Ἕνα ταξίδι, δύο προορισµοί
Ὑπάρχουν τόποι πού λαχταρᾶς νά τούς γνωρίσεις. Μετά τή γνωριµία ἡ λαχτάρα καί ἡ προσδοκία δίνουν τή θέση τους - στήν καλύτερη περίπτωση - σέ µιά γλυκειά ἀνάµνηση. Ὑπάρχουν ὅµως καί ἄλλοι πού, ὅταν τούς γνωρίσεις, λαχταρᾶς νά ἐπανέλθεις νιώθοντας ὅτι ἐπιστρέφεις στόν δικό σου τόπο, στό σπίτι σου. Ἕνας τέτοιος τόπος εἶναι ἡ Ἱ. Μονή τῆς Παναγίας τῆς Προυσιωτίσσης γιά ὅλους ἐµᾶς –ἐνορῖτες καί φίλους τῆς ἐνορίας µας– πού βρεθήκαµε νά ταξιδεύουµε τό µεσηµέρι µιᾶς Παρασκευῆς τοῦὈκτωβρίου µέ προορισµό τό µοναστῆρι αὐτό. Γνώριµο, ἀγαπηµένο προσκύνηµα στά δύσβατα βουνά τῆς Εὐρυτανίας, τά ὁποῖα, “ἀφιλόξενα” µέ τήν πρώτη µατιά, ἡ ἴδια ἡ Παναγία τά διάλεξε πρίν ἀπό πολλούς αἰῶνες γιά νά φιλοξενήσουν τήν εἰκόνα της.
Ἦταν τόν 9ο µ.Χ αἰῶνα στά χρόνια τῆς Εἰκονοµαχίας καί συγκεκριµένα ἐπί τοῦ σκληροῦ εἰκονοµάχου αὐτοκράτορα Θεοφίλου. Ἕνας νέος θεοσεβής θέλησε νά προστατεύσει τήν εἰκόνα τῆς Παναγίας πού βρισκόταν σέ ναό τῆς Προύσσας, µεταφέροντάς την στήν Ἑλλάδα ὅπου τά πράγµατα ἦταν πιό ἥσυχα. Ὡς τήν Καλλίπολη τῆς Θράκης τήν εἶχε µαζί του, µετά τήν ἔχασε. Μέ ὀδύνη γιά τήν ἀπώλεια ἀλλά καί µέ τήν ἐλπίδα ὅτι δέν θά πέσει σέ βέβηλα χέρια συνέχισε τήν πορεία του πρός τήν κεντρική Ἑλλάδα. Τό µέρος πού διάλεξε ὡς νέα του πατρίδα, ἡ Ὑπάτη, δέν ἀπεῖχε πολύ ἀπό τόν τόπο πού εἶχε ἤδη διαλέξει ἡ Παναγία γιά τήν εἰκόνα της ὡς νέα της κατοικία. Καί ἦταν ἕνα νεαρό τσοπανόπουλο πού ἔλαβε τήν ἰδιαίτερη εὐλογία νά δεῖ πρῶτο τήν εἰκόνα ἀπό µακριά ὡς φωτεινή στήλη στή σχισµή ἑνός ἀπόκρηµνου βράχου στά βουνά τῆς νότιας Εὐρυτανίας. Σέ αὐτά τά ἀπροσπέλαστα µέρη τά αὐτοκρατορικά διατάγµατα δέν ἔφταναν ποτέ καί οἱ αἱρετικές δοξασίες παρέµεναν ἄγνωστες. Ἔτσι οἱ ἁπλοί ποιµένες, πού προσέγγισαν µαζί µέ τό τσοπανόπουλο µέ δυσκολία τήν εἰκόνα, ἔπραξαν αὐθόρµητα αὐτό πού τούς ὑπαγόρευσε ἡ εὐλάβειά τους. Τήν προσκύνησαν, σιγούρεψαν τή θέση Της ἀνάµεσα στά βράχια καί ἄνοιξαν ἕνα µονοπάτι γιά νά Τήν ἐπισκέπτονται εὐκολότερα καί νά ἀνάβουν τό καντῆλι της. Τά εὐχάριστα νέα γιά τόν πολύτιµο θησαυρό, πού εἶχε βρεῖ πλέον τή θέση του στά δυσπρόσιτα βουνά τους, ἄρχισε νά διαδίδεται ἀπό στόµα σέ στόµα καί ἀπό τόπο σέ τόπο. Ὅταν ὁ εὐλαβής νέος ἀπό τήν Προύσσα ἦλθε ὡς ταπεινός προσκυνητής καί διαπίστωσε ὅτι αὐτή ἡ εἰκόνα εἶναι ἡ “εἰκόνα του”, θέλησε νά τήν πάρει µαζί του. Μέ βαρειά καρδιά τοῦ τήν παρέδωσαν, ὅµως ἡ Παναγία εἶχε ἀποφασίσει ὁριστικά ποιό θά ἦταν πλέον “τό σπίτι Της” καί ἐπέστρεψε στόν βράχο Της. Ἐφ’ ὅσον ὁ νέος δέν ἤθελε νά Τήν ἀποχωριστεῖ, θά “ἔπρεπε” νά µείνει γιά πάντα ἐκεῖ. Κάποια κοντινά σπήλαια ἔγιναν γιά τόν πλούσιο νέο καί ἕναν δοῦλο του, πού τόν ἀκολούθησε πρόθυµα, τά κελλιά τῆς µετανοίας τους. Ὀνοµάστηκαν Διονύσιος καί Τιµόθεος καί ὑπῆρξαν οἱ πρῶτοι µοναχοί στόν χῶρο αὐτό.
Ἀπό τότε µέχρι σήµερα ἔχουν περάσει περισσότερα ἀπό χίλια χρόνια. Ἡ Μονή τοῦ Πυρσοῦ-ὅπως ὀνοµαζόταν στήν ἀρχή, ἀπό τή φωτεινή στήλη – καί τοῦ Προυσοῦ στή συνέχεια –ἀπό τήν πόλη τῆς Προύσσας– παρά τό δύσβατο τῆς περιοχῆς καί τίς ποικίλες ἱστορικές περιπέτειες, ὅλα αὐτά τά χρόνια παρέµεινε ἐνεργή. Καί ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας, ἡ Κυρά τῆς Ρούµελης, ἦταν πάντα ἐκεῖ γιά νά προσφέρει τήν πλούσια εὐλογία Της καί τίς ἄπειρες δωρεές Της.
Ἡ νύχτα µᾶς προλαβαίνει κάπου κοντά στό Καρπενήσι. Μιά νύχτα ἀσυννέφιαστη, πού ὅµως µᾶς ἐµποδίζει νά ἀπολαύσουµε τήν ὀµορφιά τοῦ τοπίου καθώς παίρνουµε τόν στενό φιδωτό δρόµο ἀνάµεσα στά βουνά. Δέν πειράζει! Τήν ἄγρια ὀµορφιά τῆς φύσης καί τήν ἤρεµη ὀµορφιά τοῦ µοναστηριοῦ θά τά ἀπολαύσουµε τό ἑπόµενο πρωί. Πρός τό παρόν µᾶς ἀρκεῖ ἡ γλυκιά προσµονή καί ἡ πιστή συντροφιά τοῦ σχεδόν ὁλόγιοµου φεγγαριοῦ...
Μᾶς ἀρκεῖ καί τό λιτό καθαρό δωµάτιο στόν ξενώνα τῆς Μονῆς µέ τά κρεββάτια στή σειρά καί τά βαριά κλινοσκεπάσµατα, γιατί σέ αὐτά τά µέρη τό φθινόπωρο δέν ἀστειεύεται... Γιά κούραση ποιός νά µιλήσει; Θά ἦταν ντροπή! Ἔχουµε διαβάσει καί ἔχουµε ἀκούσει διηγήσεις γιά παλαιότερες ἐποχές, τότε πού τά χωριά ἐπικοινωνοῦσαν µέ µονοπάτια ἤ µέ κάποιους ταλαίπωρους χωµατόδροµους. Τότε, πλήθη ἀνθρώπων κάθε ἡλικίας ὁδοιποροῦσαν «δέκα καί δεκαπέντε ὧρες ἀκροπατῶντας στά χείλη τῶν ἀβύσσων», σύµφωνα µέ τήν περιγραφή ἑνός λογοτέχνη πού εἶχε αὐτή τήν ἐµπειρία. Ἰδιαιτέρως κατά τήν ἡµέρα τῆς ἑορτῆς, 23 Αὐγούστου, ὁδοιποροῦσαν µέ χαρά µέσα στή νύκτα γιά νά βρίσκονται ἐκεῖ τήν ὥρα τοῦὄρθρου. Ὅµως καί σήµερα δέν εἶναι λίγοι ἐκεῖνοι ἀπό τά γύρω χωριά πού ἐπιλέγουν αὐτή τήν “εὐχάριστη ταλαιπωρία” γιά νά προσκυνήσουν τήν Παναγία. Μᾶς τό ἔχει ἐπιβεβαιώσει καί ὁ ἀρχηγός µας, ὁ κ. Σωτήρης Λαιζηνός, ὁ ὁποῖος κατάγεται ἀπό τή γειτονική γῆ τῆς Αἰτωλίας. Τό χωριό του εἶναι κοντινό στό µοναστῆρι, µόλις... 8 ὧρες µέ τά πόδια!
Πολύ πρίν τό ξηµέρωµα καί τό κάλεσµα τῆς καµπάνας, σιωπηλές σκιές-οἱ προσκυνητές κατευθύνονται βιαστικά πρός τό µικρό ἐκκλησάκι, πού εἶναι σφηνωµένο σέ µιά σπηλιά τοῦ βράχου. Ἀριστερά τοῦ τέµπλου τοῦ κυρίως ναοῦ βρίσκεται τό µικρό παρεκκλήσιο τῶν Ἁγίων Πάντων, µιά µικρή κρύπτη µέσα στόν βράχο, ὅπου σέ εἰδικό ξυλόγλυπτο προσκυνητάρι φυλάσσεται ἡ σεβάσµια εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Προυσσιώτισας. Μετά τή Θεία Λειτουργία καί µέχρι τήν ὥρα τῆς ἀναχώρησης σίγουρα θά περάσουν ὅλοι ξανά καί ξανά ἀπό αὐτό τό µικρό σπήλαιο-κατοικία τῆς Παναγίας...
Κατά τή σύντοµη χαλάρωση µέ τόν ἀχνιστό καφέ µπροστά µας, τό βλέµµα µας τριγυρίζει στούς χώρους τοῦ µοναστηριοῦ. Ζωντανεύουν πρόσωπα γνωστά καί τιµηµένα πού ἀγάπησαν τόν τόπο αὐτό: ὁ Κατσαντώνης, ὁ Γεώργιος Καραϊσκάκης, ὁ Μάρκος Μπότσαρης. Ἡ Παναγία ἦταν ἡ καταφυγή τους καί τό µοναστῆρι τό καταφύγιό τους. Στήν εἰκόνα πού προσκυνήσαµε, εἴδαµε τήν ἀργυρόχρυση ἐπένδυση, “τό πουκάµισο τῆς Παναγίας”, τάµα τοῦ Καραϊσκάκη γιά τή θεραπεία του ἀπό τίς συχνές θέρµες πού τόν βασάνιζαν... Κι ὅταν τό 1823 τά παλληκάρια τοῦ Μάρκου Μπότσαρη µετέφεραν τό σῶµα τοῦ νεκροῦ ἀρχηγοῦ τους στό Μεσολόγγι πρός ἐνταφιασµό, ἦλθαν στό µοναστῆρι καί τό ἀπόθεσαν ἐκεῖ, ἔξω ἀπό τόν Ναό, γιά ἕνα τρισάγιο... Ἀλλά καί ἀµέτρητοι, ἄγνωστοι σέ µᾶς προσκυνητές πέρασαν ἀπό τό χῶρο αὐτό στό διάβα τῶν αἰώνων καί βρῆκαν στήριξη στόν ἀγῶνα τους τόν πνευµατικό, στόν ἀγῶνα τους γιά ἐπιβίωση, στήν ἀνάγκη τους γιά µόρφωση-ἄλλοτε µέ τά Κρυφά Σχολειά καί ἄλλοτε µέ τήν ἱστορική «Σχολή Ἑλληνικῶν Γραµµάτων» – στόν ἀγῶνα τους γιά λευτεριά...
Ὁ καταγάλανος οὐρανός καί ὁ λαµπρός ἥλιος, δυό δῶρα τοῦ Θεοῦ στήν πατρίδα µας, συνεργάζονται ἁρµονικά γιά νά ἀναδείξουν τή µεγαλειώδη ὀµορφιά τῶν βουνῶν τῆς Εὐρυτανίας πού µᾶς στέρησε ἡ προηγούµενη νύχτα. Ψηλές κορφές καί βαθειές χαράδρες, ἀπότοµες πλαγιές καί σκιερά ἤ προσήλια πλατώµατα, ποταµάκια καί χείµαρροι, ἔλατα, καστανιές, καρυδιές, πλατάνια καί φτέρες. Ἕνα καταπράσινο πέλαγος...
Σειρά ἔχει ὁ δεύτερος προορισµός µας καί θά τόν ἀναζητήσουµε σέ ἕνα ἄλλο βουνό τῆς Ρούµελης, τήν Οἴτη, πού ἐντυπωσιάζει µέ τόν στιβαρό ὄγκο της καί τίς δασωµένες πλαγιές της. Σέ µιά ἀπό τίς βορεινές της πλαγιές, πού ἀτενίζουν τήν κοιλάδα τοῦ Σπερχειοῦ, φωλιάζει ἀπό τόν 14ο µ.Χ. αἰῶνα ἡ Ἱ. Μονή Κοιµήσεως Θεοτόκου, γνωστή ὡς Μονή Ἀγάθωνος ἀπό τόν ὅσιο Ἀγάθωνα, τόν ἱδρυτή της. Σέ ὅλο τό διάστηµα τῆς λειτουργίας της ἡ προσφορά της ἦταν πλούσια καί πολυσχιδής. Σηµαντική ὑπῆρξε ἡ συµβολή της στήν πνευµατική καί οἰκονοµική στήριξη τοῦ λαοῦ, στούς ἀγῶνες τῆς πατρίδας γιά τήν ἐλευθερία, στή µόρφωση τῶν νέων, στή διατήρηση τῆς πολιτιστικῆς µας κληρονοµιᾶς. Στή Μονή λειτούργησαν κατά καιρούς διάφορες Σχολές, ἱερατική, γεωργική καί δασική.
Τό µοναστῆρι αὐτό ἀποτελεῖ, ἐπίσης, τόπο γνώριµο καί ἀγαπηµένο σέ ὅλους µας κυρίως γιά ἕναν πολύτιµο θησαυρό του: τό ἄφθαρτο σκήνωµα τοῦ γέροντος Βησσαρίωνος, τό ὁποῖο διατηρεῖται µέχρι σήµερα, ὅπως ἀκριβῶς βρέθηκε κατά τήν ἐκταφή του στίς 3 Μαρτίου 2006. Ἄγνωστος ἦταν γιά τούς περισσότερους ἀπό ἐµᾶς µέχρι τήν ἡµέρα τῆς εἴδησης τοῦ ἄφθαρτου σκηνώµατός του, πού τάραξε τότε τό πανελλήνιο. Στούς κατοίκους τῆς Φθιώτιδας, ὅµως, ὁ ταπεινός Γέροντας ἦταν πολύ γνωστός γιά τήν ἅγια ζωή του.
Γεννηµένος τό 1908 ὁ π. Βησσαρίων, κατά κόσµον Ἀνδρέας Κορκολιάκος, στό Πεταλίδι τῆς Μεσσηνίας ἀπό εὐσεβεῖς γονεῖς, ἀποχωρίστηκε τήν ὑπερπολύτεκνη οἰκογένειά του νεότατος καί ἐκάρη µοναχός στήν Ἱ. Μονή Δηµιόβης. Ἀνώτερες σπουδές δέν ἔκανε. Ἡ συνεχής µελέτη, ὅµως, τῆς Ἁγίας Γραφῆς, τῶν Πατερικῶν καί Λειτουργικῶν κειµένων, ἡ ἐµβάθυνσή του σέ αὐτά καί ἡ συνεπής τήρηση τῶν λόγων τοῦ Θεοῦ, τόν κατέστησαν πραγµατικό θεολόγο.
Μετά τή χειροτονία του σέ πρεσβύτερο τό 1935 δέχεται πρόσκληση τοῦ Μεσσήνιου ἐπισκόπου Καρδίτσας νά ὑπηρετήσει ὡς ἐφηµέριος ἐκεῖ. Ἡ ἀγάπη του πρός τόν Θεό βρίσκει πρακτική ἐφαρµογή στή διακονία τοῦ συνανθρώπου καί ὁ λαός τῆς Καρδίτσας γεύεται τούς καρπούς τῆς ἀγάπης τοῦ Γέροντα. Αὐτούς τούς καρπούς θά γευθεῖ καί ὁ λαός τῆς Φθιώτιδος, ὅταν ὁ π. Βησσαρίων τό 1955 θά ἐνταχθεῖ στή Μονή Ἀγάθωνος. Τά διακονήµατά του διπλᾶ, ἐντός καί ἐκτός τῆς Μονῆς. Ἄνθρωπος τῆς ἀσκήσεως, τῆς µελέτης, τῆς προσευχῆς. Ἀφιερώνει ὧρες πολλές προσευχόµενος γιά τά προβλήµατα γνωστῶν καί ἀγνώστων. Ὧρες πολλές ἀφιερώνει καί στό Μυστήριο τῆς Ἐξοµολογήσεως. Μέ τήν ἁπλότητα καί τήν καλωσύνη του, ἑλκύει τούς ἀνθρώπους νά προσέλθουν κάτω ἀπό τό πετραχῆλι του, ὅπου βρίσκουν τή συγχώρηση ἀπό τόν Θεό καί τήν ψυχική τους ἀνάπαυση. Γίνεται ὁ ἐξοµολόγος τῶν µαθητῶν στό Ἐκκλησιαστικό Λύκειο Λαµίας ἀλλά καί τῶν ἀρρώστων στά Νοσοκοµεῖα τῆς πόλης. Ὅλους τούς παρηγορεῖ καί τούς ἀνακουφίζει. Καθοδηγεῖ καί συµβουλεύει. Ὡς ἐλεήµων καί φιλόπτωχος γίνεται ὁ χορτασµός τῶν πεινώντων. Γνωρίζει ἀκριβῶς τίς ἀνάγκες τῶν κατοίκων τῆς περιοχῆς καί προσφέρει µέ χαρά ἀπό τό περίσσευµα ἤ καί τό ὑστέρηµα τῆς Μονῆς. Στά χρόνια τοῦ πολέµου καί τῆς κατοχῆς εἶχε ἤδη συµπαρασταθεῖ παντοιοτρόπως στόν δοκιµαζόµενο Ἑλληνικό λαό. Ἐπί πλέον, χάρις στίς δικές του θαρρετές παρεµβάσεις εἶχε καταφέρει νά σώσει πολλούς ἀνθρώπους ἀπό τά χέρια τῶν Ναζί καί ἀπό τόν θάνατο.
Στίς 22 Ἰανουαρίου 1991, µετά ἀπό σύντοµη ἀσθένεια, ἐκοιµήθη εἰρηνικά στό νοσοκοµεῖο «Σωτηρία». Ἀκόµη καί λίγο πρίν τόν θάνατό του, ὅµως, τό ἐνδιαφέρον καί ἡ ἔγνοια του ἦταν γιά τούς ἀνθρώπους τῆς περιοχῆς του καί τά προβλήµατά τους... Στό µοναστῆρι του, τίς µέρες ἐκεῖνες, τά πάντα ἦταν κατάλευκα ἀπό τό χιόνι καί ἡ πρόσβαση κατέστη προβληµατική. Παρά ταῦτα, πλήθη λαοῦ πέρασαν γιά νά τόν ἀποχαιρετήσουν. Ἐξ αἰτίας τῶν καιρικῶν συνθηκῶν ὁ ἐνταφιασµός του πραγµατοποιήθηκε στό Βαπτιστήριο, σέ δωµάτιο ὅπου ὁ Γέροντας συνήθιζε νά ἐξοµολογεῖ, ἐνῶ στά χρόνια πού ἀκολούθησαν ὁ τάφος του ἔγινε τόπος προσκύνησης ἀπό τούς πιστούς.
Δεκαπέντε χρόνια µετά τήν κοίµησή του ἀποφασίστηκε ἡ ἀναγκαστική ἐκταφή του λόγῳ ἔργων ἀναστηλώσεως τµήµατος τῆς Μονῆς. Ὅταν οἱ µοναχοί εἶδαν τό φέρετρο σέ ἄριστη κατάσταση καί τό ἄνοιξαν γιά νά συγκεντρώσουν τά ὀστᾶ, ἔκπληκτοι διαπίστωσαν ὅτι τό σῶµα παρέµενε ἄφθαρτο. Ἄφθαρτα παρέµεναν ἐπίσης τά ἱερά ἄµφια καί τά ὑποδήµατα, ὅπως καί τό ἱερό Εὐαγγέλιο πού κρατοῦσε στό χέρι. Στήν ἰατρική γνωµάτευση τεσσάρων ἰατρῶν, διακεκριµένων ἐπιστηµόνων ἀπό τήν πόλη τῆς Λαµίας, οἱ ὁποῖοι ἐκλήθησαν ἀπό τήν Ἱ. Μητρόπολη Φθιώτιδος γιά νά ἐξετάσουν τό σῶµα καί νά ἀποφανθοῦν, ὑπάρχει πλήρης περιγραφή τοῦ σκηνώµατος. Στό κείµενο αὐτό διαβάζουµε: «Στό δεξιό ἄνω ἄκρο (ἄκρα χεῖρα) συγκρατεῖ ἰσχυρά τό µικρό Εὐαγγέλιο, µέ τό ὁποῖο εἶχε συνταφεῖ καί ἦταν ἀδύνατη ἡ ἀπόσπασή του!!!». Ἐπίσης στήν Ἰατρική Γνωµάτευση τοῦ ἀειµνήστου πλέον, γνωστοῦ ἰατροδικαστοῦ Παν. Γιαµαρέλου διαβάζουµε: «ἐρευνήσας τό σκήνωµα τοῦ µακαριστοῦ π. Βησσαρίωνος διεπίστωσα παράδοξον καί µοναδικόν φαινόµενον κατά τήν διάρκειαν τῆς ὑπερπεντηκονταετοῦς σχεδόν ἰατροδικαστικῆς µου ὑπηρεσίας καί καριέρας...». Τό σκήνωµα ἀποφασίστηκε ἀπό τήν Ἱερά Σύνοδο νά παραµείνει ἄταφο καί φυλάσσεται στό παρεκκλήσιο τοῦ Ἅγ. Χαραλάµπους.
Ἡ εἴδηση τοῦ ἄφθαρτου σκηνώµατος, ὅπως ἦταν φυσικό, προκάλεσε αἴσθηση στό πανελλήνιο καί ἀµέτρητες συζητήσεις. Ὅπως ἦταν, ἐπίσης, “φυσικό” τά ΜΜΕ προώθησαν τήν προβολή ἀπόψεων πού ἀµφισβητοῦσαν τόν Θεό καί τό θαῦµα. “Εἰδικοί ἐπιστήµονες” καί “εἰδήµονες” παντός εἴδους ἔκαναν τίς βαρυσήµαντες δηλώσεις τους καί ἀποφαίνονταν ἀπό µακριά, χωρίς νά δοῦν καί νά ἐξετάσουν, χωρίς νά τολµήσουν νά βάλουν τό χέρι τους «ἐπί τόν τύπον τῶν ἥλων». Ὅµως τό σκήνωµα τοῦ Γέροντος παραµένει ἄφθαρτο 10 χρόνια µετά...
Ὁ χρόνος πού διαθέταµε γιά τό µοναστῆρι, ἦταν ὑπεραρκετός. Ἀλλά κοντά στόν π. Δαµασκηνό, τόν ἁπλό καί ἤρεµο ἡγούµενο τῆς Μονῆς µέ τίς ζωντανές, διδακτικές του ἀφηγήσεις ἀποδείχτηκε ἀνεπαρκής! Τήν ἀναχώρησή µας τή συνοδεύει ἡ πεποίθηση ὅτι, Θεοῦ θέλοντος, δέν θά εἶναι πολύ µακριά ἡ µέρα πού θά ἐπανέλθουµε...
Χορτᾶτοι πνευµατικά καί σωµατικά παίρνουµε τόν δρόµο τῆς ἐπιστροφῆς. (Γιά τή σωµατική µας πεῖνα φρόντισαν ἄκρως ἀποτελεσµατικά τά γραφικά ταβερνάκια στίς παραλίες τοῦ Μαλιακοῦ). Ἀναλογιζόµαστε τήν ἰδιαίτερη εὐλογία τῆς πατρίδας µας. Σέ κάθε βῆµα, κάποιο ἱερό προσκύνηµα. Θά θελήσει ἄραγε αὐτός ὁ λαός νά κρατήσει τόν Χριστό κοντά του; Ἀπό ὅλους µας ἐξαρτᾶται. Χρειάζεται ἐγρήγορση. Καί προσευχή. Στόν Παρακλητικό Κανόνα τῆς Παναγίας τῆς Προυσσιωτίσης διαβάζουµε: «Θλίψεις ὀδῦναι καί κακώσεις, ἤδη εὕρωσαν Ἑλλάδα τήν ἀθλίαν, καί πιστῶν σου Ἁγνή, τό πλήρωµα βοᾶ σοι, ρῦσαι ἡµᾶς Πανύµνητε, τῆς δεινῆς πανωλεθρίας»!
Εὐανθία Κωλέττη
Θεολόγος
«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» Ἀρ. Τεύχους 171
Νοέμβριος 2016