500 χρόνια Λουθηριανῆς Μεταρρύθμισης!
Φέτος ἑορτάζονται παγκοσμίως, ἰδιαίτερα ὅμως στή Γερμανία, τά 500 χρόνια ἀπό τήν ἐπίσημη ἀρχή τῆς Μεταρρύθμισης. Σέ πολλές περιοχές τῆς Γερμανίας ἔχουν προγραμματιστεῖ γιορτινές ἐκδηλώσεις, ἰδίως βέβαια στίς πόλεις ἐκεῖνες πού ἔχουν εἰδική σχέση μέ τή ζωή τοῦ Λουθήρου, ὅπως τό Eisenach (Ἄιζεναχ) μέ τό Wartburg (Βάρτμπουργκ), τόν πύργο ἐκεῖνο ὅπου ὁ Λούθηρος μετέφρασε τό 1521/22 τήν Καινή Διαθήκη στά Γερμανικά σέ διάστημα μόνο ἕνδεκα ἑβδομάδων, τό Wittenberg (Βιτεμβέργη), ὅπου πέρασε τό μεγαλύτερο μέρος τῆς ζωῆς του, τό Eisleben (Ἀϊζλέμπεν), ὅπου γεννήθηκε στίς 10 Νοεμβρίου τοῦ 1483 καί πέθανε στίς 18 Φεβρουαρίου τοῦ 1546, κ.ἄ. Μάλιστα ἡ 31η Ὀκτωβρίου ἔχει ὁριστεῖ φέτος ὡς ἀργία γιά ὅλη τή Γερμανία μέ ἀφορμή τήν ἐπέτειο αὐτή. Ἐναρκτήρια χρονολογία τῆς Μεταρρύθμισης θεωρεῖται ἡ 31η Ὀκτωβρίου τοῦ 1517 μέ τή δημοσιοποίηση τῶν 95 θέσεων τοῦ Λουθήρου στήν πόλη Βιτεμβέργη ἐναντίον τῆς παπικῆς πράξης τῶν ἀφέσεων καί κυρίως ἐναντίον τῶν συγχωροχαρτίων.
Ὁ Λούθηρος βέβαια ἤθελε νά μεταρρυθμίσει τόν Παπισμό, ἕναν ἤδη τελείως ἀλλοιωμένο χριστιανισμό, μέ ἀποτέλεσμα νά δημιουργήσει τελικά μιά ἀκόμα πιό ἀγνώριστη ἐκδοχή χριστιανισμοῦ. Καί οἱ δύο, σύμφωνα μέ τόν Ἅγιο Ἰουστίνο Πόποβιτς, εἶναι προτεσταντισμοί ὡς πρός τήν ἀληθινή Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, ἐπειδή καί οἱ δύο στεροῦν τόν Θεάνθρωπο Χριστό ἀπό τούς ἀνθρώπους καί τόν ἀντικαθιστοῦν μέ τόν ἀλάθητο ἄνθρωπο. Ὑποβιβάζουν ἔτσι τόν Χριστιανισμό σέ οὑμανισμό, σέ ἀνθρώπινο κατασκεύασμα. Στήν μιά περίπτωση, ἐκείνη τοῦ Παπισμοῦ, ὁ Ἅγιος Ἰουστίνος κάνει λόγο γιά τόν «δυτικό χριστιανικό-οὑμανιστικό μαξιμαλισμό», ἐπειδή μέ τήν μεταφορά τῆς πάσης ἐξουσίας καί τῶν ἀξιωμάτων τοῦ Χριστοῦ στό πρόσωπο τοῦ Πάπα ὡς Vicarius Christi – Ἀντιπροσώπου τοῦ Χριστοῦ ἀφαιρεῖ τά πάντα ἀπό τόν Χριστό, καί στήν ἄλλη, ἐκείνη τοῦ Προτεσταντισμοῦ, κάνει λόγο γιά τόν «δυτικό χριστιανικό-οὑμανιστικό μινιμαλισμό», ἐπειδή «ἀπό τόν Χριστόν ζητεῖ τό ἐλάχιστον, συχνά δέ τό τίποτε»1.
Μέ τήν μεταρρύθμισή του ὁ Λούθηρος στήν οὐσία ἀποδέχεται μέ ἀπόλυτη συνέπεια ἐκεῖνο πού εἶχε διαμορφωθεῖ στόν Παπισμό, τό ἀλάθητο ἑνός ἀνθρώπου! Ἁπλῶς τό ἀφαιρεῖ ἀπό τόν Πάπα, παρουσιάζοντάς τον ὡς ἀντίχριστο καί, ταυτίζοντάς τον μέ τόν «ἄνθρωπο τῆς ἀνομίας», τόν «υἱό τῆς ἀπωλείας» ὁ ὁποῖος θά καθίσει στό ναό τοῦ Θεοῦ καί θά ὑποδείξει τόν ἑαυτό του ὡς θεό (Β΄ Θεσσ. 2,3 ἑ. καί Δαν. 11,36), γιά νά τό ἐφαρμόσει ἔπειτα στό πρόσωπό του. Ὁ Γερμανός Μεταρρυθμιστής ἔχει τήν ἀκλόνητη πεποίθηση, ὅτι ὁ ἴδιος εἶναι ὁ ἐσχατολογικός προφήτης τοῦ Θεοῦ καί γι’ αὐτό κηρύττει κατά τό παράδειγμα τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Βαπτιστῆ μετάνοια καί ἐπιστροφή στό Εὐαγγέλιο. Γκρεμίζοντας τήν αὐθεντία τοῦ ἀλάθητου ἀνθρώπου τῆς Ρώμης ὑψώνει τή δική του αὐθεντία τοῦ ἀλάθητου προφήτη τῆς ἔσχατης ἐποχῆς τοῦ κόσμου. Καί μέ θεμέλιο τό δικό του ἀλάθητο, κηρύττει τό γενικό προσωπικό ἀλάθητο τοῦ κάθε προτεστάντη στό θέμα τῆς πίστεως, γενόμενος μέ τόν τρόπο αὐτό προάγγελος καί θεμελιωτής τοῦ γενικοῦ ἀλαθήτου τοῦ δυτικοῦ ἀνθρώπου μέσα σέ μιά ζωή δίχως τήν ὁποιαδήποτε ἀναφορά στόν Θεό. Ὁ Λούθηρος περίμενε τό τέλος τοῦ κόσμου περίπου γιά τό 1600. Τοῦ τό θύμιζαν καθημερινά τα λόγια πού εἶχε χαράξει στόν τοῖχο τοῦ γραφείου του. Ἦταν ἡ προφητεία τοῦ Φραγκισκανοῦ μοναχοῦ Johannes Hilten (Ἰωάννου Χίλτεν), ὁ ὁποῖος εἶχε προαναγγείλει γιά τό 1600 τήν ἀπόλυτη καταστροφή τῆς Γερμανίας ἀπό τούς Τούρκους2.
Τούς καρπούς τοῦ ἀλαθήτου τοῦ Λουθήρου δρέπουμε ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ἰδιαίτερα στή δική μας ἐποχή, στήν ὁποία, ὁ φασισμός ὡς φυσική ἔκφραση αὐτῆς τῆς στάσης ζωῆς χωρίς Θεό, προάγεται στό ἔπακρο μέ τό προσωπεῖο τῆς δημοκρατίας. Θά θέλαμε ὅμως στή συνέχεια νά μή σταθοῦμε σ’ αὐτό τό σέ ὅλους μας πασίγνωστο δεινό, πού ὑφιστάμεθα καθημερινῶς, ἀλλά νά περάσουμε σύντομα σέ δύο ἄλλα δεδομένα πού διαπερνοῦν ὅλη τή ζωή μας ὡς κληρονομιά τῆς Λουθηριανῆς Μεταρρύθμισης:
α. Τόν προσδιορισμό ὅλης της καθημερινότητάς μας ἀπόλυτα ἀπό τούς πολιτικούς ἄρχοντες καί
β. ἕνα βαθύ χάσμα πού ἀνοίγει ἀνάμεσα στόν πανεπιστήμονα Θεό καί τήν ἐπιστήμη, θέτοντας ἔτσι τά θεμέλια γιά τήν ἀνεξαρτητοποίηση τῆς ἐπιστήμης ἀπό τόν Δημιουργό της καί ἐν τέλει γιά τή θεοποίηση τῆς ἐπιστήμης πού εἶναι κύριο χαρακτηριστικό τῶν ἡμερῶν μας.
Τό πρῶτο δεδομένο τό ἔχει διαπραγματευτεῖ σέ βάθος ὁ π. Βασίλειος Βολουδάκης μέ τό βιβλίο του «Ἡ πολιτική εἶναι ποιμαντική» καί σέ προηγούμενο ἄρθρο μας3 ἔχουμε δείξει μέσα ἀπό τό ἔργο τοῦ Λουθήρου, ὅτι ἐκεῖνος ἀνάγει τήν κοσμική ἐξουσία σέ ἀπόλυτο ρυθμιστή τῆς γήϊνης πραγματικότητας.
Ἡ Βαυαροκρατία μέ τήν ἐγκατάστασή της στήν Ἑλλάδα ἐφάρμοσε πιστά τίς ἀρχές τοῦ Λουθήρου, ὑπάγοντας τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία στόν ἀπόλυτο ἔλεγχο τῆς Πολιτείας καί ἐξορίζοντάς την ἀπό τήν καθημερινότητα τῶν πιστῶν. Ἔτσι ἐγκαταστάθηκε ὁ Λουθηριανός πολιτικός ὁλοκληρωτισμός καί στήν Ἑλλάδα, μετατρέποντας τήν Ὀρθοδοξία ἀπό περιέχον σέ περιεχόμενο τῆς ζωῆς τοῦ λαοῦ καί καλλιεργώντας αὐτή τή νοοτροπία σέ κλῆρο καί λαό. Μέ τήν εὐθύνη κυρίως τῶν κληρικῶν, οἱ ὁποῖοι αὐτοπεριορισμένοι στούς ναούς ἀσπάσθηκαν σέ μεγάλο βαθμό αὐτήν τήν τοποθέτηση τοῦ Λουθήρου, ἡ πολιτική ἐξουσία μέσω τῆς νομοθεσίας, τῶν ΜΜΕ καί τοῦ ἐκπαιδευτικοῦ συστήματος διαμορφώνει πλέον τίς συνειδήσεις τῶν πολιτῶν, ἐξορίζοντας τόν Χριστό ὅλο καί περισσότερο ἀπό τή ζωή τοῦ λαοῦ, καί αὐτό μέ τήν ἀνοχή τοῦ κλήρου. Τό ἀποτέλεσμα: μιά ὅλο καί πιό ἀποτρόπαια καθημερινότητα, ἕνας βίος ἀβίωτος κυρίως γιά τά παιδιά μας.
Ὁ Λούθηρος εἶναι ἐπίσης ὁ βασικός ὑπεύθυνος γιά τήν αὐτονόμηση τῆς ἐπιστήμης ὡς ἀνεξάρτητης ἀπό τόν Θεό ἐπίδοσης τοῦ ἀνθρώπου. Ἐπηρεασμένος ἀπό τόν Γερμανό μυστικιστή καί ἱεροκήρυκα Johannes Tauler (Ἰωάννη Τάουλερ, περίπου 1300-1361) ὑποβαθμίζει στό ἔπακρο τό λογικό στοιχεῖο τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ ἀποκεκαλυμμένη ἀλήθεια βρίσκεται σύμφωνα μέ τόν θεμελιωτή τῆς Μεταρρύθμισης σέ ὀξεία ἀντίθεση μέ τήν ἀνθρώπινη λογική, ἡ ὁποία εἶναι «πόρνη τοῦ Διαβόλου». «Στά θεῖα πράγματα εἶναι ἀπολύτως τυφλή. Εἶναι τόσο ἐπηρμένη, ὥστε ἀσχολεῖται ἀκόμη καί μέ αὐτά, ἀντιμετωπίζοντάς τα ὅπως ἕνα τυφλό ἄλογο. Ἀλλά ὅσους δρόμους καί νά ἀνοίγει καί ὅπου καί νά κατευθύνει, ὅλα εἶναι μέ ἀπόλυτη βεβαιότητα λανθασμένα καί παραπλανημένα, μέ τήν ἴδια ἀπόλυτη βεβαιότητα πού ζεῖ ὁ Θεός»4. Μέ αὐτές τίς ἐπιθέσεις ἐναντίον τῆς ἀνθρώπινης λογικῆς ὁ Λούθηρος προσπαθεῖ πρό πάντων νά πλήξει τή σχολαστική θεολογία ὡς θεμέλιο τοῦ ἐξουσιαστικοῦ οἰκοδομήματος τοῦ Παπισμοῦ. Γι’ αὐτό καί μέ μένος στρέφεται ἐναντίον τοῦ Ἀριστοτέλη, τόν ὁποῖο ἡ σχολαστική θεολογία ἀνάγει τρόπον τινά σέ 13ο τῶν ἀποστόλων. Στό ἔργο του «Πρός τούς χριστιανούς εὐγενεῖς γερμανικοῦ γένους γιά τή βελτίωση τῆς χριστιανοσύνης» (1520) στιγματίζει τόν Ἀριστοτέλη ὡς «καταραμένο, ὑπερόπτη, πονηρό εἰδωλολάτρη», ὁ ὁποῖος «μέ τά δόλια λόγια του ἔχει παραπλανήσει καί παρασύρει τόσους πολλούς ἀπό τούς καλύτερους χριστιανούς»5. Ἀλλοῦ τόν παρουσιάζει ὡς «ἀρχιδιαβολέα, γελωτοποιό τοῦ Διαβόλου», ὡς «εἰδωλολατρικό θηρίο» κ.ἄ. καί ὑποστηρίζει ὅτι «ὅλος ὁ Ἀριστοτέλης συγκριτικά μέ τήν θεολογία εἶναι ὅπως τό σκοτάδι πρός τό φῶς»6.
Φυσική συνέπεια αὐτῆς τῆς ὑποβάθμισης τῆς ἀνθρώπινης λογικῆς στή συνείδηση τῶν ὀπαδῶν τῆς Μεταρρύθμισης εἶναι τό διαζύγιο πού παίρνει ἡ πίστη στήν ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ ἀπό τήν γνώση πού προάγει ἡ ἐπιστήμη μέσω τῆς ἔρευνας. Ὁ Λούθηρος ἐνδιαφερόταν μόνο γιά τήν ἐλευθερία στήν ἔρευνα τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Χαρακτηριστική εἶναι ἡ στάση πού παίρνει ἔναντι τῆς θεωρίας τοῦ Κοπέρνικου, τήν ὁποία ἀποκαλεῖ «φαεινή ἰδέα ἑνός ἀνόητου, ὁ ὁποῖος θέλει νά ἀναστρέψει ὅλη τήν τέχνη τῆς ἀστρονομίας»7. Ἔτσι ὁ Λούθηρος ἀπογυμνώνει τούς ὀπαδούς του ἀπό τήν ἀγάπη πρός τόν Θεό «ἐξ ὅλης τῆς διανοίας» (Μάρκ. 12, 30). Μέ τήν τοποθέτησή του ἔναντι τῆς ἀνθρώπινης λογικῆς ἀνοίγει τό δρόμο γιά τήν ἀποδέσμευση τῆς ἐπιστήμης ἀπό τήν πηγή της, τόν πανεπιστήμονα Θεό καί φυσικά γιά τήν ὑποτίμηση τοῦ Θεοῦ ὡς Παντοκράτορα πού φροντίζει μέ ἐπιστήμη γιά τά πάντα, τόσο τίς ὑλικές ὅσο καί τίς πνευματικές – ψυχικές διαστάσεις τῆς ζωῆς.
Ἀνοίγει λοιπόν τό δρόμο γιά μιά νέα κατανόηση τῆς ἐπιστήμης, ἡ ὁποία ἀπαλλαγμένη πλέον ἀπό τήν ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ σέ πολλούς ἐκπροσώπους της –ἔντονα ἤδη ἀπό τόν 19ο αἰῶνα– τείνει νά ἐγκαταλείπει τίς ἐπιστημονικές της ἀρχές καί βάσεις καί νά μεταβάλλεται ὅλο καί περισσότερο μέ ἀνεδαφικές «ἐπιστημονικές» θεωρίες –μᾶλλον φαντασιώσεις– σέ ἐργαλεῖο τῆς ἀθεΐας ἐναντίον τοῦ Θεοῦ.
Λέων Μπράνγκ
Δρ. Θεολογίας
Ὑποσημειώσεις:
1. Βλ. Ἄνθρωπος καί Θεάνθρωπος. Μελετήματα Ὀρθοδόξου Θεολογίας, Ἀθήνα 19814, σελ. 126-127.
2. Σχετικά μέ τίς ἐσχατολογικές πεποιθήσεις τοῦ Λουθήρου βλ. τό ἄρθρο τοῦ Thomas Kaufmann μέ τίτλο «Wider Papst, Türken und Juden. Luthers Feindbilder und ihre Nachwirkungen» στόν τόμο: Luther und die Deutschen. Begleitband zur Nationalen Sonderausstellung auf der Wartburg 4. Mai-5. November 2017, Eisenach 2017, σ. 170-171.
3. Βλ. Ἐνοριακή Εὐλογία, τεῦχ. 150, Φεβρουάριος 2015, σ. 70-76.
4. Βλ. Hans Joachim Störig, Kleine Weltgeschichte der Philosophie, Hamburg 1976, τόμ. 1, σ. 292.
5. Βλ. Theodor Mundt (ἐκδότης), Martin Luther´s politische Schriften, Leipzig 1868, σ.137.
6. Βλ. Wolfgang Welsch, Der Philosoph. Die Gedankenwelt des Aristoteles, München 2012, σ.14.
7. Störig, ὅπ. παρ., σ. 293.