«Τό θερμόμετρον τῆς Ὀρθοδοξίας ἀνεβαίνει,
ἀλλά ὄχι ὀρθοδόξως»!
Τά σημαντικά αὐτά λόγια, Σεβαστοί ἅγιοι Πατέρες καί ἀγαπητοί μας ἐν Χριστῷ ἀδελφοί, τά ἄκουσα ὁ ἴδιος, ὡς αὐτήκοος μάρτυς, σέ μία ὡραία ὁμιλία, πού ἔκανε στήν Ἀθήνα, κατά τήν διάρκεια τῆς τετραετοῦς φοιτητικῆς μου ζωῆς (1980-1984), ὁ σεβάσμιος καί, ἀείμνηστος ἤδη, Γέρων Μοναχός, πατήρ Θεόκλητος ὁ Διονυσιάτης, γέννημα καί θρέμμα τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Πολλές φορές, ἄκουσα τόν πατέρα Θεόκλητον ὁμιλοῦντα· καί ὡς λαϊκός, ἀκόμη, καί ὡς μοναχός. Αὐτή ὅμως ἡ φράση του, μοῦ ἔμεινε ἀνεξίτηλη στή μνήμη.
Εἶναι λυπηρό τό γεγονός, ὅτι τά ἀξέχαστα αὐτά λόγια, ἐπέπρωτο νά λάβουν σάρκα καί ὀστᾶ στίς ἡμέρες πού ζοῦμε. Ἡμέρες, πού μᾶς δόθηκαν ἀπό τόν Θεό μας, γιά νά κλάψουμε τίς ἁμαρτίες μας, νά πενθήσουμε καί νά κράζουμε νοερῶς καί ἐκφώνως τό «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησον ἡμᾶς», ἐμεῖς, τίς ἡμέρες αὐτές, τίς διαθέτουμε γιά νά σπαταλᾶμε φαιά οὐσία, σάλιο, τυπογραφική ἤ ἠλεκτρονική μελάνη, γιά νά ἀναφερόμαστε σέ τί; Σέ ἀτασθαλεῖες ἐπισήμων ἐκκλησιαστικῶν ταγῶν. Καί οἱ μέν Ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας μας, ἐνδεχομένως νά ἔχουν τό δικαίωμα καί τήν ὑποχρέωση, νά ἀναφέρονται σέ τέτοιου εἴδους ἀτασθαλίες ἐκκλησιαστικῶν ταγῶν, ὁμοβαθμίων τους ἤ καί ἀνωτέρων τους. Ἐμεῖς ὅμως, οἱ ὑπόλοιποι, τά ποιμαινόμενα μέλη τῆς Ἐκκλησίας, δηλαδή οἱ λαϊκοί καί ὅσοι μοναχοί στερούμεθα τῆς Ἱερατικῆς ἰδιότητος, τί δουλειά ἔχουμε νά ἀνακατευόμαστε στά τῆς ποιμαινούσης Ἐκκλησίας ζητήματα; Δέν βάζουμε, λέω γώ, καλύτερα τό κεφάλι κάτω, νά κλάψουμε ἐμπόνως τίς ἁμαρτίες μας; Ἐμεῖς, λοιπόν, τά ποιμαινόμενα μέλη, θά σώσουμε τήν κατάσταση; Εἰδικότερα, μάλιστα, ἐμεῖς οἱ ἁπλοῖ –οἱ ἄνευ Ἱερωσύνης– μοναχοί, δέν «τραβᾶμε», λέω γώ, κανένα κομποσχοινάκι παραπάνω, λέγοντας τό «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ …»;
Αὐτή, ἄλλωστε, δέν εἶναι ἡ δουλειά καί ἡ ἀποστολή μας; Ἤ μήπως, δέν διαβάζουμε τά λόγια τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τῆς Κλίμακος, ὁ ὁποῖος μᾶς διδάσκει, ὅτι ἐμεῖς οἱ μοναχοί, δέν θά κριθοῦμε, ἐν ἡμέρᾳ κρίσεως, διότι δέν διδάξαμε, δέν θεολογήσαμε, δέν δογματίσαμε (καί ὅλα τά σχετικά), ἀλλά διότι δέν πενθήσαμε καί δέν κλάψαμε γιά τίς ἁμαρτίες μας. Καί μή μοῦ πεῖ κανένας μοναχός, ὅτι ἀσχολούμαστε μέ αὐτά τά ἐκκλησιαστικά ζητήματα, χωρίς νά ἀφιστάμεθα τοῦ κανόνος μας ἤ τῆς Εὐχῆς ἤ τῆς μοναχικῆς μας τάξεως. Διότι, θά σηκωθεῖ ἀπό τόν τάφο, ὁ πρύτανις τοῦ νεωτέρου ἁγιορειτικοῦ μοναχισμοῦ, ὁ Γέρων Ἱερομόναχος π. Ἐφραίμ Κατουνακιώτης καί θά ἐπαναλάβει καί γιά μᾶς, τά λόγια, πού εἶπε κάποτε σέ ἕναν ἅγιο Ἡγούμενο: «Ἅγιε Καθηγούμενε, μάθε τά καλογέρια σου νά ἀγαπήσουν τήν Εὐχή καί τό κομποσχοῖνι καί θά δεῖς, ὅτι δέν θά μπορεῖς, μετά, νά τά βγάλεις ἀπό τό κελί τους, ὅταν ἡ Εὐχή θά τούς γλυκάνει». Τόσο πολύ, λοιπόν, ἐμεῖς οἱ ἀναρμόδιοι «γλυκαθήκαμε» ἀπό τήν Εὐχή καί τήν ἐν γένει λατρευτική ζωή μας, ὥστε μᾶς περισσεύει καί χρόνος ἀσχολίας μέ τά θέματα τῆς ποιμαινούσης Ἐκκλησίας; Νά, γιατί λοιπόν, ὁ ἴδιος Γέρων Ἐφραίμ ἱερομόναχος Κατουνακιώτης, προσέθετε συχνά στίς νουθεσίες του, ὅτι «εἴμαστε ἐμεῖς οἱ μοναχοί τῆς τελείας παρακμῆς». Ἄρα, δικαιώθηκε ὁ Γέρων Θεόκλητος Διονυσιάτης. Πράγματι, σέ ἐμᾶς τούς μή Ἱερωμένους «τό θερμόμετρο τῆς Ὀρθοδοξίας ἀνεβαίνει ἀλλά ὄχι ὀρθοδόξως».
Δέν θά συνεχίσω τήν –ἴσως ἐνοχλητική αὐτή– προσλαλιά. Ἁπλῶς θά ἀναφέρω δύο ἱστορικά γεγονότα, πού μιλᾶνε ἀπό μόνα τους καί μᾶς κλείνουν τό στόμα.
Τό πρῶτο, εἶναι μία ἱστορία τοῦ «Γεροντικοῦ», ἀπό τόν πρώιμο Αἰγυπτιακό μοναχισμό. Ἕνας Γέρων μοναχός μέ τόν νεαρό ὑποτακτικό του (μοναχόν), πήγαιναν νά πουλήσουν τό ἐργόχειρό τους (συνήθως πλεκτά καλάθια) στήν λαϊκή ἀγορά τῆς Ἀλεξανδρείας. Ὁ νεώτερος μοναχός, κουβαλῶντας τά ζεμπίλια αὐτά, προπορεύθηκε τοῦ Γέροντός του. Τόσο, διότι ἔπρεπε νά πιάσουν ἐγκαίρως κάποια θέση στήν ἀγορά, ὅσο καί διότι ὁ Γέρων, λόγῳ ἡλικίας, ἐβάδιζε ἀργά. Σιγά-σιγά θά ἤρχετο κι αὐτός. Ὁ νεώτερος, πλησιάζοντας στήν πόλη, βλέπει κάποιον εἰδωλολάτρη ἱερέα, πού ἐρχόταν πρός τό μέρος του, ἔχοντας ἀναχωρήσει ἀπό τήν πόλη. (Ἡ περιβολή καί ἡ ἐνδυμασία τοῦ εἰδωλολάτρη ἱερέα, τόν ἔκανε «δῆλον»). Ὁ νέος μοναχός τόν ὕβρισε καί τόν ἐλοιδώρησε ὡς ἄπιστον καί εἰδωλολάτρην, μέ τόν «οὐ κατ’ἐπίγνωσιν» ζῆλο του. Ὁ ἱερέας θύμωσε καί τόν ξυλοκόπησε καί τόν ἄφησε «ἡμιθανῆ τυγχάνοντα». Προχώρησε πιό κάτω καί σέ λίγο συναντᾶ τόν Γέροντα, πού ἐρχόταν σιγά-σιγά. Ὁ Γέροντας, μόλις τόν εἶδε, μέ χαρούμενη καί εὐγενική διάθεση, τόν χαιρέτισε λέγοντας: σωθείης, καματηρέ (=μακάρι νά σωθεῖς, εὐλογημένε, πού ἄδικα κουράζεσαι). Ὁ εἰδωλολάτρης ἐξεπλάγη ἀπό τήν εὐγενική λαλιά τοῦ Γέροντα καί τόν ρώτησε γιά τήν αἰτία αὐτῆς τῆς ἀγαπητικῆς του στάσεως. Ὁ Γέρων τοῦ ἀπάντησε, ὅτι «σοῦ μίλησα ἔτσι εὐγενικά, διότι βλέπω πόσο ἀγωνίζεσαι γιά τήν σωτηρία σου, ἀλλά χωρίς νά βρίσκεις ὠφέλεια ἀπό τήν εἰδωλολατρία σου». Ὁ εἰδωλολάτρης τότε, τοῦ ἀνέφερε τήν ἐντελῶς ἀντίθετη στάση τοῦ νεότερου μοναχοῦ, τόν ὁποῖο καί –χωρίς νά τόν γνωρίζει, φυσικά– ἐξυλοκόπησε. Μόλις ὁ Γέρων τοῦ εἶπε, ὅτι αὐτός ὁ μοναχός εἶναι μαθητής του, ἀμέσως ὁ εἰδωλολάτρης προθυμοποιήθηκε, ἔτρεξε πίσω καί, μαζί μέ τόν Γέροντα, κατόρθωσαν νά τόν συνεφέρουν. Τό ἀποτέλεσμα; Ὁ ἱερέας, ἄφησε τήν εἰδωλολατρία, βαπτίσθηκε, ἔγινε μοναχός καί προσετέθη κι αὐτός στήν συνοδεία τοῦ διακριτικοῦ αὐτοῦ Γέροντος.
Ἡ δεύτερη ἱστορία, εἶναι ἀπό τήν νῆσο Ὕδρα, στά χρόνια τῆς Τουρκοκρατίας. Κατ’ οὐσίαν, πρόκειται γιά δύο, σχετικές καί ἱστορικά συναπτόμενες, ἱστοριοῦλες. Ἀπό τήν περίφημη ὑδραίϊκη οἰκογένεια Καραντάνη, ἕνας νέος λεβέντης, «Καραντοπαίδι» κατά τήν τοπική λαϊκή μοῦσα, μπῆκε στήν δούλεψη κάποιου Τούρκου πλοιάρχου, μακρυά ἀπό τό νησί τους, προκειμένου νά βρεῖ μιά καλύτερη τύχη καί νά ἀποκτήσει κάποια σχετική οἰκονομική εὐχέρεια καί νά ζήσει καί αὐτός ἀλλά καί ἡ φτωχή χήρα μητέρα του. Τό τίμημα ἦταν νά ἐξισλαμισθεῖ, μετά ἀπό κολακεῖες καί διαβολικές συμβουλές τοῦ ἀφέντη του, ὁ ὁποῖος καί πράγματι – σύμφωνα μέ τά ταξίματά του - ἔκανε τόν νέο πλούσιο καί κάτοχο μεγάλης περιουσίας καί πολλῶν πλοίων. Μετά ἀπό κάποιο χρονικό διάστημα, ἐπιστρέφει στήν Ὕδρα, φέρνοντας τά πλοῖα του καί τά πλούτη του, γιά νά κάνει - ὅπως νόμιζε – εὐτυχισμένη τήν φτωχή μητέρα του. Ἡ μητέρα ἡ Καραντάναινα, μιά λεβεντογυναίκα χειροδύναμη σάν τό γιό της, εἶχε πληροφορηθεῖ τά τῆς ἐξομώσεως τοῦ γιοῦ της. Τόν δέχθηκε στό σπίτι της, δῆθεν εὐχαριστημένη γιά τήν πρόοδό του καί τοῦ ζήτησε, ἀνεβαίνοντας στόν ὀντά – πού δέν εἶχε στηθαῖο – νά τῆς δείξει νά δεῖ τά καράβια του, στό λιμάνι. Καί τήν στιγμή πού ἐκεῖνος, ἀνυποψίαστος, τῆς τά ἔδειχνε, ἐκείνη, μέ μιά γρήγορη καί δυνατή κίνηση, τόν πέταξε κάτω ἀπ’ τόν ὀντά, δίνοντάς του τήν κατάρα της καί στέλνοντάς τον στήν κόλαση, ὡς ἀρνησίχριστον. Τό παλληκάρι σκοτώθηκε στό καλντερίμι καί –κατά τήν λαϊκή μοῦσα– «μνήσκει τό αἷμα», μέ ἄδηλη καί ἀμφίβολη τήν αἰώνια ζωή του καί σωτηρία του.
Σέ μιά ἄλλη οἰκογένεια τῆς Ὕδρας, τήν ἴδια ἐποχή τῆς Τουρκοκρατίας, ἕνα ἄλλο παλληκάρι, ὁ Κωνσταντῆς, εἶχε τήν ἴδια τύχη μέ τόν Καραντάνη, ὡς πρός τήν ἐξομωσία. Ἡ εὐσεβής ὅμως μητέρα του, ὀνόματι Μαρίνα, δέν ἔπραξε ὅπως ἡ Καραντάναινα. Ἀλλά ὅταν ἦρθε ὁ Κωσταντῆς νά τήν κάνει πλούσια, ὅπως καί ὁ προηγούμενος, ἐκείνη, ντύθηκε στά μαῦρα, κλειδαμπαρώθηκε κι ὅταν πιά ὁ Κωσταντῆς ἐπέμενε χτυπῶντας τήν πόρτα της, ἐκείνη βγῆκε στόν ὀντά, τόν εἶδε, τόν ἔφτυσε καί τόν ἔδιωξε, δηλώνοντάς του, ὅτι δέν θέλει νά τόν ξέρει γιά παιδί της. Μέχρις ἐκεῖ. Δέν χειροδίκησε θανάσιμα, σάν τήν γειτόνισσά της. Τό ἀποτέλεσμα; Ὁ Κωνσταντῆς σείσθηκε ψυχικά, ταρακουνήθηκε, ἔφυγε ἀπ’ τήν Ὕδρα μετανοιωμένος, ντροπιασμένος καί ἡ κατόπιν εἰλικρινής μετάνοιά του, τόν ὁδήγησε στό μαρτύριο. Εἶναι ὁ γνωστός μας νεομάρτυς Ἅγιος Κωνσταντῖνος, «ὁ λαμπρός γόνος Ὕδρας καί τῆς Ρόδου τό καύχημα», τόν ὁποῖον ὡς γνωστόν, τιμᾶ ἰδιαιτέρως καί πανηγυρίζει καί εὐλαβεῖται ἡ Ἐνορία τοῦ Ἁγίου Νικολάου Πευκακίων, ἀφιερώσασα στήν μνήμη του, τό δεξιόν παστοφόριό της.
Ἡ πρώτη μητέρα, ἡ ὑπερήφανη Καραντάναινα, μέ τόν «οὐ κατ’ ἐπίγνωσιν» ζῆλο της, κατέστρεψε τό παιδί της.
Ἡ δεύτερη, ἡ ταπεινή Μαρίνα, μέ τήν διακριτική της στάση, ἔσωσε καί ὁδήγησε στόν ἁγιασμό τόν γιό της.
Ὁ νοῶν νοείτω τό νοούμενον. Καλή μας μετάνοια!
Μετά σεβασμοῦ
Μοναχός Νεκτάριος
Κελλίον Ἁγ. Νικολάου Μπουραζέρη
Καρυαί – Ἅγιον Ὄρος
«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» - Ἀρ. Φύλλου 188
Ἔτος 2018