Ὦ Ἀγάπη, Θεϊκή Ἀγάπη!
(Γέρων ἱερομ. Ἐφραίμ Κατουνακιώτης)
Ἔτυχε(;) νά γνωρίσω τόν Γέροντα Ἐφραίμ Κατουνακιώτη. Ὁ σεβαστός πατήρ Βασίλειος Βολουδάκης, μάλιστα, τόν γνώρισε σέ ἀκόμη παλαιότερη ἐποχή, ὅταν οἱ ψυχοσωματικές δυνάμεις τοῦ ἀοιδίμου Γέροντος ἦσαν ἀκμαῖες.
Ἡ φωνή του ἀκόμα ἠχεῖ στ’ αὐτιά μου. Ὁρισμένες, μάλιστα, ἐπιγραμματικές φράσεις του – κάτι σάν δίδαγμα καί ρητό πού μαθαίναμε στά Κατηχητικά Σχολεῖα - ἔφτασαν ὡς ἐμένα ἀπ’ τούς Γέροντές μου, πού τόν γνώρισαν ἀκόμη καλύτερα κι ἀπ’ τόν πατέρα Βασίλειο.
«Ὦ Ἀγάπη, θεϊκή Ἀγάπη!»
«Ψυχή μου, ψυχή μου· πόσο σέ ἀδίκησα!»
«Ξέρεις, πάτερ μου, τί εἶναι ὁ ἄνθρωπος; Ἡ μεγαλύτερη ἀδυναμία (=τρεπτότητα)».
Τώρα πιά, μετά ἀπό τριάντα χρόνια μοναχικῆς(;) ζωῆς, αὐτά τά λόγια, μαζί μέ τήν μορφή τοῦ Γέροντος Ἐφραίμ, ἀποτελοῦν καί συνιστοῦν ἕνα ὡραῖο ἰσοκράτημα, πού συνοδεύει καί ἁπαλύνει τήν κακοφωνία τῆς λατρευτικῆς μοναχικῆς ζωῆς μας. Θά μᾶς ξαναέλεγε, ἄν ζοῦσε: «Εἴμαστε λοιπόν ἐμεῖς, οἱ μοναχοί τῆς τελείας παρακμῆς».
Πάνω, λοιπόν, στήν ἀπόγνωσή μου αὐτή, ἐνθυμούμενος τά παραπάνω λόγια, ἄνοιξα τυχαῖα ἕνα βιβλιαράκι. Ἕνα τόσο ἁπλό βιβλιαράκι· τό ὀνομαζόμενο «Ἀπολυτίκιον-Νῦν πάντα πεπλήρωται φωτός» τοῦ ἀρχιμανδρίτου πατρός Βασιλείου, προηγουμένου τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ἰβήρων τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Περιττό νά ἀναφέρω καί φίλου τοῦ δικοῦ μας πατρός Βασιλείου, λόγῳ καί τῆς κοινῆς τους Κρητικῆς καταγωγῆς.
Στήν σελίδα, λοιπόν, 26 τοῦ βιβλιαρίου αὐτοῦ, ὁ Γέρων Προηγούμενος Βασίλειος, κάνοντας μιά μικρή ἀνάλυση τοῦ χωρίου «Ἐγώ εἰμί ὁ Ὤν», παρουσιάζει, κατά κάποιον τρόπον, τόν Κύριόν μας Ἰησοῦν Χριστόν, νά μᾶς λέγει τά ἑξῆς: «Ὁ τρόπος πού ὑπάρχω εἶναι ὁ κενωτικός τῆς ἀγάπης καί τῆς θυσίας. Μή φοβᾶσαι λοιπόν τήν δύναμί μου. Νά φοβᾶσαι τήν ἄφατη καλοσύνη καί τήν ταπείνωσί μου. Νά φοβᾶσαι, ὄχι ὅτι σέ ἀπειλῶ, ἀλλά ὅτι σέ σέβομαι πιό πολύ ἀπ’ ὅ,τι ἀξίζεις καί καταλαβαίνεις. Αὐτό σέ κρίνει. Δι’ αὐτοῦ τοῦ τρόπου δοκιμάζεσαι».
Τελικά, τό σκέφτηκα, πάλιν καί πολλάκις. Καί συμπέρανα, ὅτι καί οἱ δύο Γέροντες αὐτοί, τό ἴδιο λένε καί ὁ ἕνας συμπληρώνει τόν ἄλλο. Αὐτό μέ παρηγόρησε ἀρκετά. Ἡ Ἀγάπη, ἡ θεϊκή Ἀγάπη εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός μας. «Ψυχή μου, ψυχή μου· πόσο σέ ἀδίκησα!» Καί ὄντως ἀδίκησα τήν ψυχή μου, κατά τόν Γέροντα Ἐφραίμ, ὄχι διότι παρέβην κάποιες - ἄς ποῦμε - ἔνορκες διαβεβαιώσεις τοῦ Ἀγγελικοῦ Σχήματος, ἀλλά διότι ἔκανα – μέ τίς παραβάσεις αὐτές – κατάχρηση τῆς ἀφάτου καλοσύνης, ταπεινώσεως καί σεβασμοῦ πού ἔδειξε ὁ Κύριος ἀπέναντί μου, «πιό πολύ ἀπ’ ὅ,τι ἀξίζω», κατά τόν Γέροντα Βασίλειο. Καί «αὐτό μέ κρίνει».
Καί στό πρόσωπό μου κρίνεται καί ὅλη ἡ σύγχρονή μου μοναχική σειρά, «τῆς τελείας παρακμῆς», πάλι κατά τόν Γέροντα Ἐφραίμ.
Ὁ Χριστός μας, ὅμως, εὐτυχῶς πού δέν σκέπτεται σάν κι ἐμᾶς, τούς «παρηκμασμένους». Ὁ Χριστός μας εἶναι ἡ τελεία Ἀγάπη. Ἐμεῖς, ἡ τελεία παρακμή. Τό μηδέν. Τό τίποτε. Κι ὅταν ὁ Χριστός μας, ἡ Ἀγάπη, ἡ θεϊκή Ἀγάπη φωνάζει διά μέσου τῶν αἰώνων, μέ τό στόμα τοῦ Σολομῶντος «Δός μοι, υἱέ, σήν καρδίαν», ζητᾶ ἀκριβῶς αὐτήν τήν καρδιά μου, τήν παρηκμασμένη, τήν μηδενική καί τιποτένια. Τήν ὑπερήφανη, αὐθάδη καί ἄναγνη. Τήν ζητᾶ: «Δός μοι», λέγει. Τήν ζητᾶ, διότι «μέ σέβεται πιό πολύ ἀπ’ ὅ,τι ἀξίζω».
Ἄρα, ὅταν στέκομαι, ἐνώπιος ἐνωπίῳ, στήν ὥρα τοῦ μοναχικοῦ μου κανόνος, τοῦ πάντα νοῦν ὑπερέχοντος, τήν ὥρα πού φωνάζω, τραβῶντας τό κομποσχοίνι, «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱέ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με τόν ἁμαρτωλόν», Τοῦ δίδω τήν καρδιά μου, δηλαδή τό τίποτε, τό μηδέν, τό “ράκος ἀποκαθημμένης”. Εἶναι, σάν νά λέω νοερῶς: Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἄν εἶχα καρπόν ἀρετῆς ἤ ἔστω μετανοίας, θά Σοῦ τόν προσέφερα, σάν θυσία: «Εἰ ἠθέλησας θυσίαν, ἔδωκα ἄν». Τώρα, πού δέν ἔχω, Σοῦ προσφέρω αὐτό πού ἔχω «ὅ ἔχω, τοῦτο σοι δίδωμι»: τό μηδέν, τό τίποτε, τήν τελεία παρακμή μου. Σοῦ προσφέρω αὐτήν τήν καρδιά, διότι ξέρω, ὅτι, εἰσερχόμενος σ’ αὐτήν, θά τήν ἐλεήσεις.
Ἔγραφε κάποτε, ὁ Ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς: «Ἔλα, Κύριε, νά κατοικήσεις στήν καρδιά μου. Εἶναι φωλιά φιδιῶν, εἶναι κόλαση. Ἐσύ ὅμως καί στόν Ἅδη κατῆλθες καί πάλι Θεός ἔμεινες. Κατέβα καί στήν δική μου κόλαση, καί θά τήν μεταβάλλεις σέ Παράδεισο. Γιατί, ὅπου εἶσαι Ἐσύ, ἐκεῖ εἶναι καί ὁ Παράδεισος καί ὁ ἄνθρωπος μαζί Σου, εἶναι ἤδη Ἄγγελος».
Νομίζω, αὐτό εἶναι τό βαθύτερο νόημα τῆς Εὐχῆς («Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ»). Μήπως, ἄλλωστε, αὐτό δέν ὁμολογοῦμε στήν Ἀκολουθία τῆς Θείας Μεταλήψεως; «Εἰσέρχει (Κύριε, ἐντός μου) καί φωτίζεις τόν ἐσκοτισμένον μου λογισμόν. Πιστεύω ὡς τοῦτο ποιήσεις».
Ἄρα, λοιπόν, ἀπ’ ὅ,τι δείχνουν τά πράγματα, τό ζητούμενον δέν εἶναι τό ἄν καί κατά πόσον ἡ μοναχική μου παρακμή εἶναι «τελεία»· οὔτε τό ἄν καί κατά πόσον «ψυχή μου, σέ ἀδίκησα». Τό ζητούμενον εἶναι ὁ Χριστός μας, ἡ τελεία καί θεϊκή Ἀγάπη, εἰς τό Πέλαγος τῆς ὁποίας «ἐπιρρίπτω τήν ἀπόγνωσιν τῆς ψυχῆς μου» κατά τήν ἀνεπανάληπτη Εὐχή τῆς Γονυκλισίας τῆς Πεντηκοστῆς: «Σοί φόβῳ παρίσταμαι, εἰς τό πέλαγος τοῦ ἐλέους Σου, τήν ἀπόγνωσιν ἐπιρρίψας τῆς ψυχῆς μου».
Σεβαστοί μου πατέρες καί ἀγαπητοί μου ἐν Χριστῷ ἀδελφοί, τά παραπάνω ὅλα, τά ἔγραψα, κινούμενος, ὄχι μόνο ἀπό τήν ἀνάμνηση τῶν πρό ἐμοῦ Ἁγίων Γερόντων, ἀλλά κυρίως ἀπό τήν ἐπίγνωση τῆς ἀγαπώσης τόν Θεόν καρδίας σας.
Ὁσάκις σκέπτομαι τόν ἀγῶνα σας, τούς πόνους σας, τίς θλίψεις καί καταθλίψεις σας, τίς κάθε εἴδους κρίσεις πού βιώνετε στήν κοιλάδα τοῦ κλαυθμῶνος σας, ὅταν, λέγω, ὅλα αὐτά κι ὅλα τά σχετικά μέ αὐτά, τά φέρνω στό νοῦ μου, τότε, «Κατά πάντα, ὡς δεισιδαιμονεστέρους ὑμᾶς θεωρῶ». Διότι ἀγωνίζεσθε, μέ τόν τρόπο σας, νά κρατήσετε τήν πίστιν σας ἀκαταίσχυντη. Αὐτό εἶναι τό ζητούμενο. Διότι «ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, ἄρα, ἐλθών, εὑρήσει τήν πίστιν ἐπί τῆς γῆς;» Ρωτᾶ ὁ Ἴδιος, ἡ τελεία, ἡ θεϊκή Ἀγάπη.
Ἔχετε πνευματικούς πατέρες, οἱ ὁποῖοι «ἀγρυπνοῦν ὑπέρ τῶν ψυχῶν ὑμῶν, ὡς λόγον ἀποδόσοντες», ὅπως καί οἱ δικοί μας ἅγιοι Γέροντες. Προσκοληθεῖτε λοιπόν, μέσῳ αὐτῶν, στό Θεανδρικό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ μας, ἀγαπεῖστε Αὐτόν, ὅπως ἄλλωστε καί ὁ Ἴδιος τό νομοθέτησε ἐξ ἀρχῆς, «ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς, τῆς ἰσχύος καί τῆς διανοίας». Εἶναι ἐντολή πανανθρώπινη. Δέν ἀφορᾶ μόνο τούς μοναχούς. Σέ ὅλους ὁ Χριστός μας ἀπευθύνεται λέγοντας: Δός μοι, υἱέ, σήν καρδίαν.
Ὅταν κάποτε, ὁ ἀείμνηστος Ἀρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος προσκαλῶντας τήν νεολαία στήν Ἐκκλησία, φώναξε: «παιδιά, ἐλᾶτε στήν Ἐκκλησία, ἔτσι ὅπως εἴσαστε» ἀπό κάποιους ἴσως παρεξηγήθηκε. Τό ζητούμενο τώρα σέ μᾶς, στήν δική μας περίπτωση, εἶναι νά ἐκλάβουμε καί νά μεταφράσουμε τά παραπάνω ἀρχιεπισκοπικά λόγια, σάν τό κάλεσμα τοῦ Κυρίου, πού μᾶς ζητᾶ τήν καρδιά μας, ὅπως αὐτή εἶναι. Μέ τά πάθη μας, τίς ἀδυναμίες μας· μήν ξεχνᾶμε τόν ἅγιο Γέροντα Ἐφραίμ: «Τί εἶναι ὁ ἄνθρωπος; ἡ μεγαλύτερη ἀδυναμία». Αὐτή τήν ἀδυναμία μας, τό μηδέν πού εἴμαστε, τό τίποτε· αὐτό θά προσφέρουμε στόν Χριστό μας, σύμφωνα καί μέ τό τροπάριο τοῦ Μεγάλου Κανόνος, τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέου Κρήτης: «Ἀξίους μετανοίας, καρπούς μή ἀπαιτήσεις μοι, ἡ γάρ ἰσχύς μου, ἐν ἐμοί ἐξέλιπεν, καρδίαν μοι δώρησαι, ἀεί συντετριμμένην· πτωχείαν δέ πνευματικήν, ἵνα ταῦτα σοι προσάξω, ὡς δεκτήν θυσίαν μόνε Σωτήρ».
Αὐτῷ ἡ δόξα καί τό κράτος εἰς τούς σύμπαντας καί ἀτελευτήτους αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν. Ἀμήν. Ἀμήν!
Ἐν Χριστῷ ἀδελφός σας
Μοναχός Νεκτάριος
«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» Ἀρ. Τεύχους 172
Δεκέμβριος2016