Ο  ΙΕΡΕΑΣ,  ΤΟ  ΑΛΟΓΟ  ΤΟΥ  ΧΡΙΣΤΟΥ!

195 Virgil

Ἕνα κείµενο γιά τήν αὐτοκριτική τῶν Κληρικῶν 

καί ἰδίως ἐκείνων πού ζητοῦν δεύτερο γάµο!

Ο  ΙΕΡΕΑΣ,  ΤΟ  ΑΛΟΓΟ  ΤΟΥ  ΧΡΙΣΤΟΥ!

Κάθε φορά πού φαντάζομαι τόν πατέρα μου, τόν βλέπω μέ τόν ζυγό γύρω ἀπό τό λαιμό του, ζευγμένον μέ τό ἐπιτραχήλι. Τόν βλέπω ζευγμένον, σάν ἕνα ἄλογο τοῦ  Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ποδεμένον μέ τίς πεταλωμένες μπότες του, νά τρέχει ἀπό τή μιά στήν ἄλλη ἄκρη τῆς ἐνορίας, τριάντα ὀρεινά χιλιόμετρα, πού ἔπρεπε νά διατρέξει δύο φορές τή μέρα μερικές φορές. Γι’ αὐτό ἦταν πάντα ἀποκαμωμένος. Ἕτοιμος νά σωριαστεῖ ἀπ’ τήν κούραση. Ὅπως κάθε ζευγμένο πλάσμα. Κι ὅμως δέ σταματοῦσε ποτέ.
Ὁ πατέρας μου λοιπόν ἀναχωροῦσε, χωρίς καμιά καθυστέρηση, μαζί μέ τόν χριστιανό πού ἐρχόταν νά τόν ζητήσει. Ἔβγαινε ἀπό τό πρεσβυτέριο, πρίν ἀκόμη ὁ ἄνθρωπος χτυπήσει τήν πόρτα. Διότι πάντα ἦταν κάτι τό ἐπεῖγον: κάπου ἕνα ἀνθρώπινο πλάσμα περίμενε τόν Θεό. Καί ὁ πατέρας μου βιαζόταν. Ὁ πατέρας μου βάδιζε δίπλα στόν ἄνθρωπο μέχρι τήν πόρτα. Βγαίνοντας ἀπ’ τόν περίβολο, τόν ἱερό χῶρο, ὁ ἄνθρωπος πού εἶχε ἔλθει νά ζητήσει τόν πατέρα μου ἀνέβαινε στό ἄλογο. Καί ὁ πατέρας μου βάδιζε πίσω ἀπ’ τό ἄλογο.
Ἕνας ἱερεύς ποτέ δέν ἀνεβαίνει στό ἄλογο. Αὐτή εἶναι ἡ παράδοση στά ὀρεινά μέρη μας. Ὁ πατέρας μου, λοιπόν, μεταφέροντας τόν σάκο, μέσα στόν ὁποῖο βρίσκονταν τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ σταυρός καί ὁ «ζυγός», ὁδοιποροῦσε πίσω ἀπό τόν ἄνθρωπο πού πήγαινε καβάλα. Ὁδοιποροῦσε ὁ φτωχός μου πατέρας, ἄν καί ἦταν τόσο εὔθραυστος, τόσο ἀδύνατος, βάδιζε σάν ἕνα ἄλογο, πίσω ἀπό τόν ἔφιππο ἄνθρωπο. Ἀκολουθῶντας τίς ὁπλές τοῦ ἀλόγου μέ τίς πεταλωμένες μπότες του, χωρίς νά μένει πίσω καθόλου.
Μερικές φορές, πολύ σπάνια, ἔλεγε σέ μᾶς τά παιδιά, χαμογελῶντας:
–Εἶμαι τό ἄλογο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ὁ Θεός καβαλικεύει πάνω μου, σάν σέ ἄλογο…
Κι ἔλεγε τήν ἀλήθεια. Γιατί αὐτό δέν ἦταν ἕνα ἀστεῖο, ὅπως ἐμεῖς τό παίρναμε, ὅταν ἤμασταν μικροί. Ὁ πατέρας μου μετέφερε τό Αἷμα καί τό Σῶμα τοῦ Θεοῦ, ὅπως ἕνα ἄλογο μεταφέρει τόν καβαλάρη του. Παντοῦ. Μέρα καί νύχτα. Ὁ Θεός καβαλίκευε πάνω στούς ὤμους τοῦ πατέρα μου, κάθε στιγμή καί πήγαινε μέχρι τά βάθη τῶν σκοτεινῶν δασῶν μέ τά ἔλατα καί μέχρι τή σιωπηλή καρδιά τῶν ἄγριων βουνῶν.
–Δέν σ’ ἀγαποῦν οἱ γυιοί καί οἱ θυγατέρες σου ἐν Χριστῷ, ἔλεγα στόν πατέρα μου, βλέποντάς τον τσακισμένο ἀπ’ τήν κούραση. Μόλις ἐπέστρεψες στό πρεσβυτέριο κι ἦλθαν ξανά νά σέ φωνάξουν. Μόλις ξάπλωσες καί ἔφτασαν. Σέ ξυπνοῦν. Σέ ἀναγκάζουν νά βγαίνεις ἔξω ὁποιαδήποτε στιγμή, μέ ὁποιονδήποτε καιρό καί σέ κάνουν νά περπατᾶς ὧρες καί ὧρες μέ τά πόδια πίσω τους, ἐνῶ ἐκεῖνοι προχωροῦν καβάλα. Σέ σέρνουν ἔξω χωρίς σταματημό, μέσα στή νύχτα, μέσα στή βροχή, μέσα στή λάσπη καί τό χιόνι. Οἱ πιστοί σου σ’ ἀγαποῦν λιγότερο ἀπ’ τά ζῶα τους. Διότι ποτέ δέ ζητοῦν ἀπ’ τά κτήνη τους αὐτό πού ζητοῦν ἀπ’ τόν πατέρα τους, τόν ἱερέα τους. Γιατί δέ σέ λυπήθηκαν ποτέ; Γιατί δέ σέ εὐσπλαχνίσθηκαν ποτέ;
–Ἡ εὐσπλαχνία ταιριάζει συνήθως στούς ἀνθρώπους, τά ζῶα, τά πράγματα, μά ὄχι στόν «ἱερέα», ἀπάντησε ὁ πατέρας μου. Θά ’ταν κουτό, παράλογο καί ἀσεβές μαζί νά τόν λυποῦνται οἱ ἄνθρωποι. Κάθε χριστιανός χτυπῶντας τήν πόρτα τοῦ ἱερέως, χτυπᾶ στήν πραγματικότητα, τήν πόρτα τοῦ Θεοῦ. Διότι ὁ ἱερεύς εἶναι «ἀφομοιωμένος τῷ υἱῷ τοῦ Θεοῦ» (Ἑβρ. ζ΄ 3). Δέν μπορεῖ νά ἔλθει στή σκέψη ἑνός χριστιανοῦ αὐτή ἡ ἀσεβής ἰδέα πώς ὁ Θεός κουράστηκε, πώς ὁ Θεός νυστάζει, πεινάει ἤ τοῦ πονοῦν τά πόδια. Ἀπ’ τόν Θεό μπορεῖ κανείς νά ζητάει τά πάντα ὁποιαδήποτε ὥρα καί χωρίς νά χτυπᾶ τήν πόρτα.
–Ὅμως ὁ ἱερεύς εἶναι κι αὐτός ἄνθρωπος, εἶπα.
–Ὄχι, ἀπάντησε ὁ πατέρας μου. Ο ἱερεύς δέν εἶναι ἄνθρωπος, ἀλλά ἡ θυσία ἑνός ἀνθρώπου, πού προστίθεται στή θυσία τοῦ Θεοῦ. Κι αὐτό εἶναι ἡ ἱερωσύνη!
Ἡ ἀπάντηση ἦταν ὡραία. Ἔξοχη. Κοκκίνισα ἀπ’ τήν εὐχαρίστηση. Ἀλλά πρόσθεσα:
–Ὡστόσο, πρέπει νά ’χεις μερικές ὧρες τουλάχιστον γιά ἀνάπαυση.
–Ὄχι, ἀπάντησε ὁ πατέρας μου. Ὁ ἱερεύς δέν εἶναι ὅπως εἶναι κανείς γεωργός, ὑπάλληλος ἤ τεχνίτης. Δέ γίνεται κανείς ἱερεύς γιά νά ἔχει ὧρες γραφείου μέ διαλείμματα καί μέρες ἀδείας. Εἶναι κανείς ἱερεύς μόνιμα. Χωρίς διακοπή. Χωρίς ρεπό. Χωρίς καμιά ἀνάπαυλα. Μέρα καί νύχτα! Καί ὅπως μπορεῖ κανείς νά ἀπευθύνεται στόν Θεό ὁποτεδήποτε, ὁποιαδήποτε ὥρα τῆς μέρας ἤ τῆς νύχτας καί γιά ὁποιοδήποτε αἴτημα, χωρίς φόβο νά τόν ἐνοχλήσει, ἔτσι μπορεῖ νά ’ρθει στό σπίτι τοῦ ἱερέως ὁποτεδήποτε καί γιά ὁποιοδήποτε λόγο. Βέβαια δέν φθάνομε στό σημεῖο νά ἔχουμε ἱερεῖς πού νά μήν κοιμοῦνται, νά μήν τρῶνε καί νά μήν τούς πονοῦν τά πόδια. Ἀλλά αὐτό εἶναι μιά ἀτέλεια πού ὀφείλομε νά τή δεχθοῦμε ὅπως εἶναι, διότι ἡ Λατρεία δέν εἶναι παρά μιά εἰκόνα, μιά σκιά τῶν οὐρανίων πραγματικοτήτων, ὅπως ἀποκαλύφθηκε καί στόν Μωυσῆ, ὅταν ἐπρόκειτο νά κατασκευάσει τή Σκηνή. Κοίταξε, τοῦ ἐλέχθηκε, θά φτιάξεις τά πάντα σύμφωνα μέ τό ὑπόδειγμα πού σοῦ φανερώθηκε πάνω στό βουνό (Ἑβρ. ἡ΄ 5)!
Ἡ ἱερωσύνη, μίμηση τῆς ἱερωσύνης τοῦ Χριστοῦ, ἀποκλείει τίς διακοπές. Ἰσχύει μόνιμα καί γιά τήν αἰωνιότητα (Ἑβρ. στ΄ 7). Οὔτε καί ὁ φυσικός θάνατος τοῦ ἱερέως δέν μπορεῖ νά τή διακόψει. Καί ἀφοῦ ἡ ἱερωσύνη δέν μπορεῖ νά διακοπεῖ μέ τόν θάνατο, πῶς θέλεις νά τή διακόψει  ἡ πείνα, ὁ κόπος ἤ ὁ ὕπνος;
–Εἶναι κανείς ἱερεύς κι ὕστερα ἀπ’ τόν θάνατο; ρώτησα τήν πρώτη φορά πού τό ἄκουσα αὐτό.
–Εἶναι κανείς ἱερεύς γιά τήν αἰωνιότητα, ἀφομοιωμένος τῷ Υἱῷ τοῦ Θεοῦ, μένει ἱερεύς εἰς τό διηνεκές. (Ἑβρ. ζ΄ 3) Ἐπειδή, λοιπόν, ὁ ἱερεύς εἶναι ἀφομοιωμένος μέ τόν Θεό, δέν μπορεῖ νά πεθάνει. Μένει ἱερεύς καί μέσα στό θάνατο καί παρά τόν θάνατο. Στήν αἰωνιότητα. Γι’ αὐτό ἀκριβῶς καί ἐνταφιάζουν τόν ἱερέα ντυμένο μέ ὅλα τά ἱερατικά του ἄμφια, πού φορεῖ ὅταν τελεῖ τήν θεία Λειτουργία. Ὁ ἱερεύς ἐνταφιάζεται μέ τόν Σταυρό, μέ τό Ἐπιτραχήλι, τό Φελόνι, τό Στιχάρι, τά Ἐπιμανίκια… Ὅλα καί ὁλόκληρη τή στολή, ὅπως γίνεται γιά τήν πιό ἐπίσημη ἀκολουθία. Διότι ὁ νεκρός ἱερεύς θά πάει νά λειτουργήσει στήν ἀληθινή οὐράνια Ἐκκλησία, μέ τόν ἐπίσκοπό του, τόν Χριστό. Γιά κάθε ἱερέα ὁ θάνατος εἶναι μιά προαγωγή. Περνάει ἀπ’ τή μικρή του ἐπίγεια ἐκκλησία στόν καθεδρικό ναό τοῦ οὐρανοῦ, γιά νά τελεῖ τήν παγκόσμια λειτουργία γύρω ἀπ’ τόν Χριστό. Ποτέ λοιπόν δέν πρέπει νά θρηνεῖται ὁ θάνατος ἑνός ἱερέως. Διότι δέν πεθαίνει ποτέ. Ὁ θάνατος εἶναι ὁ προβιβασμός του.
Καί ἐπειδή ὁ ἱερεύς μένει ἱερεύς παρά τόν φυσικό θάνατο, ὅταν τόν βάζουν στόν τάφο, ντυμένο μέ τά ἄμφια πού φοράει  γιά τήν τέλεση τῆς Λειτουργίας, καλύπτουν τό πρόσωπό του μέ τά ἱερά Καλύμματα ἤ τόν Ἀέρα, τό πανί ἐκεῖνο μέ τό ὁποῖο καλύπτουν κατά τή λειτουργία τό Ἅγιο Ποτήριο, πού περιέχει τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Θεοῦ. Ὁ Ἀήρ συμβολίζει τόν λίθο, πού ἔκλεινε τόν τάφο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἡ πέτρα αὐτή πού ἔκλεισε τόν τάφο τοῦ Χριστοῦ, σφραγίζει ἐπίσης καί τόν τάφο κάθε ἱερέως. Διότι κάθε ἱερεύς εἶναι ἀφομοιωμένος μέ τόν Υἱό τοῦ Θεοῦ.
Ἀκούγοντάς τον, ἄφησα τά δάκρυα νά κυλήσουν πάνω στό ἅγιο χέρι τοῦ πατέρα μου, πού ἔσκυψα καί τό φίλησα εὐλαβικά. Ἔτσι, λοιπόν, κατάλαβα γιατί ὁ Φραγκίσκος τῆς Ἀσίζης διηγεῖται πώς ἄν συναντοῦσε στό δρόμο ἕναν ἄγγελο ἤ ἕναν ἱερέα, νά βαδίζουν ὁ ἕνας πλάι στόν ἄλλον, θά γονάτιζε πρῶτα ἐμπρός στόν ἱερέα, φιλῶντας του τό χέρι καί μόνον ὕστερα θά γονάτιζε ἐμπρός στόν ἄγγελο, γιά νά τόν χαιρετίσει. Διότι οἱ ἄγγελοι εἶναι κατώτεροι  ἀπ’ τούς ἱερεῖς σέ τοῦτο, στό ὅτι δέν μποροῦν νά μεταμορφώσουν τό ψωμί καί τό κρασί σέ σάρκα καί αἷμα τοῦ Θεοῦ. Τά χέρια ὅμως τοῦ ἱερέως τό μποροῦν…
Παρά τήν ἀσύγκριτη εὐτυχία νά εἶναι ὑπηρέτης στόν Οὐρανό, ὁ πατέρας μου ζοῦσε τήν ἐπίγεια ζωή τοῦ μέσα σέ ἀφάνταστη σκληρότητα καί ὀδύνη. Κάθε χρόνο ὁ πατέρας μου γινόταν πιό ἀδύνατος. Πιό ἄσαρκος. Πιό ἄυλος. Στά τριάντα του χρόνια τά μαλλιά τοῦ πατέρα μου εἶχαν ἀσπρίσει. Στά τριάντα χρόνια ὁ πατέρας μου εἶχε γεράσει. Τά δόντια του ἔπεφταν. Ἐξ αἰτίας τῆς ἀθλιότητας, ἐξ αἰτίας τοῦ ὑποσιτισμοῦ, ἐξ αἰτίας τοῦ κόπου καί τοῦ μόχθου.
Ἀντίθετα ὅμως τό βλέμμα του γινόταν κάθε χρόνο πιό ὄμορφο, πιό φωτεινό, πιό ἀκτινοβόλο καί τόσο ἔντονο, ὥστε τό κεφάλι του ἔμοιαζε νά φωτίζεται μ’ ἕνα φωτοστέφανο. Παρακολουθοῦσα ἕνα ἀσυνήθιστο γεγονός: ὅταν ὁ πατέρας μου παρατηροῦσε κάτι τί, τό φώτιζε μέ τό βλέμμα του, σάν μέ κάποιους μυστικούς προβολεῖς. Βλέποντας αὐτό ἔνοιωσα γιά πρώτη φορά τό γεγονός ὅτι οἱ ἅγιοι, παρατηρῶντας τόν κόσμο, τόν φωτίζουν καί τόν ἁγιάζουν.
–Τί κοιτάζεις, ρώτησε ὁ πατέρας μου, βλέποντάς με βυθισμένο στίς σκέψεις.
–Εἶσαι φωτεινός σάν μιά εἰκόνα, τοῦ εἶπα, κοκκινίζοντας.
Ὁ πατέρας μου γέλασε. Δέν ἦταν, οὔτε ὑπερήφανος, οὔτε ταπεινός. Γιά νά ’σαι ὑπερήφανος ἤ ταπεινός πρέπει πρῶτα νά ’σαι ἕνα γήινο πλάσμα. Καί ἐκεῖνος ἦταν ὅλο καί λιγότερο γήινος. Γέλασε γιατί ἡ φωνή μου ἔφθασε στά αὐτιά του κι αὐτό τόν εἶχε εὐχαριστήσει. Ὁ πατέρας μου σπάνια γελοῦσε. Ὅταν κανείς εἶναι κουρασμένος δέν μπορεῖ νά γελάσει. Μά τώρα εἶχε χαμογελάσει. Κι’ ὅταν ὁ πατέρας μου χαμογελοῦσε, ἔβλεπε κανείς πώς εἶχε χάσει σχεδόν ὅλα του τά δόντια. Ἡ καρδιά μου σφιγγόταν. Λυπόμουνα τόσο πολύ γιά τήν ἀθλιότητά του, πού μόλις μποροῦσα νά κρατήσω τά δάκρυά μου. Καί ἔλεγα πώς ἄν ὁ Κύριος ἠμῶν Ἰησοῦς Χριστός ἀποφάσιζε μιά μέρα νά προσφέρει στόν ἱερέα του, πού ἦταν καί ἄλογό του μαζί, τόν π. Κωνσταντῖνο Gheorghiu, πού ὑπέφερε σ’ ὅλη του τή ζωή ἀπ’ τήν πεῖνα, τήν δυνατότητα νά ἔχει ξαφνικά ψωμί πάνω στό τραπέζι του, ὁ προλετάριος πατέρας, ὁ σεβαστός μου πατέρας θά συνέχιζε –παρά τό θαῦμα– νά πεινάει, ὅπως καί στό παρελθόν. Διότι κι ἄν εἶχε κάτι, δέ θά μποροῦσε νά τό φάει, γιατί δέν εἶχε πιά δόντια… Καί οὔτε σκέψη πώς θά μποροῦσε νά βάλει ξένα. Ἤμαστε τόσο φτωχοί πού οὔτε στό ὄνειρό μας δέν θά τολμούσαμε νά πᾶμε στόν ὀδοντογιατρό!
(Βιργκίλ Γκεωργκίου, «Ἀπό τήν 25η ὥρα στήν αἰώνια ὥρα», ἐκδ. Ἔλαφος σ. 93–95)
 
«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» Ἀρ. Τεύχους 195
Νοέμβριος 2018
 
195 Virgil 2