Τό Πάτερ ἡμῶν καί ἡ θλιμμένη Παναγία

4 12 12.p.Kallianos 1

Τό Πάτερ ἡμῶν καί ἡ  θλιμμένη Παναγία

Μνήμη Βαρσαμᾶ Ἀπ. Γλύνη

Στή μνήμη ἀπομένει πάντα ἡ Μορφή μιᾶς θλιμμένης, βουρκωμένης Παναγίας, τήν ὁποία συναντοῦσα κάθε Κυριακή ἤ καί γιορτή, στήν παλιά μας τήν ἐκκλησία, στό Κάτω Χωριό. Ἡ εἰκόνα αὐτή, πού βρίσκεται μέχρι σήμερα στό Τέμπλο, εἶναι μεγάλων δια­στά­σεων, ἁγιογραφημένη στό Ἅγιον Ὄρος, ὄχι μέ τή γνωστή βυζα­ν­τι­νή τεχνοτροπία, ἀλλά μέ πολλά δυτικότροπα στοιχεῖα, στά ὁποῖα ὡστόσο, πρέπει νά τό ποῦμε ἀπερίφραστα, ὅτι ὁ εὐλαβής ἁγι­ο­γρά­φος προσπάθησε νά βάλει καὶ τή δική του τή σφραγῖδα, ἔτσι ὥστε νά μήν εἶναι μακρυὰ ἀπὸ τήν παράδοση καί τήν κληρονομιά τόσων αἰώνων.

Κάθε Κυριακή, λοιπόν, στή  Θεία Λειτουργία, ἐκεῖνος ὁ ταπεινός καί ἁπλός λευΐτης, ὁ παπα-Βαγγέλης, τήν ὥρα πού ἐπρόκειρο νά εἰπωθεῖ ἡ Κυριακή Προσευχή, ἔκανε νεῦμα, ὥστε τό παιδί πού θά ἔλεγε τό “Πάτερ ἡμῶν”, νά πάει καί νά σταθεῖ μπροστά στήν Ὡραία Πύλη, στό Σολέα, καί νά περιμένει ἐκεῖ, μέχρι ν᾿ ἀπαγγείλει ὁ Ἱερέας τό, “Καί καταξίωσον ἡμᾶς Δέσποτα...”, γιά νά πεῖ στή συνέχεια τήν  Προσευχή. 

 

Δέν ἦταν δὲ καί λίγες οἱ Κυριακές καί οἱ γιορτές, κατά τίς ὁποῖες βρέθηκα σ᾿ αὐτή τή θέση. Μάλιστα, γιά νά πῶ τήν ἀλήθεια, τήν περίμενα μέ ἀγωνία αὐτή τή στιγμή, ἀλλά καί στεναχωριόμουν πάρα πολύ ὅταν τή θέση μου τήν καταλάμβανε ἄλλος. Ὅμως ἐκείνη ἡ λιγόλεπτη ἀναμονή, μέχρι νά πεῖ ὁ Ἱερέας τό: “Καί καταξίωσον ἡμᾶς Δέσποτα”, ἀπομένουν στήν ψυχή ὡς στιγμές βιωματικά κορυφαῖες, γιατί τόσο στά δεξιά μου, ὅσο καί στ᾿ ἀριστερά, οἱ Εἰκόνες τοῦ Χριστοῦ καί τῆς Παναγίας μέ συγκινούσανε ὑπερβολικά μέ τό γαλήνιο ἐκεῖνο τους βλέμμα, πού παράλληλα εἶχε ἕνα βούρκωμα, μιά θλίψη κι ἕναν πόνο πού μαγνήτιζε, κατένυσσε καί, φυ­σι­κά, ἄνοιγε στήν παιδική ψυχή τούς δρόμους τῆς Μητρικῆς συμ­πόνιας, τῆς γενναίας ἀγάπης, τῆς γαλήνιας συμπάθειας. Διάβαζα στήν Εἰκόνα τῆς Παναγίας τότε τήν εὐλάβεια τῶν προγόνων μου, τίς συνεχεῖς ἐκκλήσεις πρός τήν Χάρη Της τῶν χαροκαμένων γυναικῶν καί μανάδων τοῦ χωριοῦ μου, πού σέ ὧρες πυκνοῦ χιονιᾶ καί θλίψεων, στίς ὁποῖες ξετρυπώνει ἡ ἀρρώστεια κι ὁ θάνατος, τή θερμοπαρακαλοῦσαν νά σταθεῖ σιμά τους παρηγοριά, ἐλπίδα, διέξοδος καί Θεία συνδρομή στούς τρομερούς ἐκείνους κλειστούς καιρούς. Γι᾿ αὐτό, ὅταν σέ ὧρες φονικῆς θύελλας καί θαλασσοτα­ραχῆς ἄκουγα τή μάνα καί τή γιαγιά νά λένε, “Παναϊά μ᾿ στό πέλαγος!”, ἐκείνη τή Μορφή εἶχα μπροστά μου. Εἶχα δέ τήν ἐντύπωση, πώς ἐκεῖνες τίς σκληρές στιγμές πρόφθανε ἡ Χάρη Της καί καταλάγιαζε τόν καιρό ἀνακουφίζοντας ἀνθρώπους καί πλοῖα ἀπό τή μανιασμένη θάλασσα.

Τό ἴδιο βουρκωμένη ἦταν καί ἡ εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ, πού εἶχε ἁγιογραφηθεῖ στό Ἅγιον Ὄρος σύμφωνα μέ τήν ἐπιγραφή: “ Ἡ πα­ροῦ­σα εἰκών ἐγράφη ἐν Ἁγίῳ Ὄρει τοῦ Ἄθωνος....τῷ 1873ῷ, διά χει­ρός Νέστορος τοῦ Κρητός”.  Μάλιστα, στά μάτια τοῦ Χριστοῦ διέκρινα κι ἐκείνη τήν κοκκινίλα, τό αἷμα πού ἀνεβαίνει στά μάτια ἀπό τόν ἀβάσταχτο πόνο καί πολλές φορές σκεφτόμουν, τό λόγο τοῦ Εὐαγγελιστῆ Ἰωάννη πού τόν ἀκοῦμε μιά μέρα σημαδιακή, τό Σάββατο τοῦ Λαζάρου. “ Ἐδάκρυσεν ὁ Ἰησοῦς” (Ἰω. 11, 35-36).

Πᾶνε χρόνια ἀπό τότε· χρόνια πού ξεπέρασαν τό μισό αἰῶνα. Ἔχω δεῖ πολλές εἰκόνες τῆς Παναγίας καί τοῦ Κυρίου μας, εἰκόνες ἱστορημένες ἀπό τρανούς ἁγιογράφους. Ὅμως στήν ψυχή ἔχει ἐντυπωθεῖ μόνο ἡ Μορφή ἐκείνης τῆς Εἰκόνας, τήν ὁποία πρωτοαντίκρυσα παιδί καί τήν πῆρα μαζί μου, ὅπως πῆρα καί τή μορφή τῆς Μάνας μου νά μέ συνοδεύουν καί νά μέ συντρέχουν σέ ὧρες φαρμακωμένες: ἡ μιά μέ τή μεσιτεία Της κι ἡ ἄλλη μέ τήν παραμυθία της....

Σκόπελος                                  π. Κων. Ν. Καλλιανός

«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» Ἀρ. Τεύχους 172

Δεκέμβριος2016

4 12 12.p.Kallianos 2