«Η ΖΩΗ ΗΝ ΤΟ ΦΩΣ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ»

E.E.188 PBEB1

«Η ΖΩΗ ΗΝ ΤΟ ΦΩΣ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ»

 
Τό Εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα τῆς Κυριακῆς τοῦ Πάσχα ἐκφράζει μέ ἀπόλυτη πληρότητα τό γεγονός τῆς Ζωῆς, τῆς ἐπιγείου καί τῆς Ἐπουρανίου. Ἐκφράζει τό τί σημαίνει ἡ μετάβαση «ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τήν Ζωήν» καί τό πῶς αὐτή ἡ μετάβαση –δηλαδή τό Πάσχα– ἐπιτυγχάνεται.
Μᾶς ἐκφράζει αὐτό τό μυστήριο «ὁ Μαθητής ὅν ἠγάπα ὁ Ἰησοῦς», ὄχι γιατί εἶναι ὁ Θεός προσωπολήπτης, ἀλλά γιατί αὐτός ὁ Μαθητής ἀγάπησε, περισσότερο ἀπό ὅλους τούς συμμαθητές του τόν Διδάσκαλον.
 Ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ μας πρός τόν Μαθητή Του, μετέβαλε τόν Μαθητή εἰς Θεολόγον, δηλαδή τοῦ ἐγνώρισε «τά βάθη τοῦ Θεοῦ» καί ὁ Μαθητής τῶν «βαθέων τοῦ Θεοῦ»ἐγνώρισε σέ ἐκεῖνα τά βάθη τήν ἁπλότητα τοῦ Θεοῦ καί μέ τήν σειρά του μᾶς μιλάει μέ ἁπλότητα γιά τό κατά Χριστόν παρόν καί μέλλον μας.
Μέ ἁπλότητα μᾶς ἀποκαλύπτει ὅτι ἡ Ζωή δέν εἶναι Χρόνος καί χρονικά διαστήματα, «οὐδέ ἀριθμῷ ἐτῶν μεμέτρηται» ἀλλά «Φῶς», «τό Φῶς τό Ἀληθινόν, ὅ φωτίζει πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον εἰς τόν κόσμον».
Μᾶς ἀποκαλύπτει ἐπίσης, ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὅτι δέν θά μποροῦσε ποτέ νά ποθήση καί νά ἀγαπήση τό Φῶς αὐτό τό Ἀληθινό, ἄν δέν εἶχε συναντήσει καί δέν εἶχε γνωρίσει τό Φῶς τοῦ Λύχνου, «ἐν τῷ μέσῳ τῆς νυκτός» τοῦ κόσμου, πού εἶναι ἡ κατοικία ὅλων μας, ὡς ἀνθρώπων τοῦ «αἰῶνος τούτου τοῦ ἀπατεῶνος».
Ὁ ἠγαπημένος Μαθητής τῆς ἀπεριγράπτου Ἀγάπης, μᾶς περιγράφει τήν προσωπικότητα αὐτοῦ τοῦ Λύχνου, πού εἶχε τόση δύναμη νά “αἰχμαλωτίζη” τίς καθαρές ψυχές καί νά τίς παραπέμπη εὐθέως στό “Φῶς τό Ἀληθινόν»: «Ἐγένετο ἄνθρωπος ἀπεσταλμένος παρά Θεοῦ, ὄνομα αὐτῷ Ἰωάννης. Οὗτος ἦλθεν εἰς μαρτυρίαν ἵνα μαρτυρήσῃ περί τοῦ Φωτός, ἵνα πάντες πιστεύσωσι δι’ αὐτοῦ. Οὐκ ἦν ἐκεῖνος τό Φῶς, ἀλλ’ ἦλθε ἵνα μαρτυρήσῃ περί τοῦ Φωτός». Ὁ Τίμιος Πρόδρομος, εἶναι «ὁ ἀπεσταλμένος παρά Θεοῦ ἄνθρωπος», γιά νά γίνη τό διαχρονικό πρότυπο τῶν ἱερῶν νυμφαγωγῶν, τῶν Πνευματικῶν Πατέρων, πού ἔχουν χρέος Προδρομικό, νά φωτίζουν μέ Θεία «Λυχνία» καί νά ὁδηγοῦν ψυχές στό Φῶς, στόν Χριστό μας.
Γι’ αὐτό ὁ Θεολόγος ἅγιος Ἰωάννης ἀγάπησε ἐγκάρδια τόν «Λύχνον», τόν Πνευματικό ὁδηγό του, τόν Τίμιον Πρόδρομον. Τόν ἀγάπησε, γιατί διεπίστωσε ὅτι δέν ἕνωνε τούς μαθητάς του μέ τόν ἑαυτόν του, ἀλλά μέ τίς Ὁδηγίες του, τούς ἀπέστελλε στόν Χριστό. Δέν κρατοῦσε τούς Μαθητάς του στόν Λύχνο του, ὁ Τίμιος Πρόδρομος. Γιατί καί ὁ ἴδιος δέν ἠρκεῖτο στό Φῶς πού εἶχε, ἀλλά μέ ἀπόλυτη συναίσθηση ἔλεγε: «Πῶς φωτίσῃ ὁ Λύχνος τό Φῶς»; Πῶς θά ἀντικαταστήση ὁ «δοῦλος τόν Δεσπότην;». Αὐτή ἡ σπουδή νά μήν κρατήσουν στόν ἑαυτό τους τούς Μαθητάς τους, ἀλλά νά τούς ὠθοῦν συνεχῶς πρός τήν ἀγάπη καί τήν Μοναδική σχέση μέ τόν Χριστό, εἶναι ἡ σφραγῖδα, πού ἀποδεικνύει τήν γνησιότητα τῶν κατά Θεόν Ποιμένων, τῶν κατά Θεόν Πνευματικῶν Πατέρων. Ἀλλοίμονο στόν Πνευματικό, πού δέν μιμεῖται τόν Τίμιον Πρόδρομον, ἀλλά γίνεται αὐτός ὁ ἴδιος “Φῶς” καί “Θεός” τῶν Πνευματικῶν του τέκνων!
Ὁ ἠγαπημένος Θεολόγος δέν ἀναφέρεται, λοιπόν, τυχαῖα στόν Τίμιον Πρόδρομον προκειμένου νά μᾶς μιλήση γιά τόν Χριστό ὡς Φῶς καί Ζωή, ἀλλά μᾶς τόν προβάλλει ὡς ἀπαραίτητη προϋπόθεση γιά τήν μετάβασή μας ἀπό τόν «Λύχνον» στό «Φῶς» καί ἀπό τόν θάνατο στήν Ζωή.
Ὁ Ἰωάννης ὡς μαθητής τοῦ «Λύχνου» ἀξιώθηκε νά γίνη Θεολόγος «Υἱός Φωτός καί Κληρονόμος τῆς Βασιλείας» τοῦ Θεοῦ μας, καί ἐκ τῆς πνευματικῆς του ἐμπειρίας μᾶς κραυγάζει ὅτι μετάβαση ἀπό τό  σκοτάδι τοῦ κόσμου στό «Φῶς τό Ἀληθινόν» δέν γίνεται χωρίς Ἅγιον Πρόδρομον, χωρίς Ἅγιον “Λύχνον”! Τά μάτια, πού προέρχονται ἀπό τό σκοτάδι, ἄν ἀτενίσουν ἀπροετοίμαστα τόν Ἥλιο τυφλώνονται, καί ὁ ἄνθρωπος ἄν πορευθῆ πρός τόν «Ἥλιον τῆς Δικαιοσύνης» χωρίς Πνευματικό, τυφλώνεται ἀπό τόν φανατισμό καί τήν αὐτοδικαίωση, ἰδίως ὅταν εἶναι ἐπιμελής στίς θρησκευτικές του τακτοποιήσεις.
Ἡ μετάβαση ἀπό τόν «Λύχνον» στό «Φῶς» εἶναι ταὐτοχρόνως καί ἡ μεταποίηση τῆς ζωῆς μας σέ Φῶς, γιατί ἡ ζωή μας δέν εἶναι πραγματική Ζωή ὅσο ἐνεργεῖται ἀπό ἐμᾶς, ἀλλά εἶναι μόνο χρονικό διάστημα. Γίνεται Ζωή, μόνο ὅταν ἐνεργεῖται μέσα μας ἀπό τόν Χριστό μας, καθ’ ὅτι «ἐν αὐτῷ Ζωή ἦν καί ἡ Ζωή ἦν τό Φῶς τῶν ἀνθρώπων». Ἡ Ζωή μας ὡς «Φῶς Χριστοῦ», περιλαμβάνει ὁλοκληρωτικά τήν διφυῆ ὑπόστασή μας –σῶμα καί ψυχή– ἀλλά μέ τίς προδιαγραφές τοῦ Θεοῦ μας, τίς προδιαγραφές τοῦ Φωτός, τό ὁποῖο, παρ’ ὅτι ἀναλύεται σέ σωματίδιο καί κῦμα, παραμένει, ὅμως, φῶς, πού ἑνώνει καί δέν διαιρεῖ σῶμα καί ψυχή, ὅπως αὐτά τά δύο διαιροῦνται μέ τόν θάνατο.
Αὐτό τό Φῶς εἶναι ἡ ὑπέρβαση ἤ μᾶλλον ἡ κατάργηση τοῦ θανάτου καί γι’ αὐτό πρέπει νά γίνη ἡ μοναδική ἐπιδίωξή μας.
Μέσα στό Φῶς, θάνατος δέν ὑπάρχει. «Σκότος θανάτου» «οὐκέτι κυριεύει»,  διότι τό Φῶς αὐτό τοῦ Χριστοῦ, «ἐν τῇ σκοτίᾳ φαίνει καί ἡ σκοτία αὐτό οὐ κατέλαβεν».
Μέ τόν Χριστό μας «τά πάντα πεπλήρωται φωτός» δηλαδή καταργεῖται ὁ χρόνος, ἀφοῦ τό Φῶς δέν χρειάζεται χρόνο (ἄς τό κυνηγοῦν ἐκεῖνοι πού μετροῦν μέ ἀνθρώπινα μέτρα) γιατί εἶναι «Πανταχοῦ Παρόν» καί ἔτσι καταργεῖ τόν χρόνο.
Αὐτή ὄντως εἶναι μετάβαση, δηλαδή Πάσχα! Μετάβαση ἀπό τό σκότος τῆς ὑπάρξεώς μας στή Ζωή τοῦ Χριστοῦ, πού εἶναι «τό Φῶς τῶν ἀνθρώπων».  Μετάβαση ἀπό τόν Χρόνο, στό ἄχρονο Φῶς, ἀπό τόν θάνατο στήν Ζωή, πού εἶναι  τό «Φῶς τό Ἀληθινόν». Μετάβαση ὁλοκληρωτική, ἀπό τά σχήματα τοῦ κόσμου (χῶρος, χρόνος, διαστάσεις) στό Φῶς, «κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωσιν» τῆς «Μιᾶς Θεότητος»: «Φῶς ὁ Πατήρ, Φῶς ὁ Λόγος, Φῶς καί τό Ἅγιον Πνεῦμα»!
 Τριάς Ἁγία, ὁ Θεός μας, ἐλευθέρωσέ μας ἀπό τά στοιχεῖα καί τούς περιορισμούς τοῦ κόσμου καί μεταποίησέ μας σέ Φῶς, κατά Χάριν τοῦ Δικοῦ Σου, ἀπροσίτου Φωτός!
 
π. Βασίλειος Ε. Βολουδάκης
«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ»  - Ἀρ. Τεύχους 188
Ἀπρίλιος 2018
 
«Ὀρθόδοξος Τύπος» - Μεγάλη Παρασκευή
06/04/2018
E.E.188 PBEB2