Ἡ θεσμοθετημένη θέση τῆς Ἐκκλησίας
στά πρῶτα ἑλληνικά συνταγματικά κείμενα *
Στίς 20 Δεκεμβρίου τοῦ ἔτους 1821 συνῆλθε στήν Πιάδα, πλησίον τῆς ἀρχαίας Ἐπιδαύρου, ἡ πρώτη Ἐθνική Συνέλευση τῶν Ἑλλήνων. Στή Συνέλευση ἔλαβον μέρος ὡς ἐκπρόσωποι τοῦ ἀγωνιζομένου γιά τήν ἐλευθερία τοῦ Ἔθνους 59 πληρεξούσιοι ἀπό τήν Πελοπόννησο, τήν Ἀνατολική καί Δυτική Χέρσο Ἑλλάδα καί τά νησιά Ὕδρα, Σπέτσες, Ψαρά καί Κάσο. Οἱ πληρεξούσιοι αὐτοί εἶχαν ἐκλεγεῖ ἀπό τίς Τοπικές Συνελεύσεις ἤ τίς τοπικές Γερουσίες.
Τήν 1η Ἰανουαρίου 1822 ἡ ἐν λόγῳ Συνέλευση ἀφοῦ διεκήρυξη «τήν πολιτικήν ὕπαρξιν καί ἀνεξαρτησίαν» τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους ψήφισε τό πρῶτο Σύνταγμα τό ὁποῖο ὀνομάσθηκε Πολίτευμα τῆς Ἑλλάδος, μέ τό ὁποῖο ἡ Ἑλλάδα ἐμφανίζεται ὡς ἐνιαῖον καί συντεταγμένον κράτος. Ἐπειδή ὅμως ἐφοβοῦντο οἱ ἀντιπρόσωποι ὅτι τό πολίτευμα αὐτό θά μποροῦσε νά δημιουργήσει ἐχθρότητα τῶν εὐρωπαϊκῶν δυνάμεων τῆς Ἱερᾶς Συμμαχίας, τό ὠνόμασαν «Προσωρινόν» καί ἔκτοτε εἶναι γνωστό στήν συνταγματική ἱστορία τῶν Ἑλλήνων, ὡς «τό Προσωρινόν Πολίτευμα τῆς Ἑλλάδος».
Τό πρῶτον αὐτό Σύνταγμα ἄρχεται μέ τό Προοίμιον: «Ἐν ὀνόματι τῆς Ἁγίας καί Ἀδιαιρέτου Τριάδος». Στή συνέχεια ἀναγράφει πολύ χαρακτηριστικά ὅτι: «Τό Ἑλληνικόν Ἔθνος … κηρύττει διά τῶν Νομίμων Παραστατῶν του εἰς Ἐθνικήν συνηγμένον … Συνέλευσιν, ἐνώπιον Θεοῦ καί ἀνθρώπων τήν πολιτικήν αὐτοῦ ὕπαρξιν καί ἀνεξαρτησίαν». Οἱ πρῶτοι δηλαδή αὐτοί συνταγματικοί νομοθέτες εἶχαν τήν βεβαιότητα καί τήν συνείδηση ὅτι ἡ ὕπαρξη καί ἡ ἀνεξαρτησία τοῦ ἑλληνικοῦ ἔθνους καί ἡ ἀποτίναξη τοῦ ὀθωμανικοῦ ζυγοῦ τῶν τετρακοσίων χρόνων ἔχει θεμέλιο τήν πίστη τους στό Θεό καί τό ἀγωνιστικό τους φρόνημα· τοῦτο εἶναι σαφές. Γι΄ αὐτό καί ἀναφέρει ὅτι ἡ ὕπαρξη καί ἡ ἀνεξαρτησία συντελεῖται «ἐνώπιον Θεοῦ καί ἀνθρώπων». Ἄλλωστε ἡ ἐσωτερική αὐτή πεποίθηση ἀποδεικνύεται καί ἀπό πολλές ἄλλες διακηρύξεις, δηλώσεις καί λόγους τῶν πρώτων ἀγωνιστῶν τοῦ 1821.
Τό πρῶτο τοῦτο Συνταγματικό κείμενο περιέχει πέντε ἀναφορές σέ θέματα πού ἅπτονται τῆς θρησκείας καί δή τοῦ χριστιανισμοῦ.
Ὁ τίτλος Α΄, Τμῆμα Α΄ ἀναφέρεται στή θρησκεία καί μόνον ἀποκλειστικῶς.
Συγκεκριμένα ἀναγράφει: «Ἡ ἐπικρατοῦσα θρησκεία εἰς τήν ἑλληνικήν ἐπικράτειαν εἶναι ἡ τῆς Ἀνατολικῆς Ὀρθοδόξου τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας· ἀνέχεται ὅμως ἡ Διοίκησις τῆς Ἑλλάδος πᾶσαν ἄλλην θρησκείαν καί αἱ τελεταί καί ἱεροπραξίαι ἑκάστης αὐτῶν ἐκτελοῦνται ἀκωλύτως». Μία σημαντική παρατήρηση εἶναι ὅτι ἐξειδικεύεται ὁ ὅρος «θρησκεία», ὅτι δηλαδή ἐπικρατοῦσα θρησκεία εἶναι «ἡ τῆς Ἀνατολικῆς Ὀρθοδόξου τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας». Ὄχι ἁπλῶς Χριστιανική θρησκεία, ἀλλά ἡ ὀρθόδοξη χριστιανική, κάμνοντας τήν διάκριση ἀπό τή Δυτική Χριστιανοσύνη. Ὁ ὅρος «ἐπικρατοῦσα θρησκεία» ἐμφανίζεται γιά πρώτη φορά μέ τό Σύνταγμα τοῦ Ἡνωμένου Κράτους τῶν Ἰονίων Νήσων τοῦ 1817. Ἐπίσης χρησιμοποιήθηκε ὁ ὅρος καί στήν Νομική Διάταξη τῆς Ἀνατολικῆς Χέρσου Ἑλλάδος. Ὡς γνωστόν, ὁ ἴδιος ὅρος παρέμεινε σταθερά σ΄ ὅλα τά συντάγματα τοῦ ἀνεξάρτητου ἑλληνικοῦ κράτους. Ἀλλά καί στό Τμῆμα Β΄ τοῦ ἰδίου τίτλου γίνεται ἀναφορά πάλιν, ἐξόχως σημαντική στήν β΄ παράγραφο, ὅταν γράφει, ποῖοι ὁρίζονται ὡς Ἕλληνες· Ἀποφαίνεται ὁ συνταγματικός νομοθέτης ὡς ἑξῆς: «Ὅσοι αὐτόχθονες κάτοικοι τῆς Ἐπικρατείας τῆς Ἑλλάδος, (αὐτόχθονες σημαίνει ὁ κατοικῶν ὡς καί οἱ πρόγονοι ἐν ᾧ τόπῳ ἐγεννήθη ἄλλως ὁ γηγενής, ἐντόπιος (ἀντιθέτως εἶναι ὁ ἑτερόχθων, ὁ ἔπηλυς, ὁ ἔποικος, ὁ πρόσφυξ) πιστεύουσιν εἰς Χριστόν, εἰσίν Ἕλληνες καί ἀπολαμβάνουν ἄνευ τινός διαφορᾶς ὅλων τῶν πολιτικῶν δικαιωμάτων». Συνεπῶς κάτοικοι οἱ ὁποῖοι εὑρίσκονται, διαβιοῦν στήν ἑλληνική ἐπικράτεια ἀλλά δέν πιστεύουν στόν Χριστό, δηλ. δέν εἶναι χριστιανοί, αὐτοί δέν εἶναι Ἕλληνες. Ταυτίζεται ἑπομένως ἡ ἰθαγένεια, ἡ ὑπηκοότητα τοῦ ἕλληνος μέ τόν χριστιανό. Πολίτης τοῦ κράτους εἶναι ὁ χριστιανός. Οὕτω ἀποκλείεται ὁ ἀλλόθρησκος. Καί στήν συγκεκριμένη ἱστορική συγκυρία κυρίως ἀλλόθρησκοι εἶναι οἱ Μωαμεθανοί ἤ Μουσουλμᾶνοι καί δευτερευόντως ἄλλοι.
Στόν Τίτλο Β΄, Τμῆμα Γ΄ Περί σχηματισμοῦ Διοικήσεως ἀναφέρεται καί ἡ ὕπαρξη Ὑπουργοῦ τῆς Θρησκείας. Ὁ Ὑπουργός «ὁ τῆς Θρησκείας» ὡς ἀποκαλεῖται χαρακτηριστικά. Ὑπουργοί ἦσαν κατά τό ἐν λόγῳ Σύνταγμα ὀκτώ. Μάλιστα πρῶτος Ὑπουργός τῆς Θρησκείας ὁρίστηκε ἀπό τήν Ἐθνοσυνέλευση τῆς Ἐπιδαύρου (1822) ὁ Ἐπίσκοπος Ἀνδρούσης Ἰωσήφ. Εἶναι ὁ πρῶτος Ὑπουργός ἐπί τῶν θεμάτων τῆς Ἐκκλησίας καί ἐν γένει τῆς θρησκείας, ὁ ὁποῖος παρέμεινε μέχρι τό 1825 καί τόν διεδέχθη ὁ Ἐπίσκοπος Δαμαλῶν Ἰωνᾶς ἀπό τήν Ἄνω Λουσού Καλαβρύτων, ἐπίσης ἀξιόλογος ἀγωνιστής Ἱεράρχης. Ἐπανερχόμενοι στόν Ἀνδρούσης Ἰωσήφ αὐτός ἤσκησε καί τά καθήκοντα τοῦ Ὑπουργοῦ τοῦ Δικαίου, ὅμως εἶχε ἀναλάβει καί ἄλλες ὑπηρεσίες ἕνεκεν τῆς μορφώσεώς του. Ἀξίζει νά μείνουμε ὁλίγον περισσότερον στήν προσωπικότητα αὐτή. Ὁ Ἀνδρούσης Ἰωσήφ ὑπῆρξε ἐκ τῶν πλέον διαπρεπῶν ἀνδρῶν τοῦ Ἀγῶνος τῆς ἐλευθερίας τῆς πατρίδος μέ πολυσχιδῆ ἀνιδιοτελῆ δράση ὑπέρ τῆς Ἐκκλησίας καί τοῦ Ἔθνους. (Γεννήθηκε στήν Τριπολιτσά τό 1770 καί ἐκοιμήθη τό 1844). Τά καθήκοντά του καθωρίστηκαν εἰδικῶς ἀπό τό Ἐκκλησιαστικό Σῶμα ὡς ἑξῆς: «Ὁ Μινίστρος τῶν θρησκευτικῶν χρεωστεῖ … νά φροντίζῃ περί τῆς οἰκονομίας τῶν Ἐκκλησιαστικῶν καί ἱερῶν Μοναστηρίων … Χρεωστεῖ τέλος νά καθυποβάλῃ εἰς τῆς διοικήσεως τήν ἐπίκρισιν Σχέδιον περί τῶν ὅσων ἀφορῶσι τήν εὔκλειαν τῆς θρησκείας καί νά φροντίζῃ περί ὅσων ἀφορῶσι τόν Μινιστέριόν του». Τό Σχέδιο αὐτό πράγματι τό ὑπέβαλε ἁρμοδίως ὁ Ἰωσήφ.
Ὁ Ἰωσήφ λόγῳ τοῦ ηὑξημένου κύρους του κάθε φορά πού ἡ Κυβέρνηση κλυδωνιζόταν ἀπό τίς διάφορες φάσεις τοῦ ἀγῶνος ἐκαλεῖτο ὡς τό πλέον ἐνδεδειγμένον πρόσωπο διά νά ἀπευθύνει γραπτές προκηρύξεις πρός τόν λαόν, νά τόν νουθετήσει καί τοῦ συστήσει ὁμόνοια, πειθαρχία ἀλλά καί θυσίες.
Ὡστόσο λήγοντος τοῦ ἔτους 1824 ἡ σαθρά διοίκησις τῶν ἑλληνικῶν πραγμάτων κατηγορεῖ τόν Ἀνδρούσης καί τούς Ἀρχιερεῖς Κορίνθου Κύριλλον καί Τριπόλεως Δανιήλ δι΄ ἐνεργείας ἐναντίον αὐτῆς καί ὑπέρ τοῦ κόμματος τῶν ἀντιδιοικητῶν. Οἱ Ἀρχιερεῖς ὅμως ἀπαντοῦν στίς κατηγορίες καί συμβουλεύουν ὁμόνοια. Ὅταν ὁ Ἀνδρούσης Ἰωσήφ ἀπεμακρύνθη ἀπό τό Μινιστέριον τῆς Θρησκείας δημιουργήθηκε χαώδης κατάστασις στά πράγματα τῆς Ἐκκλησίας, ἐπηρεαζόμενα καί ἀπό τίς ἀντιθέσεις καί τίς ἔριδες τῶν ἀγωνιστῶν. Ἀργότερα ὅταν ὁ Κυβερνήτης Καποδίστριας ἀνέλαβε τά καθήκοντά του (Ἰανουάριος 1828) καί συνέστησε τήν Ἐκκλησιαστική Ἐπιτροπή κη΄ … Ὀκτωβρίου 1828 ὁ Ἀνδρούσης Ἰωσήφ ἦταν ἕνα ἀπό τά πέντε μέλη τῆς Ἐπιτροπῆς. Εἶναι γνωστόν ὅτι ὁ Καποδίστριας σαφῶς ἤθελε τήν συνεργασία Ἐκκλησίας καί Πολιτείας γιά τό καλό τῆς Ἑλλάδος καί εἰδικότερα γιά τήν θεμελίωση τοῦ νέου κράτους καί ἀνεγνώριζε τήν ἀξία τοῦ Ἀνδρούσης Ἰωσήφ. Ὁ Ἀνδρούσης μάλιστα εἶναι ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος ἐξεφώνησε καί τόν ἐπικήδειον λόγον στόν Καποδίστρια.
Περαιτέρω ἐμμέσως γίνεται ἀναφορά στήν θρησκεία ὑπό τήν γενικοτέρα ἔννοια καί στόν Τίτλο Ε΄, Τμῆμα Θ΄ Περί τοῦ Δικαστικοῦ καί στήν παράγραφο 98 (ξη΄) ἀναφέρεται ὅτι «ἄχρι τῆς κοινοποιήσεως τῶν εἰρημένων Κωδίκων (ὁριζόταν ἐπιτροπή συντάξεως Κωδίκων) αἱ πολιτικαί καί ἐγκληματικαί διαδικασίαι βάσιν ἔχουσιν τούς Νόμους τῶν ἀειμνήστων Χριστιανῶν (μέ κεφαλαῖο μάλιστα ἀναγράφεται τό πρῶτο γράμμα τό Χ) ἡμῶν Αὐτοκρατόρων…» κλπ.
* * *
Τό ἑπόμενο σπουδαιότατο συνταγματικό κείμενο εἶναι τό Σύνταγμα τοῦ Ἄστρους.
Ἡ Β΄ Ἐθνοσυνέλευση συγκλήθηκε στό Ἄστρος τῆς Κυνουρίας (Μάρτιος 1823) καί ψήφισε τό λεγόμενο Σύνταγμα τοῦ Ἄστρους ἤ «ὁ Νόμος τῆς Ἐπιδαύρου». Νά ὑπογραμμιστεῖ ὅτι Ἀντιπρόεδρος τῆς Ἐθνοσυνελεύσεως διετέλεσε ὁ Ἐπίσκοπος Βρεσθένης Θεοδώρητος καί στή συνέχεια Ἀντιπρόεδρος τοῦ Βουλευτικοῦ. Γιά τόν ἐν λόγῳ Ἱεράρχη ἀξίζει νά ἀναφέρουμε μερικά στοιχεῖα: Ὁ Βρεσθένης Θεοδώρητος γεννήθηκε στήν γορτυνιακή Νεμνίτσα (σημ. Μεθύδριο Ἀρκαδίας) τό 1787 καί ἐκοιμήθη τό 1843 στήν Ἱ. Μονή Πετράκη στήν Ἀθήνα. Ἦτο αὐτοδίδακτος, λίαν μελετηρός, τίμιος, εὐθύς, εὐλαβέστατος, ἀφιλοκερδής, φιλάνθρωπος καί πραγματικός πατριώτης. Ἔλαβε μέρος σέ μάχες στό Βαλτέτσι, στά Βέρβαινα καί στά Δολιανά. Ὅλη του τή ζωή ἀφιέρωσε στή διακονία τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ καί στήν ὀργάνωση τῆς ἐθνικῆς ἀνεξαρτησίας. Μέ τά φλογερά κηρύγματά του ἐνίσχυσε τόν λαό γιά τήν ἐξέγερση ἐναντίον τῶν Τούρκων. Ὁ Κολοκοτρώνης σέ μία ἐπιστολή του τόν προσφωνεῖ μάλιστα «καπετάν δεσπότη». Διεδραμάτισε πρωτεύοντα ρόλον στή μονή τῶν Καλτεζῶν γιά νά ἱδρυθεῖ ἡ Πελοποννησιακή Γερουσία. Εἶχε ἡγετικό ρόλο καί κατά τό δεύτερο ἔτος τοῦ Ἀγῶνος προκειμένου νά σταθεροποιηθεῖ μία κεντρική πολιτική ἀρχή. Ὅταν ἐξελέγη στήν Β΄ Ἐθνοσυνέλευση στό Ἄστρος ἀντιπρόεδρος στήν οὐσία αὐτός διηύθυνε τίς ἐργασίες της. Ὑπῆρξε αὐστηρός τηρητής τῶν νόμων καί τοῦ καθήκοντος. Ὡς ἀντιπρόεδρος τοῦ Βουλευτικοῦ δέν δίστασε νά διώξει ἀπό τό βουλευτικό ἀξίωμα τόν φίλο του Ἀνδρέα Μεταξᾶ γιατί ἀπουσίασε ἀδικαιολόγητα ἀπό μία συνεδρίαση τοῦ Σώματος καί ἔπαψε ἀπό Ὑπουργό Οἰκονομικῶν τόν Χαράλαμπο Περούκα γιατί ἐνῶ δέν ὑπῆρχε προηγουμένως νόμος, αὐτός εἰσήγαγε κάποιο μονοπώλιο. Ἐπίσημον ἔγγραφον τῆς Διοικήσεως τό ἀπό 11101824 ἀναγνώρισε τίς ὑπηρεσίες του πρός τήν πατρίδα, ἰδίως τίς συμφιλιωτικές του ἐνέργειες τῶν ἀντιμαχομένων μερίδων τούς κινδύνους, τίς θυσίες, τήν ἑκούσια ὁμηρία του στούς Τούρκους στό Ναύπλιο χάριν τῆς ταχείας παραδόσεως τῆς πόλεως καί τοῦ ἐξέφρασε τήν εὐγνωμοσύνη ὁλόκληρου τοῦ Ἔθνους. Ὅταν ἐλευθερώθηκε ἡ Ἑλλάδα τότε ἐκεῖνος ἀπεσύρθη στά καθαρῶς θρησκευτικά του καθήκοντα.
Στό Νόμο τῆς Ἐπιδαύρου ἀναφορικῶς μέ τή Θρησκεία εὑρίσκουμε τά κάτωθι:
Κατά ἀρχάς τό Προοίμιον ἐπαναλαμβάνεται τό αὐτό ὡς ἦταν τοῦ πρώτου Συντάγματος τῆς Ἐπιδαύρου. Στή συνέχεια τό Α΄ κεφάλαιον ὁμιλεῖ περί θρησκείας ἀκριβῶς ὅπως καί στό πρῶτο Σύνταγμα καί στό Β΄ κεφάλαιο πάλιν ἔχει τόν ὁρισμό: «Ὅσοι αὐτόχθονες κάτοικοι τῆς Ἐπικράτειας τῆς Ἑλλάδος πιστεύουσιν εἰς Χριστόν εἰσίν Ἕλληνες καί ἀπολαμβάνουσιν ἄνευ τινός διαφορᾶς ὅλων τῶν πολιτικῶν δικαιωμάτων». Ὀλίγον παρακάτω στή δεύτερη παράγραφό του εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι ἐπαναλαμβάνοντας τήν φράση ὅτι «ὁμοίως Ἕλληνές εἰσι … (καί) … ὅσοι ἔξωθεν ἐλθόντες καί τήν Ἑλληνικήν φωνήν πάτριον ἔχοντες καί εἰς Χριστόν πιστεύοντες, ζητήσωσι, παρρησιαζόμενοι εἰς τοπικήν Ἑλληνικῆς Ἐπαρχίας Ἀρχήν, νά ἐγκαταριθμηθῶσι δι΄ αὐτῆς εἰς τούς πολίτας Ἕλληνας». Ἐδῶ μάλιστα συνδέονται καί ἡ ἑλληνική γλῶσσα μέ τήν χριστιανική ἰδιότητα, δύο στοιχεῖα τά ὁποῖα ὁρίζουν τήν ἔννοια καί ταυτότητα τοῦ ποῖος εἶναι ἕλληνας. Θρησκεία καί γλῶσσα· εἰδικότερα χριστιανική θρησκεία καί ἑλληνική γλῶσσα. Εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι τό ἑλληνικόν κράτος δέν ἀναζήτησε ἐν προκειμένῳ γιά νά δηλώσει τήν ταυτότητά του τήν κλασική ἀρχαιότητα, ἀλλά διακήρυξε κατά τρόπο ἐπίσημο καί πανηγυρικό ὅτι α) Ἕλληνες εἶναι ὅσοι αὐτόχθονες κάτοικοι τῆς ἐπικράτειας τῆς Ἑλλάδος πιστεύουν στόν Χριστό καί β) ὅτι ἐπικρατοῦσα Θρησκεία στήν Ἑλλάδα εἶναι ἡ Ὀρθοδοξία. Αὐτή εἶναι ἡ ἐθνική μας τουτέστιν ταυτότητα. Ἡ ἑλληνορθοδοξία.
Μία ἄλλη ἀναφορά τοῦ ἐν λόγῳ Συντάγματος εἶναι ἡ παράγραφος 8, α΄ ὅπου γίνεται λόγος διά τήν ἐλευθερία τοῦ Τύπου. Ἐκεῖ ἀναφέρει ὅτι: «Οἱ Ἕλληνες ἔχουσι τό δικαίωμα νά κοινοποιῶσιν ἄλλως τε καί διά τῶν τύπων τά δοξασίας των, ἀλλά μέ τούς ἀκολούθους τρεῖς ὅρους». Καί ὁ πρῶτος ὅρος εἶναι: «Νά μή γίνεται λόγος κατά τῆς χριστιανικῆς θρησκείας» (8, α΄). Ἡ β΄ ὑποπαράγραφος γράφει: «Νά μήν ἀντιβαίνουσιν εἰς τάς κοινῶς ἀποδεδειγμένας ἀρχάς τῆς ἠθικῆς» καί ἡ γ΄ ὑποπαράγραφος «Νά ἀποφεύγωσι πᾶσαν προσωπικήν ὕβριν». Στή θ΄ παράγραφο ἐπίσης ἀναφέρεται ὅτι: «Εἰς τήν Ἑλληνικήν Ἐπικράτειαν οὔτε πωλεῖται οὔτε ἀγοράζεται ἄνθρωπος· ἀργυρώνητος (=ὁ δοῦλος) δέ παντός γένους καί πάσης θρησκείας, ἅμα πατήσας τό Ἑλληνικόν ἔδαφος, εἶναι ἐλεύθερος καί ἀπό τόν δεσπότην αὐτοῦ ἀκαταζήτητος».
Στό ἑπόμενο Τμῆμα, τό Γ΄ καί στό Κεφάλαιον Περί σχηματισμοῦ Διοικήσεως στήν παράγραφο 15 ἀναγράφεται ὅτι τό Ἐκτελεστικόν σῶμα ἐκλέγει 7 Ὑπουργούς. Μεταξύ αὐτῶν ὑφίσταται καί «ὁ Ὑπουργός τῆς Λατρείας», ὅπως τώρα ὀνομάζεται ἀπό Θρησκείας, ὅπως ὀνομαζόταν στό προηγούμενον Σύνταγμα.
Σχετικῶς μέ τούς ἰσχύοντας νόμους ἐφαρμόζονται καί πάλιν «οἱ Νόμοι τῶν ἡμετέρων ἀειμνήστων χριστιανῶν αὐτοκρατόρων τῆς Κωνσταντινουπόλεως» (Τμῆμα Ζ΄, κεφ. Θ΄ Περί τοῦ Δικανικοῦ παραγρ. 80).
Στό κεφάλαιο 10 (Ι) τοῦ Ζ΄ Τμήματος γιά πρώτη φορά γίνεται λόγος γιά τήν ὁρκωμοσία τῶν μελῶν τοῦ Βουλευτικοῦ, τοῦ Ἐκτελεστικοῦ, οἱ κριταί (=τό Δικαστικόν Σῶμα), οἱ στρατιωτικοί καί οἱ ναυτικοί δίδοντας τόν ἀκόλουθον ὅρκον: «Ὁρκίζομαι εἰς τό ἅγιον ὄνομα τῆς Τρισυποστάτου Θεότητος καί εἰς τήν γλυκυτάτην Πατρίδα, πρῶτον μέν ἤ νά ἐλευθερωθῇ τό Ἑλληνικόν Ἔθνος ἤ μέ τά ὅπλα εἰς τάς χεῖρας νά ἀποθάνω χριστιανός καί ἐλεύθερος. Ἔπειτα δέ, νά ὑποτάσσωμαι μ΄ ὅλην τήν πίστιν εἰς τόν παρόντα Νόμον τῆς Πατρίδος, ὅ,τι λογῆς αἱ δύο Ἐθνικαί Νομοδοτικαί Συνελεύσεις τοῦ ᾳωκβ΄ καί γ(=1822 καί 1823) παρέδωκαν εἰς τό Ἑλληνικόν Ἔθνος».
* * *
Ἐρχόμεθα τώρα στό Σύνταγμα τῆς Τροιζῆνος τοῦ 1827.
Ἤδη εὑρισκόμεθα περί τό τέλος τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπαναστάσεως (τόν Ὀκτώβριον ἐγένετο ἡ σπουδαιοτάτη ναυμαχία τοῦ Ναυαρίνου, ἡ ὁποία εἶχε ἀποφασιστική σημασία γιά τήν ἀποκατάσταση τῆς Ἑλλάδος καί εἶχε προηγηθεῖ ἡ ἐπίσης σπουδαία Ἰουλιανή Σύμβασις (6 Ἰουλίου 1827).
Τόν Μάρτιον τοῦ 1827 συνῆλθε ἡ ἐν Τροιζῆνι Γ΄ Ἐθνική Συνέλευσις καί ἐψήφισε μεταξύ τῶν ἄλλων καί νέον Σύνταγμα, τό ὀνομασθέν «Πολιτικόν Σύνταγμα τῆς Ἑλλάδος», τό ὁποῖο καί ἐξεδόθη τήν 1η Μαΐου τοῦ ἔτους 1827 (7ον τῆς Ἀνεξαρτησίας). Τό Σύνταγμα τῆς Τροιζῆνος (1827) ὅπου γιά πρώτη φορά γίνεται σαφής διάκριση τῶν τριῶν ἐξουσιῶν ἤτοι νομοθετικῆς, νομοτελεστικῆς (=ἐκτελεστικῆς) καί δικαστικῆς ἔχουμε καί ἵδρυση τῆς Βουλῆς. Πάλιν τό Προοίμιον ὑφίσταται καί ἀναφέρει:
«Ἐν ὀνόματι τῆς ἁγίας καί ἀδιαιρέτου Τριάδος, καί τρίτον ἤδη τό Ἑλληνικόν Ἔθνος εἰς Ἐθνικήν Συνέλευσιν συναγμένον κηρύττει διά τῶν νομίμων Πληρεξουσίων του ἐνώπιον Θεοῦ καί ἀνθρώπων, τήν Πολιτικήν αὐτοῦ ὕπαρξιν καί Ἀνεξαρτησίαν καί συσταίνει τάς ἑξῆς θεμελιώδεις ἀρχάς τοῦ Πολιτεύματός του».
Συνεπῶς ἔχουμε ἐπίκληση τῆς Ἁγίας Τριάδος καί τήν σημαντική φράση «ἐνώπιον Θεοῦ καί ἀνθρώπων».
Τό πρῶτο κεφάλαιο (Α΄) ὁμιλεῖ περί θρησκείας. Γράφει: «Καθείς εἰς τήν Ἑλλάδα ἐπαγγέλεται τήν θρησκείαν του ἐλευθέρως καί διά τήν λατρείαν αὐτῆς ἔχει ἴσην ὑπεράσπισιν. Ἡ δέ τῆς Ἀνατολικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἶναι θρησκεία τῆς Ἐπικρατείας».
Στό Γ΄ κεφάλαιο μέ τόν τίτλον «Δημόσιον Δίκαιον τῶν Ἑλλήνων» στήν παραγ. 6 γίνεται λόγος ποῖοι εἶναι Ἕλληνες. Γράφει σχετικῶς: «Ἕλληνες εἶναι ὅσοι αὐτόχθονες τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπικρατείας πιστεύουσιν εἰς Χριστόν, ὅσοι ἀπό τούς ὑπό τόν Ὀθωμανικόν ζυγόν, πιστεύοντες εἰς Χριστόν ἦλθαν καί θά ἔλθωσιν εἰς τήν Ἑλληνικήν Ἐπικράτειαν διά νά συναγωνισθῶσιν ἤ νά κατοικήσωσι εἰς αὐτήν». Παρατηροῦμε καί πάλιν ὅτι κριτήριον τῆς ταυτότητος καί ὁρισμοῦ τοῦ ἕλληνος εἶναι ἡ πίστη στό Χριστό, ἡ ἰδιότητα τοῦ Χριστιανοῦ. Γίνεται ἐπίσης ἀναφορά ὅτι «οἱ Ἕλληνες ἔχουσι τό δικαίωμα χωρίς προεξέτασιν (λογοκρισία δηλ.) νά γράφωσι καί νά δημοσιεύωσιν ἐλευθέρως διά τοῦ τύπου ἤ ἀλλέως τούς στοχασμούς καί τάς γνώμας των, φυλάττοντες τούς ἀκολούθους ὅρους μεταξύ τῶν ὁποίων εἶναι νά μήν ἀντιβαίνωσιν εἰς τάς ἀρχάς τῆς χριστιανικῆς θρησκείας καί νά μήν ἀντιβαίνωσιν εἰς τήν σεμνότητα». Ὡστόσο ἐκεῖνο πού εἶναι ἐνδιαφέρον στό παρόν κεφάλαιο καί στήν παράγραφο 24 ἀναγράφεται, εἶναι ὅτι «ὁ κλῆρος κατά τούς κανόνας τῆς Ἁγίας καί Ἱεράς ἡμῶν Ἐκκλησίας δέν ἐμπεριπλέκεται εἰς κανέν δημόσιον ὑπούργημα· μόνοι δέ οἱ πρεσβύτεροι ἔχουσι τό δικαίωμα τοῦ ἐκλογέως» (δηλαδή τό δικαίωμα τοῦ ἐκλέγειν).
Στό Σύνταγμα ἀκόμη αὐτό παρατηροῦμε καί ὁρισμένες διαφοροποιήσεις ἀπό τά προηγούμενα συνταγματικά κείμενα: Πρῶτον, δέν ἀναφέρεται Ὑπουργεῖο Θρησκείας ἤ Λατρείας καί ἔχουμε γιά πρώτη φορά Ὑπουργεῖο Παιδείας. Δεύτερον, ὅταν ὁ Πρόεδρος τοῦ Ἀνωτάτου Δικαστηρίου προεδρεύει σέ περίπτωση ἐξετάσεως (κατηγορίας) κατά τῶν Γραμματέων (Ὑπουργῶν) τῆς Ἐπικρατείας καί δικάζει στή Βουλή, τότε ὁρκίζει τά μέλη τῆς Ἐξεταστικῆς Ἐπιτροπῆς (Βουλευτάς) μέ περιεχόμενο ὅρκου τό ὁποῖο ἄρχεται μέ τήν φράση: «Ὁρκίζεσθε ἐνώπιον Θεοῦ καί ἀνθρώπων νά προσέξετε εἰς τήν κατηγορίαν» κλπ. Γίνεται δηλαδή ἐπίκληση τοῦ Θεοῦ. Τρίτον, στό ἐν λόγῳ Σύνταγμα γενικῶς ἀναγράφονται τρία εἴδη ὅρκου, Ὅρκος Ἑλληνικός, Ὅρκος Βουλευτικός καί Ὅρκος τοῦ Κυβερνήτου. Καί οἱ τρεῖς κάμνουν λόγον ὅτι «ὁρκίζομαι εἰς τό ὄνομα τοῦ Ὑψίστου».
* * *
Συμπερασματικές σκέψεις: Ἐκ πάντων τῶν ἀνωτέρω συνοπτικῶς ἀναφερομένων προκύπτει ὅτι διά τῶν πρώτων συνταγματικῶν κειμένων διαπιστοῦται ὁ σεβασμός καί ἡ τιμή τῶν πολιτειακῶν ἀρχῶν ἔναντι τῆς θρησκείας καί δή τῆς Ἐκκλησίας. Ἐν προκειμένῳ, καί κατά πρῶτον ἀσφαλῶς καί ἀναγνωρίζουν εὐγνωμόνως τήν μεγάλη συμβολή τῆς Ἐκκλησίας στόν ἀγῶνα τῆς Ἀνεξαρτησίας τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους καί κατά δεύτερον υἱοθετοῦν τήν δυναμική τῆς Ἐκκλησίας στήν στήριξη τῆς συνοχῆς τοῦ ἑλληνικοῦ γένους κατά τά δυσχερῆ χρόνια τῆς δουλείας ἀλλά καί τήν ἀναγκαιότητά της γιά τό παρόν καί τό μέλλον. Εἶναι πασιφανές καί ἱστορικῶς ἀποδεδειγμένο ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Χριστιανική Ἐκκλησία προστάτευσε τό γένος τῶν Ἑλλήνων κατά τή διάρκεια τῆς Τουρκοκρατίας καί διεφύλαξε τήν γλῶσσα του καί τήν ἐθνική του συνείδηση. Ἰστορικῶς ἀργότερα μετά τή λήξη τοῦ Ἀγῶνος καί τήν ἵδρυση τοῦ Ἑλληνικοῦ κράτους στήν ἀποτίμηση θά ἔχουμε πολλούς εἰς ἀριθμόν κληρικούς ὅλων τῶν βαθμίδων μάρτυρας τῆς Πίστεως τοῦ Ἔθνους, οἱ ὁποῖοι μέ τό αἶμα τους σφράγισαν τό πνευματικό νόημα τῆς Ἐθνεγερσίας ἀπό τόν Πατριάρχη Γρηγόριο τόν Ε΄ μέχρι τόν πιό ἀφανῆ καί ἁπλό μοναχό.
Τό ἑλληνικό κράτος σέβεται καί τιμᾶ τά ἱερά καί τά ὅσια ὡς καταδεικνύεται ἀπό τό γεγονός ὅτι καί τά τρία πρῶτα συνταγματικά κείμενα ἔχουν ὡς Προοίμιον τήν ἀναφορά τους «στό ὄνομα τῆς Ἁγίας καί Ἀδιαιρέτου Τριάδος». Μένοντας ὀλίγον περισσότερον σ΄ αὐτό τό σημεῖο διαπιστώνουμε ὅτι οἱ Ἕλληνες τῶν χρόνων ἐκείνων καί δή οἱ συνταγματικοί νομοθέτες εἶχαν βαθυτάτη τήν πεποίθηση ὅτι ἡ Ἐπανάστασή τους κατά τοῦ ὀθωμανικοῦ ζυγοῦ ἐκδηλώθηκε στό ὄνομα τῆς πίστεώς τους στό Θεό καί στήν ἐλευθερία τῆς πατρίδος. Ἴσχυε κατά τά πάντα τό: «Διά τοῦ Χριστοῦ τήν πίστιν τήν ἁγίαν καί τῆς πατδίδος τήν ἐλευθερίαν». Ἀξίζει στό σημεῖο αὐτό νά ἀναφέρουμε τί γράφει ὁ Ἀκαδημαϊκός Σπῦρος Μελᾶς: «Τό Εἰκοσιένα ὁλόϊσα βγαίνει ἀπό τήν αἰωνόβια ἐθνική μας παράδοση. Τίποτα τό ξενικό. Παρεξηγοῦν κι΄ ἀδικοῦν τό τεράστιο αὐτό κίνημα ὅσοι θέλουν νά τό νομίζουν ἀντίλαλο τῆς Γαλλικῆς ἐπανάστασης. Καί ὁ βαθύτατος Σολωμός λαμπρά τό εἶδε, ὅταν χαιρετοῦσε τή λευτεριά, “ἀπό τά κόκκαλα βγαλμένη τῶν Ἑλλήνων τά ἱερά”. Καμμιά ὁμοιότητα δέν ἔχει μέ τή Γαλλική ἐπανάσταση. Ἐκείνη ἤτανε κοινωνική. Τό Εἰκοσιένα δέν μπαίνει μέ κανένα τρόπο στό σχῆμα τῶν ταξικῶν ἀγώνων. Εἶναι κίνημα καθαρά ἐθνικό: Μιά φυλή ἀνώτερη, περήφανη καί γενναία συνεχίζει τήν ἡρωϊκή της παράδοση τῆς λευτεριᾶς καί τῆς ἀνθρώπινης ἀξιοπρέπειας, τσακίζοντας, μ΄ ἀγώνα ὑπεράνθρωπο τό ζυγό τῆς σκλαβιᾶς. Ξαναφτιάχνει Μαραθῶνες καί Σαλαμίνες. Γίνεται παράδειγμα σ΄ ὅλους τούς λαούς, πού ἀκολουθοῦν, ὁ ἕνας μετά τόν ἄλλον καί δημιουργεῖ νέο Διεθνές Δίκαιο, καθιερώνοντας τήν ἀρχή τῶν «ἐθνοτήτων». Ἡ Γαλλική ἐπανάσταση στάθηκε ἀντικληρική. Τή σημαία τοῦ Εἰκοσιένα κρατεῖ ἕνας δεσπότης. Καί τό ράσο του εἶναι σύμβολο διπλό: Θρησκεία καί Παιδεία –Χριστιανισμός κι΄ ἑλληνισμός». (περ. Ἑλληνική Δημιουργία, Ἀθῆναι, 1953, σελ. 325). Ἀλλά καί περαιτέρω εἶχαν τήν αἴσθηση ὅτι ἡ ὀργάνωση τοῦ νεοσύστατου κράτους ἔπρεπε νά ἐπιχειρηθεῖ καί νά οἰκοδομηθεῖ «εἰς τό ὄνομα τῆς ἁγίας καί ἀδιαιρέτου Τριάδος». Μάλιστα πρέπει ὅλως ἰδιαιτέρως νά ἐξαρθεῖ ἡ ἀναφορά αὐτή τή στιγμή πού τήν ἐποχή ἐκείνη κυριαρχοῦσαν τά ἀθεϊστικά κηρύγματα τοῦ Διαφωτισμοῦ τῆς γαλλικῆς ἐπαναστάσεως στίς χῶρες τῆς Δύσεως. Τοῦτο ἔχει μεγάλη διαχρονική ἀξία καί σημασία γιά τήν πατρίδα μας καί οὐδόλως πρέπει νά ἀγνοεῖται ἤ νά διαστρεβλώνεται ἤ τό χειρότερον νά ἀπαξιώνεται διότι ἔχει καί νομική ἰσχύ καί ἐπιφέρει νομικές συνέπειες στήν ὅλη ἑρμηνεία τῶν διατάξεων τοῦ Συντάγματος.
Ἔπειτα τά πρῶτα Συντάγματα εἶχαν ὡς πρῶτον τίτλον ἤ τμῆμα ἤ ἄρθρον, θά λέγαμε σήμερον, τό θέμα τῆς θρησκείας. Ἀκόμη ἐξαιρετικά σπουδαῖο εἶναι ὁ ὁρισμός τοῦ Ἕλληνος, ὅτι Ἕλληνας ὁρίζεται ὁ χριστιανός καί ὁ ὁμιλῶν τήν ἑλληνικήν γλῶσσα. Σημαντικό σημεῖο εἶναι καί ἡ ἐπαναφορά τῶν νόμων τῶν χριστιανῶν αὐτοκρατόρων. Ἄλλο σημεῖο ὑπογραμμίσεως εἶναι ἡ πρόβλεψις νά προστατεύεται ἡ χριστιανική θρησκεία ὥστε νά μή βλάπτεται διά τοῦ Τύπου καί τέλος ἡ ὁρκωμοσία στό ὄνομα τοῦ Ὑψίστου, ἔστω καί ἄν ἀναφέρεται τοῦτο ἀορίστως.
Περαίνων τήν εἰσήγησή μου, σήμερα πού ἀκούγονται ἀντιθρησκευτικές καί ἀντιχριστιανικές φωνές καί ὑπάρχει ἐνίοτε καί μία ἀντιεκκλησιαστική νοοτροπία σ΄ ἕνα ἐκκοσμικευμένο ὑλιστικό περιβάλλον μέ ἔντονες ὀρθολογιστικές ἀντιλήψεις, προβάλλει ἐπιτακτικά ἡ ἀνάγκη νά διατυπώνουμε πιό συνετές σκέψεις. Τό ἐρώτημα πού τίθεται εἶναι: Ἐπιθυμοῦμε ἀποκοπή ἀπό τίς ἱστορικές καί καταξιωμένες ἑλληνορθόδοξες ρίζες μας ἤ γερή θεμελίωση σ΄ αὐτές; Ἡ πρόκληση σ΄ αὐτό τό παγκοσμιοποιημένο κλῖμα βρίσκεται ἐνώπιόν μας. Πάντως, οἱ πρωτεργάτες τῆς Ἐθνεγερσίας ἔθεσαν στήν ἀναγέννηση τοῦ Ἑλληνικοῦ κράτους θεμέλεια ἑλληνορθόδοξα καί συνάμα ἔδειξαν καί τόν δρόμο στίς γενεές πού ἀκολουθοῦν. Προφανῶς καί στή δική μας.
Ἀρχιμ. Χρυσόστομος Κ. Παπαθανασίου
νῦν Μητροπολίτης Μάνης
«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» Ἀρ. Τεύχους 195
Νοέμβριος 2018