ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ
Τοῦ ταξειδιοῦ στόν κόσµο τῶν ἀναµνήσεων
τοῦ λαοῦ µας
Σεβαστοί Πατέρες,
Αξιότιµες κυρίες και αξιότιµοι κύριοι,
Χριστός Ἀνέστη!
Σᾶς εὐχαριστοῦµε πολὺ ποὺ ἀνταποκριθήκατε ἀπόψε στὴν πρόσκλησή µας, ποὺ εἶναι πρόσκληση γιὰ ἕνα ταξίδι στὸν κόσµο τῶν ἀναµνήσεων τῆς ἱστορίας τοῦ λαοῦ µας. Ἀκόµα κι ὅταν ἀναλογιζόµαστε τὰ γεγονότα τῆς δικῆς µας ζωῆς, κάποιες φορές, ἡ πραγµατικότητα µᾶς φαντάζει σὰν µύθος, κι οἱ ἀναµνήσεις πραγµάτων ποὺ ἐµεῖς οἱ ἴδιοι ζήσαµε, ἄλλοτε παίρνουν τὴ ρόδινη χροιὰ ὀνείρου κι ἄλλοτε σκεπάζονται ἀπὸ τὴ γκρίζα ὁµίχλη τοῦ ἐφιάλτη. Ἂν εἶναι, λοιπόν, δύσκολο νὰ ξεκαθαρίσουµε τὶς ἀναµνήσεις µιᾶς συγκεκριµένης καὶ πολὺ γνωστῆς ζωῆς, πόσο πιὸ δύσκολο εἶναι νὰ ξεδιαλύνει κανεὶς τοὺς µύθους ἀπὸ τὴν πραγµατικότητα, τὴν ἀντικειµενικὴ ἀλήθεια ἀπὸ τὶς ὑποκειµενικὲς προβολές, ὅταν πρόκειται γιὰ τὴ ζωὴ ἑνὸς λαοῦ;
Γι’ αὐτὸ κι ἐµεῖς, ἀπόψε, σᾶς καλέσαµε νὰ περπατήσουµε µαζὶ πάνω σ’ ἕνα δύσκολο κι ὀδυνηρὸ µονοπάτι ἀπὸ τὶς µνῆµες τοῦ δικοῦ µας λαοῦ. Εἶναι δύσκολο, γιατί εἶναι µονοπάτι αὐτογνωσίας. Καὶ εἶναι ὀδυνηρό, γιατί εἶναι µονοπάτι ἀπώλειας.
563 χρόνια κλείνουν σήµερα, ἀπὸ τὴ µέρα τῆς ἅλωσης τῆς Πόλης τοῦ Κωνσταντίνου. Γιατί ἦταν δική του ἡ Πόλη, καὶ κανεὶς δὲν µπορεῖ νὰ τὸ ἀµφισβητήσει. Ἐκεῖνος τὴν ἔχτισε, ἐκεῖνος τὴν ἀφιέρωσε στὸν Χριστό µας, ποὺ Τὸν ἀναγνώριζε σὰν Κύριο καὶ Βασιλέα του, ἐκεῖνος τὴν προστάτευε ὅσο ζοῦσε, ἀλλὰ καὶ µετὰ τὸ θάνατό του. Μέχρι ποὺ ἀπέσυρε τὴν προστασία του καὶ τὴν ἐγκατέλειψε. Καὶ µαζί του, τὴν ἐγκατέλειψε κι ὁ Κύριός του καὶ Κύριός µας Ἰησοῦς Χριστός, καὶ ἡ Παναγία µας. Γιατί; Γιατί ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος τὴν ἔχτισε τὴν Πόλη του γιὰ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ ἤθελαν νὰ ζήσουν µὲ πρότυπο τὴ ζωὴ στὸν παράδεισο. Γιὰ τοὺς βασιλεῖς ποὺ γονάτιζαν µπροστὰ στὸν “Βασιλέα τῶν βασιλευόντων καὶ Κύριό τῶν κυριευόντων”. Γιὰ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ προσεύχονταν “γεννηθήτω τὸ θέληµά σου, ὡς ἐν οὐρανῷ, καὶ ἐπὶ τῆς γῆς”, καὶ τὸ ἐννοοῦσαν. Γιὰ νὰ ὑπάρχει ἕνα κοµµατάκι πάνω σ’ αὐτὴ τὴ γῆ, ποὺ θὰ µποροῦσε ἡ Παναγία µας νὰ τὸ ἐπιβλέπει, χαµογελῶντας.
Ὅταν ὅµως ὁ λαὸς τῆς Πόλης τοῦ Κωνσταντίνου ἔπαψε νὰ τὸν ἔχει βασιλέα, ἀρνήθηκε τὸ ἦθος του, ἀποστράφηκε τὴ ζωή του, τότε ὁ ἱδρυτὴς καὶ ἰδιοκτήτης καὶ βασιλέας τῆς Πόλης, ἀποστράφηκε τὸ λαό του καὶ τὴν Πόλη του. Καὶ ἔφυγε –ἀφοῦ δὲν τὸν ἤθελαν– καὶ τοὺς ἄφησε µόνους. Καὶ µαζί του, ἔφυγε ὁ δικός του Βασιλέας καὶ Κύριος καὶ ἡ Παναγία µητέρα Του.
Ὅταν ὅµως ἀποστράφηκε τὴν Πόλη του ὁ ἱδρυτὴς καὶ βασιλέας της, τότε αὐτὴ δὲν εἶχε κανένα λόγο ὑπάρξεως. Καί, ἐπειδὴ ὁ Θεὸς καὶ οἱ δικοί Του ἄνθρωποι δὲν εἶναι προσωπολῆπτες, παρέδωσαν τὴν Πόλη καὶ τοὺς Ρωµαίους τῆς Ἀνατολῆς στοὺς βασιλιάδες ποὺ τοὺς ἄξιζαν. Στὸ λαὸ ποὺ θὰ τῆς ἔδινε τὴ ζωὴ ποὺ τῆς ταίριαζε. Καὶ ἔτσι, ἐδῶ καὶ 563 χρόνια, ἡ πόλη τοῦ Κωνσταντίνου ἔχει γίνει Istambul!
Ἐδῶ καὶ 563 χρόνια, ὁ λαός µας θρηνεῖ. Τί θρηνεῖ; Ὁ καθένας τὸν καηµό του. Ὁ καθένας τὸ πιστεύω του. Ὁ καθένας αὐτὸ ποὺ νοµίζει. Γενιὲς µεγαλώσαµε µὲ τὸν πόθο νὰ πάρουµε πίσω τὴν Πόλη µας. Χωρὶς νὰ σκεφτόµαστε ὅτι εἴµαστε παιδιὰ αὐτῶν ποὺ τὴν ἔχασαν, ὄχι ἐκείνου ποὺ τὴν ἔχτισε. Γιατί ἐναντίον ἐκείνου ἐξαπολύουµε χωρὶς δισταγµό, χωρὶς ντροπή, χωρὶς τὴν παραµικρὴ ἀµφιβολία, χωρὶς γνώση, προφορικὰ καὶ γραπτὰ ἕνα µακρὺ κατάλογο µὲ φανταστικὲς καὶ πραγµατικὲς κατηγορίες βέβαιοι πώς, ἂν εἴµαστε ἐµεῖς στὴ θέση του, θὰ τὰ καταφέρναµε καλύτερα!
Θρηνοῦµε γιὰ ὅ,τι χάσαµε, χωρὶς νὰ γνωρίζουµε σὲ βάθος τί ἀκριβῶς εἶναι αὐτὸ ποὺ ἔχουµε χάσει καὶ χωρὶς νὰ βλέπουµε τί χάνουµε τώρα καὶ πόσα πολλὰ θὰ χάσουµε αὔριο!
Πάνω σὲ ὅλα αὐτὰ θέλουµε νὰ ἀποπειραθοῦµε νὰ σᾶς προβληµατίσουµε ἀπόψε. Ἂν σᾶς κάνουµε νὰ θελήσετε νὰ ἀναρωτηθεῖτε ποιοὶ εἴµαστε κάποτε καὶ ποιοὶ εἴµαστε τώρα, πῶς ζούσαµε καὶ πῶς ζοῦµε, ἂν σᾶς κάνουµε νὰ ἀρχίσετε νὰ ἀµφιβάλλετε γιὰ ὅσα σᾶς παρουσιάζονται µὲ βεβαιότητα ἀπὸ χείλη ποὺ κοµπάζουν γιὰ τὴν αὐθεντία τους ἀλλὰ δὲν ἔχουν καµµιὰ σχέση µὲ τὴν ἀλήθεια, τότε, θὰ ἔχουµε πετύχει τὸ στόχο µας.
Ἂς ξεκινήσουµε, λοιπόν, βῆµα-βῆµα τὸ δρόµο µας…
Νινέττα Βολουδάκη
«ΕΝΟΡΙΑΚΗΕΥΛΟΓΙΑ» Ἀρ. Τεύχους 166-167
Ἰούνιος-Ἰούλιος 2016