Ἡ γραμμή τῆς Νοσταλγίας...
Φθινόπωρο, μέ τίς καλοκαιρινές ἀχτίδες νά τοῦ συντροφεύουν ἀκόμα τά μεσημέρια, γιά νά γίνονται τά ἀπογεύματα φῶς ἱλαρό, νοσταλγικό, ἄλλων καιρῶν καί χρόνων, πού κομίζει στήν ψυχή τή γοητεία τῆς ποίησης, ἡ ὁποία καί τά στεφανώνει.
Αὐτές οἱ περιούσιες, λοιπόν, ὧρες εἶναι πού ἀνακαλοῦν στή μνήμη ἕνα πλῆθος ἀπό πρόσωπα καί δαστηριότητες, μυρωδιές καί ἐδέσματα, ὅλα σχεδόν λησμονημένα ἀπό τούς νεότερους. Γιατί αὐτός ὁ καιρός, καιρός τοῦ φθινοπώρου παράγει μέσα στήν ψυχή φωτεινές μνῆμες πού τίς συντηρεῖ πάντα μέ τή ναφθαλίνη τῆς γοητείας, τήν ὁποία ἀποπνέουν ἐκεῖνες οἱ φευγαλέες στιγμές τοῦ χτές. Ἑνός χτές πού τό διακρατεῖ ἡ ψυχή μέ εὐλάβεια, καθώς μαζύ του συνυπάρχουν πρόσωπα ἀγαπημένα καί καθαγιασμένα στή συνείδηση. Καί πάντα σ’ ἕναν χῶρο: ἐκεῖνον τοῦ ἁπλοῦ νησιώτικου χωριοῦ, πού εὐωδίαζε αὐτόν τόν καιρό στυμένο σταφύλι καί φρεσκοκομμένο ξύλο. Ὡστόσο αὐτόν τόν καιρό, φθινοπώρου καιρό, μποροῦσες νά ὀσμιστεῖς κι ἄλλες εὐωδιές, γιατί καθώς οἱ μῆνες παρέρχονταν καί οἱ μέρες, καθώς δηλαδή τόν τρῦγο τόν ἀκολουθοῦσε τό μάζεμα τῆς ἐλιᾶς, τότε ὁ τόπος ἄλλαζε τίς εὐωδιές καί μοσχοβολοῦσε φρέσκο λάδι, πορτοκάλι, καψαλισμένο ψωμί καί ψημμένο κυδῶνι.
Ὅμως ἄς πάρουμε τά πράγματα ἀπό τήν ἀρχή, γιά νά ὑπογραμμιστεῖ μέ εὐθεία, ἀπαρέκλιτη καί δίχως τό τρέμουλο στό χέρι καί στήν ψυχή, ὅλη ἐκείνη ἡ Νοσταλγία πού τή γεννοῦν οἱ κάθε εἴδους μνῆμες καί οἱ ζωντανές ἐμπειρίες.
Στά μέσα τοῦ Σεπτεμβρίου, καί πιό συγκεκριμένα ἀπό τή γιορτή τοῦ Σταυροῦ καί μετά, ἄρχιζαν οἱ διαδικασίες γιά τόν τρύγο καί τό πάτημα τῶν σταφυλιῶν. Τότε λοιπόν συντονίζονταν ὅλα «τ’ ἀγκειά», δηλ. ὅλα τά χρειαζούμενα σκεύη γιά τόν τρύγο, πού τά φρόντιζε ἡ κάθε οἰκογένεια μέ θρησκευτική εὐλάβεια, ἀφοῦ τότε, τήν πρό τουριστική περίοδο, αὐτές οἱ συνήθειες ἦσαν κομμάτι ἀναπόσπαστο τῆς ζωῆς ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων.
Φορτωμένα ζῶα μέ προβιές ἤ κοφίνες φέρνανε τά σταφύλια πού κόβανε οἱ ἐργάτες στ’ ἀμπέλια κι ὕστερα τἄριχναν στά μεγάλα πατητήρια, ὅπου ἕνα ἤ δυό ἄτομα τά πατοῦσαν καί τά ρίχνανε μαζύ μέ τό μοῦστο στίς μεγάλες κάδες –καροῦτες παλιότερα. Καί σέ μαστέλες πατοῦσαν σταφύλια, διαλεχτά ὅμως, γιά νά κάνουν τίς «κουρκοῦτες», τίς μουσταλευριές δηλαδή. Ἀνέβαινε, λοιπόν, ἀπό τά σπίτια μιά εὐωδιά, πού πραγματικά ἦταν χαρακτηριστική καί συνάμα πολύ ἑλκυστική. Εὐωδιά ξεχασμένη σήμερα, πού ὁ μοῦστος ἔρχεται ἕτοιμος, καθώς τά ντόπια τά σταφύλια σχεδόν ἐξαφανίστηκαν!
Τίς εὐωδιές τοῦ τρύγου τίς ἀκολουθοῦσε τό πρῶτο φρέσκο λάδι, πού ἔβγαινε ἀπό τίς πρῶτες ἐλιές, «τό πρῶτο χέρι», δηλαδή τό μάζεμα τῶν πεσμένων πρώτων ἐλαιῶν, γιατί τότε τίποτε δέν πήγαινε χαμένο. Ἔτσι, μέ τά πρῶτα κυκλάμινα, πού στόλιζαν τούς «θαμνεμένους» ἐλαιῶνες, ἄρχιζε ἡ συγκομιδή καί τό εἰσοδικό στό σπίτι τοῦ νέου λαδιοῦ «νιό λάδ παλιό κρασί», ἡ παροιμία...
Ἀπό τό ρέμα λοιπόν, ὅπου βρίσκονταν οἱ παλιές καλιάγριες, ἀνέβαινε ἡ εὐωδιά τοῦ νέου λαδιοῦ, πού τή συνόδευαν πάντα κάποιες ἄλλες εὐωδιές, ὅπως τοῦ καψαλισμένου ψωμιοῦ, γιά νά γίνει ἡ περίφημη «ζούπα», τοῦ ψημμένου κυδωνιοῦ καί τῶν βρασμένων χόρτων, πού μόλις εἶχε βγάλει ἡ γῆς, γιά νά φαγωθοῦν μαζί μέ τό νιό τό λάδι καί τίς φρεσκοτηγανισμένες ζαργάνες. Καί συνοδευτικό αὐτῶν τῶν ἐδεσμάτων ὁ «λάγκερος», τό πρῶτο κρασί, πού τό ἀνοίγανε πρίν ἀπό τό καλό, πού σιγόβραζε...
Τά χρόνια πού πέρασαν, ἄφησαν πολλή στάχτη, ὥστε νά χαθοῦν τά παραπάνω. Μόνο λιγοστοί ἀπομένουν νά εἶναι συντονισμένοι μέ τή γραμμή τῆς Νοσταλγίας, μέχρι νά ἐξαφανιστοῦν κι αὐτοί...
Σκόπελος π. Κων. Ν. Καλλιανός
"ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ" Ἀρ. Τεύχους 192-193
Αὔγουστος-Σεπτέμβριος 2018