Η ΕΠΙΣΤΟΛΗ 118 ΤΟΥ ΑΓ. ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ, ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΙΠΠΩΝΟΣ

E.E.188 5Ν

 Καταδικάζουν τόν γιο Αγουστνο χωρίς νά τόν γνωρίζουν!

 

Η ΕΠΙΣΤΟΛΗ 118

ΤΟΥ ΑΓ. ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ, ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΙΠΠΩΝΟΣ

Τίς τελευταῖες δεκαετίες ἀναδύθηκε στήν Ἑλλάδα µιά θεολογική τάση πού ἀπέβλεψε στό νά ἀνακαλύψει καί νά προσδιορίσει ἐκ νέου τά ἰδιαίτερα γνωρίσµατα τῆς Ὀρθοδοξίας. Στό πλαίσιο τῆς κίνησης αὐτῆς καί µέ τόν σκοπό νά ἀναδειχθεῖ καί νά ἀποσαφηνισθεῖ ἡ «εἰδοποιός διαφορά» τῆς Ὀρθοδοξίας, χρησιµοποιήθηκε ὡς µέθοδος ἡ ἀντιπαραβολή τῆς Ὀρθόδοξης ἀνατολῆς πρός τήν ἑτερόδοξη, κυρίως τή Ρωµαιοκαθολική, Δύση.

Ἕνα ἀπό τά βασικά πορίσµατα στά ὁποῖα κατέληξαν θεολόγοι, πού εἴτε πρωτοστάτησαν, εἴτε ἀκολούθησαν τήν τάση αὐτή, εἶναι τό ὅτι στή Δύση συνέβη µιά θεµελιώδης ἀντιστροφή τοῦ Εὐαγγελίου πού ὁδήγησε σταδιακά στήν ἐπικράτηση τῶν αἱρέσεων, ἀρχικά  τοῦ Ρωµαιοκαθολικισµοῦ καί ἀργότερα τοῦ Προτεσταντισµοῦ.

Τό θέµα ὑπερβαίνει, χωρίς ἀµφιβολία, τίς δυνατότητες καί τά ὅρια ἑνός σηµειώµατος καί γιά τόν λόγο αὐτό ἐµεῖς θά περιορισθοῦµε σέ ἕνα χαρακτηριστικό γνώρισµα τῆς τάσης αὐτῆς. Πρόκειται εἰδικότερα γιά τόν προβαλλόµενο ἀπό τήν τάση αὐτή ἰσχυρισµό ὅτι ἡ ἀφετηρία τῶν ἀποκλίσεων τῆς Δύσης ἐντοπίζεται στόν Ἅγιο Αὐγουστῖνο, ἐπίσκοπο Ἱππῶνος καί τή διδασκαλία του. Σύµφωνα µέ ἕναν κεντρικό ἐκπρόσωπο τῆς θεολογικῆς τάσης στήν ὁποία ἀναφερόµαστε, ὁ ἅγιος Αὐγουστῖνος θεώρησε τήν ὕλη «µιά πραγµατικότητα, κατά τήν οὐσία της µηδενική», µέ περαιτέρω αὐτονόητη συνέπεια «τόν ἀξιολογικό ὑποβιβασµό της, τήν ἀπαξίωση καί περιφρόνηση τοῦ ὑλικοῦ, τοῦ σωµατικοῦ καί αἰσθητοῦ γιά χάρη τοῦ πνευµατικοῦ, τοῦ ψυχικοῦ, τοῦ ἀΰλου». Αὐτά, µέ τή σειρά τους, ὁδήγησαν σέ «σχιζοειδῆ δυαλισµό» καί σέ µιά στάση ζωῆς πού «ἐπικεντρώνει τή ζωή στό ἄτοµο καί τή νοητική του ἱκανότητα, θωρακίζει τό ἄτοµο µέ τίς βεβαιότητες πού τοῦ προσπορίζουν οἱ δικές του καί µόνο γνωστικές δυνατότητες». Ἔτσι, στή θέση τοῦ Θεοῦ ὑποκαθίσταται µιά «νοητή µόνο ὀντότητα, ἀπόλυτα ὑποταγµένη στίς προδιαγραφές πού ἐπιβάλλει ἡ ἀτοµική λογική τοῦ ἀνθρώπου».

Παρόµοιες, ἀπερίφραστα καταδικαστικές γιά τή διδασκαλία τοῦ Ἁγίου Αὐγουστίνου ἐκφράσεις ἔχουν διατυπωθεῖ ἀπό πολλούς θεολόγους εἴτε «φιλελεύθερους», εἴτε «συντηρητικούς». Τό ἀξιοσηµείωτο εἶναι ὅτι πρόκειται γιά ἀπόψεις καί ἰσχυρισµούς πού ἀπορρίπτουν συνολικά τή διδασκαλία τοῦ Ἁγίου καί ὄχι γιά ἐπισηµάνσεις ἐνδεχοµένων ἐπιµέρους ἀποκλίσεων ἤ σφαλµάτων του, πού λίγο–πολύ εἶναι ἀναµενόµενα ἀκόµα καί ἀπό Ἁγίους, χωρίς πάντως νά ἀµαυρώνουν τή συνολική θεολογική προσφορά τους. Ἔτσι, ὅµως, ἀνακύπτει, πιστεύουµε εὔλογα, τό ἐρώτηµα: πῶς εἶναι λοιπόν δυνατό νά ἔχει ἀνακηρυχθεῖ Ἅγιος καί Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας ἕνας ἄνθρωπος πού ὑπέπεσε σέ δογµατικά σφάλµατα –ἀκόµη καί ἄν αὐτό ἔγινε ἀθέλητα καί ἐν ἀγνοίᾳ του– σφάλµατα τόσο µεγάλα καί κρίσιµα, ὥστε νά ὁδηγήσουν τελικά στό Σχῖσµα καί στίς προαναφερθεῖσες αἱρετικές ἐκτροπές;

Βέβαια, ἕνα βασικό σχετικό πρόσκοµµα εἶναι ὅτι τό ἔργο τοῦ Ἁγίου παραµένει στήν Ἑλλάδα οὐσιωδῶς ἄγνωστο, ἀφοῦ ἐλάχιστα ἀπό τά βιβλία καί τούς λόγους του ἔχουν µεταφρασθεῖ στή γλῶσσα µας. Ἐξ ἄλλου, ἐξ ὅσων γνωρίζουµε, δέν ὑπάρχουν εἰδικές ἐπιστηµονικές-θεολογικές µελέτες καί µονογραφίες πού νά ἀποτιµοῦν µέ Ὀρθόδοξα κριτήρια τό σύνολο τοῦ ἔργου του. Ἔτσι, δέν εἶναι δυνατό νά ἐλεγχθοῦν εὔκολα τά ὅσα κατά καιρούς διατυπώνονται σέ βάρος του.

Στό παρόν σηµείωµα, ἁπλῶς θά ἀναφερθοῦµε σέ µιά ἀπό τίς πολλές ἐπιστολές τοῦ Ἁγίου, αὐτήν πού ἀπηύθυνε στόν ἐπίσκοπο Διόσκουρο καί φέρει τόν ἀριθµό 118. Θά παρουσιάσουµε τήν ἐπιστολή αὐτή, διότι ἐκτιµοῦµε ὅτι µιά ἁπλῆ ἀνάγνωσή της ἀρκεῖ προκειµένου, ἄν µή τι ἄλλο, νά µᾶς γεννηθοῦν σοβαρές ἀµφιβολίες γιά τόν βαθµό στόν ὁποῖο γνωρίζουµε πραγµατικά καί ἔχουµε ἐκτιµήσει ὀρθά τόν Ἅγιο καί τή διδασκαλία του.

Ἡ ἐπιστολή γράφηκε εἰς ἀπάντηση ἑνός ἐρωτήµατος πού τοῦ ἀπευθύνθηκε, ἔχει δέ ὡς θέµα της τήν ταξινόµηση καί ἀξιολόγηση τῶν φιλοσοφικῶν σχολῶν τῆς ἀρχαιότητας µέ κριτήριο τήν ἀντίληψή τους γιά τό ὕψιστο ἀγαθό, ἐκεῖνο, δηλαδή, τό ἀγαθό πού –πρέπει νά– ἀποτελεῖ τόν τελικό σκοπό ὅλων τῶν προσπαθειῶν µας καί ὄχι ἁπλῶς ἕνα µέσο γιά τήν ἐπίτευξη κάποιου ἄλλου στόχου. Στήν ὑµνολογία, τό ὕψιστο ἀγαθό ἀναφέρεται ὡς «τό ἀκρότατον τῶν ἐφετῶν», ἐκεῖνο πού εἶναι ἐπιθυµητό πάνω ἀπό ὁ,τιδήποτε ἄλλο. Σύµφωνα, λοιπόν, µέ τόν Ἅγιο, ἄλλοι φιλόσοφοι τῆς ἀρχαιότητας, ὅπως οἱ Ἐπικούρειοι, τοποθετοῦσαν τό ὕψιστο ἀγαθό στήν ὕλη καί θεώρησαν ὅτι οἱ σαρκικές-αἰσθησιακές ἀπολαύσεις εἶναι αὐτές πού τό παρέχουν στόν ἄνθρωπο. Ἄλλοι, ὅπως οἱ “νοησιαρχικοί” Στωϊκοί, τοποθέτησαν τό ὕψιστο ἀγαθό στόν νοῦ τοῦ ἀνθρώπου καί θεώρησαν ὅτι τά ἐπιτεύγµατα τοῦ νοῦ εἶναι αὐτά πού ἔχουν τήν ὕψιστη ἀξία. Ὁ Ἅγιος ἐπισηµαίνει σχετικά ὅτι οἱ Στωϊκοί δέν µπόρεσαν µέ τή σκέψη τους νά ὑπερβοῦν τήν ὑλική καί σωµατική-ἐκτατή διάσταση, ἀλλά ὅτι ἀκόµα καί τόν Θεό τόν ἐξέλαβαν ὡς ὑλικό σῶµα ἐκτεινόµενο στόν χῶρο. Συνεχίζοντας τήν ταξινόµηση, ὁ Ἅγιος ἀναφέρει ὅτι οἱ µόνοι πού ἀντιλήφθηκαν ὅτι ἡ εὐτυχία τοῦ ἀνθρώπου δέν βρίσκεται οὔτε στήν ἀπόλαυση τοῦ σώµατος, οὔτε στήν ἐνεργοποίηση τοῦ νοῦ, ἀλλά στόν Θεό, ἦταν οἱ Πλατωνικοί φιλόσοφοι. Οἱ τελευταῖοι, ὅµως, δέν κατάφεραν νά ἐκθέσουν µέ σαφήνεια τή σχετική τους διδασκαλία, διότι κάτι τέτοιο ἔγινε δυνατό µόνο ὅταν παρουσιάσθηκε ἡ Θεϊκή Ταπείνωση µέ τήν Ἐνσάρκωση. Ἡ δέ γνώση τοῦ Θεοῦ, πού ἀποκαλύφθηκε ἐν Χριστῷ, «ἔχει προικίσει τήν ψυχή µέ µιά φύση τόσο δυνατή, ὥστε ἕνα µέρος ἀπό τήν πληρότητα τῆς χαρᾶς πού ἔχει ὑποσχεθεῖ στούς ἁγίους κατά τό τέλος τοῦ χρόνου ξεχειλίζει στό κατώτερο µέρος τῆς φύσης µας, στό σῶµα µας ….. ἡ πληρότητα τῆς ὑγείας, δηλαδή ἡ δύναµη τῆς ἀφθαρσίας».

Αὐτό εἶναι ἐν συντοµίᾳ τό περιεχόµενο τῆς ἐπιστολῆς. Νοµίζουµε δέ ὅτι, παρά τή συντοµία καί τή σχηµατοποίηση τῆς παρουσίασης, προκύπτουν ἀβίαστα τά ἑξῆς:  α) ὅτι ὁ Ἅγιος δέν ὑποτιµοῦσε τήν ὕλη, οὔτε τό σῶµα, ἀφοῦ ρητῶς ἀναφέρει τήν προοπτική τοῦ ἐξαγιασµοῦ καί τῆς ἀφθαρσίας τοῦ σώµατος τῶν ἁγίων καί β) ὅτι δέν ἀπολυτοποιοῦσε “νοησιαρχικά” τή νοητική δύναµη τοῦ ἀνθρώπου, ἀφοῦ ρητῶς ἀναφέρει ὅτι δέν συνιστᾶ αὐτή τό ὕψιστο ἀγαθό, οὔτε ἐπαρκεῖ ὡς µέσο γιά τή γνώση τοῦ Θεοῦ, γιά τήν ὁποία ἦταν ἀπαραίτητη ἡ Ἐνσάρκωση. Ἀκόµη, δέν θά ἔπρεπε νά παραβλεφθεῖ ὅτι ὁ Ἅγιος, µέ τό νά ἀποκρούει τή διδασκαλία τῶν Στωϊκῶν, πού ἀπέδιδαν σέ ὅλα τα νοητά σωµατική/ἐκτατή διάσταση, ἐµµέσως, πλήν σαφῶς, ἀποδέχεται τόν ἀποφατισµό τῆς θεολογίας µέ τόν ὁποῖο κηρύσσεται ὅτι ὁ Θεός εἶναι διαφορετικός ἀπό αὐτό πού ἐµεῖς µποροῦµε νά δοῦµε καί νά ἀντιληφθοῦµε.

Τά προαναφερθέντα δέν ἐξαντλοῦν τό περιεχόµενο τῆς ἐπιστολῆς. Διότι, λίγο πρίν τό τέλος της, ὑπάρχει µιά πραγµατικά ἐκπληκτική, ἀντάξια ἑνός «γραµµατέως ὀξυγράφου», εὔστοχη καί ἀποκαλυπτική φράση: Ἀποτιµῶντας τόν µεγάλο φιλόσοφο Πλωτίνο, ὁ Ἅγιος γράφει: «Τότε νθισε στή Ρώµη Σχολή το Πλωτίνου, πού εχε διδασκάλους πολλούς µέ σπουδαία ξύνοια καί κανότητα. λλά κάποιοι πό ατούς διεφθάρησαν πό περίεργες ρευνες µέ τή µαγεία, καί λλοι, ναγνωρίζοντας στόν Κύριο ησο Χριστο τήν προσωποποίηση τς οσιώδους καί µετάβλητης λήθειας καί Σοφίας, τήν ποία πάσχιζαν νά φθάσουν, πέρασαν στήν πηρεσία Του».

Δέν εἶναι δυνατό νά ἀναφερθοῦµε ἐδῶ ἐκτενῶς στόν Πλωτίνο, τόν κορυφαῖο τῆς σχολῆς τοῦ Νεοπλατωνισµοῦ, ὅµως δέν εἶναι ὑπερβολή νά ἰσχυρισθεῖ κανείς ὅτι λίγο–πολύ, ὅλη ἡ φιλοσοφία µέχρι τίς ἡµέρες µας –ἰδίως ἡ Γερµανική πού ἔχει ἐπηρεάσει ἰδιαιτέρως τή χώρα µας– ἔχει καθορισθεῖ ἀπό τή Σχολή αὐτή. Πρόκειται γιά τή Σχολή πού δίδαξε ὅτι ἀρχή τοῦ κόσµου εἶναι µιά ἀφηρηµένη καί ἀπροσδιόριστη ἀρχή, ἕνα «ὑπαρκτό µηδέν», ἀπό τό ὁποῖο προέκυψαν τά πάντα. Μάλιστα ἡ ἀρχή αὐτή, τό «Ἕν»,  (πού µπορεῖ κανείς νά τό πεῖ καί «µηδέν», ἐπειδή δέν ἔχει κάποια ἰδιότητα πού θά τό χαρακτήριζε καί θά τό περιόριζε) εἶναι «ἀπρόσωπη», ἀφοῦ τό νά εἶναι κανείς πρόσωπο συνιστᾶ, κατά τή φιλοσοφία, περιορισµό, «ἀσυνείδητη», ἀφοῦ ἡ αὐτο-συνείδηση συνεπάγεται, κατά τή φιλοσοφία αὐτή,  διχασµό  τοῦ ὑποκειµένου σέ ὁρῶντα καί ὁρώµενο καί «ψυχρή», ἀφοῦ οὔτε φροντίζει, οὔτε ἀγαπᾶ τά ὄντα πού ἀπορρέουν ἀπό αὐτή («ἡµῶν οὐκ ἐφίεται», «δέν µᾶς θέλει, δέν µᾶς ἐπιθυµεῖ»). Ἐνῶ, λοιπόν, αὐτή εἶναι ἡ βασική διδασκαλία τῆς ἐν λόγῳ σχολῆς, εἶναι ἀπορίας ἄξιον τό ὅτι πολλοί κατά καιρούς ἰσχυρίζονται ὅτι ὁ Χριστιανισµός καί ὁ Νεοπλατωνισµός στήν οὐσία ταυτίζονται καί ὅτι ὁ δεύτερος εἶναι µιά φιλοσοφική διατύπωση τοῦ πρώτου. Ἰδίως δέ ὁ Ἅγιος Αὐγουστῖνος, ὅπως καί ὁ Ἅγιος Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης, ἔχουν χαρακτηρισθεῖ µέ ἐπιµονή ὡς Νεοπλατωνικοί ἤ Νεοπλατωνίζοντες!

Ὅµως, ἐδῶ, ὁ Ἅγιος Αὐγουστῖνος µέ λίγες καίριες λέξεις ἐντοπίζει καί διατυπώνει τή διαφορά τοῦ Νεοπλατωνισµοῦ ἀπό τόν Χριστιανισµό: ρχή το κόσµου δέν εναι µιά οσία φηρηµένη, µιά σκοτεινή θεία ἄβυσσος, ἀλλά νυπόστατος Σοφία καί λήθεια, ἡ Ἁγία Τριάς τῶν Θείων Προσώπων, πού ἀγαπᾶ «µανικῶς» τούς ἀνθρώπους. Ἡ ἀναγνώριση τῆς ἀλήθειας αὐτῆς εἶναι πού διακρίνει καί ἀποχωρίζει ξεκάθαρα τόν Νεοπλατωνισµό ἀπό τόν Χριστιανισµό, ἐνῶ, συνεχίζει ὁ Ἅγιος,  ἡ παραµονή στόν Νεοπλατωνισµό ὁδηγεῖ στή µαγεία, πρᾶγµα πού, σηµειωτέον, ἐπαναλήφθηκε στήν περίοδο τῆς Ἀναγγέννησης, µέ τήν ἐπανεµφάνιση τῶν περίεργων ἐκείνων φιλοσόφων καί ἐπιστηµόνων πού ἀσχολοῦνταν µέ τίς ἀπόκρυφες τέχνες.

Ὑπάρχουν καί ἄλλα θέµατα στά ὁποῖα θά µποροῦσε κανείς νά ἀναφερθεῖ σχετικά µέ τή διδασκαλία τοῦ Ἁγίου καί γιά τά ὁποῖα, παραδόξως, τοῦ ἀποδίδονται οἱ ἀντίθετες ἰδέες. Ὅπως, γιά παράδειγµα, τόν ἰσχυρισµό του τι δουλεία εναι ντίθετη στή φύση το νθρώπου καί ὅτι συνιστᾶ συνέπεια τῆς ἁµαρτίας (βλ. «Ἡ πολιτεία τοῦ Θεοῦ», ΧΙΧ, 15-16). Ἤ τι γάµος δέν εναι πλς να ναγκαο κακό, λλά να γνήσιο γαθό καί χει ς σκοπό καί τήν µοιβαία χαρά τν συζύγων (βλ. «Γιά τό ἀγαθό τοῦ γάµου», 3.3, 5.5). Ἤ ὁ ἰσχυρισµός του ὅτι ὁ Ρωµαϊκός νόµος πού πέκλειε σέ γυναίκα, κόµα καί µοναδική θυγατέρα, νά κληρονοµήσει τήν περιουσία το πατέρα της ταν πιό δικος πού θά µποροῦσε νά σκεφθεῖ. (βλ. «Ἡ πολιτεία τοῦ Θεοῦ», ΙΙΙ, 21). Ἤ τέλος –γιά νά ἀναφέρουµε µιά ἀκόµη φράση του γιά ἕνα θέµα γιά τό ὁποῖο πολλοί σύγχρονοι θεολόγοι ἔχουν ἀντίθετη ἀντίληψη– σχυρισµός του σχετικά µέ τήν γία Τριάδα τι « τριάδα το (νθρώπινου) νο (δηλαδή ἡ µνήµη, ἡ κατανόηση καί ἡ ἀγάπη) εναι εκόνα το Θεο, χι πειδή νος θυµται τόν αυτό του, κατανοε τόν αυτό του καί γαπάει τόν αυτό του, λλά µλλον πειδή µπορε νά θυµται, νά κατανοε καί νά γαπάει τόν Δηµιουργό της» («Γιά τήν Ἁγία Τριάδα», 14.12.15).

Σηµειωτέον, ὅτι ὁ ἅγιος Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός, ἐπίσκοπος Ἐφέσου, στό ἔργο του µέ τόν τίτλο «Συλλογιστικά Κεφάλαια πρός Λατίνους» (ΙΧ, σελ.263) ἐπικαλεῖται ρητῶς τή συµµαρτυρία ἀπό τό ἐν λόγῳ βιβλίο «Γιά τήν γία Τριάδα» τοῦ ἁγίου Αὐγουστίνου, τόν ὁποῖο µάλιστα ἀποκαλεῖ «θεῖο».Ὅµως, ὅπως εἶναι φανερό, ὅλα αὐτά ξεπερνοῦν κατά πολύ τά ὅρια τοῦ σηµειώµατος αὐτοῦ.

Νοµοµαθής

«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ»  - Ἀρ. Φύλλου 188

Ἔτος 2018