ΟΤΑΝ ΕΝΑΣ ΞΕΝΟΣ ΒΛΕΠΕΙ ΤΟΣΟ ΚΑΘΑΡΑ, ΑΥΤΑ ΠΟΥ ΕΜΕΙΣ ΔΕΝ ΒΛΕΠΟΥΜΕ!

3. 190 191 NVol 1

ΟΤΑΝ ΕΝΑΣ ΞΕΝΟΣ ΒΛΕΠΕΙ ΤΟΣΟ ΚΑΘΑΡΑ, ΑΥΤΑ ΠΟΥ ΕΜΕΙΣ ΔΕΝ ΒΛΕΠΟΥΜΕ!

 

…νά σταθῶ πάνω σ’ ἕνα κλαδί νά τραγουδῶ

στούς ἄρχοντες καί στίς κυράδες τοῦ Βυζαντίου

γιά ὅ,τι ἔγινε, γίνεται, ἤ πρόκειται νά ἔρθει1.

                                                                                                                         (W. B. Yeats)

Τήν πρώτη µέρα τοῦ µηνός Ἰουνίου ἐ.ἔ, ἔφυγε ἀπό τή ζωή ἕνας ἀπό τούς τελευταίους γνήσιους εὐπατρίδες, ἀνθρώπους µιᾶς γενιᾶς κι ἑνός ἤθους πού –δυστυχῶς– ἐκλείπει µέ τούς ἐλάχιστους πού ἔχουν ἀποµείνει.

3. 190 191 NVol 2Ο JohnJuliusCooper, 2ος Ὑποκόµης Norwich (15 Σεπτεµβρίου 1929 – 1 Ἰουνίου 2018) δέν ἦταν ἁπλᾶ ἕνας ἱστορικός µέ ἀγάπη γιά τήν ἐπιστήµη του καί γιά τούς λαούς πού µελέτησε. Ἦταν ἕνας ἄνθρωπος µέ ἀνοιχτό µυαλό καί µέ ἀνοιχτά µάτια, πού ἔβλεπε καί καταλάβαινε πολλά καί, ἀκριβῶς ἐπειδή ἦταν ἀξιόλογος, εἶχε τήν ἁπλότητα καί τήν παιδικότητα τῆς ἀξίας, πού δέ χρειάζεται νά ἀποδείξει τίποτα ἀπό αὐτά πού εἶναι.

Ὁ πατέρας του ἦταν διπλωµάτης µέ µεγάλη δράση καί γι’ αὐτό τοῦ δόθηκε ὁ τίτλος τοῦ Ὑποκόµη Norwich. Ὁ γιός του –πού κληρονόµησε τόν τίτλο τό 1954, µετά τό θάνατο τοῦ πατέρα του– τόν ἀκολούθησε στή διπλωµατική καριέρα, ἀλλά τό 1964 τά ἄφησε ὅλα καί ἀφιερώθηκε στή συγγραφή ἱστορικῶν βιβλίων, τά ὁποῖα ὑπέγραφε: John Julius Norwich.

Ἐκτός ἀπό τά βιβλία του, ἔγραψε γιά τό BBC καί παρουσίασε στήν τηλεόραση περίπου 30 ντοκυµαντέρ. Ἕνα ἀπό αὐτά ἦταν Ἡ Πτώση τῆς Κωνσταντινουπόλεως.

Ἀπό τήν ἀρχή, τόν γοήτευσε ἡ Μεσόγειος καί οἱ λαοί πού ἔζησαν γύρω της καί ξεκίνησαν τόν πολιτισµό. Αὐτά τά ἐξηγεῖ στό βιβλίο του The Middle Sea (2006) ὅπως καί στήν ἱστορία τῆς Βενετίας, A history of Venice (1982). Ἡ ἀγάπη του ὅµως ἦταν τό Βυζάντιο. Ὅπως ἔχει γράψει ὁ ἴδιος, παρά τό γεγονός ὅτι σπούδασε στά καλύτερα σχολεῖα τῆς Ἀγγλίας, δέν ἔµαθε τίποτα γιά τό Βυζάντιο καί, ἡ στοιχειώδης καί ἀµυδρή ἰδέα πού εἶχε, ἦταν µᾶλλον ἀρνητική, µέχρι πού φοίτησε στήν Ὀξφόρδη. Αὐτή ἡ ἔλλειψη γνώσης τοῦ δηµιούργησε τή µεγάλη ἐπιθυµία νά κάνει ὅ,τι µποροῦσε ὥστε νά γίνει γνωστή στό εὐρύτερο κοινό ἡ βυζαντινή ἱστορία καί νά ἐκτιµηθεῖ ὅσο πρέπει. Ἔτσι, ἔγραψε µιά τρίτοµη Βυζαντινή Ἱστορία (1988) καί ὕστερα µιά πιό σύντοµη ἐκδοχή της (1997).

Ὁ τρόπος τῆς γραφῆς του εἶναι εὐχάριστος, διανθισµένος µέ ἱστορίες καί ἀνέκδοτα, ἔτσι ὥστε ὁ τεράστιος ὄγκος τοῦ ἔργου νά µήν ἀποθαρρύνει τόν ἀναγνώστη πού δέν εἶναι εἰδικός. Παρ’ ὅλ’ αὐτά, στήν πιό σύντοµη ἐκδοχή, ἀναγκάστηκε νά περιορίσει τή γλαφυρότητά του, µέ µεγάλη του θλίψη, ὅπως γράφει στόν πρόλογο τῆς ἔκδοσης, µέ τό χαρακτηριστικό χιοῦµορ του: «Αἰσθάνομαι,» λέει, «ὅτι ἔχω ἀλλάξει τά πατίνια μου μέ χόβερκραφτ. Ἀλλά ἀκόμα κι ἔτσι, ἡ ἱστορία ἔχει λεχθεῖ ὁλόκληρη, χωρίς νά ἔχει παραλειφθεῖ κάτι σημαντικό. Ἀλλά, ἄν καί πάλι βρίσκετε τό ρυθμό ἐξοντωτικό, ἤ ἄν τά γεγονότα σᾶς ἔρχονται τό ἕνα μετά τό ἄλλο συμπυκνωμένα καί γρήγορα -ἔ, τότε, ἡ τριλογία μου σᾶς περιμένει.»2

Στήν Ἑλλάδα, ἡ ζωή καί ὁ θάνατός του πέρασαν ἀπαρατήρητα, ἴσως γιατί ἡ ἀγάπη του καί ὁ σεβασµός του γιά τήν Ἀνατολική Ρωµαϊκή Αὐτοκρατορία καί οἱ ἱστορικές θέσεις του, ἐνοχλοῦν καί φαίνονται δυσάρεστες στούς “µεταρρυθµιστές” τῆς Ἱστορίας µας. Κι ἀφοῦ δέν µποροῦν νά ἀντιµετωπίσουν οὔτε τό κῦρος οὔτε τίς γνώσεις του, ἐπιλέγουν νά τόν ἀγνοοῦν!

Θά ἤθελα νά σᾶς µεταφέρω κάποια ἐπιλεγµένα κείµενα ἀπό τήν εἰσαγωγή πού ἔγραψε γιά τήν ἱστορική τριλογία του, ὥστε νά µιλήσει ὁ ἴδιος, ντροπιάζοντας τή δική µας ἄγνοια καί στρατευµένη προκατάληψη. Γράφει, λοιπόν:

«Θα μέ ρωτήσετε τί ἦταν αὐτό πού μέ ἔκανε νά ἀναλάβω ἕνα τόσο μεγαλεπήβολο ἔργο (δηλ. τή λεπτοµερῆ συγγραφή τῆς Βυζαντινῆς ἱστορίας). Στήν πραγματικότητα, ἡ ἰδέα δέν ἦταν δική μου, ἀλλά τοῦ φίλου μου Bob Gottlieb καί, παρόλο πού θυμᾶμαι τό δέος ἀπό τό μεγαλεῖο τοῦ ἔργου, πού μοῦ πρότεινε, δέν νομίζω ὅτι δίστασα καθόλου. Ὁ βυζαντινός κόσμος μέ εἶχε συναρπάσει γιά περισσότερο ἀπό ἕνα τέταρτο τοῦ αἰῶνα (25 χρόνια) ἀπό τό 1954, πού ἐπισκέφθηκα γιά πρώτη φορά τήν Ἑλλάδα καί τήν ἑπόμενη χρονιά πού τοποθετήθηκα στή Βρετανική πρεσβεία στό Βελιγράδι καί τά ἑπόμενα τρία χρόνια, πού τά πέρασα στή Βηρυττό –τότε πού αὐτή ἡ μαγική πόλη ἦταν ἀκόμα ἕνα ἀπό τά πιό εὐτυχισμένα μέρη τοῦ κόσμου. Ὅλα αὐτά τά χρόνια μεγάλωσαν τήν ἀγάπη μου γιά τήν Ἀνατολική Μεσόγειο καί γιά τά ὅσα αὐτή ἡ περιοχή ἐκπροσωποῦσε.

Ἔχω πρόσφατα ἀσχοληθεῖ μέ τή Βενετία, (τό 1982 ἔγραψε τό A history of Venice) ἡ ὁποία ὑπῆρξε πρῶτα ἐπαρχία τῆς Ἀνατολικῆς Ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας καί ὕστερα παρακλάδι της, μέ τόν Ἅγιο Μάρκο –σχεδιασμένο πάνω στό πρότυπο τῆς Κωνσταντίνειας ἐκκλησίας τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων– καί τόν Καθεδρικό τοῦ Torcello, πού περιέχουν ψηφιδωτά ἀντάξια νά σταθοῦν πλάϊ στά ψηφιδωτά τῆς ἴδιας τῆς Κωνσταντινούπολης. Κι ὅμως, πόσο ἐκπληκτικά διαφορετικές εἶναι τοῦτες οἱ δύο πόλεις, ὅταν θέλεις νά γράψεις γι’ αὐτές! Σέ ὅλο τό διάστημά της, ἡ Βενετία, προστατευμένη ἀπό τήν terra firma ἀπό τά ἥσυχα, ρηχά νερά τῆς λιμνοθάλασσας, ἀπέπνεε ἀσφάλεια. Μέχρι τό τέλος της ἦταν ἀπόρθητη καί τό ἤξερε.

Ἀπό τήν ἄλλη μεριά, ἡ Κωνσταντινούπολη ζοῦσε κάτω ἀπό σχεδόν μόνιμη ἀπειλή. Ἡ μιά πολιορκία ἀκολουθοῦσε τήν ἄλλη. Ξανά καί ξανά, ἡ Πόλη σωζόταν μοναχά ἀπό τόν ἡρωϊσμό τοῦ αὐτοκράτορα καί τῶν ὑπηκόων του. Ἀλλά καί αὐτοί οἱ ἴδιοι οἱ κάτοικοι τῶν δύο πόλεων δέν θά μποροῦσαν νά διαφέρουν περισσότερο μεταξύ τους. Οἱ Βενετοί ἦταν κυνικοί: σκληροτράχηλοι, κοσμογυρισμένοι ἄνθρωποι, μέ τό μυαλό τους κολλημένο στό ἐμπόριο. Οἱ Βυζαντινοί ἦταν μυστικιστές. Γι’ αὐτούς, ὁ Χριστός, ἡ Μητέρα Του καί οἱ Ἅγιοι ἦσαν τόσο πραγματικοί, ὅσο καί τά μέλη τῆς ἴδιας τους τῆς οἰκογένειας.

Καί ἡ τελική καί πιό σημαντική διαφορά εἶναι πώς, τή Βενετία τήν κυβερνοῦσαν ἀπρόσωπες ἐπιτροπές –ἐκλεγμένες ὁμάδες μαυροντυμένων ἀνδρῶν, πού ἐργάζονταν μυστικά. Ἡ σύσταση αὐτῶν τῶν ὁμάδων ἄλλαζε συνεχῶς καί οἱ ἀποφάσεις παίρνονταν συλλογικά, ἀποκλείοντας κάθε προσωπική προβολή. Τό Βυζάντιο ἦταν μοναρχία, μέ κυβερνήτη ἕναν Αὐτοκράτορα ἀνάμεσα στόν οὐρανό καί στή γῆ, πού κρατοῦσε στήν παλάμη του τή ζωή ἑνός ἑκάστου τῶν ὑπήκοων του. Κάποιοι ἀπό αὐτούς τούς αὐτοκράτορες ἦσαν ἥρωες. Ἄλλοι ἦσαν τέρατα. Ποτέ, ὅμως, ποτέ, οὔτε γιά μιά στιγμή δέν ἦσαν πληκτικοί.

Γι’ αὐτόν καί μόνο τό λόγο ἡ συγγραφή τοῦ βιβλίου ἦταν μεγάλη μου εὐχαρίστηση, ἀλλά ἐπίσης ἦταν καί ἕνας φόρος τιμῆς. Ὁ πολιτισμός μας δέν ἔχει ποτέ ἀναγνωρίσει ἀρκετά τό χρέος πού ὀφείλει στήν Αὐτοκρατορία τῆς Ἀνατολῆς. Ἄν δέν ὑπῆρχε αὐτό τό μεγάλο ἀνατολικό προπύργιο τῆς χριστιανοσύνης, τί πιθανότητες εἶχε ἡ Εὐρώπη ἀπέναντι στίς στρατιές τοῦ Βασιλέα τῆς Περσίας τόν ἕβδομο αἰῶνα, ἤ τοῦ Χαλίφη τῆς Βαγδάτης, τόν ὄγδοο; Τί γλῶσσα θά μιλούσαμε σήμερα καί τί Θεό θά λατρεύαμε;

Ἀλλά καί στό πολιτιστικό ἐπίπεδο τό χρέος μας εἶναι τεράστιο. Μετά τίς βαρβαρικές ἐπιδρομές καί τήν πτώση τοῦ Αὐτοκράτορα τῆς Ρώμης, τό φῶς τῆς γνώσης εἶχε σχεδόν σβήσει στή δυτική Εὐρώπη, μέ μόνη ἐξαίρεση κάποιες μοναστικές ἀναλαμπές. Ἦταν στίς ὄχθες τοῦ Βοσπόρου, πού τό φῶς συνέχιζε νά καίει καί ἡ παλαιά κλασσική κληρονομιά συνέχιζε νά διατηρεῖται. Αὐτό πού τώρα ὀνομάζουμε ἀρχαιότητα –εἰδικά ἡ Ἑλληνική καί Λατινική γραμματεία καί τό Ρωμαϊκό Δίκαιο– θά εἶχαν χαθεῖ ὁριστικά ἄν δέν ὑπῆρχαν οἱ λόγιοι καί οἱ νοτάριοι καί οἱ ἀντιγραφεῖς τῆς Κωνσταντινούπολης.

Κι ὅμως, αὐτές οἱ τεράστιες ὑπηρεσίες θεωροῦνται δεδομένες καί ἔχουν ξεχαστεῖ. Στίς μέρες μας, ἕνα μόνο πρᾶγμα ἔχει μείνει γιά νά μᾶς θυμίζει τήν εὐφυΐα τῶν Βυζαντινῶν: τό μεγαλεῖο τῆς τέχνης τους. Ποτέ στήν ἱστορία τῆς χριστιανοσύνης –ἤ, μπαίνω στόν πειρασμό νά προσθέσω, στήν ἱστορία ὁποιασδήποτε ἄλλης θρησκείας– δέν ἔχει κατορθώσει κάποια καλλιτεχνική Σχολή νά ἐμποτίσει τόσο βαθειά τά ἔργα της μέ τέτοια πνευματικότητα. Οἱ Βυζαντινοί θεολόγοι ἐπέμεναν ὅτι πρέπει οἱ θρησκευτικοί ζωγράφοι καί καλλιτέχνες νά καθρεφτίζουν στά ἔργα τους τήν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ. Ὄχι καί μικρή ἀπαίτηση! Ὅμως, στίς ἐκκλησίες καί στά μοναστήρια τῆς Αὐτοκρατορίας βλέπουμε ξανά καί ξανά τή θριαμβευτική ἐπιτυχία αὐτοῦ τοῦ ὑψηλοῦ στόχου.

Τέλος, θέλω νά τονίσω ὅτι αὐτό τό βιβλίο δέν προβάλλει ἀκαδημαϊκές ἀξιώσεις. Κανένας βυζαντινολόγος δέν θά μάθει, διαβάζοντάς το, κάτι νέο, κάτι πού δέν ἤξερε, ἐκτός, ἴσως ἀπό κάποιες προσωπικές ἀπόψεις μέ τίς ὁποῖες θά διαφωνήσει. Ἄς εἶναι κι ἔτσι…

Προσπάθησα νά ὁδηγήσω τή βάρκα μου νά κατέβη τό ρεῦμα τοῦ ποταμοῦ ὅσο πιό ἴσια καί μέ ὅση μεγαλύτερη ἀκρίβεια μπόρεσα. Ὁ δρόμος γιά τή θάλασσα εἶναι μακρύς, ἀλλά, ἡ μεγαλύτερη ἀνταμοιβή, πιστεύω, εἶναι αὐτό τό ἴδιο το ταξίδι.3 John Julius Norwich: Λονδίνο. Δεκέμβριος 1987–»

* * *

Διαβάζοντας αὐτή τή θερµή ἀναφορά, αὐτόν τό φόρο τιµῆς σέ ἕνα κοµµάτι τῆς Ἱστορίας µας γιά τό ὁποῖο θά ἔπρεπε νά εἴµαστε περήφανοι, δέν µπορῶ παρά νά αἰσθάνοµαι ντροπή, γιατί κανείς Ἕλληνας ἱστορικός δέν ἔχει γράψει ἔτσι γιά τήν Ἀνατολική Ρωµαϊκή αὐτοκρατορία µας. Ἀντίθετα, ἤ θά µιλοῦν µέ ντροπή γι’ αὐτή τήν περίοδο, ἤ θά θέλουν νά γινόταν νά τή διαγράψουν ἀπό τή µνήµη τῶν ἀνθρώπων καί νά µεγενθύνουν ὅ,τι κακό καί ἀνάποδο, ἀγνοῶντας κάθε τί καλό. Ὅπως ἕνα βιβλίο πού ἦρθε στά χέρια µου τόν τελευταῖο καιρό, γραµµένο ἀπό ἕναν ἡµιµαθῆ ἠλεκτρονικό –ὀπαδό τοῦ δόγµατος “ἡ ἀθεΐα εἶναι ἡ µεγαλύτερη ἀρετή”– πού ἀποφάσισε νά παραστήσει τόν ἱστορικό καί γέµισε 600 σελίδες µέ ὅ,τι ἀνακρίβεια καί συσσωρευµένη ἐµπάθεια µπορεῖ νά φανταστεῖ ἄνθρωπος! Βλέποντας ἕνα λαό πού δέν ἔχει µάθει τίποτα ἀπό ὅλες τίς δυστυχίες, πού ὁ ἴδιος ἔφερε στόν τόπο του, παρόλο πού αὐτές οἱ δυστυχίες δίδαξαν καί συνέτισαν ἄλλους, δέν µπορεῖ κανείς νά µή νοιώσει θλίψη –βαθειά θλίψη. Μέ τέτοια θλίψη γράφει κι ὁ John Julius Norwich: «Ἡ ἱστορία τῶν δύο τελευταίων αἰώνων τῆς αὐτοκρατορίας, σκιασμένη ἀπό τόν ἀνατέλλοντα ἥλιο τοῦ Τουρκικοῦ Οἴκου τῶν Ὀσμανιδῶν, ἀποτελεῖ ἐπώδυνο ἀνάγνωσμα.»4

Εἶναι ὄντως ἐπώδυνο ἀνάγνωσµα, ὅπως ἐπώδυνα εἶναι καί τά ἀκούσµατα καί τά ἀναγνώσµατα ὅσων γράφονται µέν Ἕλληνες στήν ταυτότητα, ἀλλά εἶναι ἐχθροί κρυµµένοι, γι’ αὐτό καί πιό ἐπικίνδυνοι. Γιατί αὐτοί ἦταν καί εἶναι καί τότε καί τώρα, ἡ αἰτία τῆς φθορᾶς καί τῆς παρακµῆς µας. Γιατί ἡ δική µας αὐτοκρατορία δέν παρήκµασε καταπονηµένη ἀπό τή φθορά τοῦ χρόνου. Ἡ παρακµή της εἶναι ἐσωτερική καί πολύ βαθειά καί συνεχίζεται µέχρι σήµερα καί ἡ ὑποδούλωσή µας ξεκίνησε δυό αἰῶνες πρίν νά πέσουν τά τείχη τῆς Βασιλεύουσας Πόλης καί συνεχίζεται µέχρι σήµερα καί τή ζητᾶµε µέ σφοδρότητα καί χαιρόµαστε γι’ αὐτήν καί σκύβουµε νά προσκυνήσουµε καί σήµερα τόν κατακτητή µας, ὅπως ἑτοιµαζόµαστε καί τότε γιά τήν προσκύνησή του. Κατά τά ἄλλα, εἴµαστε περήφανοι γιατί δέν προσκυνοῦµε τό Θεό. Καί ἀγνοοῦµε ὅτι ἔτσι βάζουµε τή σφραγῖδα τῆς καταδίκης µας, γιατί λαός πού ἀρνεῖται τό Θεό του καί ντρέπεται γιά τούς πατέρες του, εἶναι καταδικασµένος νά χαθεῖ! Καί δέν ἀκοῦµε ὅσους προσπαθοῦν νά µᾶς συνεφέρουν, ἀλλά µᾶς εἶναι δυσάρεστοι, ὅπως κι ὁ ἴδιος ὁ John Julius Norwich καταλάβαινε πώς γινόταν δυσάρεστος, ὅταν ἔλεγε καί ἔγραφε τή γνώµη του, πού δέν ἦταν ἀρεστή.

Γιά νά ἐπιβεβαιωθεῖ ἐκεῖνος πού ἔγραφε τότε, τήν ἐποχή τῆς παρακµῆς, προειδοποιῶντας µάταια τό γιό του καί προειδοποιῶντας µάταια καί ἐµᾶς: «ἔγκλημα γάρ ἡμῖν, οὔχ ὅπερ ὑπερβαίνει τό πεφυκός τό ἡμέτερον, οὐδέ ὅσα γε μή δέδωκεν ἡμῖν ὁ βίος μαθεῖν, οὐδέ ἅπερ οὐκ ἐπέτρεψεν ὁ καιρός, ἤ σύμπτωμά τι καί τύχη ἀλλά δι’ ἐκεῖνα μόνον ἀποδώσομεν ἑξῆς ἅπαντες, ὅσα περ ἐξόν ἡμῖν εἰδέναι, ἤ μαθεῖν τῇ τε οἴκοθεν σπουδῇ καί τῇ παρ’ ἑτέρων διδασκαλίᾳ, ἡμεῖς τε μήτε εἰδέναι σπουδάσομεν πόνοις ἡμετέροις, μήτε μαθεῖν ἐθελήσομεν παρά τῶν εἰδότων.»

Δηλαδή, «ἔγκληµα δικό µας δέν εἶναι τό ὅτι δέν ὑπερβήκαµε τή φύση µας, οὔτε ὅσα δέν µᾶς ἔµαθε ἡ ζωή, οὔτε αὐτά πού δέν ἐπέτρεψαν οἱ περιστάσεις, ἤ κάποια σύµπτωση καί τύχη (νά µάθουµε) ἀλλά γι’ αὐτά θά δώσουµε ὅλοι µας λόγο, γιά ὅσα ἔπρεπε νά γνωρίζουµε, ἤ νά φροντίσουµε νά µάθουµε καί µόνοι µας καί ἀπό τή διδασκαλία ἄλλων καί ἐµεῖς, οὔτε κάνουµε κόπο νά γνωρίσουµε, οὔτε θέλουµε νά µάθουµε ἀπό αὐτούς πού ξέρουν.»

Αὐτά τά λόγια τά ἔγραψε ὁ αὐτοκράτορας Μανουήλ Παλαιολόγος στόν πρωτότοκο γιό καί διάδοχό του, τόν Ἰωάννη. Κι ἦταν ὁ Ἰωάννης Παλαιολόγος, ὁ προτελευταῖος αὐτοκράτορας, αὐτός πού παρέδωσε τή βασιλεία στόν ἀδερφό του Κωνσταντῖνο, τόν τελευταῖο τῆς σειρᾶς τῶν αὐτοκρατόρων τῆς Ἀνατολικῆς Ρωµαϊκῆς αὐτοκρατορίας, γιά νά γράψει τό τελευταῖο της κεφάλαιο. Καί, σύµφωνα µέ τόν John Julius Norwich, «τό τελευταῖο κεφάλαιο, παρ’ ὅ,τι τραγικό, ἀναπτερώνει ξανά τό ἠθικό –ὅπως ἄλλωστε ὅλες οἱ ἡρωϊκές ἱστορίες.»5

Δέν ξέρω τίνος ἀναπτερώνει τό ἠθικό, ἀλλά ξέρω ὅτι ἡ φωνή καί τοῦ Μανουήλ Παλαιολόγου καί ὅλων τῶν παλιῶν αὐτοκρατόρων καί λογίων ταξιδεύει µέσα στούς αἰῶνες γιά νά ἐλέγχει ἐµᾶς, σήµερα, θυµίζοντάς µας τήν εὐθύνη πού ἔχουµε καί τό λόγο πού θά δώσουµε, καί προσωπικά καί σάν λαός, γιά τήν ἄρνησή µας νά δοῦµε αὐτά πού εἶδε τόσο καθαρά ἕνας ξένος.

                                                                    Νινέττα Βολουδάκη

Γιά σχόλια: ninetta1.blogspot.com

 

«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ», Ἀρ. Τεύχους 190-191

Ἰούνιος - Ἰούλιος 2018

 

Ὑποσημειώσεις:

1. “Sailing to Byzantium”. W.B. Yeats

2. J. J. Norwich: A short history of Byzantium Preface, Penguin 1998

3. Byzantium: The Early Centuries. PENGUIN BOOKS LONDON 1990 (ἡ µετάφραση εἶναι τῆς ἀρθρογράφου.)

4. “A short History of Byzantium” Penguin Books 1998

5. A short history of Byzantium Penguin Books London 1998