Ἀπόδειπνος λόγος....
“Καί δός ἡμῖν Δέσποτα πρός ὕπνον ἀπιοῦσιν...”
Tό σύνορο τῆς ζωῆς καί τοῦ θανάτου τό προγεύεσαι καθημερινά τήν ὥρα ἐκείνη, ὅπου μετά τή βραδυνή σου ἐπιστροφή ἀναζητᾶς τήν εὐλογημένη ἡσυχία, ἀλλά περισσότερο τό σφάλισμα τῶν κουρασμένων ὀφθαλμῶν σου: κουρασμένων ἀπό ἕνα πλῆθος εἰκόνων πού ἀποθηκεύουν μέ τήν, ἐν εὐθέτῳ καιρῷ, προοπτική τῆς ἐπεξεργασίας. (Μέ τά χρόνια ἀρχίζεις νά κατανοεῖς πώς οἱ εἰκόνες, πού ξαποσταίνουν τήν ψυχή σου, ὅλο καί λιγοστεύουν, καθώς τό Ὡραῖο καί Κόσμιο ὅλο καί χάνονται ἀπό τήν κοινωνία τῶν ἀνθρώπων. Δυστυχῶς.)
Οἱ στιγμές, λοιπόν, ἐκεῖνες μεταξύ τοῦ ξύπνιου καί τοῦ ὕπνου ἔχουν μιά ἰδιαίτερη καί πολύ σημαντική δύναμη: δύναμη λυτρωτική, πού ἀσφαλῶς σέ φέρνει μέχρι τό βάθος τῆς ψυχῆς σου, καθώς μέ τρόπο ἁπλό –ἀλλά ἀμέτρητα ἐπώδυνο– ἐξετάζεις τή συνείδησή σου. Εἶναι ἕνα ἔσχατο κοίταγμα στόν καθρέφτη της, ὅπου φαίνεται ὄχι μονάχα τό εἴδωλό σου, ἀλλά ἡ πολιτεία σου. Μιά πολιτεία, πού μόνο ἐσύ κι ὁ Θεός γνωρίζετε. Γι᾿ αὐτό καί τήν ὤρα ἐκείνη, πού στά μάτια κατεβαίνει ὁ νυσταγμός πασχίζεις νά κάμεις κάποια δειλά βήματα μετανοίας. Νά ξαναδέσεις τό νῆμα τῆς συνάντησής σου μέ Ἐκεῖνον, γιατί τό θεωρεῖς ἀπαραίτητο, καθώς ὁ λόγος τοῦ Νηπτικοῦ Πατρός, πού συμβουλεύει ὅτι ἡ κλίνη μπορεῖ νά εἶναι ὁ τάφος μας, ἀφοῦ ὁ ὕπνος εἶναι “εἰκών θανάτου”(Ἅγ. Ἰωάννης τῆς Κλίμακος), ἀνακαλεῖται στό νοῦ.
Συναντᾶς ξανά, λοιπόν, πρόσωπα πού ἀντάμωσες ὅλη τήν ἡμέρα, ἤ σέ κάποιους ἄλλους καιρούς, καί διαπιστώνεις μέσα στήν ψυχή σου ἕνα νυγμό, καθώς προβάλλεται στήν ὀθόνη τοῦ νοῦ, ἡ συμπεριφορά σου, ὁ ἀργός σου λόγος, ἡ βιαστική-ἀπορριπτική φυγή σου καί κάποια ἄλλα ἀτοπήματά σου. Πασχίζεις τότε νά ταχτοποιήσεις τά ὅσα ἄτακτα συσσώρευσες μέσα σου καί παρατηρῆς, πώς δέν ἔχεις τή δυνατότητα τῆς ἐπιλογῆς, γιατί μιά ἐσωτερική σύγχυση ἐπικρατεῖ ἀκόμα μέσα σου, λές καί ταράχτηκε ἡ ἤρεμη ἡ δεξαμενή καί θόλωσε τό νερό. Ἔτσι, παρακαλεῖς Ἐκεῖνον, πού εἶναι “ἡ ὄντως Εἰρήνη”, ὅπως σοῦ χαρίσει ἀνάπαυση, γιατί μόνον ἔτσι θά ἔχεις ὕπνο “πάσης σατανικῆς φαντασίας ἀπηλλαγμένον”. Γιατί ὁ ὕπνος ἄν καί εἶναι τό μυστηριῶδες τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς στοιχεῖο, ἐν τούτοις δέν παύει νά ἀναπαύει καί νά ἀναζωογονεῖ τόν ἄνθρωπο. Τόν καθιστᾶ ἔτσι κάθε πρωΐ καινούριο, ἀνανεωμένο, δημιουργικό καί ἐλπιδοφόρο, καθώς διαπιστώνει πώς τοῦ ἔχει δώσει ὁ Θεός καιρό μετανοίας. Μιάν ἄλλη, δηλαδή, εὐκαιρία, ὥστε νά ζωντανέψει μέσα του ἡ λαχτάρα γιά ἐπιστροφή καί ἀληθινή μετάνοια. Ἄλλωστε, τό αἴτημα ὅπως, “Τόν ὑπόλοιπον χρόνον τῆς ζωῆς ἡμῶν ἐν εἰρήνῃ καί μετανοίᾳ ἐκτελέσαι....” ἔχει ἀναμφίβολα τή σημασία του καί ὁπωσδήποτε τόν συμβουλευτικό-σωτηριολογικό χαρακτῆρα του.
Λίγο πρίν τά βλέφαρα σφαλίσουν, πρίν ἀρχίσει τό σῶμα νά δεχτεῖ τήν παραμυθία τοῦ ὕπνου, διαπιστώνεις γι᾿ ἄλλη μιά φορά τήν ἀνάγκη νά παραδοθεῖς στά χέρια τοῦ Θεοῦ, γιατί τό θεωρεῖς καί ἀπαραίτητο, ἀλλά καί φυσικό. Ἄλλωστε, ποῦ ἀλλοῦ ν᾿ ἀκουμπήσεις; Συντονίζεις, λοιπόν, τό εἶναι σου, μέ τήν παρακάτω εὐχή κι ἀρχίζεις νά περνᾶς τό μεσότοιχο, ἀπό τό νυσταγμό στόν ὕπνο, πού ἀναμφίβολα εἶναι “ἀργία τῶν αἰσθήσεων”(Ἅγ. Ἰωάννης Σιναΐτης).
“ Ἡ ἐλπίς μου ὁ Πατήρ, καταφυγή μου ὁ Υἱός, σκέπη μου τό Πνεῦμα τό Ἅγιον· Τριάς Ἁγία δόξα σοι” Ἀμήν.
Σκόπελος π. Κωνσταντῖνος Ν. Καλλιανός
«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» Ἀρ. Τεύχους 186
Φεβρουάριος 2018