνα» ἀρχικό ὑπερπυκνό σηµεῖο, τό ὁποῖο γιά κάποιον λόγο «ἐξερράγη» καί σταδιακά δηµιούργησε, ἀπό µόνο του, ὅλο τό τεράστιο σύµπαν. Ἄλλη µιά ἐµφάνιση τῆς ἐν λόγῳ βασικῆς ἰδέας, διατυπωµένη µέ βιολογικούς ὅρους αὐτή τή φορά, συναντοῦµε στή «θεωρία τῆς ἐξέλιξης». Σύµφωνα µέ αὐτήν ὅλοι οἱ σύνθετοι ζωντανοί ὀργανισµοί προέκυψαν ἀπό «ἕναν» ἀρχικό ἁπλό ὀργανισµό µέ τή δύναµη τῆς «δηµιουργοῦ ἐξέλιξης», χωρίς τήν παρουσία καί τήν ἐπέµβαση τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἰδέα, ὅµως, αὐτή παρουσιάζεται καί στή λογοτεχνία καί µάλιστα στήν Ἑλληνική µέ τά ἔργα τοῦ Ν. Καζαντζάκη νά ἀποτελοῦν ἕνα χαρακτηριστικώτατο παράδειγµα.

Τό πρόβληµα τῆς ἐπιρροῆς τοῦ παγανιστικοῦ Γερµανικοῦ ἰδεαλισµοῦ δέν ἀφορᾶ, ὅµως, µόνο τή θεωρητική µας πίστη. Ἔχει προεκτάσεις καί στή ζωή µας. Νά σηµειώσουµε, συντοµογραφικά, ὅτι ἡ Δεξιά καί ἡ Ἀριστερά στήν Ἑλλάδα δέν εἶναι, σέ γενικές γραµµές, τίποτε ἄλλο ἀπό τίς πολιτικές προεκτάσεις τῆς δεξιᾶς καί τῆς ἀριστερῆς παράταξης, στίς ὁποῖες διαιρέθηκαν, ἀντίστοιχα, οἱ ὀπαδοί τοῦ ἄλλου µεγάλου ἐκπροσώπου τοῦ Γερµανικοῦ ἰδεαλισµοῦ, τοῦ Γκ. Χέγκελ.

Ὅσον δέ ἀφορᾶ τήν ἠθική πλευρά τοῦ ζητήµατος, θά παραθέσουµε, ἀντί ἐπιλόγου καί γιά νά δώσουµε ἁπλῶς ἕναν σύντοµο ὑπαινιγµό περί τίνος περίπου πρόκειται, τά λόγια τοῦ Ν. Μπερντιάγεφ, τοῦ Ρώσσου θρησκευτικοῦ φιλοσόφου, ὁ ὁποῖος, σύµφωνα µέ τόν π. Γ. Φλωρόφσκυ «εἶχε ἀντλήσει τόσο βαθιά ἀπό τίς πηγές τοῦ Γερµανικοῦ µυστικισµοῦ καί τῆς φιλοσοφίας καί δέν µποροῦσε ποτέ νά ξεφύγει ἀπό τόν µοιραῖο Γερµανικό κύκλο». Σύµφωνα µέ τόν ἐν λόγῳ θρησκευτικό φιλόσοφο: «Ὁ πατερικός ἀσκητισµός εἶναι τώρα νεκρός. Εἶναι ἕνα ἀρρωστηµένο πτῶµα γιά τόν σύγχρονο ἄνθρωπο καί τή σύγχρονη ἐποχή». Στά ἀκόλουθα δέ λόγια του ἐκφράζεται ὁ χαρακτηριστικός διχασµός τοῦ ἀνθρώπου, πού δέν ἀποφασίζει ὁριστικά ποιόν ἀπό τούς δύο Ἑλληνισµούς νά διαλέξει: «Εἴµαστε σαγηνευµένοι ὄχι µόνο ἀπό τόν Γολγοθά, ἀλλά, ἐπίσης, ἀπό τόν Ὄλυµπο. Ἡ κλήση µας καί ἡ ἕλξη µας εἶναι ὄχι µόνο πρός τόν πάσχοντα Θεό πού ἀπέθανε στόν Σταυρό, ἀλλά, ἀκόµη, πρός τόν θεό Πᾶνα, τόν θεό τῶν γήϊνων στοιχείων, τόν θεό τῆς χαρᾶς τῆς ζωῆς. Καί, ἐπιπροσθέτως, πρός τήν ἀρχαία θεά Ἀφροδίτη, τή θεά τῆς γλυπτικῆς ὀµορφιᾶς καί τῆς γήϊνης ἀγάπης… Καί ὑποκλινόµαστε µέ σεβασµό ὄχι µόνο ἐνώπιον τοῦ Σταυροῦ, ἀλλά ἐπίσης καί πρό τοῦ σώµατος τῆς Ἀφροδίτης πού ἔχει θεία ὀµορφιά»! (Παρατίθενται στό G. Florovsky, «Τhe ways of Russian Theology», Collected works, vol. 6).

 

ΝΟΜΟΜΑΘΗΣ

«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» Ἀρ. Φύλλου 198

Φεβρουάριος 2019