Δεκαπενταυγούστου Ἀποχαιρετισμός.....

192 193 pKK

Δεκαπενταυγούστου Ἀποχαιρετισμός.....

 

(Ποιμαντικά βιώματα)

Τά βιβλία ἔκλεισαν, μετά τήν Παράκληση τή στερνή πού ψάλλαμε στή Χάρη Της, τά κεριά ἕνα-ἕνα σβύνουν, χαμηλώνει τό φῶς μέ τήν τοῦ ἡλίου δύσιν καί σιωπηλά ὁ ναός ἐνδύεται τό νυχτωμένο του χιτῶνα, μέ περισσή ἀκρίβεια καί ὑπομονή. Ἀδειανός πιά ὁ χῶρος ἀχνοφωτίζεται ἀπό τό κατανυκτικό φῶς τῶν κανδηλῶν, πού ἐπιμένουν νά συνεχίζουν τά δικά τους τά τροπάρια ἐμπρός ἀπό τίς ἅγιες εἰκόνες.

Οἱ λίγοι φιλακόλουθοι ἐνορίτες ξεκίνησαν τό δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς στά σπίτια τους, κομίζοντας, μαζί μέ τήν εὐωδία τοῦ θυμιάματος, καί τήν εὐλογία Της, πού μετουσιώνεται σέ αἰσιοδοξία, ζυμωμένη μέ κείνη τή χαρμολύπη τῶν ἡμερῶν, ἀλλά καί ἀναμονή. Τί ἄλλη ἀναμονή ἀπό τή Γιορτή; Αὐτή πού προετοιμάζεται δεκαπέντε μέρες τώρα, μέ νηστεία, σιωπή καί προσευχή. «Ὦ, Δέσποινα τοῦ Κόσμου γενοῦ μεσίτρια». Κι Ἐκείνη ἀφουγκράζεται, κάθε βράδυ, μαζί μέ τά ὀνόματα πού διαβάζει ὁ παπάς στίς Παρακλήσεις καί τίς ἄλλες παρακλήσεις, αὐτές πού ψιθυρίζει ἡ καρδιά κι ἀνεβαίνουν ὕστερα ἴσαμε τά μάτια, ὡς ἄλλο θάμπωμα...Ὡς ροή δακρύων, πού Τήν ἱκετεύουμε νά «μήν ἀποποιήση»...

Ὅμως ἀπόψε, μέ τή στερνή Παράκληση  καί τά προεόρτια τροπάρια πού εἴπαμε, μιά ρωγμή βαθειά ἀνοίγεται στήν ψυχή τοῦ Ἱερέα, πού ἐπίτηδες καθυστερεῖ τήν ἀναχώρησή του γιά τό σπίτι... Μιά ρωγμή ἀπό  ὅπου ἀνεβαίνουν μέσα του κάποια ἐρωτήματα καί στοχασμοί, πού θέλει, μέσα στήν ἀπόβραδη κι εὐκατάνυκτα σιωπηλή ἀτμόσφαιρα τοῦ Ναοῦ, νά σκεφτεῖ νηφάλια καί νά προσέξει. Γιατί  ἕνα ἀπό τά προνόμια πού ἔχει ἕνας παπάς, εἶναι καί τούτη ἡ παρένθεση στήν ἐφημερία του: Τό νά μπορεῖ ἐνώπιος ἐνωπίῳ νά σκέφτεται, νά διαλέγεται μέ τόν ἑαυτό του καί τό Θεό, νά ἐπιτηρεῖ τήν ψυχή του, νά τή συγυρίζει. Γι’ αὐτό κι εἶναι τούτη ἡ   παρένθεση γόνιμη καί σωτήρια. 

Συλλογίζεται λοιπόν, πώς ἄλλο ἕνα ἱερό δεκαπενθήμερο ἔφτασε στό τέλος του. Κοιτάζει τά ἀδειανά τά στασίδια καί ἀναλογίζεται πόσες καί καί πόσες ψυχές δέν κάθησαν σέ αὐτά, στά τριανταπέντε χρόνια τῆς Ἱερατικῆς του Διακονίας... Μέχρι πού ἀναχώρησαν γιά πάντα ἀφήνοντας τό στασίδι γιά τόν ἑπόμενο. Μόνο πού κάποια ἀπό αὐτά ἀπόμειναν ἀκόμα ἄδεια, ἀφοῦ λιγόστεψε ὁ ἐνοριακός πληθυσμός, καί περιμένουν ἄδεια, ὅπως τά σπίτια νά τά ἐγκατοικήσει πάλι κάποιος.

Ἀπό τήν Ὡραία Πύλη ἕνα λιγοστό, μελιχρό φῶς προσπαθεῖ ν’ ἁπλωθεῖ στό ναό. Εἶναι ἀπό τήν ἀκοίμητη κανδήλα τοῦ Ἱεροῦ, πού ἐπί αἰῶνες παραμένει ἔτσι, ὅπως ἡ πίστη τῶν προκατόχων του Ἱερέων, ἀλλά καί τῶν ἐνοριτῶν, τῶν ἱεροψαλτῶν, τῶν ἐπιτρόπων, πού κράτησαν ζωντανή αὐτή τή μικρή κοινότητα. Στ’ ἀλήθεια, σκέφτεται, πόσοι ἐκ τῶν ἐφημερίων ἐκείνων δέν εἶπαν τό στερνό «Δι’ εὐχῶν...» στίς Παρακλήσεις, ἔσβυσαν τό τελευταῖο κερί στήν Ἁγία Τράπεζα, εὐχήθηκαν «Τῆς Παναγίας μέ ὑγεία» κι ὕστερα ἀποκοιμήθηκαν γιά πάντα  καί δέν ξανάνοιξαν, μήτε τήν Ὡραία Πύλη, μήτε τά βιβλία,  μήτε τό στόμα τους γιά νά εὐχηθοῦν. Πόσοι ἦταν οἱ προκάτοχοι; Ἄγνωστος ὁ ἀριθμός...Στόν ὁποῖο σέ λίγο νά ἑτοιμάζεται νά προστεθεῖ κι ὁ ἴδιος. Γιατί πέρασαν τά χρόνια. Τό νοιώθει πιά ὅτι πέρασαν. Ἀπό τήν κούραση, πού ἀνεβαίνει μέσα του, ὅπως ἡ ὑγρασία τή νύχτα. Κι ἴσως αὐτή ἡ Παράκληση νά εἶναι ἡ στερνή του. Ποιός ξέρει...Μονάχα Ἐκεῖνος. 

Ἡ νύχτα ἀνέβηκε καί κάλυψε τό ναό, τά ἔξω δέντρα, τήν πολίχνη. Κι ὁ παπάς ἐπιμένει νά στοχάζεται. Στοχάζεται καί νομίζει ὅτι τά πρόσωπα καί τά γεγονότα πού θυμᾶται εἶναι μαζί του καί τόν συντροφεύουν, μέ τήν σιωπηλή τους ὄψη νά εἶναι στραμμένη πάνω του. Δεκάδες πρόσωπα, φίλων, γνωστῶν, συγγενῶν. Τό καθένα τους κι ἕνας σταυρός, μιά δέηση, ὅπως αὐτή πού λέγαμε δεκαπέντε μέρες τώρα στή Χάρη Της. «Ποῦ προσφύγω, ποῦ δέ καί σωθήσοµαι...ποίαν δέ ἐφεύρῳ καταφυγήν...».

Θυμᾶται χαρακτῆρες, συμπεριφορές, ἐντάσεις, ἀλλά καί εὐεργεσίες. Παρατηρεῖ ὅλη αὐτή τήν πινακοθήκη τῶν προσώπων καί βλέπει στόν καθένα τό στοιχεῖο τῆς ἀνθρώπινης ἀτέλειας, μέ πρῶτο τόν ἑαυτό του. Γιατί, σκέφτεται,  πόσους δέν πίκρανε, παρεξήγησε, ἐπετίμησε...Κι ὕστερα μετανοιωμένος πάσχιζε νά ξεκολλήσει ἀπό μέσα του τή στάχτη καί τήν φαρμακωμένη αἴσθηση τῆς ὅποιας λέξης, τῆς ὅποιας λανθασμένης ἐπιλογῆς. Γι’αὐτό κι αὐτή τή σωτήριο ὥρα πού τά σκέφτεται, προσπαθεῖ νά ἑνώσει τό νῆμα πού τόν δένει μέ ὅλους αὐτούς, τούς ἀνθρώπους, μέ τούς ὁποίους ἔζησε μιά ζωή. Γιατί δέν εἶναι λίγα τά τριανταοχτώ χρόνια, μήτε καί οἱ ἑφτά, περίπου, δεκαετίες πού φέρει.. Καιρός ἀπολογισμοῦ ὁ ἀποψινός, δηλαδή μιά προσπάθεια ἀκόμα  γιά νά θεραπευθοῦν κάποιες ἀπό τίς πληγές τοῦ χθές τῇ δικῇ Της συναντιλήψει καί βοηθείᾳ.

«Ἀπορήσας ἐκ πάντων, ὀδυνηρῶς κράζω σοί πρόφθασον θερµή προστασία, καί σήν βοήθειαν δός µοι τῷ δούλῳ σου, τῷ ταπεινῷ καί ἀθλίῳ, τῷ τήν σήν ἀντίληψιν ἐπιζητοῦντι θερµῶς».

Μέ ἀργά βήματα προσκυνᾶ καί ἀναχωρεῖ εἰς τά ἴδια.

Ἔξω, τό σκοτάδι ἀνέβηκε γιά τά καλά....

Σκόπελος                                                  π. Κων. Ν. Καλλιανός

 

«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ»Ἀρ. Τεύχους 192-193

Αὔγουστος-Σεπτέμβριος 2018