Τῆς Ἀναστάσεως...
Κουρασμένες οἱ κανδῆλες ἀπό τὴν πολύωρη Ἀκολουθία τῆς Παννυχίδος, τοῦ Ὄρθρου καὶ τῆς Λειτουργίας τῆς Ἀναστάσεως ἀφήνουν τὶς στερνὲς τους ἀναλαμπὲς, τώρα ποὺ κλείσανε τὰ φῶτα, σβύσανε τὰ κεριὰ, πῆραν ἀπόλυση οἱ πιστοὶ κι ὁ καθένας τους μὲ ἀναμμένη τὴ λαμπάδα του κατευθύνεται γιὰ τὸ σπίτι του.
Μιὰ εὐωδία κυκλώνει τὸν ἄδειο ναὸ, ποὺ αὐτὲς τὶς στιγμὲς τὴν αἰσθάνεσαι τόσο ἔντονη. Νὰ εἶναι ἄραγε ἀπό τὸ μοσχοθυμίαμα, ἀπὸ τὸ ἄρωμα ποὺ ἔδωσαν οἱ ἐπίτροποι στὸν κόσμο γιὰ τὰ «Χρόνια Πολλὰ», ἤ μήπως εἶναι τὸ περίσσευμα ποὺ ἀπόμεινε στὸ Ἅγιο Ποτήριο ἀπό τὴν Πασχάλια Λειτουργία καὶ ἀναμένει, μετὰ τὴν εὐφρόσυνο κοινωνία τῶν πιστῶν, τὴν κατάλυση; Στ᾿ ἀλήθεια, παρ᾿ ὅλη τὴν κόπωση, νοιώθεις τούτη τὴ στιγμὴ μιὰ ξεχωριστὴ ἀγαλλίαση, ἀλλὰ καὶ ὑπέρμετρη συγκίνηση, καθὼς ἀναλογίζεσαι ὅτι τριάντα τόσα χρόνια ζεῖς αὐτὲς τὶς λιγοστὲς στιγμὲς, ὡς μιὰ παραχώρηση τῆς Χάριτός Του ποὺ ἐπιμένει νὰ σοῦ δωρίζει ἀκόμα τέτοιες εὐκαιρίες, γιὰ νὰ συνέρχεσαι κάπου-κάπου ἀπό τὴν ἀπόγνωση καὶ τὶς ἀνησυχίες, ποὺ, «ὥσπερ μέλισσαι κηρίον», σὲ κυκλώνουν.
Εἶναι μεταμεσονύχτια ὥρα, μὲ τὴν ἡσυχία νὰ στραγγίζει μέσα σου σταλαγμοὺς κατανύξεως καὶ ξαποσταμοῦ, ὕστερ᾿ ἀπὸ τὴν ἔνταση τῆς βραδυᾶς. Κάπου μακρυὰ ἀκούγονται ἀκόμα κάποιες κροτίδες καὶ τραγούδια τῶν εὐωχουμένων. Εἶναι Ἀνάσταση, βλέπεις κι ὅλοι μετέχουν σὲ κάποια ἑορταστικὴ τράπεζα, ἔστω κι ἄν στάθηκαν ἔξω ἀπό τὴν ἐκκλησιὰ γιὰ λίγα λεπτὰ, ἴσα-ἴσα γιὰ ν᾿ ἀκούσουν τὸ «Χριστὸς Ἀνέστη».
Αὐτὸς ὁ πολύτιμος χρόνος ποὺ ζεῖς τοῦτες τὶς στιγμὲς, εἶναι καὶ ἡ ἀνταπόδοσή σου μετὰ ἀπό τόση κόπωση. Γιατὶ ὅσο περνάει ὁ καιρὸς ὅλο καὶ τὴν αἰσθάνεσαι αὐτὴ τὴν κόπωση νὰ σοῦ ροκανίζει τὰ θεμέλια τῆς ἀντοχῆς καὶ τῆς προσφορᾶς. Τὸν δοξάζεις, λοιπὸν, κι ἀπόψε ποὺ σοῦ ἐπέτρεψε νὰ κλείσεις καὶ τὴν ἐφετεινὴ Μεγάλη Ἑβδομάδα, παρόλο ποὺ κατέβαλες μεγάλη προσπάθεια, ἐπειδὴ στὴν Ἀκολουθία τῶν Παθῶν, γιὰ νὰ βοηθήσεις τὸν ἡλικιωμένο τὸν ψάλτη πήγαινες καὶ μέχρι τὸ ψαλτήρι γιὰ τ᾿ Ἀντίφωνα, τοὺς Μακαρισμοὺς, τοὺς Αἴνους, καὶ τ᾿ Ἀπόστιχα ἤ κι ἀπόψε, ποὺ ἄρχισες νωρὶς τὴν Προσκομιδὴ, γιὰ νὰ ψάλλετε τὸν Κανόνα στὴν Παννυχίδα καὶ στὴ συνέχεια στὸν Ὄρθρο. Κι ἦρθε στὸ νοῦ σου τότε ὁ παπα-Διανέλος ὁ Πρωτέκδικος, τὸν ὁποῖο μνημονεύει στὸ διήγημά του «Λαμπριάτικος ψάλτης» ὁ Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης, ποὺ κινδύνευσε νὰ μείνει δίχως ψάλτη στὸν Ἁη-Γιάννη στὸ Κάστρο, ὅταν πῆγε νὰ κάμει Ἀνάσταση στοὺς ποιμένες. Τὰ βλέπεις, λοιπὸν, ὅλ᾿ αὐτὰ ὡς μέτρα δοκιμασίας, ὡς μαθήματα γιὰ νὰ διδάσκεσαι τὴν ὑπομονὴ καὶ τὴν ἀπόδραση ἀπό τὶς βεβαιότητες, ἔτσι ὥστε νὰ στερεώνεται, ὅσο περνοῦν τὰ χρόνια ὁ λόγος Του: «Ἄνευ ἐμοῦ οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδὲν» (Ἰω. 15,5). Λόγος-θεμέλιο, ποὺ φυτεύεται μέσα σου καὶ νὰ σοῦ καταργεῖ ὅλα τ᾿ αὐτονόητα καὶ φυσικὰ τὰ ἀνόητα..
Σκόπελος - π. Κωνσταντῖνος Ν. Καλλιανός
«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» - Ἀρ. Φύλλου 188
Ἔτος 2018