ΒΥΖΑΝΤΙΝΟ ΚΑΙ ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΔΙΚΑΙΟ
Μιά ἀπόπειρα ἀντιπαραβολῆς
Εἰσαγωγικά:
Σύµφωνα µέ τήν εὐρέως διαδεδοµένη στίς ἡµέρες µας, ἀλλά καί ἀρκετά ἀσαφῆ καί ἀκαθόριστη, ἰδέα, ἡ ἐποχή τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας ἦταν –τάχα– µιά ἐποχή «ἀπολυταρχίας», «θεοκρατίας» καί «σκοταδισµοῦ»(!), στήν ὁποία –ὅπως συκοφαντικά ὑποστηρίζουν– ἀπουσίαζε ὁ σεβασµός στά ἀνθρώπινα δικαιώµατα, γιατί δῆθεν, τά τελευταῖα, ἀποτελοῦν σύγχρονες κατακτήσεις τῶν Νεωτέρων Χρόνων!
Ὅµως, ἡ ἐν λόγῳ ἰδέα–συκοφαντία προβάλλεται, χωρίς νά λαµβάνονται ὑπ’ ὄψη καί νά ἀξιολογοῦνται δεόντως συγκεκριµένα τεκµήρια, τά ὁποῖα τουλάχιστον δείχνουν ὅτι πολλές ἀπό τίς πραγµατικές κατακτήσεις στό ζήτηµα τῆς προστασίας τῶν ἀνθρωπίνων δικαιωµάτων ἐπιτεύχθηκαν πολύ παλαιότερα ἀπό ὅσο εἶναι κοινῶς γνωστό. Δέν θά ἦταν ἄλλωστε λογικό νά θεωρεῖται ὅτι οἱ ἄνθρωποι τῶν παλαιότερων ἐποχῶν, ἄν καί µοιράζονταν µέ µᾶς τήν αὐτή ἀνθρώπινη φύση, εἶχαν κάποια ἰδιαίτερη καί ἀνεξήγητη προδιάθεση στό νά ὑποτάσσονται στήν κρατική ἐξουσία καί νά ἀποδέχονται τυφλά καί ἀδιαµαρτύρητα τίς ἐνδεχόµενες ἰδιότροπες αὐθαιρεσίες της. Ἤ ὅτι ἡ µέριµνα γιά τήν κοινωνική δικαιοσύνη καί τήν ἴση κατανοµή τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν µονοπωλήθηκε ἀπό τούς ἀνθρώπους τῶν Νεωτέρων Χρόνων, ἐνῶ, σηµειωτέον, ἡ ἰδεολογία τους θεµελιώθηκε σέ φιλοσοφικές θεωρίες, ὅπως ἐκεῖνες τοῦ Χόµπς ἤ τοῦ Λόκ, πού ἐκκινοῦν ἀπό τήν ἀρχή τῆς προστασίας τοῦ στενοῦ ἀτοµικοῦ συµφέροντος, δηλαδή τοῦ ἀτόµου µέ τό «we-less I» (=τό Ἐγώ χωρίς τό ἐµεῖς) ἤ τό «sovereign I» (=τό Ἐγώ ἡγεµόνας, ἐπικυρίαρχος), ὅπως ἀναγνωρίζουν σύγχρονοι κοινωνιολόγοι, ἐνῶ, ἀντίθετα, ρητό καί διακηρυγµένο θεµέλιο καί προγραµµατικά «ἀνώτερη βαθµίδα δικαιοδοσίας» τῆς βυζαντινῆς ἰδεολογίας ἦταν ἡ Χριστιανική πίστη, τό διά τοῦ Σταυροῦ πολίτευµα.
Γιά τούς λόγους αὐτούς εἶναι ἀπαραίτητο νά γίνει µιά ἐγγύτερη ἔρευνα σέ συγκεκριµένες πτυχές τῆς κρατικῆς ὀργάνωσης καί τοῦ δικαίου τοῦ Βυζαντίου, ὥστε νά διαπιστωθεῖ σέ ποιό βαθµό ἡἐν λόγῳ παγιωµένη ἰδεολογία ἔχει βάση στά πράγµατα ἤἀποτελεῖ πολιτική προπαγάνδα πρός κατασυκοφάντηση τοῦ Χριστιανισµοῦ.
Παραθέτουµε, λοιπόν, κάποια ἀποσπάσµατα διατάξεων τοῦ Βυζαντινοῦ Δικαίου πού φαίνεται νά προλαµβάνουν καί νά διαπνέονται ἀπό Ἀρχές, οἱὁποῖες σήµερα εἶναι εὐρύτερα ἀποδεκτές καί θεωροῦνται σύγχρονες κατακτήσεις. Ἡ παράθεση αὐτή, πού εἶναι σίγουρα ἀτελής καί ἐπιχειρεῖται «ἐκ τῶν ἐνόντων», ἀποσκοπεῖἀφενός στό νά γίνουν εὐρύτερα γνωστές κάποιες πτυχές τοῦ δικαίου αὐτοῦ καί ἀφετέρου στό νά παρακινήσει, ἐνδεχοµένως, σέ µιά πληρέστερη καί συστηµατικότερη ἔρευνα, ἀφοῦ πρόκειται γιά ζητήµατα πού δέν ἔχουν κἄν ἐρευνηθεῖἤἐν πάσῃ περιπτώσει τά πορίσµατα τῶν µελετῶν πού ἔχουν ἐνδεχοµένως γίνει δέν εἶναι προσιτά στό εὐρύ κοινό. Σηµειωτέον ὅτι οἱ παρατιθέµενες διατάξεις ἔχουν ταξινοµηθεῖ «χονδρικά» σέ θεµατικούς τοµεῖς καί συσχετίζονται, πρός καλύτερη κατανόηση καί ἐκτίµησή τους, µέ ἀντίστοιχες σύγχρονες νοµικές διατάξεις καί ἀρχές.
Α. Τά ὅρια τῆς κρατικῆς ἐξουσίας:
(Στό κεφάλαιο αὐτό παρατίθενται καί σχολιάζονται διατάξεις πού δείχνουν ὅτι ἡἐξουσία τοῦ βυζαντινοῦ Αὐτοκράτορα δέν ἦταν ἀπεριόριστη, ἀλλά προβλέπονταν σέ αὐτή ὅρια καί περιορισµοί)
Α.1. Ὁ Αὐτοκράτορας καί ἡἘκκλησία:
Εἰσαγωγή τῶν Μακεδόνων Τίτλος Β, Περί Πατριάρχου:
«Γνωρίσµατα τοῦ Πατριάρχου εἶναι νά εἶναι διδακτικός, νά ἐξισώνεται ἄφοβα πρός ὅλους τούς ὑψηλούς καί τούς ταπεινούς, νά ἀποδίδει δικαιοσύνη µέ πραότητα, νά ἐλέγχει τούς ἀπείθαρχους καί, προκειµένης τῆς ὑπεράσπισης τῆς ἀλήθειας καί τῶν δογµάτων, νά ἀπευθύνεται στόν βασιλέα χωρίς συστολή».
-Εἰσαγωγή 28. 2:
«Ὑπόκειται ἐκδικεῖν καί διατηρεῖν ὁ βασιλεύς πρῶτον µέν πάντα τά ἐν τῇ Θείᾳ Γραφῇ γεγραµµένα, ἔπειτα δέ καί τά παρά τῶν ἁγίων ἑπτά συνόδων δογµατισθέντα, ἔτι δέ καί τούς ἐγκεκριµένους ρωµαϊκούς νόµους»
Μέ τίς διατάξεις αὐτές ρητῶς ἀναγνωρίζεται στήν Ἐκκλησία καί τούς Κανόνες της ἡὑπέρτατη αὐθεντία στό πλαίσιο τοῦ Κράτους. Γιά νά ἀξιολογήσει κανείς τήν ἐµβέλεια τῶν ἐν λόγῳ ρυθµίσεων θά πρέπει νά λάβει ὑπ’ὄψη του ὅτι κατά τήν σηµερινή πολιτική ἐπιστήµη τό Κράτος ἔχει τή λεγόµενη πρωτογενῆἐξουσία, ὅτι δηλαδή θεµελιώνεται στόν ἑαυτό του, εἶναι κυρίαρχο καί δέν ἀναγνωρίζει ὑπέρτερη ἀρχή. Ἐξάλλου, καί λεξιλογικά ὁὅρος «Κράτος» σηµαίνει «δύναµη», «ἐξουσία». Πρόκειται γιά ὀργανισµό πού συνδέεται µέ τή Βία καί συνασπίζεται καί συγκροτεῖται ὡς ταυτότητα ἐν ὄψει ἑνός ἐχθροῦ, ἑνός ἄλλου. Εἶναι τό «βασίλειο τῆς ἀναγκαιότητας» πού ἐπιβάλλει µέ ἐξαναγκασµό σωµατικό τήν τήρηση τῶν κανόνων του. Ἐν προκειµένῳ, ὅµως, παρουσιάζεται τό παράδοξο καί «αὐθυπερβατικό» φαινόµενο ἑνός Κράτους πού δέν αὐτοθεµελιώνεται, ἀλλά ρητῶς ἀναγνωρίζει τήν ὑπέρτερη ἐξουσία τοῦ Εὐαγγελίου, ἤτοι µιᾶς «ἐξουσίας» τῆς Χάριτος, τῆς ὁποίας οἱ Κανόνες δέν ὑποστηρίζονται ἀπό «σωµατικές ποινές» καί ἡὁποία θέτει ὡς κανόνα καί κριτήριο γνησιότητας τό «ἀγαπᾶτε τούς ἐχθρούς ὑµῶν, προσεύχεσθε ὑπέρ τῶν ἐπηρεαζόντων ὑµᾶς».
Α. 2. Ὁ Αὐτοκράτορας καί οἱ νόµοι,
ὅρια στή νοµοθετική ἐξουσία τοῦ αὐτοκράτορα:
-Νεαρά Κωνσταντίνου τοῦ Μονοµάχου:
«Καί τίς ἑτέρα φροντίς, ποῖον ἔργον ἤ σπουδαιότερον σπούδασµα βασιλείᾳ µᾶλλον προσῆκον τῆς περί τούς νόµους προνοίας; Τιµή γάρ βασιλέως κατά τό λόγιον κρίσιν ἀγαπᾶν καί δικαιοσύνην καί κρῖµα κατόρθωσις τοῦ θρόνου αὐτοῦ. Ὅπερ ἄλλως ἀµήχανον βασιλεῖ προσγενέσθαι, πλήν ἐκ νόµου καί διά νόµου, δι’ οὗ βασιλεῖς βασιλεύουσι καί δυνάσται καί ἄρχοντες κυριεύουσι γῆς, καίτοι παρ’ αὐτῶν ἐκείνων τῶν νόµων νοµικῆς αὐθεντίας τό βασιλικόν τε καί θεῖον ἀπολέλυται κράτος, ὡς αὐτό δεσπόζον ἁπάντων, οὐχ ὑπό τινος ἄλλου τῶν ἐπί γῆς δεσποζόµενον.
Ἀλλ’ αὐτῶν ἐκείνων ἀκούοµεν αὖθις τῶν βασιλέων ὑπ’εὐγνωµοσύνης δικαίας τήν χάριν παραιτουµένων καί οἷον ἀµοιβήν τινά ταύτην ἀντιδιδόντων τοῖς νόµοις, τό ὑπ’ ἐκείνοις τῶν σκήπτρων τήν ἐξουσίαν ποιεῖν καί σύν αὐτοῖς µᾶλλον ἄρχειν αἱρεῖσθαι προσηνῶς καί δικαίως ἤ κρατεῖν δίχα τούτων βιαίως καί παρανόµως, σοφώτερον ἤ κατά τούς ἰδιώτας, ὧν ἄρχουσι, περί τούτου λογιζοµένων. Διαφέρειν γάρ τύραννον ἐν τούτῳ καί βασιλέα, ὅτι ὁ µέν (ὡς ὁ λόγος) νόµον ἔχει τόν τρόπον, βασιλεύς δέ ἔµπαλιν τρόπον ἔχει τόν νόµον, ἐπιστασίαν µέν ἔννοµον τήν ἀρχήν ἐπιστάµενος, τῆς δ’ ἀρχῆς σοφόν κυβερνήτην τόν νόµον ἀσπασίως παραλαµβάνων, ὅστις εὕρηµα µέν ἐστι καί δῶρον Θεοῦ, τέχνη δέ λέγεται καί πιστεύεται τοῦ καλοῦ τε καί τοῦἴσου, ἐπανορθοῦται δέ πάντα τόν ἀνθρώπινον βίον καί θαυµαστήν τινά τάξιν πρυτανεύει τοῖς πράγµασι. Τάξις δέ τό κεφάλαιον (ὡς ἔπος) τῶν ἀγαθῶν, ἥ καί τά ἐπίγεια συνέχει καί τά οὐράνια».
Ἡ θεµελιώδης αὐτή ρύθµιση ὑπενθυµίζει τή σύγχρονη ἀρχή τοῦ «κράτους δικαίου», ἡὁποία συνιστᾶ τή βάση καί τόν κύριο γνώµονα ἀξιολόγησης τῶν συγχρόνων πολιτευµάτων. Σύµφωνα µέ τήν ἐν λόγῳἀρχή «συν-τάξης» ἤ ρύθµισης τῆς κρατικῆς ἐξουσίας, τῆς ὁποίας (ἐξουσίας) κύριο γνώρισµα εἶναι ἡἀποκλειστική ἄδεια χρήσης τῆς ὑλικῆς καί ἔνοπλης βίας, ἤτοι τό «κρατικό µονοπώλιο τῆς βίας», ὅπως συνήθως λέγεται, (πρβλ. καί: «οὐ γάρ εἰκῆ τήν µάχαιραν φορεῖ», Πρός Ρωµαίους 13, 4), ἡ δράση τῶν ὀργάνων τοῦ κράτους πρέπει νά ὑπόκειται σέ προκαθορισµένους, προσιτούς στόν καθένα καί σαφεῖς καί κατανοητούς ἀπό τόν καθένα κανόνες δικαίου. Πρέπει, δηλαδή, νά ἱκανοποιοῦν τό ἀξιολογικό κριτήριο τῆς «fair notice», τῆς δίκαιης καί δηµόσιας προειδοποίησης γιά τό ποιές πράξεις ἐπιτρέπονται καί ποιές ἀπαγορεύονται καί τιµωροῦνται, ὥστε οἱ πολῖτες νά δύνανται νά προβλέπουν τή συµπεριφορά τῶν κρατικῶν ὀργάνων καί νά προσαρµόζουν τή συµπεριφορά τους ἀνάλογα, ἔχοντας ἀναπτύξει αἴσθηµα ἀσφάλειας δικαίου καί ἐµπιστοσύνης πρός τά κρατικά ὄργανα, γιά τό ὅτι αὐτά δέν θά προβοῦν σέ πράξεις βίας καί αὐθαιρεσίας σέ βάρος τους. Ἐνδεικτική στό προπαρατεθέν κείµενο εἶναι ἡἔκφραση «ἐκ νόµου καί διά νόµου», ἡὁποία φαίνεται νά σηµαίνει ὅτι ἡἄσκηση τῆς ἐξουσίας στηρίζεται σέ νοµική πρόβλεψη (:«ἐκ νόµου») καί διεξάγεται µέ τόν νόµο, ὡς µέσο ἔκφρασης τῆς κρατικῆς βούλησης (:«διά νόµου»). Ἀντίστοιχη εἶναι ἡ σηµερινή «ἀρχή τῆς νοµιµότητας» πού ἀντλεῖται ἀπό τήν ἀρχή τοῦ «κράτους δικαίου» καί σύµφωνα µέ τήν ὁποία κάθε πράξη τῆς διοικητικῆς ἤἐκτελεστικῆς ἐξουσίας πρέπει νά βασίζεται καί νά ἐπικαλεῖται πρός δικαιολόγησή της συγκεκριµένες διατάξεις νόµων, ἀλλιῶς ἀκυρώνεται ὡς µή νόµιµη.
Περαιτέρω, ἡ φράση ὅτι «τό βασιλικόν τε καί θεῖον κράτος ἀπολέλυται τῆς νοµικῆς αὐθεντίας», ἐάν ληφθοῦν ὑπ’ ὄψει τά συµφραζόµενα, δέν πρέπει νά ἐκληφθεῖὅτι παραχωρεῖ αὐθαίρετη καί ἀπεριόριστη ἐξουσία στόν «βασιλέα», πού θά µποροῦσε τάχα νά «κάνει ὅ,τι θέλει». Διότι, ἐάν ἐπρόκειτο περί αὐτοῦ, ἀφ’ ἑνός δέν θά ἀντιδιαστελλόταν ὁἐπιδοκιµαζόµενος θεσµός τῆς «βασιλείας» πρός τήν ἀποδοκιµαζόµενη ἐκτροπή πού συνιστᾶὁ «τύραννος» µέ κριτήριο τό σύννοµον ἤ τό αὐθαίρετον τῆς ἄσκησης τῆς ἐξουσίας. Ἀφ’ ἑτέρου, εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι ἐπισηµαίνεται ὅτι τό ἐν λόγῳ «ἀπολελυµένον κράτος» παραχωρεῖται «παρ’ αὐτῶν ἐκείνων τῶν νόµων» καί ὅτι ἑποµένως τό «κράτος», δηλαδή ἡἐξουσία, δέν εἶναι αὐθύπαρκτη καί αὐτοδύναµη, ἀλλά ἀντλεῖ «νοµιµοποίηση» ἤ δικαιολόγηση ἀπό τόν νόµο, πού τήν στηρίζει καί τήν θεµελιώνει.Ἡἐν λόγῳἑρµηνεία ἐνισχύεται ἀπό τήν παράθεση τοῦἉγιογραφικοῦ στίχου «κρίµα κατόρθωσις τοῦ θρόνου αὐτοῦ», µέ τόν ὁποῖο εἰσάγεται ἕνα ὑπέρτερο κριτήριο ἐλέγχου καί περιορισµοῦ τῆς κρατικῆς ἐξουσίας, περιβεβληµένο µέ τό ἀπόλυτο κύρος τῆς Θείας Αὐθεντίας. Σύγχρονο ἀνάλογο εἶναι τό προοίµιο τοῦἙλληνικοῦ Συντάγµατος «εἰς τό Ὄνοµα τῆς Ἁγίας καί Ὁµοουσίου καί Ἀδιαιρέτου Τριάδος», µέ τό ὁποῖο ἡἙλληνική συντακτική ἐξουσία ρητῶς ἀναγνωρίζει ὅτι ἀσκεῖται ἐν ὀνόµατι τῆς Ἁγίας Τριάδος, ὡς Ἐντολοδότιδος αὐτῆς. Ἀκόµη, ρητῶς ἀναφέρεται ὅτι, τελικῶς, οἱ βασιλεῖς παραιτοῦνται τῆς, οὕτως ἤἄλλως παραχωρηµένης, ἐξουσίας τους καί τήν «ἀντιδίδουν», τήν ἐπιστρέφουν δηλαδή στούς νόµους, ὥστε νά µήν βασιλεύουν «παρανόµως» καί «βιαίως», ἀλλά «δικαίως» καί «προσηνῶς». Σηµειωτέον, ἀκόµη, ὅτι στήν «Ἐπαναγωγή», πού ἀποδίδεται στόν Μεγάλο Φώτιο, ὁ νόµος ὁρίζεται ὡς στηριζόµενος σέ «κοινωνικό συµβόλαιο», σέ «πόλεως συνθήκη κοινή» (βλ. «Βυζαντινή Χιλιετία» τοῦ Hans-Georg Beck, ἐκδ. Μ.Ι.Ε.Τ., σελ. 61), κατά τό θεσµικό πρότυπο τῆς αὐτονοµίας, κατά τό ὁποῖο, σέ ἀντίθεση πρός τό θεσµικό πρότυπο τῆς ἑτερονοµίας, οἱ διοικούµενοι δίδουν τή συγκατάθεσή τους στή θέσπιση τῶν κανόνων δικαίου πού ρυθµίζουν τή συµπεριφορά τους.
Συνήθως λέγεται ὅτι αὐτό πού χωρίζει τούς Νέους Χρόνους ἀπό τούς Βυζαντινούς (τόν Μεσαίωνα, ὅπως συκοφαντικά ἀποκαλοῦν τήν ἀνεπανάληπτη Βυζαντινή ἐποχή), εἶναι τό ὅτι οἱ νεώτεροι ἄνθρωποι ἐπεδίωξαν καί ἐν πολλοῖς πέτυχαν νά γίνουν αὐτόνοµοι πολῖτες, ἐνῶ οἱ παλαιότεροι ἦσαν ἑτερόνοµοι ὑπήκοοι. Θά εἶχε, ὅµως, ἀφ’ ἑνός ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον νά µελετηθεῖ περισσότερο ποιές καί πόσες πτυχές τῆς πραγµατικῆς καί καθηµερινῆς ζωῆς τῶν ἀνθρώπων κάθε περιόδου καί σέ πόσο ἔντονο βαθµό ρυθµίζονταν καί περιορίζονταν ἀπό κρατικά ὄργανα ἑδρεύοντα σέ κάποια ἀπόµακρη πρωτεύουσα, ἤ, ἀντιθέτως ἀπό τοπικά συµβούλια τῶν κατοίκων κάθε κοινότητας. Γιά παράδειγµα, θά µποροῦσε κανείς νά ἐρευνήσει περαιτέρῳ τούς ἰσχυρισµούς τοῦ Π. Κροπότκιν γιά τήν αὐτονοµία τῶν κοινοτήτων κατά τόν Μεσαίωνα, τήν ὁποία κατήργησε τό ἀπολυταρχικό καί συγκεντρωτικό κράτος τῶν Νέων Χρόνων!Ἀφ’ ἑτέρου, δέν θά ἔπρεπε στή συνάφεια αὐτή νά παραβλεφθεῖ καί τό χωρίο στό Ἔξοδος 24, 3 σχετικά µέ τή «διαδικασία σύναψης» τῆς (Παλαιᾶς) Διαθήκης, ὅσον ἀφορᾶ στό ζήτηµα τῆς αὐτόνοµης θεµελίωσης µιᾶς κοινωνίας σέ ἕνα συµβόλαιο ἤ µιά «Διαθήκη»: «Ὁ Μωϋσῆς γύρισε καί ἀνακοίνωσε στό λαό ὅλους τούς λόγους τοῦ Κυρίου καί τίς ἀποφάσεις του. Καί ὁ λαός ἀποκρίθηκε µέ µιά φωνή: Ὅ,τι προστάζει ὁ Κύριος θά τό ἐφαρµόσουµε». Διότι στό ἐν λόγῳ χωρίο ἔχουµε τόσο τό στοιχεῖο τῆς πλήρους καί δηµόσιας ἀνακοίνωσης τοῦ θεµελιώδους νόµου τῶν Ἰσραηλιτῶν, ὅσο καί τό στοιχεῖο τῆς ὁµόφωνης ἀποδοχῆς αὐτοῦ, στοιχεῖα πού δέν θά µνηµονεύονταν κἄν, ἐάν ἦταν περιττά ἤἀδιάφορα. Ἡ συγκατάθεση ὅλων, τό «consensus omnium», παρά τό ὅτι δέν εἶχαν καθιερωθεῖ καθολικές ἐκλογές ὡς µέθοδος διάγνωσης καί ἐπαλήθευσης τοῦ «consensus» αὐτοῦ, ἦταν τό θεµέλιο τῆς ἐξουσίας ἑκάστου βυζαντινοῦ αὐτοκράτορα κατά τόν Hans-Georg Beck, ὁ δέ λαός εἶχε τό δικαίωµα νά διαµαρτυρηθεῖ (ἤ «διαδηλώσει») στόν Ἱππόδροµο, στόν ὁποῖο διεξαγόταν θεσµοθετηµένος διάλογος µέ τόν αὐτοκράτορα ἤἀκόµη καί νά ἀνατρέψει ἕναν «βασιλέα» πού µεταβαλλόταν σέ «τύραννον».
Συναφές καί ἀνάλογο εἶναι τό ἄρθρο 120 τοῦ σύγχρονου Ἑλληνικοῦ Συντάγµατος: «…4. Ἡ τήρηση τοῦ Συντάγµατος ἐπαφίεται στόν πατριωτισµό τῶν Ἑλλήνων, πού δικαιοῦνται καί ὑποχρεοῦνται νά ἀντιστέκονται µέ κάθε µέσο ἐναντίον ὁποιουδήποτε ἐπιχειρεῖ νά τό καταλύσει µέ τή βία». Ὅσον ἀφορᾶ εἰδικότερα στίς ἐκλογές, διευκρινίζεται ὅτι στήν ἐκλογή τοῦ αὐτοκράτορα ἔπρεπε πάντως νά συµµετάσχει ὁ λαός τῆς πρωτεύουσας, ἐνῶ οἱἄρχοντες τῶν ἐπιµέρους πόλεων, πού διαχειρίζονταν τόν προϋπολογισµό τους καί ἑποµένως εἶχαν οὐσιαστική ἐπιρροή στήν διοίκησή τους, ἀφοῦἀποφάσιζαν γιά τά ἔσοδα καί τίς δαπάνες τους, ἐκλέγονταν ἀπό τόν ἐντόπιο λαό! (Denis Feissel, Βυζαντινός Κόσµος, τόµος Α΄, ἐκδ. Πόλις).
Νοµοµαθής
«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» Ἀρ. Τεύχους 171
Νοέμβριος 2016
Τὰἄλλα γενέθλια...
( Ἤ, ἑορτάζοντας τὴν 33η ἐπέτειο
τῆς εἰσόδου σου στὸν Κλῆρο)
Κάθε φορὰ ποὺ θ᾿ἀνατείλει ἡ 18η Νοεμβρίου, μιὰ περίεργη νοσταλγία, ἀλλὰ κι ἕνα σφίξιμο ἀνεβαίνουν ἀπό τὰ βαθύτερα τὰ θεμέλια τοῦ εἶναι σου καὶ συλλαβίζουν, μαζὶ μὲ τὰὅσα εὐχετήρια, στιγμὲς περιούσιες καὶὁριακές. Αὐτὲς τῆς χειροτονίας σου καὶ φυσικὰ τῶν πρώτων σου βηματισμῶν στὸ Χορὸ καὶ τὸ Χῶρο τῆς Ἱερωσύνης. Στιγμὲς καὶὧρες ποὺ σήμερα, ἐπετειακὰ, τὶς τιμᾶς ὡς ἄλλα γενέθλια. Γενέθλια ποὺ μνημειώνουν ἕνα καὶ μόνο γεγονός: τοῦ εἰσοδικοῦ στὴν Ἱερωσύνη. Κι ἀσφαλῶς δὲν εἶναι καὶ λίγο αὐτό...
Ἄν ἡ Νοσταλγία, λοιπόν, τοῦτες τὶς στιγμὲς κλωθογυρίζει μέσα σου μὲ ρυθμοὺς καὶἤχους παλιούς, ὡστόσο γνώριμους, αὐτὸ γίνεται, ἐπειδὴ τὰ Πρόσωπα καὶ τὰ γεγονότα ποὺ τὰ σφράγισαν φίλοι, γνωστοί, ἐπίτροποι, ἱεροψάλτες, ἱερόπαιδες, ἀλλὰ καὶ συλλειτουργοί, ὁἘπίσκοπος ποὺ σοῦ “φίλεψε” τὸ μέγιστο αὐτὸ διακόνημα, συνυπάρχουν. Μόνο ποὺ πολλοὶἀπ᾿ αὐτοὺς ἔχουν ἀναχωρήσει γιὰ τὴ Χώρα τῶν Ζώντων. Καὶ τοῦτες τὶς ὧρες τοὺς ἀναθυμᾶσαι μὲ εὐγνωμοσύνη καὶ μές ἀπ᾿ τὸ σύθαμπο, ποὺ οἱ φωτεινὲς αὐτὲς στιγμὲς ἐμφανίζουν, τοὺς ἀνακαλεῖς. Νὰ συμπορευτεῖτε, ὅπως κάποτε, σὲ πανηγύρεις, ἑορτὲς, προσπάθειες εὐπρεπισμοῦ τοῦ ναοῦ. Κι ἐπειδὴ τοῦτο εἶναι ἀδύνατο καταθέτεις, μὲ τὸ κερὶ ποὺἀνάβεις γιὰ τὶς ὡραῖες τους ψυχὲς, τὸν ἱκέσιο λόγο σου, ὅπως εἶναι ἀναπαυμένοι πάντοτε.
Ὡστόσο στὴν ψυχὴἀνεβαίνει καὶ κεῖνο τὸ παράξενο σφίξιμο, ποὺἀσφαλῶς σχετίζεται μὲ τὴν ἀνείπωτη πίκρα ποὺ σὲ κατέχει, καθὼς συνειδητοποιεῖς, ἀφοῦἡ μέρα αὐτὴ σὲ προτρέπει –ὅπως ἡἀρχιχρονιὰ– σὲ μιὰν προσπάθεια ἀπολογισμοῦ. Νὰ παρατηρήσεις μὲ προσοχὴ δηλαδὴ τὰ λάθη καὶ τὶς ἀτέλειές σου ὡς ποιμένα καὶ πατέρα μιᾶς κοινότητας πιστῶν. Ἔτσι, στὸ βάθος τῶν τριανταδύο χρόνων βλέπεις πολλὰ καὶ ποικίλα λάθη, ποὺἄφησαν κάποια κενὰ στὴ διακονία σου. Καὶ τὸ συνειδητοποιεῖς αὐτὸ πασχίζοντας νὰ φανεῖς τώρα πιὸ χρήσιμος καὶ χωρὶς πολλὲς παραλείψεις. Καί, φυσικά, ἀναθέτεις ὅλα τοῦτα στὸἀμέτρητο ἔλεός Του, τὸ μόνο ποὺὑπολογίζεις.
Τὰ χρόνια ποὺ πέρασαν εἶναι πολλὰ καὶ μάλιστα εἶναι ἐκεῖνα ποὺ τὰ χαρακτηρίζει ὁἐνθουσιασμὸς καὶἡ νεότητα. Τώρα, λοιπόν, ποὺ πέρασαν ὅλ᾿ αὐτὰ καὶἡἐμπειρία μαζὶ μὲ τὴ σιωπὴ σὲ συντροφεύουν στὸ τρίτο σκαλοπάτι τῆς τέταρτης δεκαετίας ποὺἄρχισες νὰ περπατᾶς, ἕνα πρᾶγμα κρατᾶς ὡς βακτηρία καὶἐλπιδόφεγγο φῶς. Τὸν ὑπέρκαλλο καὶ σημαδιακὸ στίχο: «Βοηθὸς καὶ σκεπαστὴς, ἐγένετό μοι εἰς σωτηρίαν, οὗτος μου Θεὸς καὶ δοξάσω Αὐτόν...». Δοξάσω Αὐτόν, λοιπόν, ὅσο τὰ μάτια ἀπομένουν ἀνοιχτὰ κι ἡ καρδιὰ συνειδητοποιεῖ τὴν ἀναξιότητα τοῦ εἶναι. Ἀμήν.
( Ἱ.Ν. Ἁγ. Παντελεήμονος 18-11-2011 σὲὥρα ἥσυχη, ἑσπερινή)
Σκόπελος π. Κων. Ν. Καλλιανός
«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» Ἀρ. Τεύχους 171
Νοέμβριος 2016
Ὁὁλοκληρωτισμός
τοῦ δυτικοευρωπαϊκοῦ «πολιτισμοῦ»
Ἡ καύση τῶν μάγων καί τῶν μαγισσῶν στήν Εὐρώπη θεωρεῖται σήμερα ἀπό εἰδήμονες ὡς μιά ἀπό τίς πιό τραγικές στιγμές καί ἀπό τά μεγαλύτερα ἐγκλήματα τῆς Εὐρωπαϊκῆς ἱστορίας. Πρόκειται γιά φαινόμενο κυρίως στήν δυτική καί κεντρική Εὐρώπη πού διήρκεσε ἀπό τόν 15ο μέχρι τόν 18ο αἰῶνα μέ ἔξαρση τόν 16ο καί 17ο αἰῶνα. Ἡ τελευταία καύση μάγισσας στήν Γερμανία ἔγινε τό 1775. Σύμφωνα μέ πολλές ἐκτιμήσεις οἱ θάνατοι ἐξαιτίας αὐτῶν τῶν καύσεων, τοποθετοῦνται ἀμέσως μετά ἀπό ἐκείνους πού ὀφείλονται σέ πολέμους καί γενοκτονίες. Ὡστόσο οἱἐκτιμήσεις ὡς πρός τούς θανάτους αὐτούς παρουσιάζουν μιά πολύ μεγάλη ἀπόκλιση, φθάνοντας ἀπό 40.000 μέχρι καί τόν ἐντελῶς φανταστικό ἀριθμό τῶν 9 ἑκατομμυρίων. Οἱ εἰδικοί σήμερα μέ βάση δικαστικά ἔγγραφα καί μαρτυρίες πού ἔχουν διασωθεῖἀνεβάζουν τά θύματα μέχρι τό πολύ 200.000 σέ ὅλη τήν Εὐρώπη. Ὅσοι μιλᾶνε γιά ἑκατομμύρια θυμάτων, ὑποστηρίζουν ὅτι ὁἀριθμός τῶν δικαστικῶν ἐγγράφων καί μαρτυριῶν εἶναι ἀπειροελάχιστος μπροστά στό ἀληθινό ἀριθμό τῶν θυμάτων. Ὁπωσδήποτε θά ἔχει μεγάλο ἐνδιαφέρον τό τελικό ἀποτέλεσμα πού θά προκύψει ἀπό μιά κεντρική τράπεζα πληροφοριῶν πού καταρτίζεται ἀπό τό 2012 καί ἔχει στόχο νά συγκεντρώσει ὅλες τίς ὑφιστάμενες πληροφορίες γιά δίκες μάγων καί μαγισσῶν καί τά θύματα πού προέκυψαν ἀπό αὐτές τίς δίκες στήν παπική καί προτεσταντική Εὐρώπη. Τά ἀποτελέσματα θά εἶναι ἕτοιμα τό 2018.
Ἡ βαθύτερη αἰτία, στήν ὁποία ὀφείλονται αὐτές οἱ καύσεις στή δυτική καί κεντρική Εὐρώπη εἶναι προφανῶς ὁ θεσμός τῆς Ἱερᾶς Ἐξετάσεως πού δρομολογήθηκε στό ἀπόγειο τῆς παπικῆς ἐξουσίας ἀπό τόν Ἰννοκέντιο Γ΄ (1198-1216) μέ τήν παπική βούλα «Vergentis in senium» (1199). Στό ἔγγραφο αὐτό προβάλλονται ἰδιαίτερα σκληρά μέτρα ἐναντίον τῶν αἱρετικῶν καί ἐπίσης ἐπιδιώκεται ἡ συνδρομή τῆς κοσμικῆς ἐξουσίας γιά τήν ἐφαρμογή αὐτῶν τῶν μέτρων. Τά πρῶτα μέτρα ἐναντίον αἱρετικῶν εἶχαν ληφθεῖἤδη μέ τήν Γ΄ Σύνοδο τοῦ Λατερανοῦ (1179). Βασικός στόχος ἦταν ἡἀντιμετώπιση λαϊκῶν κινημάτων πού στό τέλος τοῦ 12ου αἰῶνα εἶχαν κάνει τήν ἐμφάνισή τους στήν Εὐρώπη καί τά ὁποῖα ὁ Παπισμός τά θεωροῦσε ὡς αἱρέσεις, κυρίως οἱ Καθαροί, οἱ Βαλδένσιοι καί οἱ Χουμιλιάτες.
Μέ τήν παραπάνω βούλα ὁἸννοκέντιος Γ΄ τούς ἀπειλοῦσε μέ τήν ποινή τῆς ἀτιμίας, δηλ. τήν ἀπώλεια τῶν ἀστικῶν δικαιωμάτων, τή δήμευση τῆς περιουσίας καί κυρίως τήν ἐπέκταση αὐτῶν τῶν μέτρων καί στά παιδιά τῶν αἱρετικῶν. Ἐπί πλέον ζητοῦσε τήν ἐξίσωση τῆς αἵρεσης μέ τήν προσβολή κατά τοῦ μεγαλειοτάτου, τοῦ μονάρχη, πού ἦταν ταυτόσημη μέ τήν ἔσχατη προδοσία καί ἐπέσυρε τή θανατική ποινή.
Ὁἴδιος ὁἸννοκέντιος Γ΄ λίγο ἀργότερα, τό 1215, ἔβαλε σέ ἐφαρμογή τό σύστημα τῆς Ἱερᾶς Ἐξετάσεως, τό ὁποῖο ἀπό τότε ἔγινε δεσμευτικό γιά τόν Παπισμό. Μετά τόν θάνατό του ἐξασφαλίστηκε καί ἡ συνδρομή τῆς κοσμικῆς ἐξουσίας μέ τό διάταγμα τοῦ Γερμανοῦ Αὐτοκράτορα Φρειδερίκου Β΄ «Cum ad conservandum» (1224), τό ὁποῖο ὅρισε τήν καύση τῶν αἱρετικῶν στήν πυρά ἤ τήν τιμωρία τους μέ ἄλλο τρόπο (κόψιμο τῆς γλώσσας). Σέ ἄλλο διάταγμα τοῦ 1232 ἐπιβαλλόταν στούς αἱρετικούς ἡ διαρκής ποινή τῆς ἀτιμίας, ἐάν δέν μποροῦσαν νά ἐπιτύχουν τήν ἐκκλησιαστική συγχώρηση ἐντός ἑνός ἔτους. Οἱ δέ φορεῖς κοσμικῶν ἀξιωμάτων ὑποχρεώνονταν μέ ὅρκο καί μέ τήν ἀπειλή τῆς ἀπομάκρυνσής τους ἀπό τό ἀξίωμα νά προβοῦν στήν ἐξαφάνιση ὅλων ἐκείνων πού ὀνόμαζε ὁ Παπισμός αἱρετικούς. Ἐπίσης στά ἐδάφη τῆς λεγόμενης «Ἁγίας Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας τοῦ ΓερμανικοῦἜθνους» ξεκίνησε ἀπό τό 1498 ἡ σταδιακή ἐφαρμογή τοῦ συστήματος τῆς Ἱερᾶς Ἐξετάσεως καί στήν κοσμική δικαιοσύνη. Ἐντάχτηκε δέ ἐπίσημα τό 1532 μέ τήν «Constitutio Criminalis Carolina» καί βρῆκε εὐρύτατη ἐφαρμογή στήν παραπάνω καύση τῶν μάγων καί μαγισσῶν.
Τά πρωτοφανῆ στοιχεῖα τοῦ συστήματος τῆς Ἱερᾶς Ἐξετάσεως ἦσαν:
1. Ἡἀναίρεση τοῦ καταμερισμοῦ τῆς ἐξουσίας κατά τή διαδικασία τῆς δίκης. Δηλ. ὁ παντοδύναμος ἱεροεξεταστής ἦταν ταυτόχρονα δικαστής, ἀνακριτής, κατήγορος καί ὑπερασπιστής.
2. Ἐπρόκειτο περί μυστικῆς διαδικασίας. Ἐφόσον ἡ διαδικασία τῆς δίκης ἦταν στό χέρι ἑνός καί μόνο ἀνθρώπου, χωρίς νά ὑπάρχει δημόσιος ἔλεγχος, ὁ κίνδυνος τῆς ἀλλοίωσης τῆς ἀλήθειας ἦταν ἰδιαίτερα ὑψηλός.
3. Ἔλλειψη τῆς οὐδετερότητας τοῦ δικαστῆὡς πρός τό ἀποτέλεσμα τῆς διερευνητικῆς διαδικασίας, ἀφοῦὁἴδιος εἶχε δώσει τήν ἐντολή γιά διερεύνηση καί τήν εἶχε διεξάγει ὁἴδιος. Ἐπί πλέον ἐφόσον ὁ δικαστής ἦταν τοπικός ἤἀπεσταλμένος κληρικός ἀπέβλεπε στό συμφέρον τῆς Ἐκκλησίας πού ὑπηρετοῦσε.
Ἐνῶἀρχικά ἡἹερά Ἐξέταση ὑπαγόταν στά καθήκοντα τῶν τοπικῶν ἐπισκόπων, οἱὁποῖοι συχνά δέν ἔδειχναν τήν πρέπουσα προθυμία, ὁἀνιψιός τοῦἸννοκεντίου Γ΄, ὁ μετέπειτα πάπας Γρηγόριος Θ΄ (1227-1241), ἐγκαθίδρυσε τό 1227 τή λεγόμενη «Παπική Ἱερά Ἐξέταση», ἀπέστειλε δηλ. ἱεροεξεταστές, κυρίως δομινικανούς μοναχούς, σέ ὅλη τήν ἐπικράτεια τοῦ παπισμοῦ καί ἀπάλλαξε τούς τοπικούς ἐπισκόπους ἀπό τό καθῆκον αὐτό, χωρίς ὅμως νά τούς ἀπαγορεύσει τήν ἐκδίκαση ὑποθέσεων. Ἔτσι, προοδευτικά, ἡἹερά Ἐξέταση ἔγινε ὅλο καί περισσότερο παποκεντρική.
4. Μέσῳ τῶν βασανιστηρίων πού καθιερώθηκαν ἐπίσημα τό 1252 μέ τή βούλα «Ad Extirpanda» τοῦ πάπα Ἰννοκεντίου Δ΄ (1243-1254) μέ τόν “ἱερό” στόχο τῆς εὕρεσης τῆς ἀλήθειας (ὁ μόνος περιορισμός ἦταν, νά μή μείνουν μόνιμες σωματικές βλάβες), οἱἱεροεξεταστές μποροῦσαν νά ἀποσπάσουν ὁποιαδήποτε ἐπιθυμητή ὁμολογία.
5. Ἡ εἰσαγωγή τῆς ἀνωνυμίας τοῦ καταγγέλλοντος ἐπέσυρε τόν ἄμεσο κίνδυνο τῆς κατάδοσης. Μετά τή σταυροφορία πού εἶχε κηρύξει ὁἸννοκέντιος Γ΄ τό 1208 ἐνάντια στούς Ἀλβιγηνούς μέ στόχο κυρίως τήν αἵρεση τῶν Καθαρῶν στή νότια Γαλλία, ἡ Σύνοδος τῆς Τουλούζης τό 1229 ἐπί τοῦ πάπα Γρηγορίου Θ΄ υἱοθέτησε στήν πράξη τήν κατάδοση μέ στόχο τήν πιό ἀποτελεσματική ἀντιμετώπιση τῶν αἱρετικῶν.
Στό ὡς τότε Γερμανικό δικαστικό σύστημα τῆς Καταγγελίας, ὁ καταγγέλλων εἶχε εὐθύνη γιά τήν ὀρθότητα τῆς καταγγελίας του καί στήν περίπτωση ἀθώωσης τοῦ καταγγελλομένου ἀνέμενε τόν καταγγέλλοντα μιά ἀρκετά αὐστηρή τιμωρία. Μέ τό νέο δικαστικό σύστημα τῆς Ἱερᾶς Ἐξετάσεως στόχος ἦταν τό ἴδιο τό δικαστήριο νά λάβει γνώση, ἔστω καί ἀνωνύμως, μιᾶς παράνομης πράξης, ὥστε νά ἀναλάβει τή διερεύνησή της. Ἔτσι, μέ τήν ἐφαρμογή αὐτοῦ τοῦ συστήματος, στήν περίοδο τῶν διώξεων τῶν μάγων καί μαγισσῶν δημιουργήθηκαν κουτιά καταδόσεων, ὅπου μέ ἕνα σημείωμα χωρίς κίνδυνο γιά τόν ἑαυτό του καί χωρίς ἀποδείξεις, μποροῦσε ὁποιοσδήποτε νά προκαλέσει μιά δίκη ἐναντίον ἑνός προσώπου.
Ἐνῶὁἀρχικός στόχος τῆς Ἱερᾶς Ἐξετάσεως ἦταν ἡἀντιμετώπιση τῶν αἱρετικῶν, μποροῦσε νά βρεῖἐφαρμογή καί στήν περίπτωση ἀδικημάτων πού σχετίζονταν μέ τήν πίστη, ὅπως τῆς μαγείας. Ἀλλά οἱ περιπτώσεις αὐτές μέχρι τόν 15ο αἰῶνα ἦσαν σπάνιες. Τά πράγματα ἄλλαξαν ριζικά μέ τόν πάπα Ἰννοκέντιο Η΄, ὁὁποῖος τό 1484 μέ τή βούλα Summis desiderantes affectibus, τή λεγόμενη βούλα τῶν μάγων καί μαγισσῶν, φρόντισε γιά τήν ἐπίσημη ἐπέκταση τῆς Ἱερᾶς Ἐξετάσεως στήν κατηγορία αὐτή. Ἡ βούλα αὐτή εἶχε σχεδιαστεῖἀπό τόν δομινικανό μοναχό καί ζηλωτή ἱεροεξεταστή Χάινριχ Κράμερ (Heinrich Kramer) καί γνώρισε μεγάλη διάδοση, ἐπειδή συνδέθηκε ἄμεσα μέ ἕνα μπέστ σέλερ τοῦ 15ου, 16ου καί 17ου αἰῶνα. Πρόκειται γιά ἔργο τοῦ παραπάνω ἱεροεξεταστῆ Χάινριχ Κράμερ μέ τίτλο «Μalleus maleficarum - Σφυρί τῶν μαγισσῶν» (δηλ. σφυρί γιά τή συντριβή τῶν μαγισσῶν). Μαζί του ἀναφέρεται ὡς δεύτερος συντάκτης ὁἐπίσης δομινικανός μοναχός καί προϊστάμενος τοῦ μοναστηρίου τῶν Δομινικανῶν στήν Κολωνία Ἰάκωβος Σπρένγλερ (Jakob Sprengler). Πολλοί εἰδικοί ἐπιστήμονες, ὡστόσο, ἀμφισβητοῦν τή σύμπραξη τοῦ Σπρένγλερ καί ὑποστηρίζουν ὅτι ὁ Κράμερ ἁπλῶς χρησιμοποίησε τό ὄνομά του. Τό ἔργο αὐτό ἐκδόθηκε γιά πρώτη φορά τό 1486 στή πόλη Σπάιερ καί γνώρισε στή συνέχεια ἄλλες 28 ἐκδόσεις, 13 μέχρι τό 1523 καί ἄλλες 15 μέ νέα κύματα τοῦ κυνηγιοῦ τῶν μαγισσῶν ἀπό τό 1574 μέχρι τό 1669. Ἀπό τό καλοκαίρι τοῦ 1487 σέ ὅλες τίς ἐκδόσεις προτάσσονται τοῦ βασικοῦ κειμένου τοῦἔργου τρία ἔγγραφα, ἡ παραπάνω βούλα τοῦ Πάπα, ἡ υἱοθέτηση τοῦἔργου ἀπό ἀρκετούς θεολόγους τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τῆς Κολωνίας τῆς 19.5.1487 καί ἡἀπολογία τοῦἔργου ἀπό τόν ἴδιο τόν Κράμερ.
Τό κείμενο διαιρεῖται σέ τρία μέρη. Στό πρῶτο μέρος ὑπογραμμίζεται μέ μιά συλλογή εὐρέως διαδεδομένων ἀπόψεων καί προκαταλήψεων γιά μάγους καί μάγισσες, οἱὁποῖες παρουσιάζονται μέ μιά φαινομενικά ἐπιστημονική ἐπιχειρηματολογία, ὁὑπαρκτός κίνδυνος τῆς μαγείας. Τό δεύτερο μέρος ἀναφέρεται στό συμβόλαιο μέ τό διάβολο, τήν πρόκληση βλαβῶν μέσω τῆς μαγείας, τή πτήση τῶν μαγισσῶν κ.ἄ. καί γιά τά ἀντίδοτά τους. Καί τό τρίτο μέρος ἀναφέρεται στή δικαστική ἀντιμετώπιση τοῦ φαινομένου. Μέ τά περίπου 280 παραδείγματα πού ἀναφέρονται στό ἔργο ὑπογραμμίζεται ὁὑπαρκτός κίνδυνος πού ἐλλοχεύει στή μαγεία καί ἑπομένως ἡἀνάγκη συστηματικῆς δίωξής της. Οἱὑποτιθέμενες μάγισσες παρουσιάζονται στήν ἀποκαλυπτική συνείδηση τοῦ συγγραφέα ὡς ἄκρως ἐπικίνδυνο μέρος μιᾶς γενικῆς συνομωσίας ἐναντίον τῆς χριστιανικῆς κοινωνίας. Ἀντίθετα μέ τή βούλα τοῦ Πάπα, πού παρουσιάζει τή μαγεία τόσο ὡς ἔργο τῶν ἀνδρῶν ὅσο καί τῶν γυναικῶν, ὁ Κράμερ μέσα ἀπό ἕναν πρωτοφανῆ μισογυνισμό ἐπικεντρώνει τό φαινόμενο τῆς μαγείας σχεδόν ἀποκλειστικά στίς γυναῖκες, χαρακτηρίζοντάς τες ὡς ἰδιαίτερα ἀδύναμες στήν πίστη, ἀκόρεστες στίς ἐπιθυμίες τῆς σαρκός, παραδεδομένες στό ψεῦδος κ.ἄ. καί γι’ αὐτό τίς θεωρεῖὡς ἐπικίνδυνη πύλη εἰσόδου τοῦ Διαβόλου.
Βασική ἐπιδίωξη τοῦ Κράμερ ἦταν, ἡἐκδίκαση τῶν ὑποθέσεων τῆς μαγείας νά περάσει στό κράτος. Δέν θεωροῦσε τή μαγεία ὅπως ἡἹσπανική Ἱερά Ἐξέταση καί οἱὑποστηρικτές της ὡς αἵρεση, στήν ὁποία ὁ κατηγορούμενος εἶχε τή δυνατότητα νά μετανοήσει καί νά ἀνακαλέσει τίς θέσεις του, ἀλλά ἤθελε νά τιμωρεῖται ἀναπόφευκτα μέ τήν καταδίκη στήν πυρά, πρᾶγμα πού ἐπιτεύχθηκε ἀπό τό 1532 μέ τήν καθιέρωση τῆς Constitutio Criminalis Carolina, ἡὁποία μέ τή παρ. 109 ἐνέταξε τή μαγεία στά κοσμικά ἀδικήματα καί προέβλεπε ὡς τιμωρία τήν καύση στήν πυρά. Ἐπίσης βασικό στοιχεῖο τοῦἔργου, μέ τό ὁποῖο ξεπερνάει πολύ τούς στόχους τῆς παπικῆς βούλας, εἶναι ἡἀποδοχή πτήσης καί χοροῦ κατά τό Σάββατο τῶν μαγισσῶν. Παρά τό γεγονός, ὅτι ἡ πίστη στήν ὕπαρξη πτήσεων καί Σαββάτου τῶν μαγισσῶν εἶχε ρητά καταδικαστεῖὡς νοσηρή φαντασίωση ἀπό τό Canon Episkopi, ἕνα κανόνας ἐκκλησιαστικοῦ δικαίου τοῦ πρώιμου μεσαίωνα πού εἶχε εὐρέως διαδοθεῖ, ὁ Κράμερ τήν υἱοθέτησε ἀπόλυτα καί ἔθεσε ἔτσι τό θεμέλιο γιά μιά ἁλυσιδωτή ἐξάπλωση τῶν δικῶν, ἐπειδή κάτω ἀπό τήν ἀφόρητη πίεση τῶν βασανιστηρίων οἱὑποτιθέμενες μάγισσες, προκειμένου νά λυτρωθοῦν ἀπό τά βάσανά τους, δίνανε τά ὀνόματα ἄλλων προσώπων πού δῆθεν εἶδαν στά Σάββατα αὐτά. Στή συνέχεια αὐτά τά πρόσωπα τά περίμενε ἡἴδια τύχη τῆς καύσης.
Ἡ μεγάλη ἀποδοχή πού βρῆκε τό ἔργο αὐτό ὅπως καί τό συναφές μέ αὐτό «Layenspiegel – Καθρέφτης τῶν λαϊκῶν» (1509/11) τοῦ Ulrich Tengler (εὐρέως διαδεδομένη συμπίληση τῶν θέσεων τοῦ Κράμερ γιά νομική χρήση στή Γερμανική γλώσσα, γιά ἀνθρώπους πού δέν εἶχαν σπουδάσει καί δέν κατεῖχαν τά λατινικά) καί ἡ συνακόλουθη ἑκατόμβη θυμάτων ἐξηγεῖται ἀπό πολλούς ἐπιστήμονες ἐν μέρει καί μέ τήν ἐπιδείνωση τοῦ κλίματος ἐκείνη τήν ἐποχή, μέ περιόδους πείνας καί ἐπιδημιῶν, διότι οἱἄνθρωποι ἀναζητοῦσαν ὑπεύθυνους γιά τίς καταστάσεις αὐτές. Βρῆκαν τήν αἰτία αὐτῶν τῶν συμφορῶν στήν μαγική πρόκληση βλαβῶν ἐκ μέρους τῶν μαγισσῶν.
Ἀντιδράσεις στό ἔργο αὐτό καί στίς πρακτικές πού προέβαλε, δυστυχῶς ὑπῆρξαν μόνο σποραδικές στήν κεντρική Εὐρώπη: ἩἹσπανική Ἱερά Ἐξέταση τό ἀπέρριψε ὡς ἀκατάλληλο καί ὁ Πέτρος Δουζίνας, σύνεδρος τοῦ Ρωμαϊκοῦ δικαστηρίου τῆς Ἱερᾶς Ἐξετάσεως, ἔγραψε γύρω στό 1580, ὅτι στήν Ἰταλία δέν ἔγινε ἀποδεκτό. Ἔτσι ἡἹσπανία, ἡ Πορτογαλία καί ἡἸταλία εἶχαν αἰσθητά λιγότερες θανατικές καταδίκες μαγισσῶν. Ἄλλες ἀντιδράσεις προῆλθαν τό 1631 ἀπό τόν γνωστό κριτικό τῶν δικῶν τῶν μαγισσῶν καί ἰδίως τῶν βασανιστηρίων κατά τή διεξαγωγή τῶν δικῶν, τόν Ἰησουίτη Friedrich Spee στό ἀνώνυμο ἔργο τοῦ Cautio Criminalis καί τό 1701 ἀπό τόν νομικό καί διαφωτιστή Thomasius μέ τό ἔργο τοῦ Dissertatio de crimine magiae, ὁποῖος ἐπεσήμανε κυρίως τήν ἔλλειψη ἀποδεικτικῶν στοιχείων γιά τό λεγόμενο συμβόλαιο μέ τό Σατανᾶ. Ἄλλες οὐσιαστικές ἀντιδράσεις δέν εἶναι γνωστές.
Χαρακτηριστικό εἶναι, ὅτι τό ἔγκλημα αὐτό ἐπιτελέστηκε τόσο σέ ρωμαιοκαθολικές ὅσο καί σέ προτεσταντικές χῶρες, πρᾶγμα πού φανερώνει τήν κοινή ἀλλοίωση πού ἐπέφεραν στήν χριστιανική παράδοση, μετατρέποντάς την σέ πολλές περιπτώσεις, σέ κατάρα τῆς ἀνθρώπινης ἱστορίας. Ἐνδιαφέρον παρουσιάζει μιά σημαντική ἀπόκλιση στούς ἀριθμούς τῶν καύσεων τῶν ἀνδρῶν καί γυναικῶν. Στούς Προτεστάντες, τό ποσοστό τῶν γυναικῶν εἶναι πολύ ὑψηλότερο ἀπό ὅτι στούς Παπικούς. Καλύπτει περίπου τό 85 % ὅλων τῶν περιπτώσεων, ἐνῶ τό ἀντίστοιχο ποσοστό στούς Παπικούς εἶναι στό 60-70 %. Μέχρι σήμερα οἱ λόγοι αὐτῆς τῆς ἀπόκλισης δέν ἔχουν ἐξακριβωθεῖ.
Τά βαθύτερα αἴτια τῆς καύσης τῶν μάγων καί μαγισσῶν πρέπει προφανῶς νά ἀναζητοῦνται μέσα στό νευραλγικό σημεῖο τῆς δυτικοευρωπαϊκῆς ἱστορίας, στή θεοποίηση τοῦἀνθρώπου μέσῳ τοῦἀλάθητου ἀνθρώπου τῆς Ρώμης.
Ἀπό τή στιγμή πού ὁ Θεάνθρωπος Χριστός ἀντικαθίσταται ἀπό τόν ἀλάθητο ἄνθρωπο ἦταν ἑπόμενο νά δημιουργηθεῖἐν ὀνόματι αὐτοῦ τοῦἀλάθητου ἀνθρώπου ἕνας ὁλοκληρωτισμός ἄνευ προηγουμένου μέσα στήν ἱστορική πορεία τῆς ἀνθρωπότητας. Κάθε ἀντίθετη φωνή ἔπρεπε νά πνιγεῖ. Μέ ἀρχή τόν παπικό ὁλοκληρωτισμό θεμελιώθηκε πλέον ὁ Εὐρωπαϊκός εἰδωλολατρικός οὑμανισμός, στόν ὁποῖο περικλείονται τόσο οἱ προτεσταντισμοί ὅσο καί κάθε ἄλλη μορφή οὑμανισμοῦ καί ἀθεΐας στή Δύση. Ὁ Παπισμός ἀποτέλεσε τό πρότυπο ὅλων των μετέπειτα ἀθεϊστικῶν ὁλοκληρωτισμῶν, κυρίως τοῦ Χιτλερισμοῦ καί Σταλινισμοῦ, μέ πάμπολλα κοινά στοιχεῖα.
Σήμερα, βέβαια, ὁ δυτικοευρωπαϊκός «πολιτισμός» εἶναι πολύ πιό ἐξευγενισμένος. Ἡ κοινή γνώμη δέν κινδυνεύει πλέον ἀπό αἱρετικούς, μάγους ἤ μάγισσες. Ἐλέγχεται ἀποτελεσματικά ἀπό τά ΜΜΕ. Μέ ἐπιστημοσύνη χειραγωγεῖται ὁ σημερινός ἄνθρωπος ἀπό τήν ἑκάστοτε ἐξουσία, ἡὁποία μάλιστα, ἀφοῦἐλέγχει σέ σχεδόν ἀπόλυτο βαθμό τή ροή τῶν πληροφοριῶν, ἔχει τήν εὐχέρεια νά παρουσιάζεται ὡς δημοκρατική, πολυφωνική καί σεβόμενη τήν ἑτερότητα τοῦ κάθε ἀνθρώπου μέχρι καί τή διαστροφή τῆς ἴδιας τῆς ἀνθρώπινης φύσης. Ἐκθειάζεται τό λεγόμενο πολυπολιτισμικό μοντέλο τῶν δυτικῶν κοινωνιῶν μέ μία βασική ἐπιδίωξη: τό ὁλοσχερές πνίξιμο καί ἡὁλοκληρωτική ἐξαφάνιση τῆς μόνης πραγματικῆς Ἀλήθειας, τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ.
Λέων Μπράνγκ
Δρ. Θεολογίας
«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» Ἀρ. Τεύχους 171
Νοέμβριος 2016
1.https://www.evangelisch.de/inhalte/132267/29-02-2016/deutlich-mehr-opfer-neue-erkenntnisse-ueber-hexenprozesse
2. Βλ. https://de.wikipedia.org/wiki/Inquisitionsverfahren και https://de.wikipedia.org/wiki/Inquisition
3. Γιά τό ἔργο αὐτό τοῦ Κράμερ βλ. τήν πολύ ἐμπεριστατωμένη ἐργασία τοῦ Werner Tschacher μέ τίτλο Malleus Maleficarum (Hexenhammer) στήν ἱστοσελίδα: https://www.historicum.net/persistent/old-purl/5937 (περιέχει πλούσια βιβλιογραφία).
4. https://de.wikipedia.org/wiki/Scheiterhaufen