ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΜΗΛΟ

189 NinVol.1

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΜΗΛΟ

πάρχει µιά τουρκική παροιµία πού λέει: ἕνα κόκκινο µῆλο προκαλεῖ τίς πέτρες. Προφανῶς δέν προκαλεῖ τίς πέτρες νά σηκωθοῦν νά τοῦ ἐπιτεθοῦν ἀπό µόνες τους, ἀλλά προκαλεῖ τούς ἀνθρώπους πού τό κοιτάζουν, νά τοῦ πετάξουν πέτρες.
Ἡ παροιµία αὐτή, µπορεῖ νά µᾶς κάνει νά κατανοοῦµε τήν ἐµµονή τους νά κατακτήσουν τήν Κωνσταντινούπολη, ἐµµονή ἑνός βάρβαρου λαοῦ χωρίς ἱστορία, χωρίς πολιτισµό, νά θέλει νά ἁρπάξει µέ τή βία αὐτό πού θαυµάζει περισσότερο ἀπό κάθε τί, αὐτόν τόν πλοῦτο, τή λεπτότητα, τήν αὐτάρκεια, τήν εὐγένεια πού καταλαβαίνει ὅτι δέν µπορεῖ νά φτάσει, δέν µπορεῖ νά µιµηθεῖ. Ἔτσι αἰσθάνεται ὅτι ἀναπληρώνει ὅ,τι τοῦ λείπει, ἔτσι νοµίζει ὅτι τό παρελθόν καί ἡ ἱστορία τοῦ τόπου πού πατάει γίνεται δικό του παρελθόν καί δική του ἱστορία, ὅτι οἱ τάφοι πού σκυλεύει γίνονται τάφοι τῶν δικῶν του προγόνων, τά µνηµεῖα πού καταστρέφει γίνονται δικά του µνηµεῖα κι ὁ πολιτισµός, πού ἐκβαρβαρίζει γίνεται δικός του πολιτισµός.
189 NinVol.2
Ὡστόσο, οἱ λαοί συµπεριφέρονται ὅπως συµπεριφέρονται οἱ ἄνθρωποι στίς καθηµερινές µεταξύ τους σχέσεις, κι οἱ ἄνθρωποι, µπροστά σε ἕνα ὡραῖο, κόκκινο, λαχταριστό µῆλο, συµπεριφέρονται ὁ καθένας µέ τό δικό του τρόπο.
Ἕνα µῆλο πάνω σέ µιά µηλιά, προφανῶς ἀνήκει σέ κάποιον πού φύτεψε τή µηλιά, τήν πότισε, τήν κλάδεψε, τῆς ἔβαλε λίπασµα καί τήν ἀγάπησε. Τό κόκκινο µῆλο εἶναι ὁ καρπός τοῦ κόπου, τῆς φροντίδας καί τῆς ἀγάπης του. Ἕνας ὁδοιπόρος κουρασµένος καί πεινασµένος, θά ἔρθει νά σταθεῖ ἀπέναντι στή µηλιά καί θά θελήσει νά καθίσει στή σκιά της γιά νά ξεκουραστεῖ καί νά φάει τό µῆλο γιά νά παρηγορήσει τήν πεῖνα του. Γι’ αὐτόν, ὁ ἰδιοκτήτης τῆς µηλιᾶς δέν ὑπάρχει.
Ἕνας ζωγράφος, θά ἔρθει καί θά θαυµάσει τή µηλιά καί τό µῆλο καί θά βγάλει τό µπλόκ του καί τά χρώµατά του καί θά ζωγραφίσει τό δέντρο καί τόν καρπό, χωρίς βέβαια νά σκεφτεῖ ὅτι θά πρέπει νά πάρει ἄδεια ἀπό τόν ἰδιοκτήτη του.
Ἕνας ποιητής θά σταθεῖ καί αὐτός καί θά ἐµπνευστεῖ καί θά γράψει ἕνα ποίηµα γιά τήν ὀµορφιά τοῦ δέντρου καί τοῦ µήλου καί γιά τήν ὀµορφιά τῆς “φύσης”(!) πού τά ἔφτιαξε καί, ἀνάλογα µέ τό βαθµό τοῦ ταλέντου του καί τό εὖρος τοῦ νοῦ του, θά περιπλέξει τίς ἀναφορές πού ταιριάζουν στή ζωή του, στή συναισθηµατική του κατάσταση, στά ὄνειρά του, στόν καϋµό του γενικά. Καί, βέβαια, µέσα στήν τόση πνευµατική ἔξαρση, ποῦ νά χωρέσει ἕνας ἀνώφελος κηπουρός πού περιποιήθηκε µιά µηλιά;
Ἕνας συγγραφέας θά βγάλει τό σηµειωµατάριό του καί θά γράψει µιά ἱστορία βασισµένη πάνω σέ µιά µηλιά κι ἕνα κόκκινο µῆλο, ἀνάλογη καί µέ τό δικό του ταλέντο καί τίς νοητικές του δυνατότητες. Οὔτε αὐτός ἔχει θέση στό µυαλό του γιά τόν κηπουρό.
Ἕνας γείτονας πού ἡ µηλιά του ἔχει ἕνα κίτρινο καί ζαρωµένο µῆλο, θά µορφάσει περιφρονητικά καί θά πεῖ: σιγά τό πρᾶγµα, τό δικό µου µῆλο εἶναι ἀσυναγώνιστο! Ἐνῶ ἕνας ἄλλος, πού ἡ δική του µηλιά δέν ἔχει µῆλα, θά σταθεῖ καί θά κοιτάξει τό ὄµορφο δέντρο µέ βαθειά ἐπιθυµία. Ἐγώ δέν ζηλεύω, θά σκεφτεῖ, ἀλλά γιατί νά µήν ἔχω κι ἐγώ ἕνα τόσο ὄµορφο δέντρο; Τό ἀξίζω περισσότερο γιατί κοπιάζω πολύ, ἀλλά εἶµαι ἄτυχος. Κι ὁ φθόνος του, θά πάρει κάτι ἀπό τή λάµψη τοῦ µήλου καί θά κάνει κάποια φύλλα νά κιτρινίσουν καί νά ζαρώσουν.
Καί µετά θά ἔρθει ἕνας γεωπόνος καί θά τά δεῖ καί θά σκεφτεῖ: “Ὡραία µηλιά, ὡραῖο µῆλο, ἀλλά κάποια φύλλα κιτρινίζουν στίς ἄκρες καί τό δέντρο ἔχει µόνο ἕνα καρπό, πού σηµαίνει ὅτι θά ἔπρεπε νά τοῦ ἔχουν ρίξει λίπασµα, νά τό ἔχουν κλαδέψει περισσότερο καί, τό κυριότερο, θά ἔπρεπε νά µέ ἔχουν ρωτήσει γιά νά τούς διαφωτίσω τί πρέπει νά κάνουν! Δέν µπορεῖ ὁ καθένας νά κάνει τό γεωπόνο!
Μέχρι πού νά ἔρθει κι ὁ τελευταῖος νά σκεφτεῖ: Ἀφοῦ δέν τό ἔχω ἐγώ, κανείς δέν θά τό ἔχει! Καί νά πάρει τίς πέτρες νά πετροβολήσει καί τό δέντρο καί τό µῆλο, µέχρι νά τά καταστρέψει.
Κανείς δέν στάθηκε –καί δέν στέκεται– µπροστά στό ὄµορφο δέντρο καί τόν καρπό του, ἔχοντας ἀναφορά σέ αὐτόν ὁ ὁποῖος εἶναι ἡ αἰτία τῆς µηλιᾶς καί τοῦ µήλου. Μᾶς εἶναι πολύ ἁπλό νά στεκόµαστε µπροστά στήν ἰδιοκτησία τοῦ ἄλλου κοιτάζοντας τόν κόπο του σάν νά εἶναι δικός µας, σάν νά µᾶς ἀνήκει.
189 NinVol.3Ἡ Πόλη πού χτίστηκε ἀπό τόν µεγαλύτερο καί ἁγιότερο βασιλέα πού βασίλεψε ποτέ, ἡ Πόλη τοῦ Κωνσταντίνου, ἡ Βασιλεύουσα Πόλη, τό καύχηµα καί ἡ δόξα µας, ἦταν τό κόκκινο µῆλο πού φανέρωσε τούς χαρακτῆρες τῶν λαῶν.
Κι ὁ καθένας ἀπό µᾶς, ἐκτός ἀπό τά µῆλα πού ἔχουν καταγραφεῖ νά παίζουν ρόλο γενικά στήν ἀνθρώπινη ἱστορία –τό µῆλο τῆς Εὔας, τό µῆλο τῆς Ἔριδος, τό µῆλο τοῦ Νεύτωνα καί πάει λέγοντας–  ἔχει τή µηλιά καί τό κόκκινο µῆλο τοῦ γείτονά του, τοῦ φίλου του, τοῦ ἐχθροῦ του, τοῦ ξένου ἤ τοῦ “δικοῦ” του, πού δρᾶ σάν καταλύτης καί φανερώνει τίς σκέψεις καί τήν ποιότητά του. Ὅλοι ξέρουµε ὅτι ἦταν “ἡδύς τῇ γεύσει καί ὡραῖος τῇ ὄψει ὁ ἐµέ θανατώσας καρπός”. Κανείς µας ὅµως δέν τό σκέφτεται,  ὅταν καρφώνει τό βλέµµα του στό κόκκινο µῆλο τοῦ γείτονα! 
 
 
Γιά σχόλια: ninetta1.blogspot.com                   Νινέττα Βολουδάκη
«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» Ἀρ. Τεύχους 189
Μάϊος 2018