Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΠΙΣΤΕΩΣ
Στό ἱερό Εὐαγγέλιο (Μτ. 17, 14-23) περιγράφεται τό συμβάν, ὅτι οἱ ἅγιοι ἀπόστολοι δέν μποροῦσαν νά ἰατρεύσουν τόν σεληνιασμένο, τόν ὁποῖο τελικά ἰάτρεψε ὁ Σωτήρας. Προβληματισμένοι ἀπό τό γεγονός αὐτό οἱ ἴδιοι ρώτησαν τόν Διδάσκαλό τους : Ποιά ἦταν ἡ αἰτία αὐτῆς τῆς ἀδυναμίας τους; Καί ὁ Χριστός τούς διαβεβαίωσε, ὅτι γιά παρόμοια ἐνέργεια χρειάζεται πίστη, προσευχή καί νηστεία.
Ὅταν κάποιος μᾶς λέγει κάτι, ἀρκετές φορές βρισκόμαστε σέ ἀμφιβολία: Νά πιστέψουμε ἤ νά μή πιστέψουμε ὅσα μᾶς λέει; Ἐάν ξέρουμε ὅτι πρόκειται γιά ψεύτη, ἀσφαλῶς κλείνουμε μᾶλλον πρός τό νά μή τόν πιστέψουμε, παρά νά τοῦ δίνουμε πίστη. Ἐάν ὅμως ξέρουμε ὅτι εἶναι σοβαρός ἄνθρωπος, πού δέν ξεστομίζει φαντασιώσεις, ἀλλά πραγματικά, ἀληθινά γεγονότα, εἴμαστε εὔκολα διευθετημένοι νά πιστέψουμε τόν λόγο του. Καί στό ἐρώτημά του: «Δέν μέ πιστεύεις;» - ἀπαντᾶμε ἀμέσως: «Σέ πιστεύω, πῶς νά μή σέ πιστέψω, διότι σέ ξέρω ἄνθρωπον καθώς πρέπει καί γεμάτος ἀνθρωπιά». Ἡ πίστη αὐτή εἶναι ἡ ἐμπιστοσύνη πού ἔχουμε στά λεγόμενα τῶν ἄλλων, ἐμπιστοσύνη βασισμένη στήν ἐντιμότητα καί τήν ἀξιοσύνη τῶν ἄλλων.
Ἔτσι λειτουργοῦν τά πράγματα ἀνάμεσα στούς ἀνθρώπους.
Ἐμεῖς ὅμως, ὅταν μιλᾶμε γιά τήν «πίστη» ἀναφερόμαστε ἰδίως στήν πίστη πρός τόν Θεό καί σ’ αὐτά πού ὁ ἴδιος μας προστάζει, σ’αὐτά πού ὁ ἴδιος μᾶς διδάσκει γιά τόν Ἐαυτόν Του καί γιά τά θελήματά Του ὡς πρός τούς ἀνθρώπους. Αὐτή εἶναι ἡ θρησκευτική πίστη. Μέ αὐτή τήν ἔννοια, πίστη εἶναι ἡ ἐμπιστοσύνη πού δείχνουμε πρός τόν Θεό καί πρός τίς ἀποκαλύψεις Του, ξέροντας ὅτι ὁ Θεός δέν ἀποδέχεται τό ψέμα, ἀλλά ὁ ἴδιος εἶναι ἡ αὐτό-Ἀλήθεια, καί ὁ Ἴδιος ἐπιθυμεῖ, ἐπιδιώκει τήν σωτηρία μας. Μέ τήν πίστη ἀνοίγουμε τίς ψυχές μας γιά νά δεχθοῦμε τόν Θεό καί τήν ἀληθινή καί ἅγια διδασκαλία Του. Ὅποιος πιστεύει ἔρχεται σέ σχέση μέ τόν Θεό καί τότε μέσα του πλημμυρίζει ἀπό θεῖες δυνάμεις, οἱ ὁποῖες τόν ἐνδυναμώνουν, τόν φωτίζουν, τόν παρηγοροῦν, ἔτσι ὥστε «τίποτε πλέον δέν τοῦ εἶναι ἀδύνατον» (Μτ.17,20). Ἡ πίστη γίνεται δηλαδή τό παράθυρο τῆς ψυχῆς, ἀπό τόν ὁποῖο εἰσχωροῦν μέσα μας τό φῶς καί ἡ δύναμη τοῦ Χριστοῦ.
Καί τό γεγονός αὐτό τό βλέπουμε ξεκάθαρα καί πολλές φορές στήν ζωή τοῦ Σωτήρα Χριστοῦ. Ὅσες φορές κάποιος ἐρχόταν στόν Σωτήρα γιά νά Τοῦ ζητήσει τήν βοήθεια, ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός τόν ἐρωτοῦσε: «Πιστεύεις, ὅτι μπορῶ νά τό κάνω;” ἤ «Μόνο πίστευε» (Μκ 5, 36), ἤ «εἰ δύνασαι πιστεῦσαι, πάντα δυνατά τῷ πιστεύοντι» (Μκ 9, 23). Στήν δέ ἀπάντηση «Πιστεύω, Κύριε» γινόταν ἡἐκπλήρωση τοῦ αἰτήματος, καί ὁ Σωτήρας τοῦἔλεγε «Ἡ πίστη σου σέ ἔσωσε!» (Λκ 8, 48. 18,48). Ὁ Κύριος ἤθελε νά φωτίσει καί νά βοηθήσει τόν ὁποιονδήποτε ἐρχόταν πρός Αὐτόν, ἀλλά ζητοῦσε ἀπό τόν αἰτοῦντα νά ἔχει πίστη, νά δείξει πίστη σ’ Αὐτόν καί τήν θεϊκή του δύναμη. Καί μέσω τῆς πίστεως, ἐκεῖνοι Τοῦ πρόσφεραν μέ ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη τήν ψυχήν τους, ἄνοιγαν τήν ψυχήν τους γιά νά δεχθοῦν τήν ἐκροή τῆς δωρεᾶς τοῦ Θεοῦ, τήν θεία χάρη. Νά φέρουμε στήν μνήμη μας τό γεγονός, ὅτι, ὅταν ἰατρεύτηκε ἐκείνη ἡ αἱμορροοῦσα γυναίκα, ὁ Σωτήρας ἀπάντησε στήν ἀπορία τῶν μαθητῶν: «ἐγὼ γὰρ ἔγνων δύναμιν ἐξελθοῦσαν ἀπ’ ἐμοῦ.» (Λκ 8, 46). Ἐπάνω σ’αὐτόν πού πιστεύει ἀληθινά κατεβαίνει ἡ θεία δύναμη πού πηγάζει ἀπό τόν Ἰησοῦν Χριστόν. Ὁ δέ πιστός δέν αἰσθάνεται πλέον μόνος, ἀλλά αἰσθάνεται τήν παρουσία τοῦἸησοῦ Χριστοῦ, δέν ἐργάζεται πλέον μόνο μέ τίς δυνάμεις του, ἀλλά καταλαβαίνει, αἰσθάνεται τήν βοήθεια θείας δυνάμεως. Ἀκριβῶς γιά τόν λόγο αὐτό, ὁ Σωτήρας λέγει ὅτι «γι’ αὐτόν πού πιστεύει πραγματικά ὅλα τοῦ εἶναι δυνατά». Αὐτός μπορεῖ «ἀκόμη καί βουνά νά μετακινήσει» (Μτ 17, 20).
*
Βλέπετε πόσο μεγάλη εἶναι ἡ δύναμη τῆς πίστεως; Αὐτή μᾶς συνδέει μέ τόν Θεό, αὐτή μᾶς γεμίζει μέ τό φῶς τῆς διδασκαλίας Του καί μέ τήν ἀπεριόριστη δύναμή Του. Αὐτή μᾶς τοποθετεῖὑπό τήν σκέπη τοῦ Θεοῦ καθ’ ὅλα τά συμβάντα τῆς ζωῆς μας.
Ἀπό αὐτά δέν πρέπει νά συμπεραίνουμε, ὅτι ἐμεῖς πρέπει νά περιμένουμε μόνο ἀπό τήν πίστη μας νά μᾶς συμβοῦν θαύματα. Ὄχι. Εἶναι ἀλήθεια, ὅτι ἡ πίστη κάνει καί θαύματα, ἀλλά ἐμεῖς δέν πιστεύουμε στόν Θεό μόνο γιά νά δοῦμε θαύματα στό κάθε βῆμα μας. Τό πιό θαυμάσιο γεγονός στό φαινόμενο τῆς πίστεως δέν τυγχάνουν τά θαύματα, ἀλλά τό ὅτι διά μέσου τῆς πίστεως δημιουργεῖται ἡ σύνδεση, ἡ σχέση τοῦἀνθρώπου μέ τόν Θεό: ὁἀπεριόριστος Θεός ἔρχεται καί κατοικεῖ μέσα στήν καρδιά μας. Ὑπάρχει ἄραγε μεγαλύτερο θαῦμα ἀπό αὐτό; Ἀσφαλῶς ὄχι!.
Καί ἀπό αὐτό συνεπάγεται τό δεύτερο θαυμάσιο γεγονός: ὅτι, δηλαδή, ἡ πίστη ἀλλάζει τήν ἴδια τήν ψυχή. Ἡ πίστη κάνει τόν κακό ἄνθρωπο – καλόν, τόν ἐγωιστή – νά θυσιάζεται γιά τόν συνάνθρωπο, ἀπό τούς ἁμαρτωλούς – ἁγίους, ἀπό πολεμίους – φιλειρηνικούς, ἀπό βίαιους ἀνθρώπους – ἤπιους, καί οὕτω κατ’ἑξῆς. Καί μπορῶ νά πῶὅτι σ’ὁλόκληρο τόν κόσμο δέν ὑπάρχει μεγαλύτερο θαῦμα ἀπό αὐτή τήν ἀλλαγή τῆς ψυχῆς, βάσει τῆς ὁποίας οἱὑπόδουλοι τῆς ἁμαρτίας ἐλευθερώνονται ἀπό αὐτή τήν δουλεία τους καί γίνονται ἐργάτες τῆς ἀγαθοσύνης.
Γι’αὐτό οἱ πραγματικοί πιστοί δέν ζητοῦν τό θαῦμα. Ἀλλά ζητοῦν ὅπως – μέ τήν χάρη τοῦ Χριστοῦ – ἡ ψυχή τους νά γίνεται ὅλο καί καθαρότερη, ὅλο καί πιό γεμάτη ἀπό ἀγάπη, ἀπό πραότητα, ἀπό ταπεινοφροσύνη, ἀπό εἰρήνη καί ἡ ζωή τους νά ἐμπλουτίζεται συνεχῶς μέ ἀγαθοεργίες. Διότι ἡ πίστη χωρίς καλά ἔργα εἶναι νεκρή (Ἰακ. 2,26). Ἡ πίστη χωρίς ἔργα εἶναι ὅπως τό δένδρο πού δέν καρποφορεῖ.
Νά πιστεύουμε λοιπόν μέ ὅλη τήν δύναμη τῆς ψυχῆς μας στόν Κύριο καί Σωτήρα Ἰησοῦ Χριστό. Νά δεχόμαστε μέ πίστη τήν διδασκαλία Του, πού τήν εὐαγγελίζεται ἡἁγία μας Ἐκκλησία. Νά χαιρόμαστε, ὅτι ὁἼδιος δέχεται τήν πίστη μας καί ξεχειλίζει μέσα μας τίς θεῖες δυνάμεις. Ἀλλά ἐμεῖς νά μετατρέψουμε καί νά ἀναδείξουμε τίς θεῖες αὐτές δυνάμεις σέ καλά ἔργα.
«Γι’ αὐτόν πού πιστεύει πραγματικά ὅλα τοῦ εἶναι δυνατά», δηλαδή ἐκεῖνος θά ἔχει τή δύναμη νά μετακινήσει ἀπό τήν θέση τους καί νά γκρεμίσει ὁλόκληρα βουνά ἀπό κακία, βουνά πού ὑψώθηκαν στήν ψυχή του, καί νά τά ἀντικαταστήσει μέ βουνά ἀπό καλοσύνη. Ἐκεῖνος θά ἐργάζεται μέ ἀγάπη καί ὁρμή, ὥστε ἡ ζωή ὅλων νά γίνει καλύτερη, πιό φωτεινή, ὥστε ἡ εἰρήνη καί ἡ συγκατάνευση νά κυριεύσουν παντοῦ. Αὐτός δέν ἔχει ἀνάγκη ἀπό θαύματα διότι κατέχει πίστη, τήν πηγή τοῦ θαύματος, διότι ὁποιοδήποτε θαῦμα εἶναι κυρίως πίστη «ἐνεργούμενη ἐν ἀγάπη», πηγάζουσα μέσα μας ἀπό τόν Θεό πρός εὐεργεσίες στήν ζωή τῶν ἀνθρώπων...
† ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΜΛΑΔΙΝ
Μητροπολίτου Τρανσυλβανίας
Μετάφραση:
π. Ἠλίας Φρατσέας
«ΕΝΟΡΙΑΚΗΕΥΛΟΓΙΑ» Ἀρ. Τεύχους 170
Ὀκτώβριος 2016
Τό ἄρθρο πρωτοδημοσιεύθηκε στό περιοδικό “Mitropolia Ardealului», ἔτος ΙV, 1959, τεῦχος 7-8, σ. 582-584.
Ὁ Συγγραφέας γεννήθηκε τήν 18η Δεκεμβρίου 1914 στήν πόλη Ἀμπρούντ (Ρουμανία). Σπούδασε στίς Θεολογικές Σχολές τῆς Ὀράντεα, τοῦ Κισινέου, τοῦ Βουκουρεστίου καί τῆς Βιέννης. Ἀπό τό 1943 μέχρι τό 1967 ἦταν καθηγητής Θεολογίας στήν πόλη Σιμπίου (Ρουμανία). Ἐνῶ τό 1967 ἐκλέχθηκε Ἀρχιεπίσκοπος Σιμπίου καί Μητροπολίτης Τρανσυλβανίας. Ἐκοιμήθη τό ἔτος 1986.