Τά βιώματα τῶν παιδιῶν,
θεμέλιο γιά τήν μετέπειτα ζωή τους
Διαβάζοντας βιβλία μέ πασχαλινά διηγήματα τοῦ Κόντογλου, τοῦ Παπαδιαμάντη, τοῦ Ξενόπουλου, τῆς Σουρέλη καί ἄλλων μεγάλων συγχρόνων συγγραφέων, ταξιδεύει ὁ ἀναγνώστης μέσα ἀπό τίς σελίδες τους σέ ἐποχές καί καταστάσεις, πού οἱ ἄνθρωποι ζοῦσαν ἔντονα καταστάσεις χαρᾶς, γιορτῆς, κατάνυξης καί γαλήνης. Ἱστορίες ἀπό τά Ἑλληνικά νησιά, παραδόσεις καί ἔθιμα ἀπό τήν Κεντρική καί Βόρεια Ἑλλάδα, ὑπέροχες λαογραφικές ἱστορίες πού διηγοῦνται πῶς ἔφθαναν οἱ Ἕλληνες νά γιορτάσουν τό Πάσχα, ἀφοῦ πρῶτα βίωναν τά Πάθη τοῦ Χριστοῦ μέρα-μέρα, ὅπως τά περιγράφει ἡ Ἐκκλησία μας στίς ὑπέροχες καί κατανυκτικές Ἀκολουθίες.
Μελετῶντας τίς ἱστορίες αὐτές, διαπιστώνει ὁ ἀναγνώστης ὅτι τή γιορτή καί τήν χαρά στούς ἀνθρώπους δέν τήν δημιουργοῦσαν τά διάφορα ἔθιμα, αὐτά καθ’ἑαυτά, ἀλλά ὁ τρόπος πού τά βίωναν. Τά ἔθιμα ἀπό μόνα τους δέν μποροῦν νά προκαλέσουν χαρά στήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου. Δέν εἶναι τό κόκκινο αὐγό, ἤ τό πασχαλινό τσουρέκι, ἤ τό ψήσιμο τοῦ ἀρνιοῦ ἡ αἰτία νά νιώσει ὁ ἄνθρωπος τήν γιορτή. Σήμερα μποροῦμε νά ἀγοράσουμε ἕτοιμα αὐτά τά τρόφιμα καί νά γιορτάσουμε τό Πάσχα. Θά ἔχει ὅμως καμμία σχέση ἡ γιορτή αὐτή, μέ τήν γιορτή πού γινόταν κάποτε; Ἄν δέν μυρίσει τό σπίτι φρεσκοψημμένο τσουρέκι, μποροῦμε νά νιώσουμε αὐτήν τήν λαχτάρα καί τήν γλυκιά ἀναμονή πού ἔνιωθαν τότε τά παιδιά, βλέποντας τή μαμά καί τήν γιαγιά νά φουρνίζουν λαχταριστά τσουρέκια γιά τό Πάσχα; Οἱ ἄνθρωποι παλιά, συγκεκριμένες ἡμέρες τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος ἔκαναν καί ἀπό κάτι: Μεγάλη Τρίτη ἑτοίμαζαν τά πασχαλινά κουλούρια, Μεγάλη Πέμπτη ἔβαφαν κόκκινα αὐγά, τό Μεγάλο Σάββατο τό πρωί, μετά τήν πρώτη Ἀνάσταση, ἑτοίμαζαν τά ἀρνιά, τήν μαγειρίτσα καί τό πασχαλιάτικο τραπέζι... Μιά ἱεροτελεστία ἡ ὁποία δέν περιοριζόταν στόν τύπο ἀλλά ἦταν τρόπος ζωῆς. Καί ὅλες αὐτές οἱ ἑτοιμασίες περιστρέφονταν γύρω ἀπό τίς Ἱερές Ἀκολουθίες.
Ἡ δική μας γενιά πρόλαβε νά ἔχει τέτοια βιώματα. Ὅλοι, νομίζω, ἄλλος πιό λίγο ἄλλος πιό πολύ νιώθαμε ὅταν ἤμασταν μικροί τήν ἱερότητα τῶν ἡμερῶν αὐτῶν τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς, τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδας, τῆς Κυριακῆς τοῦ Πάσχα. Ὁ καθένας, ἀνάλογα μέ τόν τόπο πού μεγάλωσε, μέ τά βιώματά του ἀναπολεῖ κάθε χρόνο αὐτή τήν γλυκιά αἴσθηση πού εἶχε στήν ψυχή ὅταν ἔρχονταν αὐτές οἱ ἅγιες ἡμέρες. Μιά αἴσθηση πού διαμορφωνόταν ἀπό τόν τρόπο πού βίωνε καθένας τήν περίοδο αὐτή. Καί ὁ τρόπος αὐτός βασιζόταν στά γεγονότα πού ἐκτυλίσσονταν μέσα στίς Ἱερές Ἀκολουθίες: Κυριακή Βαΐων Ἑσπέρας ἡ Ἀκολουθία τοῦ Νυμφίου. Μεγάλη Δευτέρα, Μεγάλη Τρίτη ὅλο χαρά πού ἔκλεισε τό σχολεῖο, ἀνυπομονούσαμε νά γίνει ἀπόγευμα γιά νά πᾶμε στήν Ἀκολουθία. Μεγάλη Τετάρτη τό Εὐχέλαιο, Μεγάλη Πέμπτη τά δώδεκα Εὐαγγέλια, Μεγάλη Παρασκευή ὁ Ἐπιτάφιος... ἡ κάθε μέρα εἶχε τήν δική της μεγάλη σημασία!
Αὐτά ὅμως πού βίωσε ὁ καθένας μας ὡς παιδί δέν μπορεῖ νά τά περιγράψει μέ λόγια στήν ἑπόμενη γενιά γιά νά τῆς μεταδώσει τήν ἴδια ψυχική κατάσταση πού ζούσαμε ἐμεῖς ὡς παιδιά. Αὐτή ἡ ὑπέροχη μυρωδιά τῶν λουλουδιῶν ἀνακατεμένη μέ τό θυμίαμα τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος, πού δημιουργοῦσε δέος καί χαρά στήν ψυχή, πῶς μπορεῖ νά περιγραφεῖ στήν ἑπόμενη γενιά ἐάν τά παιδιά μας δέν πηγαίνουν τά ἴδια στήν Ἐκκλησία γιά νά διαμορφώσουν τά δικά τους βιώματα;
Τά ἔθιμα ἀπό μόνα τους, μπορεῖ νά καταλήγουν σέ δεισιδαιμονίες. Αὐτό πού δημιουργεῖ τήν γιορτή καί τήν χαρά εἶναι ὁ τρόπος πού βιώνει ὁ ἄνθρωπος τήν κάθε περίοδο τῆς ζωῆς του. Ὅσο παραστατικά καί νά περιγράφουν οἱ παπποῦδες καί οἱ γιαγιάδες τήν ἐποχή πού ἔζησαν, τά βιώματα πού χαράχτηκαν στήν ψυχή τους δέν μποροῦν νά τά μεταδώσουν στίς ἑπόμενες γενιές. Γιατί τό καθετί πρέπει νά τό ζήσει ὁ ἄνθρωπος γιά νά τό καταλάβει. Τά βιώματα δέν εἶναι κάτι πού τό νιώθουμε ἐγκεφαλικά. Εἶναι ἡ κατάσταση πού ζοῦμε, ἡ ψυχική διάθεση τοῦ καθενός μας κάθε στιγμή. Καί αὐτή ἡ ψυχική κατάσταση, ὅπως διαμορφώνεται κάθε φορά, συμβάλλει καί στήν διαμόρφωση τοῦ χαρακτήρα μας, στίς σχέσεις μας μέ τούς ἄλλους ἀνθρώπους, στήν θεώρησή μας γιά τήν ζωή. Τό πῶς νιώθουμε κάθε στιγμή σηματοδοτεῖ καί τό ποῦ βρισκόμαστε καί πρός τά ποῦ πᾶμε.
Ὁ τρόπος πού μεγαλώνουμε τά παιδιά σήμερα, τά βιώματα πού ἀποκτοῦν εἶναι ἡ βάση τῆς ζωῆς πού θά φτιάξουν αὐτά μεγαλώνοντας. Δέν ἔχει τόση σημασία τί τούς λέμε στά λόγια. Μέ τά λόγια μπορεῖ νά πλάθουμε ἰδανικούς τρόπους ζωῆς, νά τούς περιγράφουμε μεγαλεῖα, νά νομίζουμε ὅτι τά πείθουμε νά καταλάβουν πῶς πρέπει νά ζοῦν. Σημασία ἔχει τί βιώματα ἔχουν κατά τήν παιδική τους ἡλικία. Πῶς νιώθουν τά παιδιά ζῶντας τήν ζωή τους; Βιώνουν ἀληθινά πράγματα ἤ ἄλλα βιώνουν καί ἄλλα τούς μεταδίδουμε ἐγκεφαλικά; Δέν ἀρκεῖ νά τούς μιλᾶμε γιά τό Θεό. Πρέπει καί νά νιώσουν στήν ζωή τους τήν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ. Ἡ ζωή μέσα στήν Ἐκκλησία διαμορφώνει στό παιδί μιά νοοτροπία, ἕναν τρόπο ζωῆς. Καί ἄν αὐτός ὁ τρόπος εἶναι γνήσιος, δύσκολα θά τόν ἐγκαταλείψει μεγαλώνοντας.
Μοῦ ἔκανε ἐντύπωση ὁ διάλογος ἑνός παιδιοῦ μέ τήν μητέρα του, ὅπου τό παιδί προσπαθοῦσε νά σκεφτεῖ πῶς θά ἦταν ἡ ζωή τοῦ ἐάν ζοῦσε ἀλλιῶς. Τῆς ἔλεγε καλοπροαίρετα: «ἐγώ νηστεύω γιατί ἐσεῖς μοῦ μάθατε ἀπό μικρό νά νηστεύω. Ἐάν δέν μέ νηστεύατε, θά ἤξερα νά νηστέψω;». Ἡ μητέρα τοῦ ἀπάντησε ὅτι οἱ γονεῖς μαθαίνουν στά παιδιά αὐτά πού ξέρουν, αὐτά πού ἐπέλεξαν οἱ ἴδιοι νά ζήσουν καί ἔπειτα τό κάθε παιδί, μεγαλώνοντας, θά ἐπιλέξει μόνο του τί θά θέλει νά κρατήσει καί νά ἀκολουθήσει στήν ζωή του. «Ἐσύ», τό ρώτησε στό τέλος, «ὅταν μεγαλώσεις δέν θά θέλεις νά νηστεύεις;» Καί τό παιδί ἀποκρίθηκε μέ εἰλικρίνεια καί ἁπλότητα: «Μά ἔχω συνηθίσει τώρα, πῶς θά μπορῶ νά μήν νηστεύω!»
Τό παιδί δέν ἤξερε νά προσδιορίσει, ὅμως, ἔνιωθε ὅτι αὐτά πού ἔμαθε ἀπό μικρό διαμόρφωσαν μέσα του μιά κατάσταση εὐχάριστη, μιά συνήθεια ἀγαθή, ὄχι δυσάρεστη, τήν ὁποία ἤθελε νά διατηρήσει. Γιατί ἄν ἦταν δυσάρεστη θά ἀπαντοῦσε: «Ἐγώ ὅταν μεγαλώσω δέν θά βάζω περιορισμούς στόν ἑαυτό μου»!
Ὅταν ἕνας ἄνθρωπος μαθαίνει κάτι καλό καί βλέπει τήν εὐεργετική ἐπίδραση αὐτῆς τῆς καλῆς συνήθειας στήν ψυχή του, θά τό διατηρήσει μεγαλώνοντας, γιατί ἔχει χαραχτεῖ μέσα του ὡς καλό. Ὅταν, ὅμως, ἕνα παιδί ἀναγκάζεται νά ἀκολουθεῖ μιά συνήθεια, ἡ ὁποία δέν τοῦ εἶναι εὐχάριστη γιατί δέν ἔχει συνειδητοποιήσει τήν ἀξία της, δέν ἔχει ἐνταχθεῖ αὐτή ἡ συνήθεια σωστά στόν τρόπο τῆς ζωῆς του, τό πιό πιθανό εἶναι ὅτι μεγαλώνοντας θά τήν ξεχάσει.
Τά βιώματα, λοιπόν, τῶν παιδιῶν παίζουν πολύ μεγάλο ρόλο στήν διαμόρφωση τῆς μετέπειτα πορείας τους στήν ζωή. Θά τά βοηθήσουν στίς ἐπιλογές πού θά κάνουν ὅταν ἀναλάβουν τή ζωή στά χέρια τους. Αὐτά τά βιώματα προσπαθεῖ νά ἀνατρέψει ἡ σημερινή ἐποχή, διαμορφώνοντας νέα πρότυπα καί νέο τρόπο ζωῆς, μακριά ἀπό τό Θεό, βιώματα πού μόνο σύγχυση προκαλοῦν στήν ψυχή τῶν ἀνθρώπων. Γι’ αὐτό, ἴσως περισσότερο ἀπό κάθε ἄλλη ἐποχή, σήμερα εἶναι ἐπιτακτική ἀνάγκη νά διατηρήσουμε τά βιώματα τῶν παιδιῶν μέσα στήν ζωή τῆς Ἐκκλησίας, ὥστε κι αὐτά μέ τήν σειρά τους μεγαλώνοντας νά διαφυλάξουν τήν Ἀληθινή ζωή καί νά τήν μεταλαμπαδεύσουν στήν ἑπόμενη γενιά.
Μαρίνα Διαμαντῆ
«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» Ἀρ. Τεύχους 177
Μάϊος 2017