Μαθητεύοντας τὴν Ἱερωσύνη
μὲ Σχολάρχη
τὸν ἀείμνηστο παπα-Συμεών Κραγιόπουλο
(Φοιτητικὲς κι ἄλλες ἀναμνήσεις)
Στὸν π. Ἰωάννη καὶ τὴν ἁγιοφόρο Συνοδεία του,
ταπεινὸ ἀντίδωρο φιλαδελφίας
Τὸ Σχολικὸ ἔτος 1973-74 ἦταν καθοριστικὸ γιὰ τὶς ἱερατικές μου σπουδές, γιατὶ ἀναχωρῶντας ἀπὸ τὴν Ἀνωτέρα τῆς Ριζαρείου, συνέχισα στὴν ὄντως πρωτοπόρα Ἀνωτέρα Ἱερατικὴ Σχολὴ τῆς Θεσσαλονίκης, ποὺ στεγαζόταν τότε στὸ μεγάλο οἴκημα, δίπλα στὴ μονὴ τῆς Ἁγίας Θεοδώρας.
Σχολάρχης ἐκεῖ ἦταν τότε ὁ πολὺς παπα-Συμεὼν Κραγιόπουλος, ἕνας ἁπλὸς, γλυκομίλητος καὶ σοβαρὸς κληρικός, ποὺ δὲν εἶχε καμμία ἔπαρση καὶ δασκαλίστικο ἤ ἀρχομανὲς πνεῦμα. Γιατὶ δὲν τοῦ χρειαζόταν ἄλλωστε. Κι αὐτό, ἐπειδὴ ἦταν ἀπὸ τότε ὥριμος καὶ κατασταλαγμένος. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὅταν τὸν ἔβλεπες, νόμιζες πὼς ἦταν ἡλικιωμένος, ἐνῶ στὴν πραγματικὸτητα ἦταν ἀρκετὰ νεότερος, καὶ τὸν σεβόσουν. Σὲ κέρδιζε δηλαδή, ἡ μορφή του.
Ὁ ἕνας χρόνος, λοιπόν, ποὺ σπούδασα ἐκεῖ, μὲ Σχολάρχη τὸν π. Συμεὼν ἦταν πολὺ σημαντικός, διδακτικός, ἀλλὰ καὶ ταμιευμένος μὲ ἐμπειρίες φιλάγιες, ὑπεύθυνες καὶ ἀταλάντευτες, ἀφοῦ ἔλαβα τόσα, ὅσα χρειαζόμουν πιά. Γιατὶ ἐκεῖ ἔζησα τὶς πρῶτες ἀγρυπνίες στὴν τότε κατανυκτικότατη Ἁγία Θεοδώρα, μὲ πλῆθος πιστῶν νὰ προσέρχονται: Ἀλήθεια, πῶς νὰ λησμονήσεις τὸν σεμνὸ καὶ ταπεινὸ καθηγητὴ τῆς Λειτουργικῆς, τὸν ἀείμνηστο Ἰω. Φουντούλη (Φοντούλη τὸν ἔλεγε ὁ Γέροντας Συμεών), ποὺ Κοινωνοῦσε πάντα καὶ δὲν ἔλειψε ποτέ του!
Καὶ ὕστερα ἐκεῖνοι οἱ λόγοι τοῦ π. Συμεὼν στὸ χαμηλόφωτο Καθολικό, ποὺ εἶχαν πάντα κάτι νὰ προσφέρουν, ὥστε νὰ τὸ πάρεις μαζί σου καὶ νὰ τὸ ἐπεξεργαστεῖς ἤρεμα καὶ μὲ προσευχὴ καὶ προσοχή. Ἀλησμόνητος π.χ. θὰ μείνει ὁ λόγος του στὸν Ἅγιο Νικόλαο, ποὺ εἶχε ὡς κεντρικὸ θέμα του τὸ πῶς ὁ κάθε ἄνθρωπος θὰ κατορθώσει νὰ γίνει ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ καὶ πιστὸς θεράπων, ὅπως ὁ Ἅγιος Νικόλαος. Μὲ λίγα λόγια, τόνισε ὅτι, ὅπως ὁ Θεὸς ἔγινε ἄνθρωπος γιὰ νὰ σώσει τὸ κόσμο, ἔστι κι ὁ ἄνθρωπος πρέπει νὰ καταφύγει σιμὰ στὸ Θεό, γιὰ νὰ βρεῖ τὴ σωτηρία του.
Στὰ μαθήματα ποὺ μᾶς ἔκανε, ἦταν πάντα εὐχάριστος καὶ διόλου κουραστικός ἤ αὐστηρός. Γιατὶ σεβόμασταν πάντα αὐτὰ ποὺ μᾶς ἔλεγε μὲ ἁπλότητα καὶ ἠρεμία, λὲς καὶ κήρυττε ἤ κατηχοῦσε. Θυμᾶμαι, μάλιστα, ὅτι στὴν Ἐξομολογητική, εἶχε σταθεῖ στὸ ἐνταλτήριο Γράμμα ποὺ δίδει ὁ πνευματικὸς στὸν μέλλοντα Κληρικό. Καὶ θυμᾶμαι, πὼς τὸ εἶχε τότε δείξει καὶ στὸν ἐπίσης ἀείμνηστο καθηγητή μας τὸν Ἰω. Κορναράκη, ποὺ μᾶς ἔκανε Ποιμαντική κι ἐκεῖνος τὸ εἶδε μὲ μεγάλο ἐνδιαφέρον. Δὲν ἔμαθα ποτὲ ἄν ὁ δεύτερος ἔγραψε κάτι πάνω σὲ αὐτό, ὅσο κι ἄν τὸ ἔψαξα... Καὶ κάτι ἀκόμα. Πολλὲς φορές, ὅταν κάποιος εἶχε ἀντίρρηση γιὰ τὸ α ἤ β θέμα, τότε ὁ Γέροντας τοῦ τόνιζε μὲ παραινετικὸ τρόπο: «Μήπως ἔχεις θέλημα;». Δηλαδή, μήπως ἐπιθυμεῖς νὰ περάσει τὸ δικό σου, δίχως κρίση καὶ διάλογο; Κι αὐτὴ ἡ φράση ὄντως, ἔφτανε νὰ νουθετηθεῖ ὁ κάθενας μας...
Ἀλησμόνητα ἐπίσης θὰ μείνουν στὴν ψυχὴ ἐκεῖνα τὰ μυρωμένα ἀπογεύματα τῆς Μ. Σαρακοστῆς ποὺ ἀνεβαίναμε στὸ μοναστήρι τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, στὸ Πανόραμα, ὅπου ὁ Γέροντας θὰ τελοῦσε τὴν τόσο εὐκατάνυκτη Προηγιασμένη Θεία Λειτουργία...Πάντα χαμηλόφωνα, ταπεινά, ἥσυχα, χωρὶς περιττὲς κινήσεις καὶ αὐτοπροβολή. Ὅλα τους εἶχαν, δηλαδή, μιὰν ἱεροπρέπεια, ποὺ ζύμωνε τὶς ψυχές μας, ὥστε ν᾿ ἀκολουθήσουμε αὐτὸν τὸ δρόμο, ποὺ παραδειγματικὰ μᾶς ἔδειχνε: Τὸ δρόμο τῆς μέλλουσας Ἱερατικῆς μας πορείας.
Ὅμως δὲν μποροῦν νὰ λησμονηθοῦν καὶ οἱ τόσο φωτεινές του ὁμιλίες στὴν αἴθουσα τῆς Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης, ποὺ ἦταν ὄντως κατάμεστες ἀπὸ κόσμο. Κι ἐδῶ θυμᾶμαι μὲ συγκίνηση τὸ πόσο χαροποποιοῦσε τὸν Γέροντα νὰ ἀναφέρεται σὲ ἀσκητὲς καὶ ἁγιασμένες μορφές, τονίζοντας πάντα τὴν εὐλογία τῆς ἡσυχίας καὶ τῆς προσευχῆς. «Κι ἕνα πουλάκι, ἔλεγε, νὰ λαλήσει, ἀμέσως χάνεται ἡ ἡσυχία τοῦ προσευχομένου ἀσκητῆ».
Εἶχα τὴν εὐλογία, χρόνια μετὰ τὴν ἀποφοίτησή μου –κληρικὸς πιά– νὰ τὸν ἐπισκεφτῶ στὸ εὐλογημένο μοναστηράκι ποὺ τότε τὸ ἔφτιαχναν. Θυμᾶμαι, ὅτι ἦταν καλοκαῖρι, Ἰούλιος μήνας καὶ καθίσαμε στὰ σκαλιὰ τοῦ ἀμφιθεάτρου, ποὺ ἑτοίμαζαν καὶ βρίσκονταν σὲ δροσερὸ μέρος. Ἦταν γιὰ μένα μιὰ ἐμπειρία ποὺ ἀκόμα τὴν κρατῶ, ὅπως κρατῶ τὴ Μορφή του, ποὺ στερνὴ φορὰ συνάντησα στὸ βιβλιοπωλεῖο «Τὸ Περιβόλι τῆς Παναγίας». Τὶς κρατῶ, λοιπόν, αὐτὲς τὶς συναντήσεις ὡς μοναδικές, εὐγνωμονῶντας τὸν Κύριο ποὺ μοῦ τὶς χαρισε.
Ὁ παπα-Συμεὼν ἐκοιμήθη, ὅμως οἱ διδαχές του, ἡ παρουσία καὶ ἡ προσφορά του ἀπομένουν τεμκήρια ἱκανὰ ἑνὸς ἁγιασμένου ὄντως λειτουργοῦ τοῦ Ὑψίστου. Τὴν εὐχή του νὰ ἔχουμε.
Σκόπελος π. Κωνσταντῖνος Ν. Καλλιανός
«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» Τεῦχος 196
Δεκέμβριος 2018