Εἰσοδεύοντας στὴ Μεγάλη Σαρακοστὴ

E.E. 187 pKK
Σὲ ἦχο κατανυκτικό.
 

Εἰσοδεύοντας στὴ Μεγάλη Σαρακοστὴ

 
Σιωπηλὰ ὁ Ἱερέας ἀνοίγει τὴν Ὡραία Πύλη, σὲ ὥρα ἀπόβραδη κι ἀφήνει μὲ τὸ «Εὐλογητὸς» νὰ περάσουν τὰ λόγια του στὸ νυχτωμένο τὸ Ναὸ ποὺ περιμένει. Περιμένει, μαζὶ μὲ τοὺς ὅσους πιστούς, σ᾿ αὐτὸ τό Κυριακάτικο τ᾿ ἀπόβραδο νὰ εἰσοδεύσει ἡ Κυρὰ Σαρακοστή, νὰ χαμηλώσει τὰ φῶτα, νὰ μαζέψει τ᾿ Ἀναστασιματάρια καὶ νὰ φιλέψει τὸν καθένα μας Προηγιασμένο Ἅγιο Ἄρτο, Χαιρετισμούς, Ἀπόδειπνα καὶ θυμιατισμένους μὲ κατάνυξη Ὄρθρους, Ὧρες καὶ Ἑσπερινούς.
Τὰ ἐνδύματα φορτωμένα πένθος καὶ χαρμολύπη, ἡ ὁποία κυκλώνει τὸ Θυσιαστήριο, τὰ ὠχρὰ τῶν Ἁγίων Πρόσωπα, ἀλλὰ τὴν ἴδια μας ψυχή. Κι ὕστερα εἶναι τὰ ψάλματα, αὐτὰ τὰ θεοτερπῆ μελωδήματα, ποὺ ψηλαφοῦν τὸ χρόνο μας καὶ τὸν ἱεροποιοῦν, καθὼς ἀνοίγουν τὰς πηγὰς τῶν δακρύων καὶ σταλάζουν σ᾿ ὅλα μας τὰ κύτταρα γλυκασμὸ καὶ παραμυθία.
Τὰ χέρια τεντώνονται, ὅσο ἀντέχουν περισσότερο, μὲ τὸ «Κατευθυνθήτω», ἐνῶ μοιράζονται τ᾿ ἀντίδωρα τῆς Κυριακῆς μαζὶ μὲ λέξεις ψαλμῶν καὶ σπαράγματα ἠρεμίας. «Εὐλογήσω τὸν Κύριον…». Τὰ κεριὰ λειώνουν στὸ Ἀπόδειπνο, μὲ τὸν Μεγάλο Κανόνα ἤ τὸ Θεοτοκάριο νὰ βυ­θί­ζουν τὴν βεβαιωμένη  ἀλήθεια καὶ Χριστοφόρο μαρτυρία τους στὸ πη­γά­δι τοῦ εἶναι μας καὶ ν᾿ ἀνασύρουν τὴν παγωμένη τὴν ψυχή, ἀπὸ τὸ σκοτάδι στὸ μισόφωτο τὸ ἱλαρὸ τῆς κανδήλας καὶ τοῦ κεριοῦ ποὺ καῖνε… Ὑπομονετικὰ, σταθερὰ καὶ ἐπίμονα. Ἔργα χειρῶν ἀνθρώπων ποὺ μεταποιοῦνται σὲ προσευχή, σὲ παράκληση, σὲ ἁγιασμό. Τὸ θυμιατό, ποὺ εὔμολπα κουδουνίζει μέσα στὴν ἡσυχία, ἐπιμένει νὰ ἰσοκρατεῖ τὴν ἱεροπρέπεια τῶν στιγμῶν αὐτῶν. Ἑσπέρας, Μέγα Προκείμενον.
«Μὴ ἀποστρέψῃς τὸ πρόσωπόν σου ἀπὸ τοῦ παιδός σου… Ἔδωκας Κληρονομίαν τοῖς φοβουμένοις τὸ Ὄνομά Σου, Κύριε.» 
Ἡ Νύχτα ζυγώνει μὲ φωνὲς καὶ ἀλλαλαγμοὺς τῶν εὐωχουμένων. Τοῦ κόσμου δηλαδή.
Ζητᾶμε συγχώρεση, μετανίζουμε στὴν εὐχὴ τοῦ ὁσίου Εὐφραίμ κι ὕστερα, κρατῶντας ἀπὸ τὸ χέρι τὴ νηστεία, τὴ σιωπὴ καὶ τὴν εὐλογία πορευόμαστε γιὰ τὰ κελλία/σπίτια μας. Κάποια στιγμὴ παρατηροῦμε, πὼς αὐτὲς οἱ τρεῖς ἀρετὲς μᾶς ἐγκατέλειψαν. Μὰ κάποτε,  ὅταν τὸ καταλαβαίνουμε, συνειδητοποιοῦμε πὼς ἐμεῖς τὶς ἐγκαταλείψαμε στὴ μέση τοῦ δρόμου, καθὼς πορευόμαστε πρὸς τὴν Κυριακὴ τῶν Βαῒων, ποὺ κρίνει πολλά… Ὅπως πράξαμε κι ἄλλες Σαρακοστές, δίχως νὰ σκεφτόμαστε ὅτι τὰ χρόνια περνᾶνε ἀνεπιστρεπτί. Καὶ δίχως ἀνάσα. Ὡστόσο ἀπό μακρυὰ συνεχίζεται ν᾿ ἀκούγεται ὁ ἐπίμονος ἱκετευτικὸς λόγος, «Κύριε τῶν δυνάμεων μεθ᾿ ἡμῶν γενοῦ…» μὲ τὸ ἰσοκράτημα τοῦ κατζίου καὶ τὶς ψιχάλες τῶν δακρύων τοῦ Οὐρανοῦ γιὰ τὸν καθαρμό μας. Ἀμήν.
 
Σκόπελος                                         π. Κωνσταντῖνος Ν. Καλλιανός
«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» Ἀρ. Φύλλου 187
Μάρτιος 2018