ΑΝΤΙ ΕΠΙΚΛΗΣΕΩΣ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΤΡΙΑΔΟΣ, ΤΙ;

196 Nomomathis

ΑΝΤΙ  ΕΠΙΚΛΗΣΕΩΣ  ΤΗΣ  ΑΓΙΑΣ  ΤΡΙΑΔΟΣ,  ΤΙ;

 

«Ego non baptizo te in nomine…

– but make out the rest yourself»

Χέρµαν Μέλβιλ (1819-1891), ἀπό µιά ἐπιστολή τοῦ ὁποίου, µέ ἡµεροµηνία 29 Ἰουνίου 1851, παραθέσαµε τόν ὑπότιτλο τοῦ σηµειώµατός µας –πού σηµαίνει: «Ἐγώ δέν σέ βαπτίζω στό ὄνοµα…. ἀλλά µάντεψε µόνος σου τό ὑπόλοιπo τῆς φράσης»– εἶναι ὁ συγγραφέας τοῦ βιβλίου «Μόµπυ Ντίκ, ἤ ἡ φάλαινα». Πολλοί γνώρισαν τό βιβλίο αὐτό κατά τά παιδικά τους χρόνια ὡς µιά συναρπαστική περιπέτεια µέ θέµα τήν ἐµµονική καί ἐν τέλει αὐτοκαταστροφική προσπάθεια τοῦ πλοιάρχου Ἀχαάβ νά ἐντοπίσει µέ τό φαλαινοθηρικό του καί νά φονεύσει τόν Μόµπυ Ντίκ, τή µεγάλη λευκή φάλαινα πού τόν εἶχε ἀφήσει ἀνάπηρο. Ὅµως, τό βιβλίο δέν εἶναι παιδικό. Συνιστᾶ µιά ἀλληγορία, γιά τήν ὁποία ὁ Ἀµερικανός Χ. Μέλβιλ ἔχει ἤδη ἀναγνωρισθεῖ ὡς συγγραφέας  ἰσάξιος τοῦ Ρώσσου Φ. Ντοστογιέφσκυ. Κατά τήν ἀλληγορία αὐτή, στό µυθιστόρηµα περιγράφεται ἡ ἀπελπισµένη µάχη τοῦ ἀνθρώπου ἐνάν­τια στίς δυνάµεις τῆς ἐχθρικῆς φύσης, ἡ ἀνταρσία τοῦ ὑποκειµένου ἀπέναντι στήν «ἀντικειµενικοποίηση» τοῦ κόσµου, πού τή συµβολίζει ὁ «Μόµπυ Ντίκ-Λεβιάθαν». Ὅµως, τό παρόν σηµείωµα δέν ἔχει ὡς θέµα του τή λογοτεχνική κριτική, ἀλλά εἰδικότερα τήν προπαρατεθεῖσα φράση τοῦ τίτλου «…in nomine…» (=εἰς τό ὄνοµα, ἐν ὀνόµατι).

Στό βιβλίο, λοιπόν, τοῦ Ἀστικοῦ Κώδικα µέ τόν τίτλο «Γενικές Ἀρχές» καί στά ἄρθρα 211 κ.ε. ρυθµίζεται ὁ νοµικός θεσµός τῆς ἀντιπροσώπευσης. Σύµφωνα µέ τό ἄρθρο 211: «Δήλωση  βούλησης ἀπό κάποιον (ἀντιπρόσωπο) στό ὄνοµα ἄλλου (ἀντιπροσωπευοµένου) µέσα στά ὅρια τῆς ἐξουσίας ἀντιπροσώπευσης ἐνεργεῖ  ἀµέσως  ὑπέρ  καί κατά τοῦ ἀντιπροσωπευοµένου. Τό ἀποτέλεσµα αὐτό ἐπέρχεται, εἴτε ἡ δήλωση γίνει ρητά στό ὄνοµα τοῦ ἀντιπροσωπευοµένου,  εἴτε  συνάγεται  ἀπό τίς περιστάσεις ὅτι ἔγινε στό ὄνοµά του».

Συνεπῶς, κάποιος µπορεῖ νά δράσει µέ νοµικά σηµαντικό τρόπο εἴτε στό δικό του, τό «ἴδιον ὄνοµα», ὅταν ἡ ὑπόθεση εἶναι δική του, ὅταν δηλαδή «κύριος τῆς ὑπόθεσης» εἶναι ὁ ἴδιος, εἴτε «στό ὄνοµα ἄλλου τινός», ὅταν «κύριος τῆς ὑπόθεσης» εἶναι ἄλλος. Στήν πρώτη περίπτωση, ὅποιος δρᾶ «νοµικά», ὅποιος «δικαιοπρακτεῖ» στό ἴδιον ὄνοµα, ἐπωµίζεται ὁ ἴδιος τίς ἀντίστοιχες ἔννοµες συνέπειες, ἐνῶ, ὅταν κάποιος δρᾶ ὡς «ἀντιπρόσωπος» στό ὄνοµα ἄλλου, µεταφέρει σέ αὐτόν τόν ἄλλον, πού τόν ἐξουσιοδότησε καί τόν ὁποῖο ἀναγνωρίζει ὡς «κύριο τῆς ὑπόθεσης», τίς οἰκεῖες ἔννοµες συνέπειες.

Ὅσοι ἔχουν διαβάσει τό Ἑλληνικό Σύνταγµα, ἔχουν διαπιστώσει ὅτι στήν ἀρχή του βρίσκεται ἡ φράση: «Εἰς τό Ὄνοµα τῆς Ἁγίας καί Ὁµοουσίου καί Ἀδιαιρέτου Τριάδος». Σύµφωνα µέ τό σύγγραµµα «Σύνταγµα, Κατ’ ἄρθρο ἑρµηνεία» τῶν Φ. Σπυρόπουλου, Ξ. Κοντιάδη, Χ. Ἀνθόπουλου καί Γ. Γεραπετρίτη (ἐκδ. Σάκκουλα, Ἀθήνα-Θεσσαλονίκη, 2017), ἡ ἄνω φράση, ἡ ὁποία ἔχει καθιερωθεῖ νά ἀναφέρεται ὡς «προοίµιο» τοῦ Συντάγµατος, συνιστᾶ στήν πραγµατικότητα «ἐπίκληση», ἡ ὁποία τυποποιήθηκε τό πρῶτον στό Προσωρινό Πολίτευµα τῆς Ἐπιδαύρου τοῦ 1822 ὡς ἑξῆς: «Ἐν ὀνόµατι τῆς Ἁγίας καί Ἀδιαιρέτου Τριάδος».

Ἤδη κατά τήν ἀναθεώρηση τοῦ 1975 εἶχε προταθεῖ ἡ ἀπάλειψη τῆς «ἐπίκλησης» αὐτῆς, µέ τό σκεπτικό ὅτι οἱ συνταγµατικές διατάξεις θεσπίζονταν πλέον «ὄχι ἐν ὀνόµατι τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἀλλ’ ἐν ὀνόµατι τῶν δικαιωµάτων τοῦ ἀτόµου». Ἡ ἐν λόγῳ πρόταση δέν ἔγινε τότε ἀποδεκτή, ἐπανεµφανίζεται, ὅµως, ἔκτοτε εὐκαίρως-ἀκαίρως, ὅπως ὅλοι γνωρίζουµε. Σύµφωνα δέ µέ τήν κρατοῦσα γνώµη µεταξύ τῶν συνταγµατολόγων ἡ «ἐπίκληση» στερεῖται ὁποιασδήποτε νοµικῆς σηµασίας, διότι δέν εἶναι συµβατή µέ τήν ἐγγύηση τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας, ἐνίοτε, ὅµως, τῆς ἀναγνωρίζεται «πυκνό ἰδεολογικό περιεχόµενο». Ἐξ ὅσων, πάλι, γνωρίζουµε, µόλις πρόσφατα, σέ ἀπόφαση τῆς Ὁλοµελείας τοῦ Συµβουλίου τῆς Ἐπικρατείας ἀναγνωρίσθηκε ρητῶς ὅτι τό ἐν λόγῳ «προοίµιο» ἔχει, πράγµατι, «κανονιστικές συνέπειες».

Εἶναι, βέβαια, ἀρκετά παράδοξο καί προδήλως ἀντίθετο µέ τίς νοµικές ἑρµηνευτικές µεθόδους, ἰδίως τή γραµµατική (αὐτή πού στηρίζεται στό πρόδηλο «γράµµα» τοῦ κειµένου) καί τή συστηµατική (αὐτή πού λαµβάνει ὑπ’ ὄψη τή θέση µιᾶς φράσης ἐντός ἑνός συνολικότερου κειµένου καί ἐξετάζει καθετί σέ αὐτό -«four corners rule») τό νά ἀφαιρεῖται ἐπιλεκτικά, κατά τίς ἰδεολογικές προτιµήσεις ἑκάστου, ὁποιαδήποτε νοµική σηµασία ἀπό µιά φράση σέ ἕνα νοµικό καί δή θεµελιῶδες, ὅπως τό Σύνταγµα, κείµενο. Τή στιγµή, µάλιστα, πού γίνεται δεκτό ὅτι τό Σύνταγµα εἶναι κείµενο ἑνιαῖο καί δέν νοεῖται ἡ ἐπίκληση µιᾶς διάταξής του γιά νά «ἀχρηστευθεῖ» µιά ἄλλη διάταξή του, θεωρουµένη ὡς ὑποδεέστερης ἰσχύος ἤ καί ὡς ἄνευ ἰσχύος. Ἤ µήπως εἶναι δυνατό τό Σύνταγµα νά «αὐτοπαραβιάζεται», κατά µιά ἔκφραση ἑνός ἐπικριτῆ τοῦ «προοιµίου», ὡς –δῆθεν– ἀντιθέτου πρός τή θρησκευτική οὐδετερότητα; Πόσῳ µᾶλλον, ὅταν ἡ ἐν λόγῳ «ἐπίκληση» συνιστᾶ τήν ἐναρκτήρια καί κεφαλαιώδη φράση τοῦ Συντάγµατος, ἐκείνη µέ τήν ὁποία ἡ Συντακτική Συνέλευση τοῦ Λαοῦ δηλώνει, κατά τό προφανές νόηµα τοῦ κειµένου, τά «διαπιστευτήριά» της καί διακηρύσσει ὅτι δρᾶ ἐξουσιοδοτηµένη ἀπό τήν «Κυρία τῆς ὑπόθεσης» Ἁγία Τριάδα, ὅτι, δηλαδή, ἡ Συντακτική κρατική ἐξουσία πηγάζει ἀπό Αὐτήν καί ἑποµένως ἀσκεῖται «ἐν ὀνόµατί Της», «εἰς τό ὄνοµά Της». Ἤ µήπως θά µποροῦσε νά ὑποστηριχθεῖ ὅτι, γιά παράδειγµα, τό ἄρθρο 1 τοῦ Συντάγµατος, ὅπου ὁρίζεται ὅτι «Θεµέλιο τοῦ πολιτεύµατος εἶναι ἡ λαϊκή κυριαρχία» δέν ἔχει, τάχα, κανονιστική σηµασία, διότι, τάχα, ἀντιστρατεύεται τήν ἀρχή τῆς ἀξιοπρέπειας τοῦ κάθε ἀνθρώπου ἀτοµικά, καθιερώνοντας τήν «τυραννία ἐπί τῆς µειοψηφίας», ἤ ὅτι ἔχει ἁπλῶς «ἰδεολογική», ἀλλά ὄχι «κανονιστική πυκνότητα»;

Δέν ἀµφιβάλλουµε ὅτι πολλοί ὑπολαµβάνουν καλόπιστα ὅτι ἕνα κράτος ὀφείλει νά εἶναι οὐδέτερο καί ἀµερόληπτο, νά µή λαµβάνει θέση ὑπέρ τῆς µιᾶς ἤ τῆς ἄλλης θρησκείας, ἔτσι ὥστε νά γίνεται σεβαστή ἡ ἐλευθερία ἑκάστου. Θεωροῦν ὅτι ἡ κρατική ἐπιλογή µιᾶς «θρησκευτικῆς» καί εὐρύτερα µιᾶς «κοσµοθεωρητικῆς» θέσης πρέπει νά ἀποφεύγεται, ὅτι, µέ ἄλλα λόγια, τά κράτη πρέπει νά γίνουν «οὐδέτερα» ἤ «πλουραλιστικά». Εἶναι, ἐξ ἄλλου, σέ ἕνα ἄλλο ἐπίπεδο, ἀρκετά διαδεδοµένη στίς ἡµέρες µας ἡ σύνδεση τοῦ Μονοθεϊσµοῦ µέ τόν ἐξαναγκασµό καί τοῦ Πολυθεϊσµοῦ µέ τήν ἀνεκτικότητα καί τήν ἐλευθερία. Πολλοί, πάλι, ἀκόµη καί θεολόγοι, ἀντιδιαστέλλουν τή «Θεοκρατία» µέ τή «Δηµοκρατία», χωρίς νά ἀποσαφηνίζουν τούς ὅρους αὐτούς, ἐνῶ, θεωρῶντας τους ἀσύµβατους, δηλώνουν ὅτι προκρίνουν τήν “καλή” Δηµοκρατία ἔναντι τῆς “κακῆς” Θεοκρατίας! Εἶναι, ὅµως, ἀπορίας ἄξιον, ἐάν εἶναι λογικά συνεπές, ὅσοι τοὐλάχιστον πιστεύουν στόν Θεό, νά ὑποστηρίζουν ὅτι δέν πρέπει νά Κρατεῖ Αὐτός, ἀλλά κάτι ἤ κάποιος ἄλλος, ὅπως ὁ Δῆµος, ἤ, τά Ἀτοµικά Δικαιώµατα, ἤ, ὁ,τιδήποτε ἄλλο, ἀντιστρέφοντας τήν Ἁγιογραφική ἐντολή: «πειθαρχεῖν δεῖ Θεῷ µᾶλλον ἤ ἀνθρώποις»;

Στό σηµείωµά µας δέν θά ἐπεκταθοῦµε σέ περαιτέρω ἀφηρηµένες ἀναλύσεις γιά τά ζητήµατα αὐτά, θά ἀναφερθοῦµε, ὅµως, σέ κάποια ἐνδεικτικά παραδείγµατα. Εἶναι, ἔτσι, γνωστά τά ὅσα ὑπέστησαν ἀπό τήν Πολυθεϊστική καί Συγκρητιστική Ρώµη οἱ Χριστιανοί τῶν πρώτων αἰώνων, στούς ὁποίους «ἐπιτρεπόταν» µέν νά λατρεύουν τόν Χριστό, ὑπό τόν ὅρο, ὅµως, ὅτι θά προσκυνοῦσαν τόν θεοποιηµένο Καίσαρα (βλ. «εἰς τόν οὐρανόν ἀναβήσοµαι, ἐπάνω τῶν ἀστέρων τοῦ οὐρανοῦ θήσω τόν θρόνον µου», Ἡσ. ιδ΄, 13). Στήν δέ Ἐκκλησιαστική ἱστορία του (P.G.20, 663) ὁ Εὐσέβιος παραθέτει χαρακτηριστικά τή στιχοµυθία µεταξύ τοῦ ἐπισκόπου Διονυσίου Ἀλεξανδρείας καί τοῦ δικαστῆ του Αἰµιλιανοῦ. Ὅταν ὁ «πολυθεϊστής» καί «διέπων τήν ἡγεµονίαν» Αἰµιλιανός τόν ρώτησε: «τίς ὑµᾶς κωλύει καί τοῦτον, εἴπερ ἐστί Θεός (ἐνν. τόν Χριστό), µετά τῶν κατά φύσιν θεῶν (ἐνν. τούς εἰδωλολατρικούς θεούς) προσκυνεῖν;..», ὁ ἅγιος ἀπάντησε: «Ἡµεῖς οὐδένα ἕτερον προσκυνοῦµεν»!

Σέ προηγούµενο σηµείωµα εἴχαµε ἀναφερθεῖ σέ µιά ἐπιστολή τοῦ Ἁγίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτη, µέ τήν ὁποία διεκήρυττε τήν ἀνεξίθρησκη στάση τοῦ Χριστιανισµοῦ καί θά παραπέµψουµε σέ ὅσα εἴχαµε γράψει ἐκεῖ. Στό παρόν σηµείωµα θά προσθέσουµε ἀκόµη λίγες φράσεις πού, παρά τή συντοµία τους, ἰσοδυναµοῦν µέ πολλά συγγράµµατα καί διακηρύξεις ὑπέρ τῆς ἀνεξιθρησκίας:  Ἀφ’ ἑνός, τήν προλαµβάνουσα κατά πολλούς αἰῶνες τή σύγχρονη εὐαισθησία κατά τῶν «λόγων µίσους» («hate speech») ἐπιστολή τοῦ Ἁγίου Διονυσίου τοῦ Ἀρεοπαγίτη πρός τόν ἱερέα Σωσίπατρο: «Μή τοῦτο οἴου νίκην ἱερέ Σωσίπατρε, τό εἰς θρησκείαν ἤ δόξαν ὑβρίσαι µή ἀγαθήν φαινοµένην. Οὐδέ γάρ, οὐδέ εἰ καί κεκριµένως αὐτήν ἐλέγξεις, ἤδη τά Σωσιπάτρου καλά. Δυνατόν γάρ καί σέ καί ἄλλους ἐν πολλοῖς τοῖς ψεύδεσι καί φαινοµένοις, ἐν ὅν καί κρύφιον τό ἀληθές λανθάνειν….». (=Μή νοµίζεις ὡς νίκη σου, ἱερέ Σωσίπατρε, τό νά καθυβρίζεις µιά θρησκεία ἤ δοξασία πού δέν φαίνεται ἀγαθή. Διότι, ἀκόµα καί ἄν τήν ἐξετάσεις µέ τρόπο ὀρθό, αὐτό δέν σηµαίνει ὅτι ἐσύ ὁ Σωσίπατρος εἶσαι ἐντάξει. Διότι εἶναι δυνατό νά σοῦ ἔχει διαφύγει ἡ µία καί κρυµµένη ἀλήθεια ἀνάµεσα στά ὅσα φαίνονται ψευδῆ.)

Ἀφ’ ἑτέρου, θά ὑπενθυµίσουµε τή διακήρυξη τοῦ Μεγάλου καί Ἁγίου Βασιλεως Κωνσταντίνου: «…Ἀλλά ἐκεῖνοι πού µένουν µακριά Σου, ἄς ἔχουν, ἄν τό ἐπιθυµοῦν, τούς ναούς τοῦ ψεύδους…Γιατί ἄλλο πρᾶγµα εἶναι νά ἐπωµίζεται κανείς µέ ἐλεύθερη βούληση τόν ἀγῶνα τῆς ἀθανασίας καί ἄλλο νά τοῦ τόν ἐπιβάλλεις µέ τιµωρίες…». Ἄν δέ κάποιος διατηρεῖ ἐπιφυλάξεις, ὑποπτευόµενος ὅτι τά ἀνωτέρω ἀποτελοῦν «ἰδεολογήµατα» περί τῆς δῆθεν φιλάνθρωπης στάσης τῶν Χριστιανῶν ἀπέναντι στούς ἀλλοθρήσκους, πού ἀποβλέπουν στό νά συγκαλύψουν τήν πραγµατικότητα, ἄς λάβει ὑπόψη του καί τήν παρακάτω ὁµολογία τοῦ διαβόητου Ἰουλιανοῦ τοῦ Παραβάτη, ἀπό ἐπιστολή του πρός τόν εἰδωλολάτρη ἱερέα Ἀρσάκιον: «Διότι εἶναι ἐντροπή ὅτι ἀπό µέν τούς Ἰουδαίους (=Χριστιανούς), οὐδείς ἐπαιτεῖ, τρέφουν δέ οἱ δυσσεβεῖς Γαλιλαῖοι (=Χριστιανοί) ἐκτός ἀπό τούς δικούς τους καί τούς δικούς µας» (Νικηφόρου Καλλίστου, Ἐκκλησιαστική ἱστορία, PG 146, 500). Ἄς συνυπολογισθεῖ δέ τό γεγονός ὅτι οἱ διωγµοί κατά τῶν Χριστιανῶν εἶχαν σταµατήσει µόλις πρίν ἀπό λίγες δεκαετίες καί ὅτι, ὅπως ὁµολογεῖται στήν ἐπιστολή, ἀντί γιά πράξεις ἀντεκδίκησης, οἱ διωκόµενοι ἀποδύθηκαν σέ πράξεις φιλανθρωπίας ἀπέναντι στούς πρώην διῶκτες τους!

 Ἐξ ἄλλου, τίθεται τό ἐρώτηµα, ἐάν ἡ κρατική δραστηριότητα, ὅπως ἄλλωστε ἡ κάθε ἀνθρώπινη δραστηριότητα, εἶναι δυνατό, λογικά καί πραγµατικά, νά εἶναι κοσµοθεωρητικά οὐδέτερη. Διότι, γιά παράδειγµα, πῶς µπορεῖ τό κράτος νά ἀποφύγει νά πάρει «ἀπόφαση κοσµοθεωρητικά φορτισµένη», ἀπέναντι στό ζήτηµα τῶν ἐκτρώσεων; Διότι ἄν τίς ἀπαγορεύσει, θά σηµαίνει ὅτι ἀποδέχεται ὅτι τό ἔµβρυο εἶναι ἄνθρωπος ἐξ ἀρχῆς καί ὅτι ἔχει «ἀνθρώπινα δικαιώµατα» (σηµειωτέον ὅτι οἱ ἑκάστοτε ἀντίπαλοι µιᾶς τέτοιας θέσης θά τή χαρακτηρίζουν, γιά νά πτοήσουν τούς ὑποστηρικτές της, ὡς «φονταµενταλιστική»), ἐνῶ, ἄν τίς ἐπιτρέψει ρητῶς ἤ ἔστω σιωπηρά, αὐτό θά σηµαίνει ὅτι δέν ἀποδέχεται ὅτι τό ἔµβρυο εἶναι ἄνθρωπος ἐξ ἀρχῆς καί ὅτι ἑποµένως δέν ἔχει «ἀνθρώπινα δικαιώµατα», ὅπως τό δικαίωµα στή ζωή, ὁπότε θά ἔχει λάβει µιά ἐξ ἴσου θεµελιώδη -fundamental- κοσµοθεωρητική ἀπόφαση! Στό συγκεκριµένο δέ ζήτηµα, οὔτε ἡ δηµοκρατική ἀρχή, ὡς ἀρχή τυπική καί διαδικαστική, οὔτε ὁ σεβασµός στήν ἀξιοπρέπεια τῶν ἀνθρώπων, ὡς ἀρχή ὑπερβολικά γενικόλογη, µποροῦν νά δώσουν συγκεκριµένη ἀπάντηση. Γιά µιά τέτοια ἀπάντηση θά πρέπει κανείς νά στραφεῖ, ὁµολογηµένα ἤ ἀνοµολόγητα, σέ συγκεκριµένη «θρησκεία»/«κοσµοθεωρία», ἀκόµα καί ἄν τήν ἀπάντηση αὐτή τή χαρακτηρίσει ὡς «ἐπιστηµονική» ἤ «κοσµική» ἤ «λαϊκή» ἤ ὡς προϊόν «δίκαιης στάθµισης στό πλαίσιο τῶν ἀρχῶν µιᾶς δηµοκρατικῆς κοινωνίας». Ἐν τέλει, δηλαδή, στό ἑρµηνευτικό αὐτό ζήτηµα, ὅπως καί σέ ὅλα τά ἀµφιλεγόµενα ζητήµατα, ὁ καθένας θά ὑποστηρίξει ἐκείνη τήν ἑρµηνεία πού συνάδει µέ τίς πρό- ἤ ἔξω-συνταγµατικές ἐπιλογές του.

Κάτι ἀκόµη πού συχνά παραγνωρίζεται εἶναι πώς τό ἰσχῦον Ἑλληνικό Σύνταγµα συνιστᾶ ἕνα παράδειγµα ἁρµονικοῦ, κατά τό δυνατόν, συνδυασµοῦ τῆς «Θεοκρατίας», ὡς µιᾶς ἀρχῆς «οὐσιαστικῆς-ἀξιολογικῆς», µέ τή «Δηµοκρατία», ὡς ἀρχή τυπική καί διαδικαστική, ἀφοῦ σέ αὐτό κατοχυρώνεται, ἐν ὀνόµατι τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἡ ἀρχή τῆς Λαϊκῆς Κυριαρχίας. Διότι µέ τήν «ἐπίκληση» ἀφ ἑνός τῆς Ἁγίας Τριάδος ὁ Ἑλληνικός Λαός προέβη σέ σαφῆ κοσµοθεωρητική ἐπιλογή αὐτοθέσµισης (ἀξιολογική ἐπιλογή), ἐνῶ ἀφ’ ἑτέρου, µέ τήν υἱοθέτηση τῆς ἀρχῆς τῆς λαϊκῆς κυριαρχίας ὅρισε τόν τρόπο τῆς ἀνάδειξης τῶν κρατικῶν ἀρχόντων (διαδικαστική ἐπιλογή). Κάτι ἀνάλογο εἶχε, ἄλλωστε, συµβεῖ στό πλαίσιο τῆς πρώτης Χριστιανικῆς κοινότητας, ἡ ὁποία ὅρισε, καθ’ ὑπόδειξη τῶν Ἀποστόλων καί κατόπιν ἐκλογῆς, τούς ἑπτά Διακόνους (=ἀξίωµα πολιτικό, πού δέν πρέπει νά συγχέεται µέ τήν πρώτη βαθµίδα τῆς Ἱερωσύνης) γιά νά «διακονήσουν στίς τράπεζες» (=συσσίτια), ἤτοι νά ἀσκήσουν τήν «ἀναδιανεµητική πολιτική» τῆς ἐποχῆς ἐκείνης (Πράξεις Ἀποστόλων, Κεφ. στ΄).

Ἀπό ὅσα προηγήθηκαν, συνάγεται ὅτι ἡ φράση «εἰς τό ὄνοµα»/«ἐν ὀνόµατι» δέν πρέπει ποτέ νά προσπερνᾶται ἀψήφιστα, ὡς δῆθεν ἀδιάφορη ἤ ὡς «ὑπερβατική»/«συµβολική» καί µή ἔχουσα συνέπειες. «Ἐν ποίᾳ ἐξουσίᾳ ταῦτα ποιεῖς;» ρωτοῦσαν οἱ Ἰουδαῖοι τόν Χριστό, ἐνῶ Ἐκεῖνος ἔλεγε: «Ἐγώ ἐλήλυθα ἐν τῷ ὀνόµατι τοῦ Πατρός µου καί οὐ λαµβάνετέ µε. Ἐάν ἄλλος ἔλθῃ ἐν τῷ ὀνόµατι τῷ ἰδίω, ἐκεῖνον λήψεσθε» (Κατά Ἰωάννην, Κεφ.ε΄, 43). Κατά τούς ἑρµηνευτές, ἐκεῖνος πού ἔρχεται µέ τό «ἴδιον ὄνοµα» ἀντι-καθιστᾶ τόν Χριστό πού ἀπεστάλη «ἐν ὀνόµατι τοῦ Πατρός» καί γίνεται ἀντί-Χριστός, ἀφοῦ παίρνει ἐξουσία πού δέν τοῦ ἀνήκει καί ἀνακηρύσσει τόν ἑαυτό του πηγή τῆς ἐξουσίας. Στήν ἐπιστολή του, πάλι, πού ἀναφέραµε στόν πρόλογο, ὁ Χ. Μέλβιλ γράφει ὅτι ἡ ἡµιτελής φράση «Ego non baptizo te in nomine –» εἶναι τό κρυφό motto τοῦ «Μόµπυ Ντίκ», γιά νά συµπληρώσει ὅ,τι λείπει ἀπό αὐτήν στό κεφάλαιο 113 τοῦ βιβλίου, ὅπου ὁ µαινόµενος ἀντάρτης Ἀχαάβ τήν ξεστοµίζει, χωρίς ὑπεκφυγές καί ἀποσιωπήσεις, ὁλόκληρη: «Ego non baptizo te in nomine Patris, sed in nomine diaboli» (=Ἐγώ δέν σέ βαπτίζω εἰς τό ὄνοµα τοῦ Πατρός, ἀλλά εἰς τό ὄνοµα τοῦ διαβόλου)!                                                                         

 

ΝΟΜΟΜΑΘΗΣ

«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» Τεῦχος 196

Δεκέμβριος 2018