ΣΤΗ ΔΥΣΗ ΤΗΣ ΧΡΟΝΙΑΣ

196 mNektarios1

ΣΤΗ ΔΥΣΗ ΤΗΣ ΧΡΟΝΙΑΣ

Στήν τελευταία σελίδα τοῦ γνωστοῦ βιβλίου Η ΦΑΒΙΟΛΑ –πού δέν νομίζω νά ὑπῆρξε ποτέ πιό τερπνό καί συγκινητικό ἀνάγνωσμα, γιά ὅλες τίς τάξεις, ἡλικίες, κατηγορίες ὅλων τῶν ἀπ’ αἰῶνος Χριστιανῶν– ἀναγράφονται, σάν ἐπίλογος, τά ἑξῆς λόγια τῆς ἴδιας τῆς πρωταγωνιστρίας τοῦ ἔργου, δηλαδή τῆς Φαβιόλας: «Εἴθε ἡ Ἐκκλησία, στίς ἡμέρες τῆς εἰρήνης καί τοῦ θριάμβου, νά μή λησμονήσει ποτέ, τί ὀφείλει στήν ἐποχή τῶν Μαρτύρων».

Καί, ἐνῶ αὐτά γράφονται σάν ἐπίλογος τοῦ ἀνωτέρω βιβλίου, σέ κάποια ἄλλη τελευταία σελίδα κάποιου ἄλλου βιβλίου, πού λέγεται Χρόνος ἤ Ἔτος, δηλαδή τήν τελευταία ἡμέρα κάθε λήγοντος χρόνου, τήν 31η Δεκεμβρίου, στή Δύση κάθε Χρονιᾶς, ἀναγράφονται στό Συναξάρι της τά ἆθλα καί μαρτύρια ἀρκετῶν ἐπωνύμων ἀλλά καί ἀνωνύμων Ἁγίων Μαρτύρων.

Στό φτωχό καί ταπεινό αὐτό ἄρθρο, ἄς μᾶς ἐπιτραπεῖ νά ἀναφερθοῦμε περιληπτικά στήν μορφή ἑνός ἐξ αὐτῶν, τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος Ζωτικοῦ τοῦ Ὀρφανοτρόφου.

Ἡ ἐποχή, βέβαια, τῶν μαρτυρικῶν χρόνων, ὅπως τούς γνωρίζουμε ἀπό τήν ἐκκλησιαστική ἱστορία, μπορεῖ ἐνδεχομένως νά ἔχει πρό πολλοῦ –ἐκ πρώτης ὄψεως– παρέλθει. Ἡ Ἐκκλησία μας ὅμως, σύμφωνα μέ τήν ἐπιθυμία, θά λέγαμε, τῆς Φαβιόλας, δέν ἔχει λησμονήσει, οὔτε εἶναι ποτέ δυνατόν νά λησμονήσει, τό τί ὀφείλει στήν ἐποχή τῶν Ἁγίων Μαρτύρων.

Ἄλλωστε, μήπως δέν κάνουν ἐντύπωση σέ ὅλους μας, τά ἑξῆς δύο γεγονότα:

1ον ὅτι, ἐνῶ ὑπάρχουν πολλές τάξεις, ποικιλίες καί κατηγορίες Ἁγίων (καθώς ψάλλουμε), «Ἀπόστολοι, Μάρτυρες καί Προφῆται, Ἱεράρχαι, Ὅσιοι καί Δίκαιοι, οἱ καλῶς τόν ἀγῶνα τελέσαντες καί τήν πίστιν τηρήσαντες», ὅμως στόν  Ἐγκαινιασμό κάθε νέας Ἁγίας Τραπέζης, κάθε νέου Ναοῦ, μόνον Μαρτύρων ἅγια λείψανα τοποθετοῦνται, καί

2ον ὅτι, ἐνῶ στήν γνωστή κάθε χρόνο Κυριακή τῶν Ἁγίων Πάντων, τιμῶνται ὅλοι οἱ Ἅγιοι, (ὅπως τούς κατωνομάσαμε ἀνωτέρω) ὅμως στό Ἀπολυτίκιο καί τό Κοντάκιο τῆς ἡμέρας αὐτῆς, ἀναφέρονται καί μνημονεύονται μόνον οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες;

(Ἐννοῶ, βεβαίως, τό κλασσικό Ἀπολυτίκιο καί Κοντάκιο: «Τῶν ἐν ὅλῳ τῷ κόσμῳ …» καί «Ὡς ἀπαρχάς τῆς φύσεως …» ἀντιστοίχως καί ὄχι ἄλλα μεταγενέστερα νεώτερα).

Μιά τέτοια λοιπόν μαρτυρική ἁγία μορφή, σφραγίζει, σάν Ἐπίλογος, τόν κάθε Χρόνο στήν Δύση του, στήν τελευταία ἡμέρα του, στίς 31 Δεκεμβρίου.

Ὁ Ἅγιος Ζωτικός ἦταν Χριστιανός Ρωμαῖος, ἄρχοντας καί σοφός, ἕνα κόσμημα στό Παλάτι τοῦ Ἁγίου Βασιλέως καί Ἰσαποστόλου Κωνσταντίνου τοῦ Μεγάλου. Κάτοχος ὅλων τῶν ἀρετῶν, ποικίλης σοφίας καί τιμημένος μέ τό ἀξίωμα τοῦ Μαγιστριανοῦ.

196 mNektarios2

Ὁ Ἅγιος Μέγας Κωνσταντῖνος, τόσο στήν παλαιά, ὅσο καί στήν Νέα Ρώμη, πού ἔλαβε τό ὄνομά του, Κωνσταντινούπολις, τόν εἶχε ἄμεσο συνεργάτη του, μαζί μέ ἕνα ἐπιτελεῖο παρομοίων ἐναρέτων καί σοφῶν ἀνδρῶν. Ἡ κυρίως ἀποστολή του, μέ τήν ὁποία ἦταν ἐπιφορτισμένος, ἦταν ἡ κατά τό δυνατόν τελεία ἀνακούφιση, περίθαλψη, συντήρηση καί διατροφή κάθε εἴδους πασχόντων ἀνθρώπων τοῦ Βασιλείου: πτωχῶν, ἀσθενῶν, πεινώντων, ὀρφανῶν, χηρῶν κλπ. Γι’ αὐτό καί ἦταν γνωστός ὡς Ζωτικός ὁ Ὀρφανοτρόφος, τόσο στήν Ρώμη, ὅσο καί στήν Κωνσταντινούπολη. Μέ τόν ὅρο «ὀρφανός» δηλαδή, ἐννοεῖτο κάθε τάξη δυστυχῶν, ἐνδεῶν, ἐμπεριστάτων καί πασχόντων ἀνθρώπων.

Ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος, τοῦ ἐπέτρεπε ἐν λευκῷ, γιά τήν ἀποστολή αὐτή, νά κάνει χρήση τοῦ βασιλικοῦ θησαυροφυλακίου, παίρνοντας ὅσα κατά καιρούς χρήματα ἐκεῖνος ἔκρινε. Ἀποστολή, στήν ὁποία ὁ Ζωτικός ἔδωσε ἄριστες ἐξετάσεις μέ ἄριστα καί εὐεργετικά, γιά τούς πάσχοντες, ἀποτελέσματα.

Ὅμως, ὁ προστάτης του Ἅγιος Βασιλεύς Κωνσταντῖνος ὁ Μέγας καί Ἰσαπόστολος, ἐπέπρωτο κάποτε, ὡς ἄνθρωπος καί αὐτός, νά πληρώσει τό κοινόφλητον καί ἀναπόφευκτον –γιά ὅλους μας, φεῦ– χρέος, ἀναχωρῶντας, διά τῆς κοιμήσεώς του, ἀπό τήν πρόσκαιρη αὐτή ζωή, τήν πολυστένακτη «κοιλάδα τοῦ κλαυθμῶνος».

Διάδοχός του ἀναδείχθηκε, τό 337 μ.Χ. ὁ γιός του Κωνστάντιος. Δυστυχῶς, ἦταν ὄχι μόνο κακότροπος, ἀλλά –τό καί χειρότερο– Ἀρειανός.

Ἀπό τήν ἀρχή τῆς βασιλείας του, δέν εἶδε μέ καλό μάτι τόν Ζωτικό καί τό ἔργο του. Τηρῶντας ὅμως τά προσχήματα, ἀπό στοιχειώδη σεβασμό πρός τόν ἀποβιώσαντα πατέρα του, τόν διατήρησε στήν θέση πού εἶχε, ὡς Ὀρφανοτρόφος καί Μαγιστριανός καί τοῦ ἐπέτρεπε –ἄν καί ὄχι μέ τήν καρδιά του– νά συνεχίζει νά παίρνει ἀπό τά βασιλικά χρήματα, γιά τούς σκοπούς τοῦ ἔργου του.

Τήν ἐποχή ἐκείνη, εἶχε μεγάλη διάδοση καί ἔξαρση ἡ – τότε ἀνίατη, φοβερή, μεταδοτική καί ἐπιδημική– ἀρρώστια τῆς λέπρας ἤ λώβης. Ὡς γνωστόν, μέχρι νά ἀντιμετωπιστεῖ καί κατασταλεῖ ἰατροφαρμακευτικῶς ἡ ἀσθένεια αὐτή –γεγονός πού πραγματοποιήθηκε μόλις τόν παρελθόντα εἰκοστό αἰώνα– ἡ προκατάληψη καί ὁ φόβος τῶν ὑγιῶν ἀνθρώπων, τούς ἀνάγκαζε νά ἀπομακρύνουν τούς ἀσθενεῖς λεπρούς, ὡς ἀκάθαρτους καί ἐπικίνδυνους γιά τήν δημόσια ὑγεία, ἀπό τίς πόλεις καί κατοικημένες περιοχές, διώχνοντάς τους στίς ἐρημιές, γιά νά πεθάνουν ἐκεῖ, χωρίς νά ἔχουν τίποτε τό ἀναγκαῖο γιά τήν συντήρηση καί ἐπιβίωσή τους. Ἀπό φόβο, μήπως προσβληθοῦν οἱ ὑγιεῖς· κι ἄς ἦταν αὐτοί οἱ λεπροί τά προσφιλέστερα οἰκογενειακά τους πρόσωπα.

Ὁ κακότροπος βασιλεύς Κωνστάντιος, φοβούμενος μήπως, ἔστω καί ἀπό μακρυά, κάποιος ἄρρωστος μεταδώσει τήν νόσο, μέ κάποια ἐνδεχόμενη ἐπικοινωνία του μέ ὑγιῆ, διέταξε στρατιῶτες του νά παίρνουν τούς λεπρούς σέ εἰδικό πλοιάριο, νά τούς δένουν στό λαιμό βαρειά πέτρα καί νά τούς καταποντίζουν στήν Προποντίδα ἤ καί στόν Εὔξεινο Πόντο. Ὅπερ καί ἐγένετο, «ἐπεί τό ρῆμα τυράννου ὑπερίσχυσε».

Φυσικά, ἡ καρδιά τοῦ φιλεύσπλαγχνου Ζωτικοῦ πονοῦσε ἀφάνταστα· ἔσταζε αἷμα. Μέ τά χρήματα λοιπόν τοῦ βασιλικοῦ ταμείου, χωρίς νά τό ἀντιληφθεῖ ὁ τύραννος Κωνστάντιος, φρόντισε καί ἔσωζε ἀπό τόν πνιγμό τούς ἀρρώστους, πληρώνοντας ἁδρά τούς δημίους στρατιῶτες, οἱ ὁποῖοι – πληρωμένοι καλά– κρατοῦσαν κλειστό τό στόμα τους. Στή συνέχεια, πάντα μέ χρηματική δαπάνη καί προσωπική του μέριμνα καί ἐπίβλεψη, φρόντισε νά μεταφέρονται κάθε φορά οἱ ὑποψήφιοι νεκροί, μέ κάθε μυστικότητα, στήν μακράν τῆς Κωνσταντινουπόλεως περιοχή, πού ὠνομάζετο Ἐλαιών. Ἐκεῖ, διαμένοντας σέ στοιχειώδη καταλύματα, τρέφονταν καί διατηροῦνταν στοιχειωδῶς στήν ζωή. Ὅλα αὐτά, κάθε τόσο, τά φρόντιζε ὁ Ἅγιος, κάνοντας τά ἀδύνατα δυνατά νά μήν μάθει τίποτε ὁ τύραννος. Καί ὅταν αὐτός ὁ ἄσπλαγχνος, κάποτε ἀντιλήφθηκε μεγάλη μείωση τῶν χρημάτων τοῦ Παλατίου, ὁ Ἅγιός μας τόν παραπλάνησε καί τόν καθησύχασε, λέγοντάς του, ὅτι μέ τήν δαπάνη αὐτή, φρόντιζε νά τοῦ ἀγοράσει κοσμήματα, πολύτιμους θησαυρούς καί λοιπά τιμαλφῆ, πού τόσο πολύ, αὐτός ὁ φιλόδοξος, ἀγαποῦσε. Κι ἔτσι, δέν ἀντιλήφθηκε τίποτε.

Δέν πέρασε πολύς καιρός καί προσεβλήθη ἀπό τήν νόσο καί ἡ ἴδια ἡ κόρη τοῦ βασιλέως. Φυσικά, ὁ ἄθλιος, οὔτε αὐτήν λυπήθηκε, ἀλλά τήν παρέδωσε, κλαίουσαν καί ὀδυρωμένην, γιά νά πνιγεῖ κι αὐτή. Ἀμέσως ὁ Ἅγιος, «ταχύς εἰς ἀντίληψιν», μερίμνησε ἰδιαιτέρως γιά τήν διάσωση καί ἐπιβίωσή της.

Ἦρθε ὅμως ἡ ὥρα, νά ζητήσει ὁ βασιλεύς, ἀπό τόν Ζωτικό, τήν παράδοση τῶν πολυτίμων τιμαλφῶν, πού τοῦ εἶχε τάξει, δαπανῶντας ἀφειδῶς τά βασιλικά χρήματα. Ὁ Ἅγιος, προτοῦ ὁδηγήσει τόν Κωνστάντιο στόν τόπο τοῦ Ἐλαιῶνος, ὅπου –ὅπως τόν διαβεβαίωσε– εἶχε συγκεντρώσει τά ἀγορασθέντα πολύτιμα θησαυρίσματα, φρόντισε, μυστικά, νά προετοιμάσει τούς ἀγαπημένους του λεπρούς γιά τήν ὑποδοχή τοῦ Βασιλέως, χορηγῶντας τους πρός τοῦτο λευκές στολές, λουλούδια, λαμπάδες καί ὅ,τι ἄλλο ἀπαιτεῖτο γιά μιά τέτοια ὑποδοχή, μεριμνῶντας, ἐπί πλέον, καί γιά τήν ἑτοιμασία ἑνός – ἐπί τόπου– βασιλικοῦ γεύματος.

Καί ὅταν ὁδήγησε τόν Βασιλέα ἐκεῖ, ἤδη ἕτοιμοι οἱ λεπροί, μέ ἐπικεφαλῆς τήν θυγατέρα τοῦ τυράννου, λευχειμονοῦντες, λαμπαδοχούμενοι, προσφέροντας στέφανα μέ λουλούδια, ὑποδέχθηκαν αὐτόν ὡς Βασιλέα, ψάλλοντας πολυχρονισμούς, ὕμνους, ὅπως τό γνωστό «Εἰς πολλά ἔτη Δέσποτα» καί ἄλλα παρόμοια αὐτοσχέδια εὐχαριστήρια ἄσματα. Καί τοῦτο μέ τήν καρδιά τους, διότι ἀναγνώριζαν πώς ἐπιβίωναν καί βρίσκονταν στή ζωή μέ τά δικά του βασιλικά χρήματα. Στήν ἀναμενόμενη κατάπληξη τοῦ Κωνσταντίου, ὁ Ζωτικός τοῦ ἀποκρίθηκε ὅτι: «Αὐτοί, ὦ βασιλεῦ, εἶναι οἱ ζωντανοί καί ἔμψυχοι –καί ὄχι ἄψυχοι– θησαυροί καί τά κοσμήματα τῆς ἐνδόξου βασιλείας σου, διότι, μέ τά δικά σου χρήματα –ἔστω καί χωρίς νά τό ἐπιτρέψεις– αὐτοί ὅλοι, μέ ἐπικεφαλῆς τήν θυγατέρα σου, ἐπιβιώνουν καί προσεύχονται στόν Βασιλέα τῶν ὅλων Χριστόν τόν Θεόν, γιά τήν ὑγεία καί μακροημέρευσή σου· καί ὡς ἔνδειξη τῆς εὐγνωμοσύνης τους πρός ἐσέ, σοῦ ἑτοίμασαν αὐτήν τήν σεμνή ὑποδοχή καί τράπεζα».

Ἄς φαντασθεῖ ἐδῶ ὁ καθένας μας, πῶς θά ἔπρεπε νά ἀντιδράσει ὁ Κωνστάντιος, ἀκόμα κι ἄν ἦταν χαλκόσπλαγχνος καί εἶχε πέτρινη καρδιά. Κι ὅμως, αὐτός ὁ θηριόγνωμος, καί τῶν θηρίων ἀκόμη ἀγριότερος, ἀντί νά κλάψει, νά συγκινηθεῖ μέ τό θέαμα καί τίς ἐκδηλώσεις εὐγνωμοσύνης ὅλου αὐτοῦ τοῦ σεσωσμένου ἀθώου πλήθους, πού εἶχε ὡς ἀρχηγό τήν ἴδια τήν κόρη του, ἀντί νά εὐχαριστήσει τόν Θεό καί τόν Ἅγιο Ζωτικό, τόν εὐεργέτη καί σωτῆρα τους, αὐτός, λέγω, τόσο πολύ διαμονίσθηκε καί διαβολικῶς παρεφρόνησε, ὥστε, ἔξω φρενῶν γενόμενος, διέταξε τόν ἄμεσο –ἐπί τόπου– θάνατο τοῦ ἀκάκου Ζωτικοῦ. Μέ διαταγή του, οἱ στρατιῶτες του  ἔδεσαν καί τά δύο πόδια τοῦ Ἁγίου σέ δύο ἄλογα, τά ὁποῖα καί τόν ἔσυραν κατά γῆς, τρέχοντας, μέχρις ὅτου ὁ δίκαιος τελείως ξεμάτωσε. Ἄλλη διήγηση λέει, ὅτι τά δύο ἄλογα, ξεκινῶντας ἀντίθετα τό ἕνα ἀπό τό ἄλλο, τόν ἔσχισαν στά δύο, τόν ἀνασκολώπισαν. Κι ἔτσι τελειώθηκε μαρτυρικῶς, τήν 31η Δεκεμβρίου ὁ Ἅγιός μας.

Ἡ Ἐκκλησία τόν καθιέρωσε ὡς προστάτη τῶν λεπρῶν. Καί, μεταγενεστέρως, κάποιος λεπρός, πού εἶχε ὑμνογραφικό χάρισμα, συνέθεσε τήν ἀσματική του ἀκολουθία, στήν ὁποία, σύν τοῖς ἄλλοις, τόν παρακαλεῖ: «Πρέσβευε ὑπέρ ἡμῶν, τῶν λελωβημένων τέκνων σου». Δυστυχῶς, ἡ ἀκολουθία αὐτή δέν ψάλλεται, διότι, ὡς γνωστόν, τήν 31η Δεκεμβρίου ἀποδίδεται ἡ Δεσποτική ἑορτή τῶν Χριστουγέννων, «ἡ Μητρόπολις τῶν ἑορτῶν» καί ὡς ἐκ τούτου, ψάλλεται μόνο ἡ Χριστουγεννιάτικη Ἀκολουθία. Στό Λεπροκομεῖο Ἀθηνῶν ὅμως - ἴσως μόνον ἐκεῖ - συμψάλλεται καί ἡ ἀκολουθία τοῦ Ἁγίου, ὡς ἐνθυμοῦμαι.

Σήμερα βεβαίως, πρέπει νά σημειωθεῖ, ὅτι ἡ πρώην φοβερά λέπρα θεραπεύεται. Ἤδη, ἀπό τά τέλη τοῦ 19ου αἰῶνος, ὁ Νορβηγός ἰατρός Χάνσεν, μέ ἐργαστηριακά πειράματα καί προσπάθειες, κατόρθωσε νά ἀπομονώσει τόν βάκιλο τῆς λέπρας. Καί ἔτσι ἀργότερα, μέχρι τά μέσα τοῦ 20ου αἰῶνος, ἰατροί καί φαρμακοποιοί, παρατηρῶντας ἐργαστηριακῶς τήν «συμπεριφορά» τοῦ ἀπομονωθέντος βακίλου, μπόρεσαν καί ἀνακάλυψαν, ὅπως τούς φώτισε ὁ Θεός, τό θεραπευτικό φάρμακο, πού ὀνομάζεται Σουλφόνη. Ἀπό τότε, ἡ μέν λέπρα ὀνομάζεται «νόσος τοῦ Χάνσεν», οἱ δέ –πρώην– λεπροί, «Χανσενικοί». Ἡ ἴαση, βεβαίως, ἐπιτυγχάνεται, ὅταν χορηγηθεῖ ἡ Σουλφόνη ἀμέσως μετά τήν διάγνωση τῆς νόσου.

Ἄς ἔχει δόξα καί αἴνεση, ὁ Ἰατρός τῶν ψυχῶν καί τῶν σωμάτων, Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, ὁ ἐνδυναμώσας, ὄχι μόνο τόν Ἅγιο Ζωτικό, ἀλλά καί κάθε Ἅγιο Μάρτυρα, στό σκάμα τοῦ ἐπίπονου σωματικοῦ μαρτυρίου. Ἀναφορικά δέ μέ τήν πρώην λέπρα, διαβάζουμε στό Εὐαγγέλιο, ὅτι ὁ ἴδιος ὁ Κύριος, πρῶτος ἔσπασε τό ταμπού –θά λέγαμε– τῆς κατά τῶν λεπρῶν προκαταλήψεως. Διότι, στήν περίπτωση ἐκείνη τοῦ ἑνός καί μόνου του λεπροῦ, πού Τόν παρακαλοῦσε λέγοντας, «Κύριε, ἐάν θέλης, δύνασαί με καθαρίσαι», ὁ Χριστός μας, σπλαγχνισθείς, «ἥψατο αὐτοῦ, λέγων, θέλω, καθαρίσθητι». Ὁ μέχρι τότε μωσαϊκός νόμος, ἀπαγόρευε, ὄχι, βεβαίως, μόνο τό ἄγγιγμα ἑνός λεπροῦ –ὅπως ἔκανε ὁ Κύριος– ἀλλά καί τήν προσέγγισή του τοπικῶς. Αὐτό ἄλλωστε γνωρίζοντας οἱ δέκα λεπροί, τῆς ἄλλης εὐαγγελικῆς διηγήσεως, «ἔστησαν πόρρωθεν»· δέν πλησίασαν τόν Χριστό. Καί ἀπό ἐκεῖ μακρυά πού εὑρίσκοντο, φώναξαν πρός Αὐτόν, «ἦραν φωνήν», παρακαλῶντας Τον νά τούς ἐλεήσει. Φυσικά, ὁ Κύριος καί στίς δύο περιπτώσεις, ἐθαυματούργησε.

Τώρα λοιπόν, πού ὁ Χρόνος βαδίζει πρός τή δύση του, μιά δύση πού –ἴσως– ἀδιόρατα καί ἀνεπαίσθητα, μᾶς δηλώνει καί «μυστικῶς εἰκονίζει» τήν δύση καί αὐτῆς ἀκόμα τῆς δικῆς μας ζωῆς, τώρα λοιπόν, μιμούμενοι τόν ἰαθέντα λεπρό, «ταπεινωθῶμεν ἐναντίον τοῦ Θεοῦ τελωνικῶς», λέγοντας τό «Κύριε, ἐάν θέλῃς, δύνασαί με καθαρίσαι». Ἡ σωματική λέπρα, νικήθηκε. Μένει ὅμως μέσα μας ἡ ψυχική καί πνευματική λέπρα, τῶν παθῶν μας καί τῶν ἁμαρτιῶν.

«Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ὁ Θεός, ὡς οἶδας καί ὡς θέλεις καθάρισόν με, ἐλέησόν με τόν λεπρωθέντα τῇ ἁμαρτίᾳ. Ἐγώ, ὡς ἀκάθαρτος καί πνευματικά λεπρός, τήν ἀκαθαρσία – λανθανόντως– ἐπιθυμῶ καί δέν ἀντιλαμβάνομαι τήν λέπρα τῆς ψυχῆς μου. Ἡ ψυχή μου αὐτή, σάν ἄλλη Χαναναία θυγατέρα, «κακῶς δαιμονίζεται». Καί ὅταν μιά τέτοια ψυχή κακῶς δαιμονίζεται, δέν καταλαβαίνει τίποτε, καί δέν ἐπιθυμεῖ –ἴσως μάλιστα καί νά ἀδυνατεῖ ἀπό μόνη της– νά ἀπαλαγεῖ ἀπό τήν ἐμπάθεια καί ἀκαθαρσία της. Ἀλλά, Σύ Κύριε, ὅπως ἀναφέρει ἡ ἀκολουθία τῆς Θείας Μεταλήψεως,

«καί τήν πίστιν οἶδας

καί τήν προθυμίαν βλέπεις

καί τούς στεναγμούς ἀκούεις».

Γι’ αὐτό καί «ἐάν θέλῃς, δύνασαί με καθαρίσαι».

Αὐτό ἄς ζητήσουμε ἐμπόνως, ἀδελφοί. Καί ὁ Κύριος ἡμῶν, ἱεροκρυφίως, θά μᾶς ἀγγίξει, ἰατρευτικῶς καί σωστικῶς. Ὁ Ἅγιος Ζωτικός, προσπάθησε καί κατόρθωσε νά κάνει τούς τότε λεπρούς, ἁπλῶς νά ἐπιβιώσουν. Κανέναν δέν θεράπευσε ἰατρικῶς. Ὁ Χριστός μας, θεραπεύει ψυχάς καί σώματα ὡς Παντελεήμων.

Κι ἔτσι, στή δύση τῆς ζωῆς μας, πού ὁπωσδήποτε καί ἀναπόφευκτα θά ἔλθει, ὅποτε καί ὅπως Ἐκεῖνος κελεύσει, κλείνοντας, μαζί μέ τά σωματικά μας μάτια, τήν τελευταία σελίδα τῆς ζωῆς μας, τά νοητά μας μάτια, εἴθε νά ἀνοίξουν καί νά ἀντικρύσουν καί νά ἀπολαύσουν μιά νέα ἀνατολή, ἑνός νέου ἄχρονου χρόνου, στόν ὁποῖο θά βασιλεύει ἡ Ἀνατολή Ἀνατολῶν, ὁ Χριστός καί Θεός μας· καί μαζί Του, ἠλεημένοι καί ἐμεῖς οἱ ἐλεεινοί, εἴθε νά συμβασιλεύουμε «ἐν τῇ ἀνεσπέρῳ ἡμέρᾳ τῆς Βασιλείας Αὐτοῦ, Πάσχα κροτοῦντες αἰώνιον» καί δοξάζοντες Αὐτόν εἰς πάντας τούς αἰῶνας, σύν πᾶσι τοῖς Ἁγίοις Αὐτοῦ. Ἀμήν!

Μέ ἑόρτιες εὐχές

Μοναχός Νεκτάριος

Κελλίον Ἁγ. Νικολάου Μπουραζέρη

τῆς  Ἱ. Μονῆς Χιλανδαρίου,

Καρυαί  Ἁγίου  Ὄρους

 

«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» Τεῦχος 196

Δεκέμβριος 2018