ΕΙΝΑΙ ΤΥΧΑΙΟ ΟΤΙ  ΤΑ ΑΠΟΛΥΤΑΡΧΙΚΑ ΚΑΘΕΣΤΩΤΑ  ΓΕΝΝΗΘΗΚΑΝ  ΤΟΝ  20ο  ΑΙΩΝΑ;

195 Nomomathis

«Δράκων οὗτος ὅν ἔπλασας ἐµπαίζειν αὐτῷ»

 

ΕΙΝΑΙ ΤΥΧΑΙΟ ΟΤΙ  ΤΑ ΑΠΟΛΥΤΑΡΧΙΚΑ ΚΑΘΕΣΤΩΤΑ

 ΓΕΝΝΗΘΗΚΑΝ  ΤΟΝ  20ο  ΑΙΩΝΑ;

 

Ὁ Λεβιάθαν καί οἱ Λευΐτες

πως εἶναι γνωστό στούς ἀναγνῶστες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, στά Μ’ καί ΜΑ’ Κεφάλαια τοῦ βιβλίου «Ἰώβ» γίνεται ἀναφορά σέ δύο θηρία («ἀλλά δή ἰδού θηρία παρά σοί»): Στούς στίχους 1019 τοῦ Μ’ Κεφαλαίου περιγράφεται τό θηρίο πού φέρει τό ἑβραϊκό ὄνοµα Behemoth καί οἱ ἑρµηνευτές τό ἀντιστοιχίζουν συνήθως µέ τόν ἱπποπόταµο. Τό θηρίο αὐτό περιγράφεται µέ «συµπεπλεγµένα νεῦρα» καί «χαλκείας πλευράς», ἡ «ράχις του εἶναι σίδηρος χυτός», ἀλλά, παρά τήν ἰσχύ του, εἶναι «πεποιηµένον ἐγκαταπαίζεσθαι ὑπό τῶν ἀγγέλων αὐτοῦ (=τοῦ Κυρίου)». Ἀπό δέ τόν στίχο 20 τοῦ Μ’ Κεφαλαίου ἕως τό τέλος τοῦ ΜΑ’ Κεφαλαίου περιγράφεται τό ἄλλο θηρίο, πού οἱ ἑρµηνευτές τό ταὐτίζουν µέ τόν κροκόδειλο. Εἶναι ὁ δράκων, πού τό ἑβραϊκό του ὄνοµα εἶναι Leviathan, ὁ ὁποῖος ἀναφέρεται καί στόν στίχο τοῦ Προοιµιακοῦ Ψαλµοῦ, πού θέσαµε ὡς ἐπικεφαλίδα καί γιά τόν ὁποῖο, µεταξύ ἄλλων, λέγεται: «εἰς πτῦξιν θώρακος αὐτοῦ τίς ἄν εἰσέλθῃ; Πύλας προσώπου αὐτοῦ τίς ἀνοίξει; Κύκλῳ ὀδόντων αὐτοῦ φόβος…. Φλόξ δέ ἐκ στόµατος αὐτοῦ ἐκπορεύεται… ἀναζεῖ τήν ἄβυσσον ὥσπερ χαλκεῖον… ἐλογίσατο ἄβυσσον εἰς περίπατον…». Ὅµως καί αὐτό τό θηρίο εἶναι «πεποιηµένον ἐγκαταπαίζεσθαι ὑπό τῶν ἀγγέλων µου (=τοῦ Κυρίου)».

Δέν γνωρίζουµε γιά ποιόν ἀκριβῶς λόγο ὁ πολιτικός φιλόσοφος Τhomas Hobbes (17ος αἰώνας) διάλεξε αὐτά τά δύο θηρία, µέ τά ἑβραϊκά τους ὀνόµατα, γιά νά τιτλοδοτήσει δύο βιβλία του µέ θέµατά τους τήν ἀναρχία καί τήν κρατική ἐξουσία. Πάντως, ἡ τιτλοδότησή τους αὐτή σίγουρα ἐντάσσεται στή γενικότερη τάση τῶν Ἄγγλων συγγραφέων τῆς ἐποχῆς ἐκείνης νά ἀντιµετωπίζουν τά σύγχρονά τους γεγονότα ὑπό τό πρῖσµα τῆς Παλαιᾶς καί τῆς Καινῆς Διαθήκης. Γιά παράδειγµα, ἦταν κοινός τόπος τότε ἡ ἐπίκληση τῆς «Ἐξόδου» τῶν Ἑβραίων ἀπό τήν Αἴγυπτο ὡς τοῦ ἀρχετύπου τῆς πολιτικῆς καί κοινωνικῆς «Ἐπανάστασης». Ἐµεῖς, βέβαια, στή χώρα µας, ὡς περισσότερο προσανατολισµένοι στίς Γαλλικές καί τίς Γερµανικές καί –διά µέσου αὐτῶν– στίς Ἀρχαῖες Ἑλληνικές πολιτικές παραδόσεις, δέν κατανοοῦµε σχεδόν καθόλου τέτοιους παραλληλισµούς ἀνάµεσα στά «πολιτικά» καί τά «θρησκευτικά» γεγονότα, τά ὁποῖα τείνουµε νά τά διαχωρίζουµε τεχνητά καί νά θεωροῦµε ὅτι ἄλλη εἶναι ἡ πολιτική καί ἡ κοινωνικο–οἰκονοµική καί ἄλλη ἡ θρησκευτική ἤ ἡ ἐκκλησιαστική ἱστορία, ἐνῶ στήν πραγµατικότητα αὐτές ἀλληλοδιαπλέκονται.

Τό πρῶτο, λοιπόν, ἀπό αὐτά τά βιβλία τοῦ Hobbes, αὐτό µέ τόν τίτλο «Behemoth», τό ὁποῖο παρέµεινε ἀνέκδοτο, ὅσο ζοῦσε, ἔχει ὡς θέµα του τά δεινά τῆς ἀναρχίας καί τοῦ ἐµφυλίου πολέµου, πού µαινόταν στήν Ἀγγλία τόν 17ο αἰῶνα. Τό δεύτερο ἀπό τά θηριώνυµα βιβλία του, τό ὁποῖο εἶναι καί τό κατά πολύ πιό διάσηµο, εἶναι ἐκεῖνο τό ὁποῖο φέρει τόν τίτλο «Leviathan» καί ἔχει ὡς ἀντικείµενο τή δικαιολόγηση τῆς ἀπόλυτης ἐξουσίας τοῦ κρατικοῦ ἡγεµόνα.

Σύµφωνα µέ τόν συγγραφέα, οἱ ἄνθρωποι, πού ἀπό τή φύση τους φέρονται ὡς λύκοι ὁ ἕνας ἀπέναντι στόν ἄλλον («homo homini lupus»), δέν ἔχουν ἄλλη διέξοδο ἀπό τήν ἄθλια φυσική τους κατάσταση τοῦ «πολέµου ὅλων ἐναντίων ὅλων» («bellum omnium conta omnes») ἀπό τό νά συµφωνήσουν νά παραχωρήσουν τήν ἐξουσία, ἤτοι τό δικαίωµα ζωῆς καί θανάτου, σέ ἕναν ἡγεµόνα, ὁ ὁποῖος θά τή συγκεντρώσει στό πρόσωπό του ὁλόκληρη καί ἀδιαίρετη, τόσο τήν πολιτική, ὅσο καί τήν ἐκκλησιαστική, ἀκόµη καί τήν ἐξουσία ἐπάνω στίς λέξεις. Μέ τόν τρόπο αὐτό ἱδρύεται ὁ κρατικός Leviathan, πού εἶναι ἡ µόνη ρεαλιστική λύτρωση ἀπό τόν Behemoth, ἀπό τά ἀφόρητα, δηλαδή, δεινά τῆς ἀναρχίας καί τοῦ ἐµφυλίου πολέµου.

Εἶναι κοινός τόπος στή νεώτερη καί τή σύγχρονη πολιτική σκέψη ὅτι ὁ Γάλλος πολιτικός φιλόσοφος καί ἱστορικός Μontesquieu ἔδωσε, πρῶτος αὐτός, τήν ὀρθή λύση στό πρόβληµα τῆς κρατικῆς αὐθαιρεσίας καί τιθάσσευσε, οὕτως εἰπεῖν, τόν Leviathan, πού «ἡ καρδία του πέπηγεν ὡς λίθος» καί «ἔστηκεν ὡς ἄκµων ἀνήλατος» (Ἰώβ, ΜΑ’ στ.16), χωρίς νά ἐξαναγκασθεῖ νά µεταπέσει στίς διαθέσεις τοῦ ὡσαύτως ἀδυσώπητου Behemoth.

Εἰδικότερα, ὁ Μontesquieu διατύπωσε τήν ἀρχή τῆς διάκρισης τῶν κρατικῶν ἐξουσιῶν ἤ λειτουργιῶν, ἤτοι τῆς «νοµοθετικῆς», τῆς «ἐκτελεστικῆς» καί τῆς «δικαστικῆς». Ἐνῶ, δηλαδή, ὁ Hobbes ἰσχυρίσθηκε ὅτι ἡ ἐξουσία –δέν µπορεῖ παρά νά– εἶναι ἀδιαίρετη, ὁ Μontesquieu ὑποστήριξε ὅτι ἐάν ἀνατεθεῖ σέ ἄλλα πρόσωπα ἡ ἐξουσία τῆς νοµοθέτησης, σέ ἄλλα πρόσωπα ἡ ἐκτέλεση καί ἐφαρµογή τῶν νόµων καί σέ ἄλλα πρόσωπα ἡ ἐξουσία τοῦ δικάζειν, θά καθιερωθεῖ ἕνα σύστηµα ἀλληλο-ἐλέγχου καί ἀλληλο-ἐξισορρόπησης τῶν κρατικῶν λειτουργιῶν καί τῶν φορέων τους (σύστηµα «checks and balances»). Μέ τόν τρόπο δέ αὐτό θά ἀποφευχθεῖ ἡ ἀπολυταρχία καί θά γίνονται σεβαστά τά δικαιώµατα τῶν πολιτῶν ἀπέναντι στήν κρατική ἐξουσία–Leviathan, πού «πᾶν ὑψηλόν ὁρᾶ» (Ἰώβ, ΜΑ’ στ.26) καί ἔχει ἐγγενῶς τήν τάση νά ἐπεκτείνεται, γιά νά ἐλέγξει τά πάντα ὡς «βασιλεύς πάντων τῶν ἐν τοῖς ὕδασι» (Ἰώβ, ΜΑ’ στ.26) καί «φόβος θηρίοις τετράποσιν ἐπί γῆς ἀλλοµένοις» (Ἰώβ, ΜΑ’ στ.17) τάση, πού ἐνίοτε ἀναφέρεται ὡς τάση γιά «ὁλοκλήρωση» ἤ «integration».

Ἡ ἀρχή αὐτή κέρδισε, δικαίως, µεγάλη ἀποδοχή καί υἱοθετήθηκε σταδιακά ἀπό τά Συντάγµατα τῶν χωρῶν τοῦ Δυτικοῦ, κυρίως, κόσµου µέ χαρακτηριστική περίπτωση τό Σύνταγµα τῶν Ἡνωµένων Πολιτειῶν, ἐνῶ στή χώρα µας κατοχυρώνεται, κυρίως, στό ἄρθρο 26 τοῦ ἰσχύοντος Συντάγµατος. Βέβαια, σέ καµιά χώρα ἡ ἀρχή αὐτή δέν ἐφαρµόζεται στήν καθαρότητά της. Οὔτε θά ἦταν δυνατό, ἄλλωστε, ἀπό τήν ἴδια τή λογική τῶν πραγµάτων πού διδάσκει ὅτι τήν ἐξουσία τήν ἔχει ὁλόκληρη αὐτός πού –µπορεῖ νά– ἀποφασίζει τελευταῖος γιά κάθε συγκεκριµένη περίπτωση, ἤ, ὅπως τό ἔθεσε κάπως διαφορετικά ἕνας Γερµανός θεωρητικός, ἐκεῖνος, πού ἀποφασίζει γιά τήν κήρυξη τῆς «κατάστασης ἀνάγκης», ἐκεῖνος, δηλαδή, πού ἀποφασίζει, ἄν θά ἐφαρµόσει ἤ ὄχι τό σύνταγµα καί τούς νόµους µιᾶς χώρας σέ µιά συγκεκριµένη περίπτωση.

Εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι στίς Ἡνωµένες Πολιτεῖες, ὅπου –ὅπως εἶχε παρατηρήσει ὁ Γάλλος πολιτικός φιλόσοφος Αlexis de Τοcqueville– ὑπάρχει ἡ τάση νά παραπέµπονται στό Ἀνώτατο Δικαστήριο ζητήµατα µέ χαρακτῆρα ἔντονα «πολιτικό», διεξάγεται τίς ἡµέρες αὐτές εὐρέως µιά ἀποκαλυπτική καί ἔντονη συζήτηση µέ ἀντικείµενο, ἐάν ἕνας δικαστής µέ συγκεκριµένο πολιτικό καί θρησκευτικό ὑπόβαθρο εἶναι ἤ ὄχι σκόπιµο νά διορισθεῖ ἀπό τόν Πρόεδρο καί Ἀρχηγό τῆς Ἐκτελεστικῆς Ἐξουσίας στό Ἀνώτατο Δικαστήριο, ὅπου πρόκειται νά καταστεῖ ἐκ νέου ἐπίδικο τό ζήτηµα τῆς συνταγµατικῆς νοµιµότητας τῶν ἐκτρώσεων.

Μέ τόν τρόπο αὐτό ἔρχεται στήν ἐπιφάνεια τό κύριο καί πρωταρχικό ζήτηµα, πού συνίσταται στό ἐρώτηµα: ποιός ἔχει τήν ἐξουσία νά ἑρµηνεύει «αὐθεντικά» τόν νόµο καί, πείθοντας γιά τήν εὐθυκρισία του, νά ὑποτάσσει στή δική του «αὐθεντική» ἑρµηνεία τούς ἄλλους, ἤτοι τόσο τά κρατικά ὄργανα, ὅσο καί τούς ἁπλούς πολίτες; Ποιός εἶναι αὐτός, πού ἡγεµονεύει ἰδεολογικά; Αὐτό, δηλαδή, πού πρέπει νά γίνει, κατά τή γνώµη µας πάντα, ἀντιληπτό εἶναι ὅτι ὁ παράγοντας, πού σέ τελική ἀνάλυση, ἐµπνέει τή νοµιµοφροσύνη εἶναι ὄχι ἡ βία, ἀλλά ἡ πειθώ. Διότι, γιά νά δώσουµε ἕνα ἱστορικό παράδειγµα, ἡ Ρωσσική Ἐπανάσταση τοῦ 1917 δέν θά εἶχε ἐπικρατήσει, ἐάν δέν εἶχαν στασιάσει τά στρατεύµατα τοῦ Τσάρου καί δέν προσχωροῦσαν στίς τάξεις τῶν ἐπαναστατῶν πού, ἄν καί µειοψηφοῦντες καί ὡς ἐπί τό πλεῖστον ἄοπλοι, εἶχαν κερδίσει, τότε, τή µάχη τῶν ἰδεῶν. Θά µπορούσαµε, ἀκόµη, νά ποῦµε καί γιά τή σπεῖρα «µετά τῶν φανῶν καί τῶν λαµπάδων καί τῶν ὅπλων», ὅτι «ὡς οὖν εἶπεν αὐτοῖς ὅτι ἐγώ εἰµί, ἀπῆλθον εἰς τά ὀπίσω καί ἔπεσον χαµαί» (Κατά Ἰωάννην, ΙΗ, 6).

Βέβαια, δέν πρόκειται στό σηµείωµα αὐτό νά δώσουµε λύση σέ προβλήµατα πού ἀναλύονται σέ ἀπέραντη βιβλιογραφία. Αὐτό, ὅµως, πού προτιθέµεθα νά κάνουµε, εἶναι νά ἐπιστήσουµε ἐκ νέου, ὅπως εἴχαµε κάνει καί στά παλαιότερα σηµειώµατά µας, τά σχετικά µέ τό Βυζαντινό δίκαιο, τήν προσοχή τῶν ἀναγνωστῶν στήν ἄλλου τύπου διάκριση τῶν ἐξουσιῶν, τή διάκριση, δηλαδή, ἀνάµεσα στήν πολιτική καί τήν ἐκκλησιαστική ἐξουσία, πού καθιερώθηκε στή Βυζαντινή Αὐτοκρατορία µέ βάση τήν Ἁγία Γραφή καί τήν ὁποία θεωροῦµε ὡς περισσότερο θεµελιώδη καί «περιεκτική», σέ σχέση µέ τήν ἀρχή τῆς διάκρισης τῶν ἐξουσιῶν, ὅπως ἡ τελευταία διατυπώθηκε ἀπό τόν Μontesquieu.

Ἀφοῦ δέ παραπέµψουµε σέ ἐκεῖνα τά σηµειώµατα γιά µιά ἀκροθιγῆ, βέβαια, ἐπισήµανση τοῦ θέµατος αὐτοῦ, στό παρόν σηµείωµα θά ἐπικαλεσθοῦµε, πρός ἐπίρρωση τῶν ὅσων ἀναφέρθηκαν ἐκεῖ, τήν ἀναπάντεχη συµµαρτυρία ἑνός ἄλλου θεµελιωτή τῆς νεωτερικῆς πολιτικῆς –καί ὄχι µόνο– φιλοσοφίας, ἐκείνη τοῦ ἀµφιλεγόµενου Baruch –στά ἑβραϊκά– ἤ Benedictus –στά λατινικά– (ἄν καί ἄλλοι τόν ἀποκάλεσαν Maledictus) Spinoza (17ος αἰώνας).

Στήν περιβόητη, λοιπόν, «Θεολογικοπολιτική πραγµατεία» του ὁ Spinoza προβαίνει στήν ἑξῆς καίρια καί βαρυσήµαντη παρατήρηση: «Ἡ δυνατότητα ἀδικοπραξίας ἦταν ἐξαιρετικά περιορισµένη γιά τούς ἀρχηγούς τῶν Ἑβραίων λόγῳ τοῦ γεγονότος πώς ἡ καθολική ἑρµηνεία τοῦ νόµου ἀνῆκε στούς Λευΐτες (Δευτερονόµιο xxi, 5: «Καί προσελεύσονται οἱ ἱερεῖς οἱ Λευίται, ὅτι αὐτούς ἐπέλεξε Κύριος ὁ Θεός παρεστηκέναι αὐτῷ καί εὐλογεῖν ἐπί τῷ ὀνόµατι αὐτοῦ καί ἐπί τῷ στόµατι αὐτῶν ἔσται πᾶσα ἀντιλογία καί πᾶσα ἀφή»), οἱ ὁποῖοι µέ τή σειρά τους δέν συµµετεῖχαν στή διακυβέρνηση καί ἡ ὑποστήριξη καί τό ἐνδιαφέρον, πού ἀπολάµβαναν ἦταν ἐξαρτηµένα ἀπό τή σωστή ἑρµηνεία τῶν νόµων, ἡ ὁποία τούς εἶχε ἀνατεθεῖ».

Ὁ σύγχρονός µας Roger Scruton στό βιβλίο του γιά τόν Spinoza ἐπισηµαίνει ὅτι «τό ἐπιχείρηµα τοῦ Spinoza γιά τήν ἀνεξαρτησία τῆς δικαστικῆς ἐξουσίας (=ἐννοεῖ ἐδῶ τήν ἐξουσία τῶν Λευιτῶν νά διευθετοῦν «πᾶσαν ἀντιλογίαν») ἀποτέλεσε µία ἀπό τίς πλέον σηµαντικές πολιτικές συλλήψεις του καί προηγήθηκε τῆς συνταγµατικῆς θεωρίας –αὐτῆς τοῦ Μontesquieu ἡ ὁποία ἐπρόκειτο νά ἐµπνεύσει τό πληρέστερα φιλελεύθερο σύνταγµα πού γνώρισε ὁ σύγχρονος κόσµος».

Ἐµεῖς ἀπό τήν πλευρά µας θά παρατηρήσουµε ὅτι στό παραπάνω ἀπόσπασµα, µπορεῖ κανείς νά ἐπισηµάνει τό γεγονός ὅτι οἱ Λευΐτες, τάξη, πού δέν ἀσκεῖ ἡ ἴδια εὐθέως τήν κρατική ἐξουσία, ἔχουν καταστατικά τήν ἐξουσία νά ἑρµηνεύουν αὐθεντικά τόν  νόµο τοῦ Θεοῦ καί τό ὅτι ἡ αὐθεντία τους αὐτή, πού δέν στηρίζεται στά ὅπλα, ἀλλά στή σωστή ἑρµηνεία τοῦ νόµου τοῦ Θεοῦ, εἶναι ἐκείνη πού λειτουργεῖ ὡς πράγµατι ἀποτελεσµατικός χαλινός τῶν κρατικῶν ἀρχόντων, ἔτσι ὥστε ὁ φοβερός Leviathan «νά ἀχθῇ ἐν ἀγκίστρῳ», «νά παιχθῇ ὥσπερ ὄρνεον» (Ἰώβ, Μ’ στ.20, 24) καί νά ἐπαληθευθεῖ ἔτσι ὅτι αὐτό τό θηρίο εἶναι «πεποιηµένον ἐγκαταπαίζεσθαι ὑπό τῶν ἀγγέλων µου (=τῶν Λευιτῶν)».

Ἀκόµη, πρέπει νά σηµειωθεῖ ὅτι ἡ αὐτή «Λευιτική λειτουργία», κάτι σάν τή λειτουργία τῆς «equity», πού ἀναπτύχθηκε στήν Ἀγγλία γιά νά ἁπαλύνει τή σκληρότητα τῶν νόµων, ἀλλά πολύ πιό ριζική καί µεγαλεπήβολη, ἀνατέθηκε ἤδη ἐπί Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας στούς ἱερεῖς καί πρωτευόντως στούς Ἐπισκόπους τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως µαρτυροῦν τά νοµοθετικά, ἐκκλησιαστικά καί ἱστορικά κείµενα τῆς ἐποχῆς ἐκείνης. Πιστεύουµε δέ ὅτι ὑπό τό οὐσιαστικό αὐτό πρῖσµα τῆς καταστατικῆς πρόβλεψης καί τῆς ἐν τῇ πράξει ἀποτελεσµατικότητας τῆς ἄοπλης «Λευιτικῆς λειτουργίας» πρέπει νά ἐπανεξετασθοῦν διάφορες διαδεδοµένες ἀπόψεις περί τῆς, δῆθεν, ἀπόλυτης ἐξουσίας τοῦ Βυζαντινοῦ αὐτοκράτορα καί περί τῆς ἔλλειψης πολιτικῆς ἐλευθερίας καί ἀτοµικῶν δικαιωµάτων στό Βυζάντιο.

Ἐµεῖς ἁπλῶς θά θέσουµε τό βασικό, κατά τή γνώµη µας, ἐρώτηµα: γιά ποιόν λόγο ἡ ἀπολυταρχική ἐξουσία καί πράξη καί ἰδίως τά ὁλοκληρωτικά καθεστῶτα παρουσιάστηκαν µετά τόν Μεσαίωνα καί ἰδίως κατά τόν 20 αἰῶνα; Εἶναι σύµπτωση τό ὅτι στά καθεστῶτα αὐτά εἶχε ὑποταγεῖ καί «ἐργαλειοποιηθεῖ» ἡ θρησκευτική διάσταση στήν πολιτική, ὅτι, δηλαδή, τά καθεστῶτα αὐτά εἶχαν ζητήσει ἀπό τούς ὑπηκόους τους µέ τόν ἕνα ἤ τόν ἄλλο τρόπο, ὡς ἄλλοι Ναβουχοδονόσορες, νά προσκυνήσουν τήν εἰκόνα τοῦ ἡγεµόνα ὡς Θεοῦ;

Ὅπως εἶναι φανερό ἀπό τά προεκτεθέντα, πρόκειται γιά ζητήµατα, τά ὁποῖα εἶναι περίπλοκα καί κάθε ἄλλο παρά αὐτονόητα γιά ἐµᾶς. Ἀπό τήν ἄλλη πλευρά, ὅµως, εἶναι ἐπείγουσα ἡ ἐκ νέου συνειδητοποίηση καί ἡ µέ Ὀρθόδοξα κριτήρια ἀντιµετώπιση καί ἐπίλυσή τους.

Γιά νά δείξουµε δέ ὅτι πολλοί κοινοί τόποι τῆς ἐποχῆς µας εἶναι στήν πραγµατικότητα κενοί µύθοι καί προκειµένου νά προωθήσουµε, ὅσο µᾶς ἀναλογεῖ, τή σχετική συζήτηση, θά παραθέσουµε, χωρίς σχόλια, δύο νοµοθετικά κείµενα ἐνδεικτικά τῆς ἀντίθεσης τῶν φορέων τῆς Γαλλικῆς Ἐπανάστασης, ἡ ὁποία θεωρεῖται ἡ µήτρα τῶν σύγχρονων πολιτικῶν ἐλευθεριῶν,  στήν ἐπιβολή ἐλέγχου ἐπί τοῦ κυβερνητικοῦ Leviathan: «ἡ δικαστική λειτουργία εἶναι διακριτή καί θά παραµείνει πάντοτε χωριστή ἀπό τή διοικητική λειτουργία. Οἱ δικαστές δέν θά µποροῦν, ἐπί ποινῇ παράβασης καθήκοντος, νά διαταράξουν, καθ’οἱονδήποτε τρόπο, τίς ἐνέργειες τῶν διοικητικῶν ἀρχῶν, οὔτε νά προσαγάγουν ἐνώπιόν τους τά διοικητικά ὄργανα λόγῳ τῶν ἐνεργειῶν τους» (ἄρθρο 13 τοῦ νόµου τῆς 16ης καί 24ης Αὐγούστου 1790) καί «ἀπαγορεύεται στά δικαστήρια νά ἐπιλαµβάνονται διοικητικῶν πράξεων οἱασδήποτε κατηγορίας» (διάταγµα τῆς 16ης Fructidor τοῦ ἔτους ΙΙΙ τοῦ νέου Ἐπαναστατικοῦ Ἡµερολογίου)!

   

ΝΟΜΟΜΑΘΗΣ

«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» Ἀρ. Τεύχους 195

Νοέμβριος 2018