Μία πρώτη προσέγγιση
Η ΣΑΘΡΗ ΘΕΜΕΛΙΩΣΗ
ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΝΕΟΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
«Θεµέλιον ἄλλον οὐδείς δύναται θεῖναι παρά
τόν κείµενον, ὅς ἐστίν Ἰησοῦς Χριστός»
Δύο Ρῶσσοι θρησκευτικοί φιλόσοφοι:
Ν. Μπερντιάγεφ καί Λ. Σεστώφ
Στό προηγούµενο σηµείωµα (ἐκεῖνο τῶν µηνῶν Ἰουνίου-Ἰουλίου) εἶχε γίνει ἀναφορά στό ἔργο τοῦ π. Γ. Φλωρόφσκυ µέ τόν τίτλο «Οἱ δρόµοι τῆς Ρωσσικῆς Θεολογίας». Στό παρόν σηµείωµα θά ἀναφερθοῦµε σέ ἕνα ἄλλο βιβλίο, παράλληλο καί συµπληρωµατικό, τρόπον τινά, µέ τό προαναφερθέν ἔργο τοῦ π. Γ. Φλωρόφσκυ. Πρόκειται γιά τήν ἐκτενῆ «Ἱστορία τῆς Ρωσσικῆς φιλοσοφίας» µέ συγγραφέα τόν Ρῶσσο καθηγητή Β. Ζενκόφσκυ, βιβλίο τό ὁποῖο ἐκδόθηκε ἀρχικά στά Ρωσσικά τό 1950 καί µεταφράσθηκε στά ἀγγλικά τό 1952. Όπως προκύπτει καί ἀπό τόν τίτλο τοῦ βιβλίου, ὁ συγγραφέας του ἐξιστορεῖ τήν ἐξέλιξη τῆς Ρωσσικῆς φιλοσοφίας, παρουσιάζοντας ἀνά χρονικές περιόδους καί κεφάλαια, τούς πλέον ἀξιοσηµείωτους φιλοσόφους πού ἔγραψαν στά Ρωσσικά.
Τό βιβλίο, πιστεύουµε, ὅτι δέν ἀφορᾶ µόνο ὅσους ἐνδιαφέρονται εἰδικά γιά τήν ἱστορία τῆς φιλοσοφίας, ἀλλά καί ὅσους ἐνδιαφέρονται γενικότερα γιά τήν πολιτική, κοινωνική καί οἰκονοµική ἱστορία ἤ τίς καλές τέχνες, ἀφοῦ σέ αὐτό ἐκτίθεται ἡ «ἔσω» πλευρά τῆς Ρωσσικῆς ἱστορίας, ἤτοι ἡ ἱστορία µιᾶς χώρας, τήν ὁποία τείνουµε συνήθως νά ξεχνᾶµε, ἀλλά εἶναι πάντοτε παροῦσα καί ζωντανή. Ἔτσι, δίδει τήν εὐκαιρία νά κατανοήσει κανείς βαθύτερα τήν ἐξέλιξη τῆς Ρωσσικῆς ἱστορίας µέ τίς χαρακτηριστικές περιπέτειές της, κατανόηση τήν ὁποία δέν µπορεῖ κανείς νά ἀποκοµίσει ἀπό τήν ἁπλή καί κάπως ξερή πληροφόρηση γιά γεγονότα καί χρονολογίες, ὅπως αὐτά παρουσιάζονται ἀπό τή συνήθη ἱστορία.
Τό βιβλίο, ὅµως, παρουσιάζει ἐνδιαφέρον καί ἀπό θεολογικῆς πλευρᾶς, ἀφενός διότι, οὕτως ἤ ἄλλως, τόσο ἡ θεολογία, ὅσο καί ἡ φιλοσοφία ἀσχολοῦνται µέ τά «κοινά» καί τά «κύρια», τά σηµαντικότερα δηλαδή ἐρωτήµατα πού ἀπασχολοῦν τόν ἄνθρωπο ὡς τέτοιον. Ἀφετέρου, εἰδικά στό πλαίσιο τῆς Ρωσσικῆς σκέψης καί νοοτροπίας εἶναι συχνά δύσκολο ἕως ἀδύνατο νά διαχωρίσει κανείς τά λεγόµενα «θεολογικά» ἀπό τά λεγόµενα «φιλοσοφικά» ζητήµατα. Τοῦτο διότι εἶναι ἰδιαιτέρως ἔντονη καί χαρακτηριστική ἡ τάση τῶν Ρώσσων νά θέτουν πάντοτε καί µέ κάθε εὐκαιρία, εἴτε κάνουν λογοτεχνία ἤ θέατρο ἤ κινηµατογράφο ἤ φιλοσοφία, τά θεολογικά ζητήµατα. Ἄν, µάλιστα, λάβουµε ὑπ’ ὄψη µας τήν καθοριστική ἐπίδραση πού ἄσκησε ἡ Ρωσσική σκέψη στή χώρα µας καί ὡς πρός τούς δύο κλάδους της, τόν θρησκευτικό ἀφενός καί τόν µαρξιστικό ἀφετέρου, κατανοεῖ ὁ καθένας ὅτι ἡ σφαιρική καί ἀκριβής γνώση της θά συνεισφέρει ἰδιαιτέρως στήν πρόοδο τῆς αὐτογνωσίας µας, ὡς Ὀρθοδόξων Ἑλλήνων.
Στό βιβλίο παρουσιάζονται ἀπό τή φιλοσοφική τους πλευρά πρόσωπα γνωστά µας, ὅπως ὁ Φ. Ντοστογιέφσκυ, ὁ Λ. Τολστόϋ καί ὁ Β. Λένιν καί πρόσωπα λιγότερο γνωστά, ἀλλά ἀξιοσηµείωτα, ὅπως ὁ Α. Χέρτσεν ἤ ὁ Ν. Μπακούνιν. Τό ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον γιά κάποιον πού ζεῖ στήν Ἑλλάδα καί ἔχει θεολογικά ἐνδιαφέροντα εἶναι, ὅµως, τό γεγονός ὅτι παρουσιάζεται ἐκτενῶς καί µέ τρόπο ὁλόπλευρο, ὅσο βέβαια αὐτό εἶναι δυνατό στό πλαίσιο ἑνός βιβλίου, ἡ µακρά σειρά τῶν περίφηµων Ρώσσων θρησκειο-φιλοσόφων, γιά τούς ὁποίους δέν γνωρίζουµε ἀκόµη ἀρκετά, ὥστε νά µπορέσουµε νά τούς ἐκτιµήσουµε, τόν καθένα χωριστά καί στίς ἀκριβεῖς του διαστάσεις. Ἀναφέρουµε ἐνδεικτικά τόν «ἱππότη τῆς πίστεως» Α. Χοµιακώφ µέ τήν ἐκκλησιολογική του σκέψη, τόν Ι. Κιριέβσκυ µέ τόν πατρολογικό προσανατολισµό, τόν αἰνιγµατικό καί πολύπλευρο Β. Σολόβιεφ, καθώς καί τούς ἀµφιλεγόµενους πρεσβυτέρους Π. Φλωρένσκυ καί Σ. Μπουλγκάκωφ. Εὐχῆς ἔργον θά ἦταν, πιστεύουµε, νά γίνει κάποτε µιά ἀκριβής καί µέ ὀρθόδοξα κριτήρια παρουσίαση τοῦ ἔργου τους, ὄχι, βέβαια, γιά λόγους ἁπλῆς ἐνηµέρωσης καί ἄσκοπης σώρευσης γνώσεων, ἀλλά ἐπειδή ἡ σκέψη τους ἔχει εἰσδύσει, ἴσως ἀνεπίγνωστα, σέ θεολογικούς κύκλους στή χώρα µας, χωρίς νά εἶναι πάντοτε ἀναγνωρισµένη ἡ προέλευση τῶν συγκεκριµένων ἰδεῶν ἤ νά ἔχει ἐκτιµηθεῖ ὁ ἀληθής χαρακτήρας τους.
Γιά νά τεκµηριώσουµε τόν ἀνωτέρω ἰσχυρισµό µας ὅτι στήν χώρα µας δέν ἔχει ἀκόµη παρουσιαστεῖ ὁλόπλευρα ἡ σκέψη τῶν ἀνωτέρω Ρώσσων ἤ δέν ἔχει ἐκτιµηθεῖ ὁ ἀληθινός χαρακτήρας της, θά προβοῦµε σέ µιά σύντοµη παρουσίαση δύο ἐξ αὐτῶν, µέ βάση τό βιβλίο τοῦ Ζενκόφσκυ. Ἡ παρουσίαση αὐτή ἔχει ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον, διότι ἐκτιµοῦµε ὅτι φανερώνει, ὡς ἕνα βαθµό, πόσες παρεξηγήσεις µπορεῖ νά προκύψουν σέ ζητήµατα πολύ σηµαντικά καί µάλιστα ἀπό ἀνθρώπους µέ καλή προαίρεση καί συνακολούθως τό πόσο ἀπαραίτητο εἶναι τό χάρισµα «τῆς διάκρισης τῶν πνευµάτων».
Ὁ πρῶτος Ρῶσσος θρησκειοφιλόσοφος στόν ὁποῖο θά ἀναφερθοῦµε εἶναι ὁ Ν. Μπερντιάγεφ ( 1874-1948), πού µετά τήν Ὀκτωβριανή Ἐπανάσταση τοῦ 1917 µετανάστευσε στή Γαλλία καί ἔζησε στό Παρίσι. Ὁ Ζενκόφσκυ ξεκινάει µέ τήν παρατήρηση ὅτι ὁ Μπερντιάγεφ «γιά τή Δύση εἶναι καί πιθανῶς θά παραµείνει γιά πολύ ὁ ἐκφραστής τοῦ πνεύµατος τῆς Ὀρθοδοξίας». Ὁ Ὀλιβιέ Κλεµάν, Γάλλος προσήλυτος στήν Ὀρθοδοξία, πού ἔχει γράψει ἕνα βιβλίο γιά τόν Μπερντιάγεφ, ἀναφέρει ἐνδεικτικά: «Ὅταν ἤµουν εἴκοσι χρονῶν, διάβασα τυχαῖα ἕνα βιβλίο τοῦ Νικολάου Μπερντιάγεφ. Ἡ ἀνάγνωση αὐτή ἔγινε ἡ αἰτία τῆς προσχώρησής µου στόν Χριστιανισµό…Ἕνας Γιαπωνέζος διανοούµενος …. µοῦ ἀποκρίθηκε:…Μέ ἐνδιαφέρει ὁ χριστιανισµός τοῦ Μπερντιάγεφ,…». Ἀλλά καί στή χώρα µᾶς οἱ ἀναφορές γιά τόν Ν.Μπερντιάγεφ εἶναι ἀπό ἁπλῶς θετικές ἕως ἐξυµνητικές, ἐνῶ βιβλία του ἔχουν µεταφρασθεῖ καί ἀπό ἐπίσκοπο τῆς Ἐκκλησίας µας καί ἔχουν µάλιστα ἐκδοθεῖ ἀκόµη καί ἀπό τήν «Ἀποστολική Διακονία»(!), πρόσφατα καί παλαιότερα.
Ὅµως, ὁ Β. Ζενκόφσκυ, συνεχίζοντας τήν παρουσίαση τοῦ Μπερντιάγεφ, προσθέτει ὡς γενικό σχόλιο τά ἑξῆς: «Σίγουρα, ἀφοµοίωσε µεγάλο µέρος ἀπό τήν Ὀρθοδοξία, εἰσδύοντας βαθιά στό πνεῦµα της. Ἀλλά δέν βρῆκε καµία δυσκολία στό νά ἐπαναλαµβάνει συγχρόνως τίς ἰδέες τοῦ Μπαῖµε καί κάποτε τοῦ Μπάαντερ καί τοῦ Σέλλινγκ. Στό πεδίο τοῦ δόγµατος, ὁ Μπερντιάγεφ λίγη προσοχή ἔδωσε στήν Ἐκκλησιαστική Παράδοση, ἀποκλίνοντας χωρίς δισταγµό ἀπό αὐτή καί ἀπορροφῶντας µέ προθυµία ἄλλους θρησκευτικούς προσανατολισµούς. Ἀπό ἐκεῖ προερχόταν ἡ πεποίθησή του ὅτι ὑπερασπίζεται µιά κάποια «παγκόσµια» ἤ «αἰώνια» Χριστιανωσύνη. Ὅταν ὁ Μπερντιάγεφ ἀποδέχθηκε πλήρως τήν ἰδέα τῆς «προτεραιότητας τῆς ἐλευθερίας πάνω στήν οὐσία/εἶναι», ἀρκετά πρόθυµα προχώρησε σέ ἐλεύθερες θεωρητικές ἐπινοήσεις».
Παρουσιάζοντας, εἰδικότερα, τίς ἠθικές ἀπόψεις τοῦ Μπερντιάγεφ, ὁ Ζενκόφσκυ ἀναφέρεται στήν προσδοκία του γιά µιά «νέα ἐποχή» καί στήν ἀναζήτησή του γιά µιά νέα «θρησκευτική συνείδηση» πού δέν θά ἀπορρίπτει οὔτε τόν Χριστιανισµό, οὔτε, ὅµως, τήν εἰδωλολατρία. Παραθέτει, µεταξύ πολλῶν ἄλλων, φράσεις του, ὅπως ὅτι «σκοπός τοῦ ἀνθρώπου δέν εἶναι ἡ σωτηρία, ἀλλά ἡ δηµιουργικότητα» καί ὅτι «ἡ τιµή πρός τούς ἁγίους πρέπει νά συµπληρωθεῖ ἀπό τήν τιµή πρός τούς ἰδιοφυεῖς»! Οἱ ἐξαιρετικά παράδοξες καί ἀνησυχητικές φράσεις του, ὅπως ὅτι «ἡ ἐµπειρία τοῦ κακοῦ µπορεῖ νά µᾶς ὁδηγήσει στό µεγαλύτερο καλό» καί ὅτι «ἡ πραγµατικότητα στό µεγαλύτερο βάθος της δέν εἶναι οὔτε καλή, οὔτε κακή».
Βασική εἶναι ἡ ἰδέα τοῦ Μπερντιάγεφ περί τῆς «προτεραιότητας τῆς ἐλευθερίας πάνω στήν οὐσία /εἶναι». Σύµφωνα µέ τήν ἰδέα αὐτή «ὁ Θεός δέν ἔχει ἐξουσία πάνω στήν ἐλευθερία… Ὁ ἄνθρωπος δέν εἶναι ἐλεύθερος, ἄν ἔχει προικισθεῖ µέ ἐλευθερία ἀπό τόν Δηµιουργό Θεό, ἀλλά µόνο ἄν ἔχει κάτι θεϊκό στόν ἴδιο του τόν ἑαυτό» ἀνεξάρτητα ἀπό τόν Θεό. Στό πλαίσιο τῆς ροµαντικῆς ἀρχῆς τῆς προτεραιότητας τῆς ἐλευθερίας (δηλαδή τῆς ἀπεριόριστης ἐλευθερίας τοῦ «δηµιουργικοῦ ἐγώ») ὁ Μπερντιάγεφ δήλωσε, φτάνοντας στόν «σολιπσισµό» (δηλαδή τόν ἀκραῖο ἐγωκεντρισµό), ὅτι: «ἔχει φτάσει ἀπό πολύ ὁ καιρός γιά νά καταστραφεῖ ἡ πλασµατική φαντασίωση τῆς ἠθικῆς γιά τήν ὕπαρξη τοῦ “ἐσύ”».
Ἡ ἄλλη συναφής ἀρχή τοῦ Μπερντιάγεφ εἶναι αὐτή πού ἀναφέρεται στήν λεγόµενη «ἀντικειµενικοποίηση». Ἡ λέξη αὐτή, ἄν καί βαρύγδουπα ἀσαφής, δέν εἶναι ἄγνωστη σέ ὅσους ἔχουν ἀσχοληθεῖ µέ συγγράµµατα νεοελλήνων θεολόγων, πού στρέφονται, καί αὐτοί, κατά τῆς «θεσµοποίησης «(ἤ τῆς «θρησκειοποίησης» ἤ «πραγµοποίησης» ἤ «οὐσιοποίησης», ὅπως εἶναι οἱ ἄλλες ἐκδοχές τῆς ἴδιας κατά βάση ἔννοιας πού συναντᾶται σήµερα σέ Ἀνατολή καί Δύση), ἀπό τήν ὁποία δῆθεν «ἀλλοτριώθηκε» ἡ γνήσια Ἐκκλησία µέ τήν πάροδο τῶν αἰώνων. Γιά τόν Μπερντιάγεφ, ὁ ἀντικειµενικός κόσµος «εἶναι κακός καί πρέπει νά τόν ἀφήσουµε», διότι ἐγκλωβίζει τό ὑποκείµενο, τό δηµιουργικό ἐγώ. Ὁ Ζενκόφσκυ, σηµειώνοντας τόν σχεδόν Μανιχαϊστικό-δυαλιστικό χαρακτήρα τῆς φιλοσοφίας τοῦ Μπερντιάγεφ, παρατηρεῖ: «Ἡ ἀποστροφή του καί ἡ περιφρόνησή του γιά τήν ἀντικειµενοποίηση τόν ὤθησαν νά ἀποτειχίσει τόν ἑαυτό του ἔξω ἀπό τόν ἀντικειµενικό κόσµο», δηλαδή τόν κόσµο «τῶν φαινοµένων πού εἶναι προϊόντα τῆς ἀντικειµενοποίησης» καί προσθέτει ὅτι: «Ὁ Μπερντιάγεφ τείνει πρός µιά ἀνθρωπολογία παρόµοια µέ αὐτή τοῦ Μπαῖµε, µιλῶντας συνεχῶς γιά τήν προτεραιότητα τοῦ «πνεύµατος» καί τήν ἀπόρριψη τῆς προτεραιότητας τῆς «οὐσίας/εἶναι».
Πιστεύουµε ὅτι τά µοτίβα τῆς σκέψης τοῦ Μπερντιάγεφ θά φανοῦν γνώριµα σέ ὅσους ἔχουν ἔστω λίγο παρακολουθήσει τό ἔργο σύγχρονων καί ἀρκετά γνωστῶν νεοελλήνων θεολόγων ἤ φιλοσόφων-δηµοσιολόγων. Ἡ κρίσιµη διαφορά µέ τούς προαναφερθέντες εἶναι ὅτι ὁ Μπερντιάγεφ ἐξέθεσε τή σκέψη του µέ εὐθύτητα, ἀµεσότητα καί ὀξύτητα, ἐνῶ ἐκεῖνοι τείνουν νά χρησιµοποιοῦν ἐκφράσεις πιό µετριοπαθεῖς ἤ ἀσαφεῖς. Ἔτσι, µαθαίνοντας κανείς γιά τή «θεολογία» τοῦ Μπερντιάγεφ, µπορεῖ νά τοποθετήσει στό εὐρύτερο πλαίσιό τους κάποιες «θεολογικές» ἰδέες πού ἔχουν τεθεῖ σέ κυκλοφορία στή χώρα µας καί ἔχουν φτάσει νά θεωροῦνται ὡς χαρακτηριστικά ὀρθόδοξες, ὅπως ἡ ἀρχή ὅτι «τό πρόσωπο (τό, κατά τόν Μπερντιάγεφ, δηµιουργικό ἐγώ) προηγεῖται τῆς οὐσίας (τῆς, κατά τόν Μπερντιάγεφ, ἀντικειµενοποίησης)», στήν ὁποία ἀναφερθήκαµε καί στό προηγούµενο σηµείωµά µας.
Δέν εἶναι εὔκολο νά ἐξηγήσει κανείς τήν ἔντονη καί διαχρονική ἕλξη πού ἀσκεῖ ἡ ἰδέα περί µιᾶς ἀόριστης καί ριζικῆς «ἐσωτερικῆς» ἐλευθερίας, χωρίς ὅρια καί θεσµούς, ἀπό τήν ἐποχή τῶν Γνωστικῶν καί τῶν Βογοµίλων ἕως τόν Εὐρωπαϊκό «ὑπαρξισµό». Ἴσως νά πρόκειται γιά τήν ἔκφραση ἑνός θηριώδους ἐγωϊσµοῦ πού ἀρνεῖται νά ἀποδεχθεῖ τήν «ἀρχή τῆς πραγµατικότητας», ἴσως γιά µιά νοσηρή ὑπερευαισθησία πού πληγώθηκε ἀπό τή θέα τῶν δεινῶν τοῦ κόσµου καί εἴτε κατέφυγε στήν φαντασίωση, εἴτε ἐξεγέρθηκε. Ἐνδεχοµένως, στή ρίζα της νά βρίσκεται ἡ ὑγιής προσδοκία τῶν ἀνθρώπων γιά τή λύτρωση, δέν µᾶς εἶναι, ὅµως, σαφές ποιός εἶναι ὁ λόγος γιά τόν ὁποῖο ἡ προσδοκία αὐτή παίρνει κατά καιρούς τόσο διαστρεβλωµένες καί νοσηρές ἐκφράσεις. Ὁ Ντοστογιέφσκυ στό ἔργο του «Σηµειώσεις ἀπό τό ὑπόγειο» ἀναφέρει, πάντως, ὅτι εἶναι χαρακτηριστική στόν ἄνθρωπο ἡ τάση του νά «ζεῖ σύµφωνα µέ τή δική του ἀνόητη θέληση» καί ὅτι τό πιό πολύτιµο πράγµα στόν ἄνθρωπο εἶναι «ἡ δική του ἐλεύθερη ἐπιθυµία, τό καπρίτσιο του, ἀκόµα καί ἄν αὐτό εἶναι παράλογο». «Μεγάλοι οὐρανοί, (ἀναφωνεῖ ὁ ἄνθρωπος τοῦ Ὑπογείου), τί εἶναι γιά µένα οἱ νόµοι τῆς φύσης; … Εἶναι προφανές ὅτι δέν µπορῶ νά τρυπήσω τόν τοῖχο αὐτό µέ τό κεφάλι µου… ὅµως ποτέ δέν θά συµφιλιωθῶ µέ αὐτόν, ἐπειδή εἶναι ἁπλῶς ἕνας τοῖχος ἀπό πέτρες…».
* * *
Ἡ µνεία στόν Ντοστογιέφσκυ µᾶς ὁδηγεῖ στόν δεύτερο Ρῶσσο θρησκειο-φιλόσοφο πού θά παρουσιάσουµε. Πρόκειται γιά τόν Λ. Σεστώφ (1866-1938), γιά τόν ὁποῖο τά δεδοµένα εἶναι ἀντίστροφα σέ σχέση µέ ἐκεῖνα γιά τόν Μπερντιάγεφ. Στή χώρα µας εἶναι ὡς ἕνα βαθµό γνωστός ὡς ἕνα εἶδος «ὑπαρξιστή» πού ἔχει ἀσχοληθεῖ ὡς κριτικός λογοτεχνίας µέ τό προαναφερθέν ἔργο τοῦ Ντοστογιέφσκυ «Σηµειώσεις ἀπό τό ὑπόγειο». Ὅµως, ὁ Ζενκόφσκυ παρατηρεῖ ὅτι ὁ «ἀνορθολογισµός» τοῦ Λ. Σεστώφ δέν εἶναι τό πρωτεῦον σέ αὐτόν. Διότι ἡ πρωταρχική ἐπιδίωξη τοῦ Σεστώφ ἦταν νά θεµελιώσει τή φιλοσοφία του στήν Ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ, ἐναντιούµενος στήν ἐκκοσµίκευση. Σύµφωνα µέ τά λόγια τοῦ ἴδιου τοῦ Σεστώφ: «Ἡ ἀληθινή φιλοσοφία συνάγεται ἀπό τό γεγονός ὅτι ὁ Θεός ὑπάρχει… Κανείς ἀπό τούς «Χριστιανούς φιλοσόφους» της µοντέρνας περιόδου δέν ἔχει ἐπιχειρήσει νά οἰκοδοµήσει µιά φιλοσοφία, ἡ ὁποία λαµβάνει ὡς σηµεῖο ἀφετηρίας τήν Ἀποκάλυψη». Ὁ Ζενκόφσκυ σηµειώνει ὅτι «βρίσκουµε στόν Σεστώφ µιά συνείδηση πιστοῦ, ἡ ὁποία εἴναι σπάνια γιά τή συγκροτηµένη καί διαυγῆ ποιότητά της… δέν θά ἔκανε κανείς µεγάλο λάθος, ἐάν ἔλεγε ὅτι ἀποδεχόταν τόσο τήν Παλαιά, ὅσο καί τήν Καινή Διαθήκη…». Ὅµως ὁ Σεστώφ δέν ἦταν ἁπλῶς µιά φωτισµένη διάνοια, ἀλλά φαίνεται νά εἶχε καί µιά ἀποφασισµένη καρδιά. Ἔχει σηµειώσει σχετικά ὅτι «ὁ καθένας µπορεῖ καί ὁ καθένας πρέπει νά θυσιάσει τά πάντα γιά νά βρεῖ τόν Θεό».
Ἡ κύρια ἰδέα τοῦ Σεστώφ εἶναι ὅτι «ἡ πίστη εἶναι ἕνα µεγάλο καί ἀσύγκριτο δῶρο τοῦ Θεοῦ… κανείς δέν µπορεῖ νά πεῖ ὅτι ἡ πίστη εἶναι µιά κατώτερη µορφή γνώσης….. ἡ πίστη δέν µπορεῖ καί δέν πρέπει νά µεταβληθεῖ σέ γνώση… Ὅταν ἀντιµετωπίσει κανείς τήν πίστη ὡς αὐτονόητη ἀλήθεια, τότε αὐτό δείχνει ὅτι ἔχει χάσει τήν πίστη…». Ἐκτιµοῦµε ὅτι ἐν ὄψει τέτοιου περιεχοµένου φράσεων ἔχει χαρακτηρισθεῖ ὡς «ἀνορθολογιστής» καί «ὑπαρξιστής». Νοµίζουµε, ὅµως, ὅτι ὁ «ἀνορθολογισµός» τοῦ Σεστώφ ἐπιχειρεῖ συγκεκριµένα νά ἀντιπαρατεθεῖ στήν «ἀνθρώπινη σοφία», τήν ὁποία «Ἕλληνες ζητοῦσιν», διότι, ὅπως καί ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, φαίνεται ὅτι «οὐκ ἔκρινε τοῦ εἰδέναι τι … εἰ µή Ἰησοῦν Χριστόν καί τοῦτον ἐσταυρωµένον..». Γιά αὐτό καί δέν διστάζει νά πεῖ, γιά παράδειγµα, ἀναφερόµενος στή θεωρία τῆς ἐξέλιξης, ὅτι «σέ κανένα δέν περνάει ἀπό τό µυαλό ὅτι ὅλα αὐτά τά ἑκατοµµύρια καί τά δισεκατοµµύρια τῶν χρόνων, αὐτή ἡ κουβέντα γιά τήν αἰώνια φύση….. εἶναι µιά τερατώδης ἀνοησία»! Δέν πρόκειται, δηλαδή, στήν περίπτωσή του γιά ἕνα γενικό καί σαρωτικό ἀνορθολογισµό ἤ γιά ἕναν ἐκκεντρικό ὑπαρξισµό ἤ µιά γνωσιµαχία πού κηρύσσει τό πρωτεῖο τοῦ «βιώµατος», ἀλλά γιά µιά ἀπόπειρα νά θεµελιωθοῦν ἡ γνώση καί ὁ ὀρθός λόγος πάνω στήν Ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ, ἤτοι νά δηµιουργηθεῖ ἕνας νέος καί ἀληθής «ὀρθολογισµός» πού δέν θά στηρίζεται στή σοφία «τοῦ αἰῶνος τούτου, οὐδέ τῶν ἀρχόντων τοῦ αἰῶνος τούτου τῶν καταργουµένων», µέ τή µωρανθεῖσα ἰδιοφυία, ἀλλά στή σοφία τοῦ Θεοῦ τήν «ἐν µυστηρίῳ, τήν ἀποκεκρυµµένην» (Ἐπιστολή Α’ πρός Κορινθίους).
Ἡ φιλοσοφία τοῦ Λ. Σεστώφ φέρνει στόν νοῦ, µετά τόν Ἀπόστολο Παῦλο, τή θεολογία τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαµᾶ καί ἰδίως τούς δύο λόγους τοῦ τελευταίου «Πρός Βαρλαάµ». Διότι ἐκεῖ ὁ ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης εἶχε ἤδη διακηρύξει τήν ἀρχή πού φαίνεται νά ἐπανέλαβε πολλούς αἰῶνες µετά ὁ Σεστώφ. Ὅτι δηλαδή κάθε συλλογισµός γιά νά εἶναι στερεά θεµελιωµένος καί νά ὁδηγεῖ σέ ἀληθές πόρισµα, ἤτοι γιά νά εἶναι πράγµατι «ἀποδεικτικός», πρέπει νά βασίζεται καί νά ξεκινάει µέ «προκείµενες» τίς ἀληθεῖς διατυπώσεις τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί ὄχι τίς δοξασίες τῶν ἀνθρώπων. Αὐτό ἦταν, ὅπως προαναφέραµε καί τό ρητά διακηρυγµένο πρόγραµµα τοῦ Λ. Σεστώφ, σύµφωνα πάντα µέ τόν Ζενκόφσκυ: νά οἰκοδοµήσει µιά φιλοσοφία, ἡ ὁποία νά λαµβάνει ὡς σηµεῖο ἀφετηρίας τήν Ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ. Δέν γνωρίζουµε ποιά συνέχεια ἔδωσε σέ αὐτό, ποιά ἦταν τά ἐπιτεύγµατά του ἤ τά ἐνδεχόµενα σφάλµατά του στήν προσπάθειά του αὐτή. Θά ἦταν δέ, πιστεύουµε, σκόπιµο νά συνεχισθεῖ ἡ προσπάθεια τοῦ Σεστώφ, µέ τό νόηµα πού τῆς ἀποδόθηκε, προσπάθεια ἡ ὁποία, στήν οὐσία, συνιστᾶ τό ξαναπιάσιµο τοῦ νήµατος ἀπό τούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ὥστε νά «αἰχµαλωτισθεῖ πᾶν νόηµα εἰς τήν ὑπακοήν τοῦ Χριστοῦ».
Πάντως, ὅπως καί νά ἔχει, ὅσα ἔχουν ἤδη κερδηθεῖ «ἐς ἀεί» εἶναι πολλά καί ἐπιπλέον ἄγνωστα ἀκόµη σέ µᾶς καί πάντως ἀναφοµοίωτα. Ἀπό τήν ἄλλη µεριά, ὅπως µᾶς ἔδειξε ὁ Β. Ζενκόφσκυ, οἱ µονοµέρειες, οἱ παρανοήσεις, οἱ διαστρεβλώσεις καί οἱ συγχύσεις δέν εἶναι σπάνιες, ἀκόµη καί γιά ζητήµατα πού φαίνονται ξεκάθαρα. Ἔτσι, διατηρεῖ ἀµείωτη τήν ἀξία της ἡ προτροπή τοῦ π. Γ. Φλωρόφσκυ ὅτι πρέπει νά ἐπιστρέψουµε καί νά στηριχθοῦµε στούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας καί στά καθαρά κριτήριά τους καί ὄχι στά «στοιχεῖα τοῦ κόσµου» καί στή «θολεράν ἀνατροπήν» τους. Διότι, γιά παράδειγµα, ἀπό τήν ἐποχή τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαµᾶ εἶχε ἤδη γίνει ξεκάθαρη ἡ διάκριση ἀνάµεσα στήν ἀληθῆ γνώση τῶν ἁγίων, πού δίδεται µέ τή Χάρη καί στή φυσική δῆθεν γνώση τῶν δεινῶν συζητητῶν, ὁσοδήποτε «ἰδιοφυῶν» ἤ «δηµιουργικῶν», τοῦ αἰῶνος τούτου. Ἐνῶ ἡ ἐκ νέου ἀνάµειξη ἤ σύγχυσή τους, ὅσο καί ἐάν αὐτοπαρουσιάζεται ὡς µοντέρνα ἤ προοδευτική, συνιστᾶ στήν πραγµατικότητα σκοταδισµό καί ὀπισθοδρόµηση.
Νοµοµαθής
"ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ" Ἀρ. Τεύχους 192-193
Αὔγουστος-Σεπτέμβριος 2018