ΕΧΟΥΝ ΟΙ ΟΜΟΦΥΛΟΦΙΛΟΙ ΔΙΚΑΙΩΜΑ
ΝΑ ΑΠΟΚΤΗΣΟΥΝ ΑΠΟΓΟΝΟΥΣ;
Τά τελευταῖα χρόνια ἀπασχολεῖ τόν νοµικό κόσµο τῆς Χώρας τό ἐρώτηµα, ἐάν οἱ ὁµοφυλόφιλοι ἔχουν δικαίωµα ἀπόκτησης ἀπογόνων καταφεύγοντας στήν ἰατρικῶς ὑποβοηθούµενη ἀναπαραγωγή. Ὡς ἰατρικῶς ὑποβοηθούµενη ἀναπαραγωγή, ἤ, τεχνητή γονιµοποίηση (στό ἑξῆς ΙΥΑ) νοεῖται σύµφωνα µέ τή διάταξη τοῦ ἄρθρου 3 πάρ. 1 τό ν. 3305/2005, ἡ «κάθε περίπτωση κυοφορίας καί τεκνοποίησης πού ἐπιτυγχάνεται µέ µεθόδους ἄλλες πλήν τῆς φυσιολογικῆς ἕνωσης ἄνδρα καί γυναίκας καί οἱ ὁποῖες ἐφαρµόζονται σέ εἰδικά ὀργανωµένες µονάδες ἰατρικῶς ὑποβοηθούµενης ἀναπαραγωγῆς (ΜΙΥΑ)».
Δέ θά ἀναφερθοῦµε ἐδῶ ἀναλυτικά στίς διάφορες ἰατρικές µεθόδους ὑποβοηθούµενης ἀναπαραγωγῆς. Ἰδιαίτερη σηµασία ἔχει γιά τό Δίκαιο τό κοινό χαρακτηριστικό ὅλων αὐτῶν τῶν µεθόδων: ἡ ἀποσύνδεση τῆς ἀναπαραγωγικῆς διαδικασίας ἀπό τήν ἐρωτική πράξη. Λόγῳ αὐτοῦ τοῦ χαρακτηριστικοῦ, ἡ ἐφαρµογή ὅλων τῶν µεθόδων ἰατρικῶς ὑποβοηθούµενης ἀναπαραγωγῆς ἐγείρει κρίσιµα ἠθικά, κοινωνικά καί νοµικά ζητήµατα.
Ὁ Ἕλληνας νοµοθέτης, ἀφοῦ διαπίστωσε τή συνεχῶς διευρυνόµενη ἐφαρµογή τῆς ΙΥΑ στή χώρα µας, ἔκρινε ἐπιβεβληµένη τή διαµόρφωση ἑνός εἰδικοῦ νοµοθετικοῦ πλαισίου γιά νά ρυθµίσει δύο ἀπό τά σχετικά ζητήµατα: ἀφ’ ἑνός τόν προσδιορισµό τοῦ ἐπιτρεπτοῦ προσφυγῆς στίς σχετικές µεθόδους, καί ἀφετέρου τήν ἵδρυση τῆς συγγένειας µέ τό παιδί, πού θά γεννηθεῖ. Θέσπισε ἔτσι τό νόµο 3089/2002, οἱ διατάξεις τοῦ ὁποίου ἐντάχθηκαν στόν Ἀστικό Κώδικα (στό ἑξῆς ΑΚ).
Ὑπό τήν ἰσχύουσα νοµοθετική ρύθµιση ἡ ἀπόκτηση τέκνων µέ ΙΥΑ εἶναι ἐπιτρεπτή µόνο ὅταν πρόκειται γιά συζύγους (πού εἶναι ἐξ ὁρισµοῦ ἑτερόφυλοι, ἀφοῦ ὁ γάµος µεταξύ ὁµοφύλων εἶναι, γιά τό δίκαιό µας, ἀνυπόστατος), ἑτερόφυλους συντρόφους καί γυναῖκες χωρίς σύζυγο ἤ σύντροφο. Δέν εἶναι δυνατή γιά τά ζευγάρια τῶν ὁµοφυλοφίλων καί αὐτό εἶναι ἀνεξάρτητο ἀπό τό γεγονός ὅτι ὁ νόµος 4356/2015 προβλέπει σύµφωνο συµβίωσης µεταξύ ὁµοφύλων.
Ἀναλυτικότερα, ἄν πρόκειται γιά ζευγάρι γυναικῶν, ἡ µία ἀπό αὐτές θά µποροῦσε νά ἀποκτήσει παιδί µέ τεχνητή γονιµοποίηση, µέ σπέρµα τρίτου δότη. Ὁ νόµος ὅµως ἀποκλείει τήν τεχνητή γονιµοποίηση σέ αὐτή τήν περίπτωση, µέ τή διάταξη τοῦ ἄρθρου 1456 παρ. 1 ἐδ. β ΑΚ, κατά τήν ὁποία «ἄν ἡ ὑποβοήθηση ἀφορᾶ ἄγαµη γυναῖκα, ἡ συναίνεση αὐτῆς καί, ἐφόσον συντρέχει περίπτωση ἐλεύθερης ἕνωσης, τοῦ ἄνδρα µέ τόν ὁποῖο συζεῖ παρέχεται µέ συµβολαιογραφικό ἔγγραφο». Ἐπίσης, σύµφωνα µέ τό δεύτερο ἐδάφιο τοῦ ἄρθρου 1475 ΑΚ: «Ἡ συµβολαιογραφική συναίνεση τοῦ ἄνδρα σέ τεχνητή γονιµοποίηση, πού προβλέπεται στό ἄρθρο 1456 § 1 ἔδ. β’, ἐπέχει θέση ἑκούσιας ἀναγνώρισης. Ἡ ἀντίστοιχη συναίνεση τῆς γυναίκας ἰσχύει καί ὡς συναίνεσή της στήν ἑκούσια ἀναγνώριση». Ἐντελῶς παρενθετικά νά ἀναφέρουµε, ὅτι ἑκούσια ἀναγνώριση εἶναι ἡ δήλωση βούλησης τοῦ πατέρα, µέ τήν ὁποία αὐτός ἀναγνωρίζει ὡς δικό του τό τέκνο πού γεννήθηκε ἐκτός γάµου, ἐφόσον συναινεῖ σέ αὐτό καί ἡ µητέρα.
Ἐπίσης, κι ἄν ἀκόµα µία ἀπό τίς δύο γυναῖκες συντρόφους ἀποκτήσει παιδί, δέν προβλέπεται ἀπό τό νόµο ἵδρυση συγγένειας µεταξύ του τέκνου καί τῆς γυναίκας συντρόφου τῆς µητέρας. Τό Δίκαιό µας δέν προβλέπει τήν ἵδρυση συγγένειας τοῦ παιδιοῦ µέ δύο γυναῖκες ἤ µέ δύο ἄνδρες. Σύµφωνα µέ τό ἄρθρο 1463 ΑΚ: «Ἡ συγγένεια τοῦ προσώπου µέ τή µητέρα του καί τούς συγγενεῖς της συνάγεται ἀπό τή γέννηση. Ἡ συγγένεια µέ τόν πατέρα καί τούς συγγενεῖς του συνάγεται ἀπό τό γάµο ἤ τό σύµφωνο συµβίωσης τῆς µητέρας µέ τόν πατέρα ἤ ἱδρύεται µέ τήν ἀναγνώριση, ἑκούσια ἤ δικαστική.»
Σέ ὅ,τι ἀφορᾶ εἰδικότερα τήν ἀπαγόρευση πρόσβασης ζευγαριῶν ἀνδρῶν στήν τεχνητή γονιµοποίηση θά πρέπει νά παρατηρηθοῦν τά ἀκόλουθα: Γιά νά ἀποκτήσουν οἱ ἄγαµοι ἄνδρες, ἤ ἔστω ἕνας ἀπό αὐτούς, παιδί, θά ἦταν ἀναγκαία ἡ προσφυγή στήν παρένθετη µητρότητα, ἡ µεσολάβηση δηλαδή µιᾶς γυναίκας (κυοφόρου), ἡ ὁποία θά ἔδινε τά ὠάρια της καί θά προσφερόταν νά κυοφορήσει καί νά γεννήσει τό παιδί γιά λογαριασµό τοῦ ζεύγους.
Ὁ Ἕλληνας νοµοθέτης ρύθµισε τήν παρένθετη µητρότητα στό ἄρθρο 1458 ΑΚ, πού προβλέπει τά ἑξῆς: «Ἡ µεταφορά στό σῶµα ἄλλης γυναίκας γονιµοποιηµένων ὠαρίων, ξένων πρός τήν ἰδίαν, καί ἡ κυοφορία ἀπό αὐτήν (σ.σ. παρένθετη µητρότητα) ἐπιτρέπεται µέ δικαστική ἄδεια πού παρέχεται πρίν ἀπό τή µεταφορά, ἐφόσον ὑπάρχει ἔγγραφη καί χωρίς ἀντάλλαγµα συµφωνία τῶν προσώπων πού ἐπιδιώκουν νά ἀποκτήσουν τέκνο καί τῆς γυναίκας πού θά κυοφορήσει, καθώς καί τοῦ συζύγου της, ἄν αὐτή εἶναι ἔγγαµη. Ἡ δικαστική ἄδεια παρέχεται ὕστερα ἀπό αἴτηση τῆς γυναίκας πού ἐπιθυµεῖ νά ἀποκτήσει τέκνο, ἐφόσον ἀποδεικνύεται ὅτι αὐτή εἶναι ἰατρικῶς ἀδύνατο νά κυοφορήσει καί ὅτι ἡ γυναίκα πού προσφέρεται νά κυοφορήσει εἶναι, ἐν ὄψει τῆς κατάστασης τῆς ὑγείας της, κατάλληλη γιά κυοφορία».
Ὅπως εἶναι φανερό, ἡ παρένθετη µητρότητα ἐπιτρέπεται στό Ἑλληνικό Δίκαιο ὑπό αὐστηρές προϋποθέσεις. Μία ἀπό τίς προϋποθέσεις αὐτές εἶναι ἡ προηγούµενη ἄδεια τοῦ δικαστηρίου. Ἡ σχετική αἴτηση ὑποβάλλεται ἀποκλειστικά ἀπό γυναίκα πού ἐπιθυµεῖ νά ἀποκτήσει παιδί καί πού ἀδυνατεῖ, γιά ἰατρικούς λόγους, νά κυοφορήσει. Ἄνδρας µοναχικός ἤ ζευγάρι ἀνδρῶν δέν ἐπιτρέπεται νά ὑποβάλλουν αἴτηση γιά προσφυγή σέ παρένθετη µητρότητα.
Σύµφωνα µέ τήν ἀπόφαση τοῦ Ἐφετείου Ἀθηνῶν 3357/2010: «Τή διαφορά στή νοµοθετική ρύθµιση ὡς πρός τά δύο φῦλα τή δηµιουργεῖ ἡ διαφορετική φύση τους. Μόνο ἡ γυναίκα κυοφορεῖ καί γεννᾶ καί ἄρα αὐτή µόνο µπορεῖ νά ἔχει σχετική ἰατρική ἀδυναµία, ὥστε νά ἐπιτρέπεται νά προσφεύγει στήν παρένθετη µητέρα. Αὐτός εἶναι, ἄλλωστε, καί ὁ λόγος πού ὁ νόµος δέν προβλέπει γενικά τή δυνατότητα τῆς ὑποβοηθούµενης ἀναπαραγωγῆς γιά τούς ἄγαµους καί µοναχικούς ἄνδρες µέ τούς ὁποίους τό τέκνο πού θά γεννηθεῖ δέν θά συνδέεται βιολογικά µαζί τους». Μέ ἄλλα λόγια ἡ δυνατότητα προσφυγῆς στήν παρένθετη µητρότητα προβλέπεται ἀπό τό νοµοθέτη µόνο γιά γυναῖκα ἡ ὁποία ἀδυνατεῖ γιά ἰατρικούς λόγους νά κυοφορήσει, καί ὄχι γιά τόν ἄνδρα, πού εἶναι φύσει ἀδύνατον νά κυοφορήσει. Πολύ περισσότερο δέν προβλέπεται ἡ δυνατότητα ἀπόκτησης παιδιοῦ µέ παρένθετη µητέρα ἀπό ζευγάρι ἀνδρῶν.
Θά πρέπει νά τονιστεῖ πώς ἦταν σκόπιµη καί ἀπολύτως συνειδητή ἡ ἐπιλογή τοῦ νοµοθέτη νά µήν παράσχει δυνατότητα προσφυγῆς στήν ΙΥΑ σέ ὁµόφυλα ζευγάρια. Δέν βρισκόµαστε ἐνώπιον ἑνός ἀκουσίου νοµοθετικοῦ κενοῦ. Ὁπωσδήποτε ὁ νοµοθέτης ἐν ἔτει 2002 εἶχε ὑπόψη του τήν κοινωνική πραγµατικότητα ἑνώσεων µεταξύ ὁµόφυλων προσώπων, ἀλλά δέν ἔκρινε ἀπαραίτητη τή ρύθµισή τους. Δέν παρέλειψε νά παράσχει στά πρόσωπα αὐτά δυνατότητα πρόσβασης στήν ΙΥΑ, ἀλλά ἐπέλεξε νά ρυθµίσει τήν ΙΥΑ, ὥστε αὐτή νά ἐφαρµόζεται µόνο σέ ἑτερόφυλα ζευγάρια, παντρεµένα ἤ µή, ἤ, σέ µοναχικές γυναῖκες.
Τό ζήτηµα, πού ἔχει τεθεῖ, εἶναι µήπως ἡ ἐπιλογή αὐτή τοῦ Ἕλληνα νοµοθέτη, µέ τήν ὁποία τά ὁµόφυλα ζευγάρια ἀποκλείονται ἀπό τήν ΙΥΑ, ἀντίκειται στή συνταγµατική ἀρχή τῆς ἰσότητας καί στό ἄρθρο 14 τῆς Εὐρωπαϊκῆς Συµβάσεως Δικαιωµάτων τοῦ Ἀνθρώπου, τό ὁποῖο ἀπαγορεύει τίς διακρίσεις. Ἔχει ἐπίσης ὑποστηριχθεῖ, ὅτι ἡ µή δυνατότητα τῶν ὁµοφύλων ζευγαριῶν νά ἀποκτήσουν ἀπόγονο µέσῳ ΙΥΑ προσβάλλει τό συνταγµατικά κατοχυρωµένο δικαίωµά τους στήν ἀπόκτηση τέκνων (δικαίωµα ἀναπαραγωγῆς).
Ὑποστηρίζεται ὅτι τό δικαίωµα ἀπόκτησης τέκνων συνιστᾶ ἐκδήλωση τῆς ἐλεύθερης ἀνάπτυξης τῆς προσωπικότητας, πού κατοχυρώνεται στό ἄρθρο 5 παρ. 1 τοῦ Συντάγµατος. Ἡ ἄποψη αὐτή ἐκφράζεται καί στήν Αἰτιολογική Ἔκθεση τοῦ ν. 3089/2002, ὅπου διαβάζουµε ὅτι «καθένας ἔχει τό δικαίωµα, µέ βάση τήν ἀνάπτυξη τῆς προσωπικότητάς του, νά ἀποκτήσει ἀπογόνους σύµφωνα µέ τίς ἐπιθυµίες του». Κατά ἄλλη µή κρατοῦσα ἄποψη, τό δικαίωµα στήν ἀναπαραγωγή συνυφαίνεται µέ τήν προστασία τῆς ἰδιωτικῆς ζωῆς ἀπό τό ἄρθρο 9 παρ. 1 τοῦ Συντάγµατος, µέ τό σκεπτικό ὅτι ἡ ἀπόφαση γιά τήν ἀπόκτηση τέκνων συνδέεται στενά µέ τήν ἰδιωτικότητα τοῦ προσώπου.
Κατά τήν ἄποψη τῆς γράφουσας, ἡ ἀδυναµία τῶν συντρόφων τοῦ ἰδίου φύλου νά ἀποκτήσουν κοινό παιδί µέ ΙΥΑ δέν προσβάλλει οὔτε τήν ἀρχή τῆς ἰσότητας, οὔτε τήν ἀπαγόρευση τῶν διακρίσεων, οὔτε κανένα δικαίωµά τους στήν ἀναπαραγωγή. Κατά τήν κρατοῦσα καί ὀρθότερη ἄποψη, ἡ ἰατρική ὑποβοήθηση τῆς ἀναπαραγωγῆς εἶναι σύµφωνα µέ τό δίκαιό µας µιά θεραπευτική ἰατρική πράξη. Τοῦτο προκύπτει κατά πρῶτο λόγο ἀπό τή διάταξη τοῦ ἄρθρου 1455 ΑΚ, πού ὁρίζει ὅτι: «ἡ ἰατρική ὑποβοήθηση στήν ἀνθρώπινη ἀναπαραγωγή (τεχνητή γονιµοποίηση) ἐπιτρέπεται µόνο γιά νά ἀντιµετωπίζεται ἡ ἀδυναµία ἀπόκτησης τέκνων µέ φυσικό τρόπο ἤ γιά νά ἀποφεύγεται ἡ µετάδοση στό τέκνο σοβαρῆς ἀσθένειας». Ἐπίσης, στήν Αἰτιολογική Ἔκθεση τοῦ ν, 3089/2002 ἀναφέρεται πώς ἡ ἰατρική ὑποβοήθηση στήν ἀνθρώπινη ἀναπαραγωγή ἐπιτρέπεται µόνο ἄν εἶναι ἰατρικῶς ἀναγκαία. Ἀποσκοπεῖ στήν ἀντιµετώπιση τῆς ἰατρικῆς ἀδυναµίας νά λειτουργήσει ἡ φυσική ἀναπαραγωγή, δηλαδή ἡ βιολογική διαδικασία τῆς ἀπόκτησης ἀπογόνου. Δέν ἀποσκοπεῖ στό νά καταστήσει δυνατή τήν παρά φύσιν ἀναπαραγωγή.
Ἕνα ζευγάρι προσώπων διαφορετικοῦ φύλου, πού δέν µπορεῖ γιά ἰατρικούς λόγους νά τεκνοποιήσει δέν εἶναι ὅµοια περίπτωση µέ ἕνα ζευγάρι ἀτόµων τοῦ ἰδίου φύλου, πού δέν µπορεῖ ἐξ ὁρισµοῦ νά τεκνοποιήσει. Γιά τό λόγο αὐτό, ἡ διαφορετική νοµική ἀντιµετώπιση τῶν ἑτερόφυλων καί τῶν ὁµόφυλων ζευγαριῶν ὡς πρός τήν προσφυγή τους στήν ΙΥΑ δέν παραβιάζει τήν ἀρχή τῆς ἰσότητας, οὔτε συνιστᾶ ἀδικαιολόγητη, ἀπαγορευµένη διάκριση. Τοὐναντίον, ἡ παροχή σέ ὁµόφυλα ζευγάρια τῆς δυνατότητας ἀπόκτησης παιδιοῦ µέ τεχνητή γονιµοποίηση θά παραβίαζε τήν ἀρχή τῆς (κάθετης) ἰσότητας, ἡ ὁποία ἐπιβάλλει τή διαφορετική µεταχείριση τῶν ἀνόµοιων περιπτώσεων.
Ἐπίσης, τό γεγονός πώς ἡ ΙΥΑ εἶναι γιά τό Δίκαιό µας ἰατρική θεραπευτική πράξη σηµαίνει πώς αὐτή δέν συνιστᾶ ἐκδήλωση κάποιου δῆθεν δικαιώµατος κάθε προσώπου στήν ἀπόκτηση ἀπογόνου (Φουντεδάκη Ἰατρικά ὑποβοηθούµενη ἀναπαραγωγή στίς ἑνώσεις προσώπων τοῦ ἰδίου φύλου σύµφωνα µέ τό ἑλληνικό δίκαιο, Εἰς Ἡ ὑποβοηθούµενη ἀναπαραγωγή στήν Εὐρώπη: Κοινωνικά, ἠθικά καί νοµικά ζητήµατα, Ἐκδ. Σάκκουλα 2015, σ. 360361).
Ἀλλά ἀκόµα κι ἄν θεωρούσαµε, ὅτι ὑφίσταται δικαίωµα ἀπόκτησης ἀπογόνων ὡς ἐκδήλωση τοῦ δικαιώµατος στήν προσωπικότητα, τότε δέν θά πρέπει νά ξεχνᾶµε, ὅτι ἡ συνταγµατική προστασία τοῦ δικαιώµατος αὐτοῦ εἶναι σχετική. Τό Σύνταγµα ὁρίζει ὅτι «καθένας ἔχει δικαίωµα νά ἀναπτύσσει ἐλεύθερα τήν προσωπικότητά του καί νά συµµετέχει στήν κοινωνική, οἰκονοµική, καί πολιτική ζωή τῆς Χώρας, ἐφ’ ὅσον δέν προσβάλλει τά δικαιώµατα τῶν ἄλλων καί δέν παραβιάζει τό Σύνταγµα καί τά χρηστά ἤθη» (ἄρθρο 5 πάρ. 1 τοῦ Συντάγµατος). Ἡ ἀπόκτηση ἀπογόνων µέ ΙΥΑ ἀπό ζευγάρια ὁµοφύλων θά προσέκρουε στά χρηστά ἤθη καί στίς ἠθικές ἀξίες τοῦ Ἑλληνικοῦ λαοῦ.
Θά ἦταν ἐπίσης ἀντίθετη πρός τό δικαίωµα τοῦ τέκνου νά γεννηθεῖ καί νά ἀνατραφεῖ ἀπό ἕναν πατέρα καί µία µητέρα. Ὅπως ἀναφέρεται καί στό ἄρθρο 1 παράγραφος 2 τοῦ ν. 3305/2005, ὁ ὁποῖος ρυθµίζει τήν ἐφαρµογή τῶν µεθόδων ΙΥΑ: «Κατά τήν ἐφαρµογή τῶν παραπάνω µεθόδων πρέπει νά λαµβάνεται κυρίως ὑπόψη τό συµφέρον τοῦ παιδιοῦ πού θά γεννηθεῖ». Τό συµφέρον (καί δικαίωµα) κάθε παιδιοῦ πού γεννιέται, εἶναι νά ἀναπτύξει τήν προσωπικότητά του ζῶντας σέ ἕνα σταθερό καί ὑγιές οἰκογενειακό περιβάλλον ἔχοντας καί πατρικό καί µητρικό πρότυπο.
Ἔχει ὑποστηριχθεῖ ἡ ἄποψη ὅτι «ἄν µέ κάποιο τρόπο ἕνα παιδί γεννήθηκε, εἶναι ἀντίθετο πρός τό συµφέρον του νά ἀποκλείεται ἡ νοµική σύνδεσή του µέ τά πρόσωπα πού ἐπιδίωξαν τή δηµιουργία του καί τό ἐπιθυµοῦν ὡς ἀπόγονό τους. Ἐπίσης, εἶναι ἄτοπο νά ὑποστηριχθεῖ, ὅτι συµφέρει περισσότερο σέ ἕνα παιδί νά µήν ὑπάρξει, παρά νά ἔχει λ.χ. δύο µπαµπάδες» (Φουντεδάκη, ο.π., σ. 362).
Ὁ σύγχρονος λοιπόν ἄνθρωπος εἶναι σοφότερος ἀπό τόν ἴδιο τό Θεό, πού ἐπέτρεψε νά δηµιουργοῦνται ἄνθρωποι µόνο ἀπό τήν ἕνωση ἑνός ἄνδρα καί µιᾶς γυναίκας; Ἐάν πράγµατι συνέφερε τά παιδιά νά ὑπάρχουν ἔχοντας λ.χ. δύο µπαµπάδες, τότε ὁ Θεός θά εἶχε πλάσει ἔτσι τόν ἄνθρωπο ὥστε νά εἶναι δυνατόν νά γεννιοῦνται παιδιά καί ἀπό τήν ἕνωση δύο ἀνδρῶν ἤ δύο γυναικῶν. Ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος ὅµως δέν προβληµατίζεται γιά αὐτό. Τό µόνο πού τόν ἐνδιαφέρει εἶναι νά γίνει, µέ τήν εὐλογία τῆς Ἐπιστήµης, δυνατότερος ἀπό τό Θεό καί νά φτιάχνει ἀνθρώπους παραβιάζοντας τίς ὁδηγίες Του. Καί εἶναι σίγουρος ὅτι συµφέρει τά παιδιά νά γεννιοῦνται σέ αὐτόν τόν παράλογο, ὅπως τόν κατάντησε, κόσµο ἔχοντας, µάλιστα, δύο µπαµπάδες ἤ δύο µαµάδες!
Ἀγγελική Εὐθ. Ζώη
Νοµικός
«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» Ἀρ. Τεύχους 195
Νοέμβριος 2018