Ἐγώ δέν ἀγαπῶ τούς Ἕλληνες!
Εἶναι ἐκεῖνο τό καλοκαίρι πού ἡ θάλασσα τοῦ Αἰγαίου κατακλύσθηκε ἀπό τίς ψυχές τῶν ἀνθρώπων πού ἐξῆλθαν ἀπό τήν ἀσιατική ἀκτή γιά νά διαπεραιωθοῦν στήν Εὐρωπαϊκή γῆ τῆς ἐπαγγελίας. Δύο ἄνθρωποι μές τή νύχτα ἀναρτοῦν ἀφίσες γιά νά πέσουν οἱ φράχτες, γιά νά ἀνοίξουν τά σύνορα. Ὁ ἕνας ἀπορροφημένος στό ἔργο του, ὁ ἄλλος πιό πίσω ὑποστηρίζει. Ὁ περαστικός πιάνει κουβέντα μαζί τους, προτρέπει τούς πρωταγωνιστές νά κάνουν κάτι καί γιά τούς πενομένους Ἕλληνες, μά ἡ ἀπάντηση ἔρχεται ἀποστομωτική. «Ἐγώ δέν ἀγαπῶ τούς Ἕλληνες»!
Ἄς εἶναι, μπορεῖ νά πρόκειται γιά μεμονωμένο περιστατικό. Εἶναι ὅμως καί αὐτές οἱ ἀφίσες πού κυκλοφοροῦν, τελευταῖα, στούς τοίχους τῆς Ἀθήνας, «Don’t call me Greek!» (Μή μέ ἀποκαλεῖς Ἕλληνα) πού προκαλοῦν ἀπορία. Ἀλλά γιά προσέξτε, ἀκόμη καί ὅταν ἐξετάσουμε τόν δημόσιο βίο τῆς χώρας θά προβληματισθοῦμε ὅτι μᾶλλον ὑφίσταται μία ἀντίληψη ἀποστροφῆς καί ἀπαξίας πρός τούς Ἕλληνες γενικά.
Μά γιατί, πῶς κατέστη ὁ Ἕλληνας μισούμενος ἀπό τούς ἀδελφούς του; Ἄραγε πῶς γίνεται νά μήν ἀγαπᾶς τούς δικούς σου; Γέγραπται γάρ, «οὐδείς τήν ἑαυτοῦ σάρκα ἐμίσησε». Τί κακό ἔκαναν οἱ Ἕλληνες καί πρέπει κάποιοι νά ντρέπονται; Ἀκόμη περισσότερο, γιατί πρέπει νά τιμωρηθοῦν;
Ἔψαξα πολύ νά δικαιολογήσω τήν σκέψη καί μοιράζομαι μαζί σας τήν ἀπορία μου. Ἴσως τό ἔχετε ἀντιμετωπίσει καί ἐσεῖς. Πρέπει νά ἀπολογηθοῦμε γιά τά κρίματά μας; Πρέπει ἄραγε τά παιδιά μας πού ἔχουν μεταναστεύσει στό ἐξωτερικό νά ἔχουν ἐνοχές ὅταν ἀποκαλύπτουν τήν ταυτότητά τους; Σφάλλουν ὅλοι αὐτοί, πού ἀπαντοῦν μέ ὑπερηφάνεια στίς ὑποτιμητικές ἀναφορές τῶν ξένων συνομιλητῶν τους γιά τήν χώρα μας;
Σέ τί φταῖξαν οἱ Ἕλληνες; Μήπως δέν πληρώνουν τούς φόρους τους στό Κράτος; Τό ἀντίθετο μάλιστα, οἱ παλαιότεροι ξέρουν ὅτι οἱ Ἕλληνες, ξωμάχοι ἤ νοικοκυραῖοι, δέν ἤθελαν χρέη, συνεπεῖς στήν πλειονοψηφία τους, ἀκόμη καί σήμερα αὐτό ἀποτελεῖ ἕναν ἀπό τούς λόγους πού σχεδόν οἱ μισοί ἀπό ἐμᾶς ζοῦν στά ὅρια τῆς φτώχειας.
Μήπως δέν ἀποπληρώνει ἡ χώρα τά δάνεια πού ὀφείλει; Μά ἐπί διακόσια χρόνια τοῦ νέου Ἑλληνικοῦ κράτους κανείς δέν ἔχασε τά λεφτά του ἀπό τούς Ἕλληνες, οὔτε κἄν ἡ συμμετοχή μας στούς πολέμους τοῦ περασμένου αἰῶνα δέν ὑπῆρξε ἱκανή δικαιολογία γιά νά μήν πληρώσουν οἱ Ἕλληνες τά χρέη τους.
Ἀπό τήν ἄλλη, μήπως δέν ἀνταποκρίθηκαν οἱ Ἕλληνες στίς διεθνεῖς τους ὑποχρεώσεις; Μά μέχρι τήν μακρυνή Κορέα ἔστειλαν οἱ Ἕλληνες τά παιδιά τους ὅταν ἦλθε τό κάλεσμα τῆς παγκόσμιας κοινότητας γιά τήν προάσπιση τῆς ἐλευθερίας τῶν ἀνθρώπων.
Μήπως χάσαμε τήν ἀνθρωπιά μας; Δέν περιθάλψαμε τούς ξένους πού ἦλθαν στήν αὐλή μας; Μά κάποιοι πρότειναν νά ἀπονεμηθεῖ τό βραβεῖο Νόμπελ στούς νησιῶτες μας γιά τήν ἀνθρωπιά τους. Μήπως ξεσπάσαμε σέ πράξεις βίας; Μά πᾶνε εἰκοσιπέντε καί πλέον χρόνια πού ὑποδεχόμαστε πλημ¬μυρίδα ἀνθρώπων τόσο ἀπό τή γειτονιά μας ὅσο καί ἀπό χῶρες μακρυνές καί τά ὅποια περιστατικά βίας εἶναι ἐλάχιστα καί αὐτά ἀφοροῦν σέ ἀνθρώπους πού κατά πάσα πιθανότητα συστημικά κατευθύνονται γιά νά ἐνοχοποιήσουν τήν ἁγνότητα τῆς ψυχῆς τοῦ Ἕλληνα.
Μήπως εἴμαστε ἅρπαγες; Ἐπιβουλευθήκαμε κάποιους; Μᾶς χαρίστηκε ὁτιδήποτε; Σφετεριστήκαμε τόν τόπο ἤ τήν ἱστορία του; Ζητήσαμε χάρες; Ποιόν ἔβλαψαν οἱ Ἕλληνες; Ὁμολογῶ ὅτι δέν βρίσκω αἰτία.
Τί συμβαίνει λοιπόν; Γιατί μπορεῖ νά μήν θέλει κανείς νά λέγεται Ἕλληνας; Γιατί μυκτηρίζεται ὁ Ἕλληνας; Δυσκολεύομαι νά τό ἐξηγήσω. Ἡ πλέον πιθανή ἐξήγηση γιά νά ἀποδοθεῖ ἡ στάση αὐτή εἶναι μᾶλλον τοῦτο, (συγχωρέστε μου τόν ποδοσφαιρικό ὅρο) «εἶναι πολύ βαρειά ἡ φανέλα»! Θέλει κόπο νά δηλώνεις Ἕλληνας, θέλει ἀγῶνα. Παραμένει διαχρονικός ὁ λόγος τοῦ ποιητῆ, «θέλει ἀρετή καί τόλμη ἡ ἐλευθερία!».
Ἐξηγοῦμαι. Γιά νά θέλεις νά λέγεσαι Ἕλληνας καί νά ἀγαπᾶς τούς ἀδελφούς σου, πρέπει νά ἔχεις συναίσθηση τοῦ ἱστορικοῦ βάρους τοῦ φορτίου πού συνοδεύει τό ὄνομα. Πρέπει νά ἔχεις συναίσθηση ἱστορικοῦ πεπρωμένου. Πρέπει νά ἔχεις ἀποφασίσει ὅτι, γιά νά δικαιοῦσαι νά λέγεσαι Ἕλληνας μπο¬ρεῖ νά χρειασθεῖ νά φθάσεις ὡς τή θυσία. Πρέπει νά ξέρεις σέ τί χῶμα πατᾶς καί ποιός εἶναι ὁ προορισμός σου. Πρέπει νά ἀγαπᾶς ὅλους ἀδιακρίτως, πρέπει νά ἀγαπᾶς τά βουνά, τά ποτάμια, τά πέλαγα (ὅπως λέει καί τό τραγούδι). Πρέπει νά θεωρεῖς τά παιδιά τῶν ἄλλων καί δικά σου παιδιά (στά χωριά μας ἀκόμη καί σήμερα οἱ πιό μεγάλοι παρατηροῦν τούς μικρότερους, ὅταν καμμιά φορά παρεκτρέπονται, καί τά παιδιά ὑπακούουν, καί μάλιστα εἶναι συνήθης ἡ προσφώνηση «θεῖε» ἤ «θεία» –δηλωτικό συγγενείας–, ἀκόμη καί ὅταν δέν ὑπάρχει συγγένεια). Πρέπει νά ἔχεις μεγάλη καρδιά, νά ἔχεις φιλότιμο, πρέπει νά σέ διακατέχει ἡ ἀνησυχία πού ἐκφράζει ὁ μεγάλος Κωστής Παλαμᾶς «χρωστᾶμε σ’ ὅσους ἦρθαν, πέρασαν, θά ‘ρθοῦν, θά περάσουν. Κριτές θά μᾶς δικάσουν, οἱ ἀγέννητοι, οἱ νεκροί». Πρέπει πάνω ἀπό ὅλα νά φοβᾶσαι τόν Θεό, νά θυμᾶσαι ὅτι ἡ ζωή δέν τελειώνει ὅταν πάψεις νά ἀνασαίνεις, ὅτι μιά μέρα θά βρεθεῖς πρόσωπο μέ πρόσωπο μέ τόν Δημιουργό.
Ρομαντικά ἀκούγονται ὅλα αὐτά, βγαλμένα ἀπό παραμύθι. Κι ὅμως ὁ σημερινός Ἕλληνας, ἴσως περισσότερο ἀπό ποτέ, χρειάζεται νά ἔχει αἴσθηση μεγαλείου, μεγαλείου ψυχῆς. Σήμερα, πού μόλις ὑπερασπισθεῖ τήν ταυτότητά του κινδυνεύει νά χαρακτηρισθεῖ δυσμενῶς, σήμερα, πού πρέπει στανικά νά ἀποδεχθεῖ τό ρόλο τό «καημένου», τοῦ φουκαρά, τοῦ ἐνόχου.
Δέν πειράζει ὅμως, ἄς μήν σ΄ ἀγαπᾶνε Ἕλληνα, ἀγάπα ἐσύ, μοίραζε ἀγάπη, προχώρα μέσα στήν Ἱστορία περήφανος γιά τήν καταγωγή καί τόν προορισμό σου καί μάθε στόν Κόσμο πῶς παλεύουν οἱ λαοί πού δικαιοῦνται νά εἶναι καί νά λέγονται ἐλεύθεροι.
Δημήτριος Κοσκινιώτης
«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» Ἀρ. Τεύχους 186
Φεβρουάριος 2018