ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΤΟΥ ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ ΑΙΝΙΓΜΑ...

7. 190 191 π.ΚΚ

 Τὸ μεγάλο τοῦ Αὐγούστου αἴνιγμα...

Μέσα στὴν ἤρεμη Αὐγουστιάτικη νύχτα, μὲ τὴν ποικιλία τῶν ἀρωμάτων ἀπό πεῦκο, γιασεμί, νυχτολούλουδο καὶ βασιλικὸ νὰ τὴ στολίζουν, σιμὰ στὴ θάλασσα μὲ τὸ ἀβίαστο ρυθμικό της ἀνάσασμα, ποὺ τὸ ἀφήνει νὰ ξαποστάσει πάνω στὰ λαλαρίδια τῆς ἀκρογιαλιᾶς, κι αὐτή ἡ θερινὴ ἀναπόληση.

Αὔγουστος πιά, μὲ τὶς ὅποιες ἐντάσεις καὶ δραστηριότητες τοῦ θέρους νὰ κορυφώνονται, καθὼς οἱ ἄνθρωποι σ᾿ αὐτὸν τὸν μῆνα ἐναποθέτουν τὶς ἐλπίδες τους: βλέπεις, μήνας τῆς ἄδειας καὶ τῶν διακοπῶν  εἶναι ὁ Αὔγουστος. Ἔτσι, οἱ λίγες αὐτὲς μέρες  τῶν διακοπῶν τροφοδοτοῦν τὸ εἶναι, τὸ ὑψώνουν στὴ θέση ποὺ ὁ Δημιουργὸς τὸ ἔταξε, ἀφοῦ ἡ στεγνὴ καὶ ἀδυσώπητη καθημερινότητα τὸ σφαλίζει τὸν ὑπόλοιπο καιρὸ σὲ τάφους ἀνήλιαγους καὶ ὑγρούς.

Τὸ μεγάλο, λοιπόν, μυστήριο τοῦ Αὐγούστου ἀναμφίβολα εἶναι αὐτὸ ποὺ μὲ περίσσια σοφία ὁ λαὸς ἐκφράζει καὶ ἐμπειρικὰ τὸ ζεῖ, τό, «Αὔγουστε καλέ μου μήνα νἄσουν δυὸ φορὲς τὸ χρόνο». Κι ἔχει μεγάλη σημασία ἐτούτη ἡ ρήση, γιατὶ στὸν Αὔγουστο ὐπάρχει ἡ ποικιλία τῶν ἀγαθῶν, μὲ τὴν πληθώρα τῶν καρπῶν, ἀλλὰ καὶ τὴν κορύφωση τῆς ὁμορφιᾶς τῆς φύσης, ποὺ στολίζεται μὲ τόσα καὶ τόσα θαυμαστὰ καὶ ἐξαίσια,  ἀκόμα καὶ τὴ νύχτα ὅπου τὸ φεγγάρι φωτίζει τὰ γύρω σὰ νἆναι μέρα...

Ὡστόσο, πίσω ἀπ᾿ ὅλ᾿ αὐτὰ τὰ αἰσιόδοξα καὶ θαυμάσια, ὑπάρχει καὶ ἕνα ἄλλο στοιχεῖο, ποὺ λιγοστοὶ ἀπὸ τοὺς διαθεριστὲς, καὶ μάλιστα ἀπὸ τοὺς νέους, ἀντιλαμβάνονται. Κι εἶναι τοῦτο τὸ αἴνιγμα τοῦ Αὐγούστου τὸ βασικό ἐκεῖνο στοιχεῖο ποὺ ἑρμηνεύει τὸ μεγάλο γεγονὸς τοῦ μήνα αὐτοῦ: ἐκεῖνο τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου. Γιατὶ τὸ ἐρώτημα ἀπό μόνο του ἀνεβαίνει μέσα μας, ὅπως τὰ δάκρυα τήν ὥρα τῆς νοσταλγίας ἤ τῆς συγκίνησης. Ἀλήθεια, μέσα σὲ τοῦτο τὸ θεϊκὸ τὸ φῶς τοῦ καλοκαιριοῦ μὲ πόση ἱεροπρέπεια πανηγυρίζουμε...Καὶ πανηγυρίζουμε ἕνα θάνατο,  κι ὄχι τυχαῖο. Τὸ θάνατο τῆς Μάνας μας τῆς Παναγιᾶς. Γιατὶ ὅλοι, μικροὶ καὶ μεγάλοι, ἔτσι τὴ νοιώθουμε, μ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπο βιώνουμε τὴν παρουσία Της, τὴν ἀκοίμητη συντροφιά Της καὶ τὴ βεβαιότητα τῆς μεσιτείας Της. Καὶ κάθε Αὔγουστο συναζόμαστε στὶς ἐκκλησιὲς καὶ πανηγυρίζουμε τὸ θάνατό Της, τὴν Κοίμησή Της, γιατὶ μέσα στὸ Ἑλληνικὸ τὸ καλοκαίρι καταλαβαίνουμε πολὺ καλὰ αὐτὸ ποὺ ψάλλουμε μὲ τὸ ἔνδυμα τῆς χαρμολύπης νὰ στολίζει τὰ λόγια μας: «Ἐν τῇ Κοιμήσει τὸν κόσμον οὐ κατέλιπες, Θεοτόκε». Κι εἶναι ἀλήθεια αὐτό. Γιὰ ὅσους πιστεύουν τὴν ἀδιάκοπη παρουσία Της, ὅπως οἱ πρόγονοί μας, ποὺ ἄφησαν τὰ ἴχνη τῆς ἐμπιστοσύνης τους στὴ Μητρική Της συνδρομή, μὲ τὰ πάλλευκα ἐκκλησάκια ποὺ στολίζουν τὴν χωνεμένη στὸ θερινὸ τὸ φῶς Ἑλληνικὴ γῆ. Ἐκεῖ ποὺ ἀγρυπνοῦν οἱ ψυχὲς τῶν κτητόρων, τῶν ἱερέων, τῶν πανηγυριστῶν, αἰῶνες τώρα καὶ τέλος δὲν ἔχει ἡ παρουσία τους-λαμπάδα ἀναμμένη στὴ Χάρη Της.  Κι Ἐκείνη, «Πεποικιλμένη τῇ θείᾳ δόξῃ» ἀφουγκράζεται τὶς κουβέντες ποὺ κάνουν ὅσοι στέκουν στὸ στασίδι τῆς ὀδύνης καὶ τῆς ὑπομονῆς,  καὶ ξεκουκκίζουν τὸ κομποσκοίνι τῶν θλίψεων τοῦ βίου, πού, «ὥσπερ μέλισσαι κηρίῳ», τοὺς κυκλώνουν. Κι εἶναι ἡ κουβέντα τους δυὸ λέξεις ὅλες κι ὅλες: «προφθάσασα, σῶσον με, Παναγία μου».

Γιὰ νὰ λυθεῖ, λοιπόν, τὸ αἴνιγμα τοῦ Αὐγούστου καὶ νὰ μπορέσει κάποιος νὰ εἰσοδεύσει μέσα του, ἕνας τρόπος ὑπάρχει: νὰ σταθεῖ σιμὰ στοὺς Πατέρες του καὶ νὰ πεῖ αὐτὸ ποὺ σὲ λίγο θ᾿ ἀκουστεῖ καὶ θὰ ξαναβαφτίσει τὶς ψυχές μας στὸ πανευλόγητο νάμα τῆς Μητρικῆς Της στοργῆς: «Ἡ μετὰ τόκον Παρθένος, καὶ μετὰ θάνατον ζῶσα, σώζοις ἀεί, Θεοτόκε, τὴν κληρονομίαν σου»... Καὶ μήπως δὲν εἶναι ἔτσι;

Σκόπελος                                                      π. Κων. Ν. Καλλιανός

«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ»  Ἀρ. Τεύχους 190-191

Ἰούνιος-Ἰούλιος 2018