Ο ΑΘΗΝΑΓΟΡΙΣΜΟΣ ΚΑΙ Ο ΙΕ΄ ΚΑΝΩΝ ΤΗΣ ΠΡΩΤΟΔΕΥΤΕΡΑΣ ΣΥΝΟΔΟΥ
Τοῦ Πρωτοπρεσβυτέρου π. Βασιλείου Ε. Βολουδάκη
Γιά τόν Οἰκουμενισμό ἔχουν γραφεῖ καί ἐξακολουθοῦν νά γράφονται πολλά καί ἀξιόλογα, ἰδίως ἀπό τοῦ ἔτους 1961 –πού ἄρχισε νά ἐκδίδεται ὁ Ὀρθόδοξος Τύπος– μέχρι σήμερα. Ἔγινε καί γίνεται, ἀναμφισβήτητα, ἕνας κραταιός ἀγώνας πιστῶν Ὀρθοδόξων –Κληρικῶν καί Λαϊκῶν– ἐναντίον ἐκείνων πού ἐπιδιώκουν νά ὑποβιβάσουν τήν ἀποστολή τῆς Ἐκκλησίας ἀπό «Ἐργαστή-ριον Ἁγίων» αἰωνίου Ζωῆς σέ ἐπιγείου ζωῆς μορφωτικό Κολλέγιο γιά «τήν βελτίωση τοῦ ἤθους τῶν ἀνθρώπων»(!), ὅπως ἀκούσαμε μέ φρίκη πρόσφατα νά διακηρύττουν ἀρχιερατικά χείλη!
Σ’αὐτόν τόν ἀγῶνα δέχθηκε καί ἐμένα ἀπό τήν νεαρή μου ἡλικία ὁ ἁγιώτατος π. Μᾶρκος Μανώλης, πρός τόν ὁποῖον αἰσθάνομαι ἰδιαίτερη εὐγνωμοσύνη, γιατί φιλοξένησε ἀπό τοῦ ἔτους 1979 κείμενα καί τῆς δικῆς μου ἰσχνῆς ἀλλά καί ὁλόθερμης μαρτυρίας στόν ἀγωνιστικό «Ὀρθόδοξον Τύπον» καί μέ κατέστησε –στά 42 χρόνια τῆς πνευματικῆς μας ἐπικοινωνίας– κοινωνόν τοῦ πνευματικοῦ του θησαυροῦ, τῶν σκέψεων καί ὁραματισμῶν του, ἀλλά καί τῆς θλίψεώς του γιά τήν σκανδαλίζουσα ποιμαντική πολλῶν Κληρικῶν, ἰδίως δέ, Ἱεραρχῶν.
Πρίν, ὅμως, προχωρήσω στό θέμα μου, παρακαλῶ τούς ἀγαπητούς ἀναγνῶστες νά δώσουν προσοχή καί νά κρίνουν αὐτά καθ’ ἑαυτά τά γραφόμενα, γιατί, δυστυχῶς, πολλοί δίδουν μεγαλύτερη ἔμφαση στούς τίτλους καί στήν προβολή τοῦ προσώπου πού γράφει καί ὄχι στό τί γράφει! Θά παρακαλέσω, ἐπίσης, νά μή ἐκλαμβάνονται τά κείμενά μου ὡς ‘’χάραξη γραμμῆς’’ ἀλλά ΜΟΝΟ σάν προσωπική μου θεώρηση καί μαρτυρία. Παιδιόθεν ἐκφράζω τήν γνώμη μου, ποτέ, ὅμως, δέν ἐπεδίωξα νά ‘’χαράξω γραμμή’’ γιά νά δημιουργήσω ὀπαδούς, ἀλλ’οὔτε, βεβαίως, ἀπέτρεψα ποτέ κάποιον ἀπό τό νά ἀσπασθῆ τίς ἀπόψεις μου.
Αὐτό τό τελευταῖο, πρέπει νά τό προσέξουν πολύ ἐκεῖνοι πού εὐθέως ἤ μέ ὑπονοούμενα μέ συκοφαντοῦν, θεωροῦντες ὅτι τό νά ἀσπαζεται κάποιος τίς ἀπόψεις σου, σημαίνει ὅτι ἐσύ ἐπιδιώκεις τήν δημιουργία «τάσεως», ὅπως συνέβη μέ τήν ἀντιμετώπιση τοῦ ἄρθρου μου «Ἡ Περιλάλητος Σύνοδος τῆς Κρήτης ἀπέθανε καί ἐτάφη»(Ο.Τ. 22-7-2016). Χωρίς νά κάνουν τόν κόπο νά παρουσιάσουν στούς ἀναγνῶστες τους τά κατά τή γνώμη τους ἐπιλήψιμα σημεῖα τοῦ ἄρθρου μου, ἐσκύλευσαν τόν τίτλο του καί ἐνόμισαν πώς ἐξουδετέρωσαν τά γραφόμενα καί τήν «τάση», πού, κατά τή γνώμη τους, εἶχε δημιουργηθεῖ ἀπό αὐτά!
Τό ἄρθρο μου ἐκεῖνο ἐξέφρασε ἁπλῶς τήν δική μου ἄποψη, ὅπως καί κάθε ἄρθρο μου, πού μέ παρακίνηση τῆς συνειδήσεώς μου γράφω. Γιατί πρέπει κάποιος νά μέ φιμώση γιά νά ὑπερισχύση ἡ δική του ἄποψη;
Ὑπεστήριξα καί ἐξακολουθῶ νά ὑποστηρίζω πώς ἡ Σύνοδος τῆς Κρήτης ἦταν ἕνα ἐπί πλέον θεολογικό ἀτόπημα, στό ὁποῖο συνέπραξε ἡ πλειοψηφία τῶν Προκαθημένων γιατί σύρθηκε ἀπό ἐντολές Πολιτικῆς σκοπιμότητος(!), καί ὅτι ὁποιαδήποτε ἐνασχόληση μαζί της, τῆς δίδει σημασία καί στούς πρωτεργάτες της δικαιώματα γιά νά φοβερίζουν περιδεεῖς συνειδήσεις. Κάποιοι ἄλλοι πιστεύουν ὅτι ἀνέτρεψε τό Πιστεύω τῆς Ὀρθοδοξίας ἤ ὅτι μέ τήν δυναμική της θά ἀλλοιώση τήν Ἐκκλησία ! ‘’Μέ ‘γειά τους μέ χαρά τους’’! Αὐτοί ἀναλαμβάνουν τήν εὐθύνη ἔναντι τοῦ Θεοῦ καί τῆς Ἱστορίας μέ τό νά μή ἀφήνουν τή Σύνοδο αὐτή νά λησμονηθῆ. Ἄς συνεχίσουν μέ τίς ἀπόψεις καί τήν τακτική τους. Γιατί πρέπει νά στοιχηθοῦμε ὅλοι μέ τήν δική τους ἄποψη, ἄλλως ‘’φίδι πού μᾶς ἔφαγε’’; Πῶς ἡ συνείδηση ἑνός ἀνθρώπου πού ἐξομολογεῖται καί κοινωνεῖ, ἀνέχεται νά ἀποδίδη μομφές καί σκοπιμότητες στά γραπτά καί στό πρόσωπο ἄλλου συναγωνιστοῦ, ὁ ὁποῖος, μάλιστα, δέν διαφωνεῖ ἐπί τῆς οὐσίας ἀλλά μόνο ὡς πρός τήν τακτική πού πρέπει νά ἀκολουθηθῆ;
Ἄν ξαναδιαβάσουμε τήν ξεχασμένη Ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας μας, ψύχραιμα καί ἐποικοδομητικά, θά διαπιστώσουμε ὅτι ὅλοι ἐκεῖνοι πού ἐπιβουλεύθηκαν ἤ ‘’παζάρεψαν’’ τήν ἀκρίβεια τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως, ἔκαμαν ‘’μιά τρύπα στό νερό’’ καί εἶχαν οἰκτρό τέλος. Τότε θά εἰρηνεύσουμε καί μόνο τότε ὑπάρχει ἐλπίδα νά ξεφύγουμε ἀπό ὅλες αὐτές τίς μικρότητες καί τήν Ὀρθοδοξοδειλία καί νά ἐπακολουθήση ἕνας γόνιμος διάλογος μεταξύ τῶν συναγωνιστῶν, νά διατυπωθοῦν θέσεις καί ἀντιθέσεις –καθ’ ὅτι οὐδείς ἀλάθητος– καί νά δώσουμε ὁλοι μαζί ἕνα οὐσιαστικό «παρών» ἑνωμένων Ὀρθοδόξων ψυχῶν, σ’αὐτές τίς μοναδικά δύσκολες ἡμέρες πού διανύουμε.
*****
Ὁ χρόνος τρέχει καί ἡ ροή του ἔχει «διανοίξει ἡμῶν τόν νοῦν» καί ἔχει ἀποκαλύψει πολλά, ἀκόμη καί σέ ἐμᾶς, πού, παρά τήν ἡλικία μας, ἔχουμε ἀκόμη νηπιάζουσα πνευματική ὅραση, γι’αὐτό αἰσθάνομαι τήν ἀνάγκη νά παραθέσω καί πάλι κάποιες σκέψεις μου, μέ τήν φιλάδελφη ἐλπίδα πώς ἴσως φανοῦν χρήσιμες σέ κάποιους ἀδελφούς μας, πού πελαγοδρομοῦν μέ τά ὅσα ἀντιφατικά πληροφοροῦνται ἀπό τό κατακερματισμένο ἀντιοικουμενιστικό μέτωπο, ὡς πρός τήν ἀκολουθητέα θεολογική καί ἐκκλησιαστική στρατηγική. Πῶς νά γνωρίζης, ἄλλωστε, τό πῶς θά ἀγωνισθῆς, ἄν δέν γνωρίζης ἀπό ποῦ κινδυνεύεις περισσότερο; Γιατί –πρέπει αὐτό νά τό ξεκαθαρίσουμε– ὁ ἀντιοικουμενιστικός ἀγώνας γίνεται ἀποκλειστικά γιά τήν δική μας προστασία καί σωτηρία καί ὄχι γιά τήν σωτηρία τῆς Ἐκκλησίας, ἀφοῦ κατά τήν πνευματική διατύπωση τοῦ Πατρός μας, π. Ἐπιφανίου Θεοδωροπούλου, «Ἡ Ἐκκλησία σώζει, δέν σώζεται»!
Μελετῶντας κανείς μέ πνευματικό τρόπο τό ἱστορικό τόσων αἰώνων ἀνθενωτικῶν ἀγώνων, διακρίνει καθαρά ὅτι καί στόν καιρό μας ὁ Οἰκουμενισμός καί ὁ σκοπός πού ἐπιδιώκει δέν ἄλλαξαν, ἄλλαξε, ὅμως, καί –ὅπως φαίνεται, ἄλλαξε πολύ– ὁ τρόπος, ἡ αἰτιολογία καί, κυρίως, ἔγινε ἀπόλυτη ταύτισή της μέ τά πολιτικῶς ὀρθά, πού ἐπιβάλλονται κάθε μέρα ὅλο καί περισσότερο τυραννικά, «ἀντιστάσεως μή οὔσης», σέ ὁλόκληρη τήν ναρκωμένη ἀνθρωπότητα. Ἄλλαξαν στίς μέρες μας ἀκόμη καί οἱ Παραδοσιακοί καί πνευματικοί Ἐπίσκοποι τῆς Ἐκκλησίας μας, πού ἦσαν κάποτε ἀνύστακτοι φρουροί τῆς Πατρώας Πίστεως καί ἄρχισαν νά ‘’βάζουν νερό στό κρασί τους’’ μετά τά πολλά ‘’σούρτα-φέρτα’’ στίς ξένες Χῶρες, μέ τούς συγχρωτισμούς μέ ἀλλοδόξους καί ἀλλοπίστους, μέ τίς εὐγένειες τῶν σαλονιῶν καί τίς σαγηνευτικές δωροληψίες, πού κάμπτουν ψυχικές ἀντιστάσεις μέσα στήν ὁμιχλώδη ζάλη «τοῦ κόσμου τούτου»!
Γιά νά τιθασεύσουμε, λοιπόν, αὐτό τό Ἑνωτικό καί Ἀνθενωτικό φαινόμενο, τοὐλάχιστον στά πλαίσια τῶν περιορισμῶν τοῦ γραπτοῦ λόγου, ἐπέλεξα νά κωδικοποιήσω, στή συνέχεια, κάπως περισσότερο αὐτό τό ἄρθρο μου, γιά νά διευκολυνθῆ ἡ συνεννόησή μου μέ τούς ἀναγνῶστες, ἀρχίζοντας ἀπό τόν ἀπόλυτο προσδιορισμό τοῦ ἀνθενωτικοῦ ἀγῶνος τῆς Ἀληθείας κατά τοῦ ψεύδους.
Ἔχω τήν σκέψη, καί τήν θέτω ἐνώπιον τῶν Πατέρων καί τῶν ἀδελφῶν μου, ὅτι στή σημερινή ἐποχή τοῦ Συγκρητισμοῦ καί τῆς ἰσοπεδώσεως τῶν ἐννοιῶν καί τῶν πιστευμάτων, εἶναι ἀναγκαῖο νά μιλοῦμε πλέον γιά τήν Παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ὄχι μέ τό χαϊδευτικό αὐτό ὄνομά του, τό ὁποῖο πολλοί ἐκμεταλλεύονται γιά νά παραπλανήσουν τούς πιστούς πώς τἄχα μέ τόν Οἰκουμενισμό νοιάζονται γιά τήν ἐν Χριστῶ ἑνότητα ὅλων τῶν Χριστιανῶν, ἀλλά μέ τό Ὀνοματεπώνυμο, πού ἔχουν ὅλες οἱ μεγάλες αἱρέσεις, τῶν ὁποίων οἱ ἐπιπτώσεις συνεχίζονται καί μετά τήν καταδίκη τους ἀπό τίς Οἰκουμενικές Συνόδους, ὅπως ὁ Μανιχαϊσμός, ὁ Ἀρειανισμός, ὁ Νεστοριανισμός, ὁ Πελαγιανισμός, ὁ Ὠριγενισμός, ὁ Παπισμός, ὁ Βαρλααμισμός κ.ἄ. Συνεπῶς, ἡ Παναίρεση τῶν ἡμερῶν μας, πρέπει νά ἀποκληθῆ ΑΘΗΝΑΓΟΡΙΣΜΟΣ, διότι στηρίζεται ἀποκλειστικά καί μόνο στίς δοξασίες τοῦ ἀθλίου Πατριάρχου ΑΘΗΝΑΓΟΡΟΥ, ὁ ὁποῖος, ξεπερνῶντας σέ πανουργία τούς πρό αὐτοῦ αἱρεσιάρχας, δέν παραχαράσσει ἁπλῶς σέ κάποια σημεῖα τήν δογματική Ἀλήθεια τῆς Ὀρθοδοξίας γιά νά ἐπιτύχη τήν ἕνωση Ἀνατολῆς καί Δύσεως, ἀλλά, διαγράφει τούς ἐπί ἐννέα αἰῶνες (μετά τό Σχῖσμα) ἀγῶνες τῶν ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας, εἰσηγούμενος τήν πλήρη κατάργηση τῆς Θεολογίας!
Μέ τό ἑωσφορικό σύνθημά του «ἀγάπη ἄνευ ὅρων καί ὁρίων», ἔκαμε τήν ἄρση τοῦ Ἀναθέματος κατά τῆς Δυτικῆς πλάνης, θέτων τόν ἄκρατο καί ἄλογο (ἀφοῦ καταργοῦνται οἱ ὅροι καί τά ὅρια) συναισθηματισμό ὡς ἡγεμόνα καί οἰακοστρόφον τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ μας, ὥστε μέ τήν ἀγαπόμορφη αὐτήν πανουργία νά ἀνοίξη ὁ δρόμος καί, εὐχερῶς, πλέον, χωρίς τόν φραγμόν τῆς Θεολογίας νά γίνη ἡ Ἐκκλησία μας ‘’ξέφραγο ἀμπέλι’’ γιά τήν ἐξυπηρέτηση τῶν πολυποικίλων πολιτικῶν σχεδιασμῶν!
Ἄς μοῦ ἐπιτραπῆ νά ἐπαναλάβω μιά περικοπή ἀπό ἐκεῖνα πού ἔγραψα στό ἄρθρο μου «Ἡ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΠΙΒΟΛΗ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΥ», πού δημοσιεύθηκε τόν Ὀκτώβριο τοῦ 2014 στόν «Ὀρθόδοξον Τύπον», γιά νά γίνουν πιό κατανοητά ὅσα προεῖπα:
«Νοεῖται Πατριάρχης νά γράφη ὅτι μέ τήν ἄρση τῶν ἀναθεμάτων (Ἀνατολῆς καί Δύσεως) ‘’ἐπανήλθοµεν αὐτοµάτως εἰς τήν πρό τοῦ 1054 ἐποχήν, καθ’ ἥν ὑπῆρχον µέν διαφοραί µεταξύ τῶν δύο ἐκκλησιῶν καί ἐνίοτε σκληρότερον ἐκδηλούµεναι, ἀλλά διετήρουν τήν ἑνότητα ἐν τοῖς Ἱ. Μυστηρίοις καί ἰδίως ἐν τῷ κοινῷ Ποτηρίῳ, ποία νέα µετά τό 1054 ἐµπόδια ἐνεφανίσθησαν κωλύοντα τήν ἐπάνοδον εἰς τήν πρό αὐτοῦ ἐποχήν;’’!
Εἶχε τό “κουράγιο” νά ἐρωτᾶ τούς θεολόγους περί τοῦ τί ἄλλαξε ἀπό τοῦ 1054 ἕως τῆς 7ης Δεκεμβρίου 1965 (ἡμέρα ἄρσεως τῶν ἀναθεμάτων), ἐνῶ ταυτόχρονα ὁ Πατριάρχης ἦταν “γυμνός” ἀκόμη καί ἀπό στοιχειώδη Ἱστορική γνώση; Δέν εἶχε, ἄραγε, ποτέ πληροφορηθεῖ περί τῶν Σταυροφοριῶν, περί τῆς Ἱερᾶς Ἐξετάσεως, περί τῆς ἐγκαθιδρύσεως Κράτους μέ Ἀρχηγό (=Πρόεδρο) τόν Πάπα, περί ὑπουργοποιήσεως τῶν Ἐπισκόπων καί τῆς μετατροπῆς τους σέ Καρδιναλίους;
Δέν εἶχε πληροφορηθεῖ ὅτι οἱ Λατίνοι –μετά τήν κατάληψη τοῦ θρόνου τῆς Ρώμης ἀπό τούς Φράγκους τοῦ Καρλομάγνου– ἔπαψαν, ὁριστικά πιά, νά θεολογοῦν «ἁλιευτικῶς» καί θεολογοῦν «ἀριστοτελικῶς», ἔχοντες τόν Ἀριστοτέλη «ὡς τρίτον καί δέκατον τῶν Ἀποστόλων»; Δέν εἶχε πληροφορηθεῖ τούς σχετικούς μέ αὐτά ἀγῶνες τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, τοῦ Ἁγίου Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ, τό «Συνοδικόν της Ὀρθοδοξίας» ἁπάσης, πού ἀνυψώνει τόν Ἅγιον Παλαμᾶν ὡς Οἰκουμενικόν Διδάσκαλον;
Δέν εἶχε πληροφορηθεῖ ὅτι στή Δύση δέν ἐκλέγεται Ἐπίσκοπος Ρώμης ἀλλά Ἀρχηγός Κράτους καί, μάλιστα (ὅπως πολύ εὔστοχα σχολιάζει ὁ π. Γεώργιος Μεταλληνός), ὄχι ἀπό τό Σῶμα τῶν Ἐπισκόπων ἀλλά ἀπό τούς ὑπουργούς του, τούς Καρδιναλίους;
Δέν εἶχε πληροφορηθεῖ τό ἀποκορύφωμα τῆς πτώσεως τοῦ «Ἑωσφόρου τῆς Δύσεως», πού αὐτοανακηρύχθηκε Ἀλάθητος(!) καί ὑποκατέστησε τήν Ἐκκλησία μέ τόν ἑαυτόν του, δηλαδή, μέ ἕνα ἄτομο, τό ὁποῖο δέν λογαριάζει κανέναν καί δέν δίνει λογαριασμό σέ κανέναν;
Τό Σχῖσμα τῆς Δύσεως ἀπό τήν Ἀνατολή εἶναι μόνο θέμα ἀναθεμάτων; Εἶναι θέμα πού λύεται διά τῆς ἀναγνώσεως αὐτοσχεδίων εὐχῶν σκοπιμότητος; Γιατί, βεβαίως, Εὐχή γιά ἄρση Ἀναθέματος κατά τῆς πλάνης τοῦ Ἑωσφόρου δέν ἔχει ποτέ συνταχθεῖ μέ τήν Χάριν καί τόν Φωτισμόν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος!»!
Βεβαίως, ὑποκινητής τῶν Πολιτικῶν γιά νά μεταχειρίζονται τούς Κληρικούς, χρυσοπληρώνοντάς τους γιά νά διαιωνίζουν τήν Παναίρεση, εἶναι ὁ Παγκόσμιος Μασωνισμός. Αὐτό ἀποδεικνύεται ἀπό πολλά, ἀλλά καί ἀπό τό πρόσωπο πού ἐπελέγη γιά νά διαγράψη τήν Θεολογία (πού εἶναι τό ἀνυπέρβλητο ἐμπόδιο τῆς πλάνης), δηλαδή ὁ Ἀθηναγόρας, ὁ ὁποῖος ὑπῆρξε συνεπής συνδρομητής καί ὑψηλόβαθμο στέλεχος τῆς Μασωνίας (σημ.: φωτοτυπία τῆς συνδρομῆς τοῦ Ἀθηναγόρα στή Μασωνική Στοά εἴχαμε δημοσιεύσει στό ἄρθρο μας «ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗ: ‘’ΦΑΝΑΡΙ’’ Ἤ ‘’ΛΥΧΝΙΑ’’;», φ. 2106 «ΟΡΘ. ΤΥΠΟΥ», 26-2-2016), καί χάριν αὐτοῦ «ἀποκλείσθηκαν ἀπό τόν τότε Τοῦρκο Νομάρχη Κωνσταντινουπόλεως, μέ διαταγή τῆς Ἀμερικῆς, ὅλοι οἱ ὑποψήφιοι Μητροπολίτες τῆς Πατριαρχικῆς Συνόδου γιά νά ἐκλεγῆ Πατριάρχης ὁ Ἀμερικῆς Ἀθηναγόρας, γιά τοῦ ὁποίου τήν ἐκλογή παραβιάσθηκε καί ὁ τεσκερές τοῦ 1923, ὁ ὁποῖος καθορίζει ὅτι ὅλοι οἱ Οἰκουμενικοί Πατριάρχες πρέπει νά εἶναι Τοῦρκοι ὑπήκοοι». (βλ. ἄρθρο μας «Ο ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΣ: ΕΝ ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΩΣ ΠΟΛΙΤΙΚΟΝ ΕΡΓΑΛΕΙΟΝ», φ. 1793 «ΟΡΘ. ΤΥΠΟΥ», 24-7-2009))!
Προφανῶς, λοιπόν, δέν ἐπαρκεῖ γιά τήν Παναίρεση τῆς ἐποχῆς μας ὁ χαρακτηρισμός της γενικῶς καί ἀορίστως, ὡς Οἰκουμενισμός, διότι αὐτός ὁρίζει μόνο τήν ἐπιδίωξή του γιά τήν ὑπό προϋποθέσεις ἐπανένωση Ἀνατολῆς καί Δύσεως. Ἐπαρκέστερο χαρακτηρισμό θεωροῦμε τόν Ἀθηναγορισμόν, ὁ ὁποῖος περιέχει ὅλο τό βάθος καί τίς ἐπιδιώξεις τῆς Παναιρέσεως. Ἐπιδιώκει δαιμονιωδῶς τήν ἄνομη ἕνωση τοῦ ψεύδους μετά τῆς Ἀληθείας διά τῆς ὁλοσχεροῦς καταργήσεως τῆς Θεολογίας, διότι μόνο μέ τήν κατάργηση τῆς Θεολογίας, καί, συνεπῶς, τῆς Λογικῆς καί τῆς Ἀληθείας τῆς Πίστεώς μας, μπορεῖ νά ἐπιτευχθῆ μιά τόσο δαιμονική ἀπροϋπόθετη ἕνωση!
Αὐτό πού ἔπραξε ὁ Ἀθηναγόρας, γιά πρώτη φορά συνετελέσθη στήν Παγκόσμια Ἐκκλησιαστική Ἱστορία, καί αὐτή ἡ εἰδοποιός διαφορά του συνιστᾶ τόν ΑΘΗΝΑΓΟΡΙΣΜΟ ὡς Παναίρεση, ἐφ’ ὅσον μέ τό ἑωσφορικό σύνθημά του «ἀγάπη ἄνευ ὅρων καί ὁρίων», ἄνοιξε τόν δρόμο, ὄχι μόνο γιά τήν ἕνωση Ὀρθοδοξίας καί Παπικῆς διαστροφῆς, ἀλλά γιά τή συγχώνευση τῆς Ὀρθοδοξίας μέ ὅλες τίς δαιμονικές θρησκεῖες τῆς Ὑφηλίου, ὅπερ καί πραγματοποιεῖται ἐπί τῶν ἡμερῶν μας! Γι’αὐτόν, ἀκριβῶς τόν λόγο ἔγραψε ὁ Ἐκκλησιαστικός Πατέρας μας Ἐπιφάνιος Θεοδωρόπουλος στίς 10 Αὐγούστου 1969, πρός τόν ἀκολουθοῦντα τό Παλαιό Ἡμερολόγιο, π. Θεοδώρητον Μαῦρον, ὅτι «ὁ Ἀθηναγόρας καί ὁ Ἰάκωβος Ἀμερικῆς καί τινες ἄλλοι ἐπεσώρευσαν τοσαύτας εὐθύνας εἰς ἑαυτούς, ὥστε οὐχί μόνον ἐν ζωῇ, ἀλλά καί μετά θάνατον θά ἦτο δυνατόν νά ἀποκηρυχθῶσιν ὑπό τῆς Ἐκκλησίας»! (Ἄρθρα-Μελέται-Ἐπιστολαί, τόμος Β’, Σταμάτα 2017, σελ.327). Δηλαδή, φοβερή καταδίκη, πού ἐπεφυλάχθη σέ αἱρεσιάρχας!
Ο ΙΕ΄ ΚΑΝΩΝ ΤΗΣ ΠΡΩΤΟΔΕΥΤΕΡΑΣ
Προτάξαμε τά περί τοῦ Ἀθηναγορισμοῦ, πρό τῆς ἑρμηνείας τοῦ ΙΕ’ Κανόνος τῆς Πρωτοδευτέρας, πού θά ἐπιχειρήσουμε ἐν συνεχείᾳ, διότι τά θεωροῦμε ἀναγκαιοτάτη προϋπόθεση γιά τήν Ὀρθόδοξη προσέγγιση τοῦ τόσον πολύ κακοποιημένου νοήματος τοῦ Κανόνος αὐτοῦ, δεδομένου ὅτι μετά τήν ἀθεολόγητη καί ἀδιάκριτη Σύνοδο τῆς Κρήτης ἦλθε πάλι στό προσκήνιο μέ κάποιες ἀπόπειρες ἐφαρμογῆς του.
Ἐπαναλαμβάνω γιά μιά ἀκόμη φορά, ὅτι οἱ γραμμές, πού θά ἀκολουθήσουν, ἐκφράζουν ἀποκλειστικά καί μόνον τίς ἐπί τοῦ προκειμένου ἀπόψεις μου, ὅτι δέν ἐπιθυμῶ νά «χαράξω γραμμήν» ἤ νά δημιουργήσω «τάσιν», οὔτε νά ἀντιπολιτευθῶ τούς τυχόν ἀντιφρονοῦντας.
Παραθέτω τόν Κανόνα:
«Τὰ ὁρισθέντα ἐπὶ πρεσβυτέρων καὶ ἐπισκόπων καὶ μητροπολιτῶν, πολλῷ μᾶλλον καὶ ἐπὶ πατριαρχῶν ἁρμόζει. Ὥστε, εἴ τις πρεσβύτερος ἤ ἐπίσκοπος ἢ μητροπολίτης τολμήσειεν ἀποστῆναι τῆς πρὸς τὸν οἰκεῖον πατριάρχην κοινωνίας καὶ μὴ ἀναφέρει τὸ ὄνομα αὐτοῦ, κατὰ τὸ ὡρισμένον καὶ τεταγμένον, ἐν τῇ θείᾳ μυσταγωγίᾳ, ἀλλὰ πρὸ ἐμφανείας συνοδικῆς καὶ τελείας αὐτοῦ κατακρίσεως σχίσμα ποιήσει, τοῦτον ὥρισεν ἡ ἁγία σύνοδος, πάσης ἱερατείας παντελῶς ἀλλότριον εἶναι, εἰ μόνον ἐλεγχθείη τοῦτο παρανομήσας. Καὶ ταῦτα μὲν ὥρισται καὶ ἐσφράγισται περὶ τῶν προφάσει τινῶν ἐγκλημάτων τῶν οἰκείων ἀφισταμένων προέδρων καὶ σχίσμα ποιούντων καὶ τὴν ἕνωσιν τῆς Ἐκκλησίας διασπώντων. Οἱ γὰρ δι᾿ αἱρεσίν τινα, παρὰ τῶν ἁγίων Συνόδων ἢ Πατέρων κατεγνωσμένην, τῆς πρὸς τὸν πρόεδρον κοινωνίας ἑαυτοὺς διαστέλλοντες, ἐκείνου τὴν αἵρεσιν δηλονότι δημοσίᾳ κηρύττοντος καὶ γυμνῇ τῇ κεφαλῇ ἐπ᾿ ἐκκλησίας διδάσκοντος, οἱ τοιοῦτοι οὐ μόνον τῇ κανονικῇ ἐπιτιμήσει οὐχ ὑποκείσονται, πρὸ συνοδικῆς διαγνώσεως ἑαυτοὺς τῆς πρὸς τὸν καλούμενον ἐπίσκοπον κοινωνίας ἀποτειχίζοντες, ἀλλὰ καὶ τῆς πρεπούσης τιμῆς τοῖς ὀρθοδόξοις ἀξιωθήσονται. Οἱ γὰρ ἐπισκόπων, ἀλλὰ ψευδεπισκόπων καὶ ψευδοδιδασκάλων κατέγνωσαν, καὶ οὐ σχίσματι τὴν ἕνωσιν τῆς ἐκκλησίας κατέτεμον, ἀλλὰ σχισμάτων καὶ μερισμῶν τὴν ἐκκλησίαν ἐσπούδασαν ῥύσασθαι».
Πρόκειται, λοιπόν, γιά τόν δέκατον πέμπτον ἀπό τούς δέκα ἑπτά Κανόνας, πού ἐθέσπισε ἡ ἀνωτέρω Σύνοδος, ἡ ὁποία συνεκλήθη ὑπό τοῦ Μ. Φωτίου στήν Κωνσταντινούπολη τό ἔτος 861 σέ δύο Συνεδρίες, ἴσως δέ, γι’αὐτό καί ἔλαβε τόν χαρακτηρισμό Πρωτοδευτέρα, ἄν και ἐπ’αὐτοῦ οἱ ἀπόψεις διίστανται. Πάντως, οἱ συνεδρίες τῆς Συνόδου αὐτῆς ὑπῆρξαν αἱματηρές(!) λόγω τῶν ἐπεισοδίων πού δημιούργησαν οἱ ἀντιμαχόμενες μερίδες, οἱ ὁποῖες –κατά τήν μαρτυρία τοῦ Ζωναρᾶ– «ἐς τοσοῦτον τήν στάσιν αὐτῶν προελθεῖν, ὡς καί μέχρι ξιφουλκίας καί φόνων χωρῆσαι καί οὕτω διαλυθῆναι τήν πρώτην ἐκείνην συνεδρίαν»(Ράλλη-Ποτλῆ Σύνταγμα, τ.Β΄, σελ.647-648)! Ὁ ἐκκλησιαστικός Ἱστορικός Βασίλειος Στεφανίδης, ἐξετάζοντας τά αἴτια τῆς διαλύσεως τῆς πρώτης συνεδρίας τῆς Συνόδου, γράφει: «ὁ Ζωναρᾶς καί ὁ Βαλσαμών ὡς αἰτίαν διαλύσεως τῆς Συνόδου ἀναφέρουσι τήν διάστασιν καί σύγκρουσιν τῶν ὀρθοδόξων καί τῶν ἑτεροδόξων ἐπί δογματικῶν ζητημάτων ἀλλ’ αὕτη εἶναι ἀστήρικτος εἰκασία καί δεικνύει τήν δυσκολίαν εὑρέσεως τῆς σημασίας τοῦ ὀνόματος τῆς Συνόδου» («Ἐκκλησιαστική Ἱστορία», Ἀθῆναι 1970, σελ. 348).
Καί πράγματι, δέν ἦταν αὐτή ἡ αἰτία, ἐφ’ ὅσον ἡ Σύνοδος κατ’ ἐξοχήν συνεκλήθη κατά τοῦ Πατριάρχου Ἰγνατίου. Αὐτό τό ὑπογραμμίζει καί ὁ Βαλσαμών: «Ἐπί τῶν ἡμερῶν τοῦ ἁγιωτάτου ἐκείνου Πατριάρχου κυροῦ Φωτίου, τοῦ τό Νομοκάνονον συνθεμένου, συνεκροτήθη κατά τοῦ μακαριωτάτου Πατριάρχου Ἰγνατίου Οἰκουμενική Σύνοδος».
Κατά τήν διάρκεια τῆς πρώτης συνεδρίας, ἐτέθη –λόγῳ τῶν ἐπιστολῶν τοῦ Πάπα Νικολάου– πρός συζήτηση, δηλαδή δευτερευόντως, τό δογματικό ζήτημα τοῦ Πρωτείου τοῦ Ἐπισκόπου Ρώμης, τό ὁποῖο ἦλθε στό προσκήνιο μέ τήν ἐκθρόνιση τοῦ Ἰγνατίου. Ὁ Πάπας Νικόλαος θεώρησε πώς ἡ Δογματική τῆς Ἐκκλησίας μας δίδει στόν Θρόνο τῆς Ρώμης τό προνόμιο νά ὑπερέχη ἀπολύτως τῶν ἄλλων Ἐπισκοπικῶν Θρόνων καί δέν ἀρκέσθηκε στό «πρωτεῖον τιμῆς» ὡς «primus inter pares”. Γι’ αὐτό ἐπιμένουμε στό ἱστορικό τοῦ Κανόνος, καθ’ὅτι ἔχει ἀποφασιστική σημασία γιά τήν ὀρθή προσέγγιση καί ἑρμηνεία τοῦ ΙΕ΄Κανόνος.
Ἡ Πρωτοδευτέρα (στό ἑξῆς Α΄& Β’), λοιπόν, συνεκλήθη γιά τήν εἰρήνευση τῆς Βασιλευούσης ἀπό τήν ἀντιπαλότητα τῶν ὑποστηρικτῶν τοῦ Ἰγνατίου, οἱ ὁποῖοι, μέ τόν τυφλό τους φανατισμό –ὅπως ὅλοι οἱ μετά «ζήλου οὐ κατ’ἐπίγνωσιν» κινούμενοι– ἔφθασαν στό σημεῖο «ὡς καί μέχρι ξιφουλκίας καί φόνων χωρῆσαι», πρᾶγμα τό ὁποῖο ἀποδεικνύει περίτρανα ὅτι ἡ ἀναταραχή δέν εἶχε αἴτιο δογματικές διαφορές, ἐφ’ ὅσον στήν Βασιλεύουσα δέν ὑπῆρχε πλῆθος ἑτεροδοξούντων (ἔστω καί γιά τό ζήτημα τοῦ Πρωτείου) ἀλλά μόνο δύο πλησιόχωροι στήν Ρώμη Ἐπίσκοποι πού ἀπέστειλε ὁ Πάπας Νικόλαος ὡς ἐκπροσώπους του, «τόν Πόρτου Ροδοάλδον καί τόν Ἀναγνίας Ζαχαρίαν» (ὅ.ἀ.,Β.Στεφανίδου«ἘκκλησιαστικήἹστορία»).Ἡ ἀναταραχή στήν Κωνσταντι-νούπολη ἦταν τόσο σφοδρή (σημ.: εἶχαν προηγηθεῖ αὐστηρά μέτρα τοῦ Βάρδα κατά τοῦ Ἰγνατίου καί τῶν ὀπαδῶν του, «κακοποίησις, κάθειρξις, ἐξορία»), ὥστε προκάλεσε τήν σύγκληση Συνόδου τόσο ἐπισήμου, ὡς ἡ σύγκληση Οἰκουμενικῆς, μέ ἀριθμό Ἐπισκόπων πλέον τῶν 318 καί μέ τήν αὐτοπρόσωπη παρουσία τοῦ Αὐτοκράτορος Μιχαήλ, ὁ ὁποῖος παρέστη «μετά πολλῶν μεγιστάνων». Ἡ παρουσία τοῦ Αὐτοκράτορος σέ Συνόδους, ἦταν πάντοτε ἔνδειξη τῆς κρισιμότητος τῆς καταστάσεως, καί ἀποδεικτικό στοιχεῖο ὅτι ἡ Σύνοδος συνεκλήθη γιά τήν εἰρήνευση τῆς Αὐτοκρατορίας.
Ἡ μερίδα τῶν μετά φανατισμοῦ ὑποστηρικτῶν τοῦ Ἰγνατίου, ὑποκινού-μενοι καί ἀπό τούς Κληρικούς ἐκείνους πού δέν ἐμνημόνευαν τόν Πατριάρχη Φώτιον ἀλλά ἐξακολουθοῦσαν νά μνημονεύουν τόν Ἰγνάτιον, δημιουργοῦντες σύγχυση καί ταραχή στόν λαό, εἶχε ἕνα ἰσχυρό ἀγωνιστικό κίνητρο: τό ὅτι ὑπε-στήριζε μιά ἀσκητική προσωπικότητα, ἕνα ἅγιο Πατριάρχη. Δέν εἶχαν, ὅμως, οἱ ὑποστηρικταί τοῦ Ἰγνατίου τήν πνευματική ὁρατότητα νά διακρίνουν ὅτι ἐκεῖνος, κατ’ ἄνθρωπον μέν ἐκθρονίσθηκε ἀπό τήν Πολιτική ἐξουσία, ἀλλ’ ὅτι καί Πατριάρχης εἶχε ἀναδειχθεῖ ἀπό τήν Πολιτική ἐξουσία, ὡς υἱός τοῦ Αὐτοκράτορος Μιχαήλ τοῦ Ραγκαβέ! Σύν τοῖς ἄλλοις, δέ, δέν εἶχε τόν πολυποίκιλο ἐξοπλισμό τοῦ Φωτίου, ἦταν ἀντίθετος μέ τήν πνευματική καί εἰς βάθος ἐπιστημονική μελέτη τῆς Θεολογίας, ὑποστηρίζοντας ὅτι αὐτό θά ἔβλαπτε τήν Ἐκκλησία, καί, κοντολογίς, ἀδυνατοῦσε νά ἀντιληφθῆ τήν κρισιμότητα τῶν καιρῶν καί νά ἀντιμετωπίση μέ ἀποτελεσματικότητα τήν ἐκ Ρώμης Παπική ἀπολυταρχία.
Ὁ Ἰγνάτιος, «ἐκλήθη καί παρέστη», στήν Α΄& Β’ Σύνοδο, ἡ ὁποία τόν καθήρεσε «συμφώνως πρός τόν 30ον Κανόνα τῶν ἁγίων Ἀποστόλων», καθ’ ὅτι «ἐν τῇ Συνόδῳ ἐμαρτυρήθη ὑπό πολλῶν , ὅτι ὁ Ἰγνάτιος ἐχειροτονήθη χωρίς νά ψηφισθῇ ὑπό Συνόδου καί ὅτι βίᾳ κατέλαβε τόν θρόνον» (ὅ.ἀ., Ἐκκλ. Ἱστορία, σελ. 349).
Τό σημαντικότερο, ὅμως –κατά τήν προσωπική μου ἄποψη– ἀποδεικτικό στοιχεῖο ὅτι ἡ Α΄& Β’ Σύνοδος συνεκλήθη μέ κύριο σκοπό τήν εἰρήνευση τῆς Αὐτοκρατορίας καί τήν ἀποτροπή σχίσματος, ἀπό τήν ἐξαγριωμένη διά-σταση ὑποστηρικτῶν τοῦ Ἰγνατίου καί τοῦ Φωτίου, εἶναι ὅτι ἀπό τήν Σύνοδο αὐτή δέν διεσώθησαν Πρακτικά, ἀλλά μόνο οἱ 17 Κανόνες, οἱ ὁποῖοι ἐκφράζουν καί τόν ἀποκλειστικό σκοπό τῆς συγκλήσεώς της. Ἰδιαιτέρως ὁ ΙΕ΄Κανών εἶναι ἐκεῖνος, πού με τήν διατύπωσή του καθιστᾶ σαφές ὅτι ΜΟΝΟ αἵρεση κατεγνωσμένη σαφῶς ὑπό τῆς Ἐκκλησίας δικαιολογεῖ τήν διακοπή τοῦ Μνημοσύνου τοῦ Ἐπισκόπου ἀπό τούς Κληρικούς του, καί πάλι, χωρίς νά ὑποχρεώνονται οἱ Κληρικοί στή διακοπή τῆς μνημονεύσεως τοῦ αἱρετικοῦ Ἐπισκόπου! Τόση ἔμφαση καί σημασία δίδει ἡ Ἐκκλησία μας στήν Εἰρήνη, καί τόσο φρικτή θεωρεῖ τήν διάσπαση καί τά σχίσματα μεταξύ τῶν πιστῶν, ὥστε θεωρεῖ ὡς προτιμωτέρα τήν ἀνοχή ἐκ μέρους τῶν Κληρικῶν ἀκόμη καί τῶν ἀποδεδειγμένως αἱρετικῶν Ἐπισκόπων!
Εἶναι, ἄραγε, τυχαῖο, ὅτι ὁ ΙΕ΄Κανών τῆς Α΄& Β’ εἶναι ὁ μοναδικός Κανών πού ἐπιτρέπει στούς Κληρικούς ὅλων τῶν βαθμῶν τήν διακοπή μνημοσύνου τοῦ Ἐπισκόπου πρό Συνοδικῆς καταδίκης αὐτοῦ, καί αὐτό, βεβαίως, ΜΟΝΟ ἐάν ὁ Ἐπίσκοπός τους κηρύσσει «αἱρεσίν τινα, παρὰ τῶν ἁγίων Συνόδων ἢ Πατέρων κατεγνωσμένην»; Ἀσφαλῶς καί δέν εἶναι τυχαῖο. Διότι τότε, ἐμάχοντο ὑποστηρίζοντες μέχρι θανάτου, ὁ καθένας μέ τήν δική του ἑρμηνευτική τήν Κανονικότητα Ἰγνατίου καί Φωτίου. Ἐμάχοντο γιά τήν Κανονικότητα τῶν Πατριαρχῶν, ὄχι κατηγορῶντας τους γιά αἵρεση. Ἔπρεπε νά εἰρηνεύση ἡ Βασιλεύουσα, μέ τό νά γίνη σαφής ἀντιδιαστολή τῆς αἱρέσεως ἀπό τήν ἔλλειψη Κανονικότητος. Τό μήνυμα τῆς Συνόδου ἦταν σαφές: Ἡ Κανονικότητα εἶναι στήν ἀποκλειστική εὐθύνη καί ἁρμοδιότητα τῶν κατά τόπους Ἐπισκοπικῶν Συνόδων καί ὅποιος Κληρικός ἀντιτάσσεται καθαιρεῖται καί ἀφορίζεται, ἐνῶ, στήν περίπτωση «γυμνῇ τῇ κεφαλῇ» κηρυσσομένης αἱρέσεως ἀπό Ἐπισκόπους, τόν λόγο ἔχουν (ἄν, βεβαίως τό θέλουν καί τό κρίνουν ἐπιβεβλημένο) καί οἱ Ἐπίσκοποι ἀλλά καί οἱ Κληρικοί ὅλων τῶν βαθμῶν, διακόπτοντες τήν μνημόνευση τοῦ ὀνόματος τοῦ αἱρετικοῦ Ἐπισκόπου κατά τίς Λατρευτικές Συνάξεις. Στά ὀξυμένα πάθη τῆς περιόδου αὐτῆς, ἡ προβολή μιᾶς δυνατότητος ἀντιδράσεως τῶν Κληρικῶν στήν ἀκραία Ἐπισκοπική ἀσέβεια ἦταν μιά παραχώρηση τῆς Συνόδου πνευματικά καί ψυχολογικά ἐπιβεβλημένη.
* * *
Ὅσα προεγράφησαν, ἐγράφησαν γιά τήν μεταφορά τους ὡς Ἱστορική καί Θεολογική πρακτική τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας, γιά νά συμβάλουν στόν τερματισμό τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἀναταραχῆς τῶν ἡμερῶν μας πού ὀφείλεται στή διακοπή τοῦ μνημοσύνου Σεβασμιωτάτων Μητροπολιτῶν τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἐκ μέρους εὐσεβῶν καί ἀγωνιστῶν Κληρικῶν, οἱ ὁποῖοι, ὅμως, κατά τήν προσωπική μου ἐκτίμηση, δέν ἔλαβαν ὑπ’ ὄψει τους τό πνεῦμα πού κρύπτεται ὄπισθεν τοῦ Ἑνός καί Μοναδικοῦ, ἄλλωστε, Ἱ. Κανόνος πού ἐπικαλοῦνται.
Δέν ἀρκέσθησαν, ὅμως, στή δική τους ἑρμηνεία τοῦ ΙΕ΄Κανόνος τῆς Α΄& Β’ Συνόδου, ἀλλά ἐπικαλοῦνται καί τόν Ἐκκλησιαστικό Πατέρα τῆς Ἐκκλησίας μας, π. Ἐπιφάνιον Θεοδωρόπουλον, τόν ὁποῖον παρουσιάζουν ὡς εὐλογοῦντα τήν σημερινή ἐπιλογή τῆς παύσεως τοῦ μνημοσύνου Σεβασμιωτάτων Ἀρχιερέων τῆς Ἐκκλησίας μας, γιά τόν λόγον ὅτι συγκεκριμένοι Ἀρχιερεῖς ἐμπίπτουν τἄχα στίς προδιαγραφές τοῦ Κανόνος αὐτοῦ, ὁ ὁποῖος δυνητικά ἐπιτρέπει τήν διακοπή μνημοσύνου αἱρετικοῦ Ἐπισκόπου ἀπό τούς Κληρικούς του, πρό Συνοδικῆς καταδίκης αὐτοῦ!
Ὅλοι αὐτοί οἱ σύγχρονοι ἑρμηνευταί τῶν Ἱ. Κανόνων, ὄχι μόνο δέν ἔζησαν ἀπό κοντά τόν π. Ἐπιφάνιον γιά νά γνωρίσουν τόν βαθύτατον Θεολογικόν καί διακριτικόν νοῦν του καί τήν εὐρύτητα τῆς Ὀρθοδόξου σκέψεώς του, ἀλλά καί δέν ἔκαμαν τόν κόπο νά συσχετίσουν μέ τήν σημερινή πραγματικότητα ἐκεῖνα πού ἔγραψε τό 1969, τό 1970 κ.ἑξ. ὁ π. Ἐπιφάνιος, πρός τόν μοναχόν Νικόδημον καί ἐν συνεχείᾳ στόν π. Θεοδώρητον Μαῦρον καί τόν Διονύσιον Μπατιστᾶτον.
Γιά τούς μαθητάς τοῦ π. Ἐπιφανίου, παρ’ ὅτι ἐκεῖνος στήν πρός τόν μοναχόν Νικόδημον Ἐπιστολή του δέν προβαίνει σέ λεπτομερῆ Ἱστορική καί Θεολογική ἑρμηνεία τοῦ ΙΕ΄Κανόνος, ἀλλά ὑπογραμμίζει μόνο ὅτι ὁ Κανών αὐτός δέν εἶναι ὑποχρεωτικός ἀλλά δυνητικός, γίνεται σαφές ὅτι γιά νά ἐφαρμοσθῇ χωρίς Κανονικές κυρώσεις γιά τούς Κληρικούς πού θά διακόψουν τό μνημόσυνο τοῦ Ἐπισκόπου τους πρέπει νά συντρέχουν οἱ ἑξῆς προϋποθέσεις:
- Ὁ Ἐπίσκοπος τῶν Κληρικῶν νά κηρύττῃ «γυμνῇ τῇ κεφαλῇ» αἵρεση καταδικασμένη ἀπό Οἰκουμενικές Συνόδους ἤ ἀπό τό consensus patrum. «Γυμνῇ (δέ) τῇ κεφαλῇ», σημαίνει νά κηρύττῃ αἵρεση ἀνερυθρίαστα, μέ σκοπό νά τήν ἐπιβάλη διά τῆς βίας στούς Κληρικούς του.
Καί 2. Νά κηρύττῃ τήν αἵρεση στίς Λατρευτικές καί Ποιμαντικές Συνάξεις. Αὐτό σημαίνει τό «ἐπ᾿ ἐκκλησίας διδάσκοντος».
Αὐτά, συνέτρεξαν στό πρόσωπο τοῦ Πατριάρχου Ἀθηναγόρα καί τοῦ τότε Ἀρχιεπισκόπου Ἀμερικῆς Ἰακώβου, γιά τούς ὁποίους ὁ π. Ἐπιφάνιος, ὅπως προείπαμε, ἔγραψε: «ὁ Ἀθηναγόρας καί ὁ Ἰάκωβος Ἀμερικῆς καί τινες ἄλλοι ἐπεσώρευσαν τοσαύτας εὐθύνας εἰς ἑαυτούς, ὥστε οὐχί μόνον ἐν ζωῆ, ἀλλά καί μετά θάνατον θά ἦτο δυνατόν νά ἀποκηρυχθῶσιν ὑπό τῆς Ἐκκλησίας»!
Δηλαδή, ἀναφερόμενος ὁ π. Ἐπιφάνιος σ’αὐτούς τούς σαφῶς καί ἀποδεδειγμένως αἱρετικούς Ἀρχιερεῖς, ἔγραψε ὅτι ὅποιος δέν διακόψη τό μνημόσυνό τους δέν ἁμαρτάνει οὔτε μειοδοτεῖ σέ Ὀρθοδοξία! Αὐτό τό ἐπιβεβαιώνει ὁ ἴδιος ὁ π. Ἐπιφάνιος στήν ἀνωτέρω μνημονευθεῖσα Ἐπιστολή του πρός τόν π. Θεοδώρητον Μαῦρον: «Ἄν ὁ Κανών τῆς Πρωτοδευτέρας ἐθεώρει κατακριτέους τούς μή παύοντας τό μνημόσυνον αἱρετικοῦ Ἐπισκόπου μέχρι τῆς ὁριστικῆς καταδίκης αὐτοῦ, θά ἔλεγε τοῦτο ρητῶς. Ἐκτός δέ τούτου ἡ Ἐκκλησία θά ἐγνώριζε τιμωρίας ἤ ἔστω ἐπιτιμήσεις Κληρικῶν ἐνεργησάντων οὕτω». Στήν ἴδια, μάλιστα ἐπιστολή ἀποκαλύπτει ὁ π. Ἐπιφάνιος κάτι πολύ σημαντικό, πού πρέπει νά συνεκτιμηθῆ μέ τά δεδομένα τοῦ ἄρθρου μας: «....Ἀπέκλεισα τήν ἀποκήρυξιν τοῦ Πατριάρχου. Ἀπέτρεψα ἀπό τῆς παύσεως τοῦ μνημοσύνου αὐτοῦ ἀλλά δέν ἀπέκλεισα ταύτην. Εἶδον αὐτήν ὡς τό ἔσχατον ὅριον ὅ ἐπιτρέπουσιν ἐν προκειμένῳ οἱ Ἱ. Κανόνες»! (ὅ. ἀ. Σελ.326-328). Δηλαδή, ὁ π. Ἐπιφάνιος, ἀπέτρεψε καί τό δυνητικόν, ἁπλῶς δέν τό ἀπέκλεισε!
Καί, τό ἐξαιρετικά σημαντικό: Ὁ π. Ἐπιφάνιος, δέν ἔγραψε ὅτι ΙΕ΄Κανών τῆς Α΄& Β’ Συνόδου ἐπεκτείνεται καί στούς Ἐπισκόπους πού συλλειτουρ-γοῦν μέ τόν Ἀθηναγόρα καί τόν Ἰάκωβον ἤ ἔχουν μετ’αὐτοῦ Ἐκκλησιαστική κοινωνία, ὥστε νά ἔχουν οἱ Κληρικοί τήν εὐχέρεια νά διακόψουν καί τό μνημόσυνο τῶν μετ’ αὐτῶν συλλειτουργούντων!
Γιατί περί αὐτοῦ πρόκειται. Σήμερα, ὅσοι Κληρικοί διέκοψαν τό μνημόσυνο τῶν Ἐπισκόπων τους τό ἔπραξαν ὄχι γιατί οἱ Ἐπίσκοποί τους εἶναι αἱρετικοί, ἀλλά γιατί συλλειτουργοῦν οἱ Ἐπίσκοποί τους μέ τόν Πατριάρχη Βαρθολομαῖον(!), τούς Πατριαρχικούς καί τινας ἄλλους συμπροσευχομένους μέ αἱρετικούς καί ἀλλοθρήσκους! Τό προβλέπει αὐτό ὁ ΙΕ΄Κανών τῆς Α΄& Β’ Συνόδου; Ὄχι, βέβαια! Ἤ μήπως προβλέπει ὁ Κανών ὅτι ἐφαρμόζεται καί γιά τούς Ἐπισκόπους ἐκείνους πού μετέσχον σέ τραγελαφική Σύνοδο, ὅπως ἡ Σύνοδος τῆς Κρήτης, τήν ὁποία οὐδείς Ἐπίσκοπος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἀντιμετωπίζει σοβαρά, ἀσχέτως τῶν κατά καιρούς εὐφήμων ἐκφράσεων κάποιων Ἐπισκόπων γιά Ἐθνικούς λόγους, ἀπό σεβασμό πρός τόν θεσμό τοῦ Πατριαρχείου καί πρός περιορισμό τοῦ ρεζιλέματος ἐντός τῶν τειχῶν;
Σέ ἕνα σπάραγμα κειμένου τοῦ π. Ἐπιφανίου διαβάζουμε αὐτά πού ἔγραψε σέ κάποιους ψιθυριστάς, πού τόν κατηγοροῦσαν ὅτι δέν λειτουργεῖ γιατί ἔχει κρίση συνειδήσεως, παρ’ὅτι συνιστᾶ σέ ἄλλους νά μνημονεύουν τούς Ἐπισκόπους πού συλλειτουργοῦσαν μέ τόν Ἀθηναγόρα: «Παράπεμψον εἰς ἐμέ αὐτόν, τούς ψιθυριστάς, ἵνα τελέσω ἐνώπιον αὐτῶν τήν Θ.Λειτουργίαν ἤ οἱανδήποτε ἄλλην ἱεράν Ἀκολουθίαν καί μέ ἀκούσωσιν ἰδίοις ὠσίν μνημονεύοντα ἄνευ οὐδενός δισταγμοῦ τῶν Ἐπισκόπων τῆς Ἐκκλησίας μου» (ὅ. ἀ. Ἄρθρα-Μελέται-Ἐπιστολαί τ.Β’,σελ.357).
Συμπέρασμα:Ἕνας τηλικοῦτος ἀνήρ, ἕνας στύλος τῆς Ὀρθοδοξίας, πού καθοδήγησε Θεοπρεπῶς τό Πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας στίς ἔσχατες καί ἄνικμες πνευματικά ἡμέρες μας, δέν διενοήθη νά διακόψη τό μνημόσυνο τῶν Ἐπισκόπων τῆς Ἐκκλησίας μας. Ποιός, μαθητευθείς σέ Ἐκεῖνον, θά ἔχη τό ‘’κουράγιο’’ νά παραστήση τόν σωτῆρα τῆς Ὀρθοδοξίας, καθυβρίζων μέ τήν ἀποδοκιμασία πού ἁρμόζει μόνο σέ πωρωμένους καί ἀδιστάκτους αἱρετικούς, δηλαδή μέ τήν διακοπή τοῦ μνημοσύνου τῶν Ὀρθοδόξων Ἐπισκόπων μας;
Τήν ἀπάντηση μᾶς τήν δίδει ὁ ἴδιος ὁ π. Ἐπιφάνιος:
«Ἀδελφοί μου, φοβήθητε τούς αἱρετικούς καί τούς φιλαιρετικούς, ἀλλά φοβήθητε καί τούς ΥΠΕΡΟρθοδόξους. ‘’Οὐκ ἐκκλινεῖτε εἰς δεξιά ουδέ εἰς ἀριστερά’’(Δευτ.5,32)» (ὅ. ἀ. Σελ.358).
π. Βασίλειος Ε. Βολουδάκης