Ὁ «Ἐκκλησιαστής» καί ἡ µαταιότητα
Πρόσφατα κυκλοφορήθηκε µιά µετάφραση στή νεοελληνική γλώσσα ἑνός ἐκ τῶν βιβλίων τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, τοῦ «Ἐκκλησιαστῆ». Εἶναι, ὁπωσδήποτε, ἰδιαίτερα σηµαντικό νά κυκλοφοροῦνται αὐτοτελῶς καί µάλιστα µεταφρασµένα σέ σύγχρονη ζωντανή γλῶσσα τά βιβλία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Μέ τόν τρόπο αὐτό, εἴτε κινεῖται γιά πρώτη φορά, εἴτε ἀνανεώνεται τό ἐνδιαφέρον µας γιά µιά καλύτερη γνώση τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἡ ὁποία εἶναι γνωστή περισσότερο σέ ἄλλες χῶρες, ὅπως στίς Ἀγγλοσαξωνικές, ἀλλά ὄχι τόσο στή χώρα µας.
Ἡ δηµοσίευση τῆς µετάφρασης, συνοδευοµένης ἀπό ἕνα ἐπίµετρο, δέν πέρασε ἀπαρατήρητη, ἀλλά κίνησε εὐρύτερα τό ἐνδιαφέρον. Στήν ἀντίληψή µας ὑπέπεσαν ἀρκετές βιβλιοπαρουσιάσεις καί βιβλιοκριτικές, δηµοσιευµένες µάλιστα σέ ἐφηµερίδες µεγάλης κυκλοφορίας. Εἶναι, πιστεύουµε, ἐλπιδοφόρο τό ὅτι εἰσέρχονται στή σφαῖρα τοῦ δηµοσίου διαλόγου καί συζητοῦνται, βιβλία πού συνήθως τά χαρακτηρίζουµε «θρησκευτικά», πολλές φορές γιά νά ὑποδηλώσουµε ὅτι δέν ἔχουν πραγµατικό ἐνδιαφέρον καί ὅτι δέν µπορεῖ νά ἀφοροῦν τόν σύγχρονο ἄνθρωπο. Ὅµως, ὁ τρόπος πού παρουσιάσθηκε τό βιβλίο εἶναι ἴσως χαρακτηριστικός τοῦ ὅτι δέν εἶναι εὔκολο νά ξεπερασθεῖ ἡ τάση γιά µιά φαινοµενικά µόνο ἐµβριθῆ καί «κριτική», ἀλλά στήν πραγµατικότητα εὔκολη καί ἀπροβληµάτιστη ἀντιµετώπιση τέτοιων βιβλίων.
Παραθέτουµε κάποιες φράσεις ἀπό µιά κάπως βιωµατική καί σίγουρα ἔντιµη βιβλιοκριτική, ὡς ἐνδεικτικές τοῦ τρόπου µέ τόν ὁποῖο ἀναγνώσθηκε τό χαρακτηριζόµενο ἐκεῖ ὡς «ἀγνωστικιστικό» κείµενο καί ἐπιπροσθέτως ὡς ἀποκαλυπτικές γιά τή µεγάλη δυσκολία στήν ὁποία ἔχουµε στήν ἐποχή µας εἰσέλθει, κυρίως οἱ νεώτερες γενεές, καί ἡ ὁποία µόλις τώρα ἀρχίζει νά ἀρθρώνεται, µετά ἀπό µιά περίοδο εὐφορίας καί ψευδαίσθησης ἀθανασίας. Σύµφωνα, λοιπόν, µέ τό ἐν λόγῳ δηµοσίευµα: «ὅλα εἶναι µάταια φαίνεται νά ἰσχυρίζεται ὁ Ἐκκλησιαστής σέ ἕνα κείµενο πού δέν θυµίζει σέ τίποτα ἐκκλησιαστικό λόγο, ἀµφισβητεῖ ἤ µᾶλλον ἀρνεῖται τή ζωή µετά θάνατον καί ἀποδίδει στόν Θεό µιά οὐδέτερη καί διόλου σπλαχνική στάση ἀπέναντι στούς ἀνθρώπους. Δέν ὑπάρχει σκοπός στή ζωή, δέν ὑπάρχει νόηµα, ἀπό τή στιγµή πού ὑπάρχει ὁ θάνατος. Οἱ ἄδικοι θά ἀδικοῦν, οἱ δίκαιοι θά χάνονται, ἡ χαρά θά ἐξατµίζεται καί ὁ ἀγώνας θά γίνεται συνεχῶς καί ἀδιαλείπτως ὀδυνηρότερος. Ἡ ζωή γιά τόν ἄνθρωπο εἶναι µιά ἐπανάληψη ἀπό τήν ὁποία ποτέ κανείς δέν ξεφεύγει. Ὁ ἐγκλωβισµός εἶναι οἱ ἔγνοιες πού γεµίζουν τό κεφάλι τοῦ ἀνθρώπου καί ἀπό αὐτές δέν λυτρώνεται ποτέ… Καί τότε ποιό τό νόηµα; Γιατί νά ζοῦµε; Τά µεγάλα ἔργα βυθίζονται, οἱ ἄνθρωποι πού ἀγαπήσαµε θά χαθοῦν, τά παιδιά µας θά γεράσουν, τά βιβλία θά ξεχαστοῦν, τά ἔργα τέχνης θά καταστραφοῦν, τά σπίτια µας παλιώνουν ἡµέρα µέ τήν ἡµέρα, ἡ σοφία τοῦ κόσµου πέφτει στή λήθη, ὅλα ἐπαναλαµβάνονται. Τό κακό παραµένει κακό. Δέν ἀλλάζει, δέν µικραίνει, ἴσως καί νά διογκώνεται. Τότε γιατί ὅλη αὐτή ἡ φασαρία γιά µιά ζωή µάταιη; ….Αὐτό τό κείµενο δέν θά ἔπρεπε νά ἀνήκει στήν Ἁγία Γραφή...».
Ἀλλά καί στό ἐπίµετρο, πού συνοδεύει τή µετάφραση τοῦ Ἐκκλησιαστή, τό βιβλίο παρουσιάζεται µέ τόν ἴδιο περίπου τρόπο: Χαρακτηρίζεται ὡς «ἀνίερο» γιά νά ὑποδηλωθεῖ ὅτι δέν εἶναι συµβατό µέ τή λοιπή Ἁγία Γραφή καί ὡς τό µόνο κείµενο ἀπό τήν Ἁγία Γραφή πού θά µποροῦσε νά ἐνδιαφέρει ἕναν ἀγνωστικιστή. Γενικότερα, ἐκτιµᾶται ὅτι κεντρική του ἰδέα εἶναι ἡ φράση «µαταιότητης µαταιοτήτων, τά πάντα µαταιότης». Μέ τό ἴδιο πνεῦµα γράφτηκαν καί οἱ λοιπές βιβλιοκριτικές πού ἀκολούθησαν τήν ἔκδοση τοῦ βιβλίου. Μέ τό πνεῦµα, δηλαδή, ὅτι πρόκειται περί ἑνός βιβλίου πού µᾶς λέει τήν βαθύτερη πικρή ἀλήθεια γιά τή ζωή καί πού µᾶς ὑποδεικνύει ὡς µόνη παρηγοριά τόν προσανατολισµό σέ µικρές χαρούµενες, ἄν καί παροδικές, στιγµές, διότι «ὅλα γιά τό τίποτα».
Βέβαια, δέν µπορεῖ κανείς νά ἰσχυρισθεῖ ὅτι τά ἐρωτήµατα πού ἀνακύπτουν ἀπό µιά πρώτη ἀνάγνωση τοῦ βιβλίου εἶναι τεχνητά ἤ βεβιασµένα. Ὅµως, πιστεύουµε ὅτι δέν θά ἔπρεπε νά προσπεραστοῦν ἄλλα, ἐξ ἴσου ἀβίαστα, ἐρωτήµατα, ὅπως ἀναφορικά µέ τό κριτήριο µέ τό ὁποῖο συµπεριλήφθηκε στόν Κανόνα τῆς Ἁγίας Γραφῆς ἕνα βιβλίο µέ τέτοιο περιεχόµενο ἤ ποιός εἶναι ὁ λόγος πού ὁ συγγραφέας του, µετά ἀπό τή διάγνωση τῆς µαταιότητας τῆς ζωῆς, συµπεραίνει –ἀπρόσµενα;– τά ἑξῆς: «Ἄκου τό συµπέρασµα ὅλων αὐτῶν τῶν λόγων: Νά σέβεσαι τό Θεό καί νά τηρεῖς τίς ἐντολές του. Αὐτό εἶναι τό πᾶν γιά τόν ἄνθρωπο. Γιατί ὁ Θεός θά κρίνει ὅλες τίς πράξεις µας, εἴτε ἀγαθές εἶναι, εἴτε κακές, ἀκόµα καί τίς πιό ἀπόκρυφες». Δέν πρόκειται, ἄραγε, γιά καταφανῆ ἀνακολουθία; Ἐάν πρόκειται περί αὐτοῦ, πῶς µιά τόσο καταφανής ἀνακολουθία καί ἀντίφαση διέλαθε τῆς προσοχῆς τόσων ἐκκλησιαστικῶν ἀνθρώπων; Ἄραγε, τούς ἐκλαµβάνουµε ὡς ἀνθρώπους χωρίς τή στοιχειώδη λογική συγκρότηση, ὥστε νά ἀποδεχθοῦν τή θεοπνευστία ἑνός βιβλίου χωρίς τόν στοιχειώδη εἰρµό; Γιατί συµβαίνει αὐτό;
Ἐµεῖς, µέ τό παρόν σύντοµο σηµείωµα ἁπλῶς θά ὑπενθυµίσουµε ὅτι τήν ἀπάντηση στό ἐρώτηµα τῆς βιβλιοκριτικῆς µέ τό περιεχόµενο «Πῶς µπορεῖ νά γράψει κάποιος ἕνα κείµενο πού καταλύει τήν ἐλπίδα γιά αὐτόν τόν κόσµο; Πῶς διαβάζεται; Πῶς ἑρµηνεύεται;» τήν ἔχει δώσει πρό πολλοῦ ὁ ἅγιος Γρηγόριος, ἐπίσκοπος Ἀγριγέντου, στό ἑρµηνευτικό του ἔργο γιά τόν Ἐκκλησιαστή, πού φέρει τόν τίτλο «Ἐξήγησις εἰς τόν Ἐκκλησιαστήν». Ὁπωσδήποτε, δέν εἶναι δυνατό στό πλαίσιο ἑνός προκαταρκτικοῦ σηµειώµατος νά συνοψίσει κανείς τά ἐπιµέρους πολλά καί ποικίλα σχόλια πού παρατίθενται στό ἐξηγητικό αὐτό ἔργο. Γιά τόν λόγο αὐτό θά παραθέσουµε δύο-τρία µόνο ἐξ αὐτῶν γιά νά δοθεῖ µιά γενική ἰδέα γιά τό περιεχόµενο τοῦ ἔργου, µέ τήν ἐλπίδα ὅτι θά ἐπιχειρηθεῖ κάποτε µιά ἐκτενέστερη παρουσίαση.
Ἤδη, στόν πρόλογο, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ἐπισηµαίνει ὅτι δέν πρέπει κανείς νά µένει στήν «ἐπιπόλαιον ἔννοιαν» τῶν Θείων Γραφῶν, ἀλλά νά τίς ἐρευνᾶ «φιλοκαλῶς καί φιλοπόνως», προκειµένου νά ἀποκαλυφθεῖ τό βαθύτερο καί κρυµµένο νόηµά τους µέ τό ὠφέλιµο κάλλος του. Ἐν συνεχείᾳ, ἀναφέρει ὅτι τά θέµατα τοῦ βιβλίου εἶναι ἀφενός «ἡ φυσική ἀκολουθία καί κατάστασις πάντων σχεδόν τῶν φαινοµένων καί ὄντων» καί ἀφετέρου ἡ «προαιρετική ἀρετή καί κακία τῶν ἀνθρώπων».
Σχετικά µέ τό πασίγνωστο ρητό «µαταιότης µαταιοτήτων τά πάντα µαταιότης» ὁ ἅγιος διευκρινίζει, ἑρµηνεύοντας «τή Γραφή διά τῆς Γραφῆς», ὅτι δέν µπορεῖ νά εἶναι µάταια τά δηµιουργήµατα τοῦ Θεοῦ πού εἶναι «λίαν καλά». Καί συνεχίζει: «ἀλλά εἶναι φανερό ὅτι προέβαλε (=ὁ Ἐκκλησιαστής) τόν χαρακτηρισµό αὐτό ὄχι γιά ὅσα ἔγιναν ἀπό τόν καλό καί ὑπέρσοφο καί ὑπέρκαλο Δηµιουργό. Ἀλλά γιά ἐκεῖνα πού ἐνεργοῦνται ἀπό τή µοχθηρή καί φαύλη προαίρεση τῶν ἀνθρώπων ἤ µέ τή διάνοια ἤ τόν λόγο ἤ τήν πράξη τους…». Ἑποµένως, µάταιη εἶναι ἡ κακία τῶν ἀνθρώπων καί ὄχι ὁ λίαν καλός κόσµος τοῦ Θεοῦ.
Ἀκόµη, κρίσιµο ἑρµηνευτικό κλειδί τοῦ βιβλίου εἶναι, σύµφωνα µέ τόν ἅγιο, τό ὅτι ὁ σοφός Ἐκκλησιαστής προβλέπει καί ἀνασκευάζει ἀπό πρίν µελλοντικά ἐρωτήµατα καί ἐσφαλµένες ἀντιλήψεις καί λογισµούς. Τά δέ ἐρωτήµατα αὐτά τά διατυπώνει µέν σέ πρῶτο πρόσωπο, στήν πραγµατικότητα, ὅµως, δέν εἶναι δικά του ἐρωτήµατα, ἀλλά τά καταγράφει γιά λογαριασµό τῶν ἀµφιβαλλόντων καί παραπλανωµένων. Ὡς παράδειγµα, ὁ ἑρµηνευτής ἀναφέρει τή φράση τοῦ Ἐκκλησιαστή «καί εἶπον ἐγώ ἐν καρδίᾳ µου ὡς συνάντηµα τοῦ ἄφρονος καί γε ἐµοί συναντήσεται. Καί ἵνα τί ἐσοφισάµην ἐγώ;». (Δηλαδή: «εἶπα µέσα µου: ὅ,τι θά συµβεῖ στόν ἀνόητο θά συµβεῖ καί σέ µένα. Τί µοῦ χρησίµευσε ἡ σοφία;»). Σύµφωνα µέ τόν ἅγιο, ὁ λόγος αὐτός στήν πραγµατικότητα ἀποδίδει τίς ψευδεῖς καί παράλογες σκέψεις ἑνός ἄφρονος πού φτάνει νά σκέφτεται ὅτι δῆθεν δέν διαφέρει σέ τίποτα ὁ σοφός –κατά Θεόν– ἀπό τόν ἄσοφο. Ὁ δέ Ἐκκλησιαστής, πού τόν παραθέτει γιά λογαριασµό του («ἐξ αὐτοῦ προσώπου τῶν τά τοιαῦτα µελλόντων ὑπολαµβάνειν καί λέγειν»), τό κάνει γιά νά τόν ἀνασκευάσει ἐν συνεχείᾳ, µέ τήν παρατήρηση «διότι ἄφρων ἐκ περισσεύµατος λαλεῖ ὅτι καί τοῦτο µαταιότης». «Τήν τόση λοιπόν διαφορά τοῦ ἄφρονος πρός τόν σοφό γνωρίζοντας ὁ σοφός Ἐκκλησιαστής, διατείνεται ὅτι σέ καµιά περίπτωση ὁ σοφός δέν θά µνηµονεύεται µέ τόν ἄφρονα», τά ἔργα τοῦ ὁποίου θά ξεχασθοῦν. Ὁ Ἐκκλησιαστής, λοιπόν, δέν εἶναι ἕνας ἁπλός µονόλογος, ἀλλά ἔχει –τρόπον τινά– τή δοµή ἑνός διαλόγου καί θά πρέπει κανείς νά εἶναι πολύ προσεκτικός γιά νά διακρίνει τίνος οἱ ἀπόψεις διατυπώνονται µέ κάθε ἐπιµέρους φράση τοῦ κειµένου: Ἡ διδασκαλία τοῦ Ἐκκλησιαστή ἤ οἱ ἀνασκευαζόµενες ἀντιρρήσεις καί ψευδεῖς ὑπολήψεις τῶν «ἀφρόνων»;
Ὅσα προπαραθέσαµε εἶναι λίγα, νοµίζουµε, ὅµως, ὅτι εἶναι κάπως ἐνδεικτικά τῆς ἀξίας τοῦ ἑρµηνευτικοῦ ἔργου τοῦ ἁγίου Γρηγορίου καί ἐνδεχοµένως νά παρακινήσουν σέ πληρέστερη καί βαθύτερη µελέτη, ὄχι µόνο τοῦ Ἐκκλησιαστή, ἀλλά καί τῶν λοιπῶν βιβλίων τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καί µάλιστα ὄχι µόνο ἀπό τούς πιστούς, ἀλλά καί ἀπό τούς ἀπίστους ἤ τούς ἀγνωστικιστές.
Νοµοµαθής
«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» Ἀρ. Φύλλου 187
Μάρτιος 2018