Ο ΗΛΙΟΣ ΤΟΥ ΜΕΣΟΝΥΚΤΙΟΥ!
«Ἡ πάντων χαρά, Χριστός ἡ Ἀλήθεια,
τό Φῶς ἡ Ζωή τοῦ κόσμου ἡ Ἀνάστασις
τοῖς ἐν γῇ πεφανέρωται τῇ αὐτοῦ ἀγαθότητι
καί γέγονε τύπος τῆς Ἀναστάσεως,
τοῖς πᾶσι παρέχων θείαν ἄφεσιν»
Αὐτές τίς ἰδιαιτέρως Ἅγιες Ἡμέρες τῆς Μ. Ἑβδομάδος δεχόμαστε καί ἰδιαίτερες εὐεργεσίες. Ἐν τῷ μέσῳ τῆς ψυχικῆς νύκτας μας ἔρχεται ὁ Χριστός μας καί, παραβλέπων τήν ἄβυσσο τῶν ἁμαρτημάτων μας, «κρούει τήν θύραν» τῆς ψυχῆς μας καί μέ τήν ἄκρα καί ἀπερινόητη ταπείνωσή Του –ἀντί νά ὀργισθῆ– μᾶς φωνάζει: «ἵσταμαι ἔξω, ἐάν μοῦ ἀνοίξης, εἰσελεύσομαι καί συνδειπνήσω μετά σοῦ καί σύ μέτ’ έμοῦ»! Στέκομαι ἔξω ἀπό τήν ψυχή σου, Ἐγώ πού εἶμαι ἡ ψυχή τῆς ψυχῆς σου, στέκομαι ἔξω, ἐξόριστος, ἀποδιωγμένος ἀπό ἐσένα τό πλάσμα μου καί κτυπῶ σάν ἐπαίτης γιά νά μέ δεχθῆς καί πάλι!
Θρηνεῖς ὅτι σέ ἐξόρισα ἀπό τόν Παράδεισο, ἀλλά ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι ἐσύ ἐξόρισες τόν Πατέρα σου ἀπό τήν ψυχή καί τήν ὕπαρξή σου. Αὐτόν πού ἐξόρισες εἶναι ὁ Παράδεισος, ἡ Ζωή, ἡ τρυφή σου καί γι’ αὐτό δέν βρίσκεις ἀνάπαυση ὅ,τι καί νά ἐπιχειρῆς, ὅπου καί ἄν πορευθῆς, ὅτι καί ἄν ἀπολαμβάνης.
Ἔπαυσες νά μέ ρωτᾶς, νά μέ συμβουλεύεσαι. Θέλησες νά αὐτονομηθῆς, νά τά εὕρης ὅλα μόνος σου, νά ἐξιχνιάσης τήν Κτίση, νά μάθης τήν αἰτία καί τήν οὐσία τῶν ὄντων καί ἄφησες τόν ἑυατό σου νά ζεῖ χωρίς ἐσένα, μακρυά ἀπό Ἐμένα, χωρίς τό δικό μου Φῶς καί κατήντησες νά ζῆς στό σκοτάδι καί στήν ἀπόγνωση. Αὐτή τήν ἀπόγνωση τήν νοιώθεις βαθειά, ἀλλά δέν ξέρεις τό γιατί. Νομίζεις πώς ὀφείλεται στήν διαπίστωσή σου ὅτι δέν εἶσαι σύ ὁ Δημιουργός, ἀλλά ὀφείλεται στό ὅτι δέν ἔχεις Ἐμένα.
Ἔτσι, ἀποφάσισες νά ξεπεράσης τήν ἀπόγνωσή σου μέ τήν ἰδέα ὅτι δέν ὑπάρχει Δημιουργός ἀλλά ὅτι ὅλα ἔγιναν μόνα τους!
Ἐβάπτισες, λοιπόν, τήν ἀπόγνωσή σου γνώση καί ἀντικατέστησες τήν δική μου Ἀποκάλυψη μέ τίς δικές σου ἀνακαλύψεις! Ἀπό τότε ἔπεσες σέ πυκνότερο σκοτάδι καί ἔφθασες σήμερα νά βρίσκεσαι στό ἀποκορύφωμα τοῦ παραλογισμοῦ. Αὐτόν τόν παραλογισμό, τόν ὀνόμασες ἐπιστήμη, γιά νά μήν τολμᾶ κανείς νά τόν ἀμφισβητήση! Ἔγινες ταλαίπωρος, ἀλλά Ἐγώ σέ ἀκολουθῶ καί ἐξακολουθῶ, καταδιώκοντάς σε μέ τό ἔλεός μου, νά ζητιανεύω λίγη ἀπό τήν προσοχή σου, γιατί σέ θέλω μαζί μου, θέλω νά εἶμαι μαζί σου γιά πάντα!
Ἔγινα τά πάντα γιά σένα, σέ ἀκολούθησα μέχρι τόν πυθμένα τοῦ ᾍδου, πού ἔφθασες, σοῦ ἔλυσα τίς ὀδύνες τοῦ θανάτου, καί σοῦ ἄνοιξα δρόμο γιά νά ἐπιστρέψης στήν αἰώνια Ζωή. Ὅλα αὐτά τά ἔκαμα γιατί εἶμαι ὁ «μανικός ἐραστής» τῆς ψυχῆς σου καί σύ ἐπιμένεις στόν «οἶστρον τῆς ἀκολασίας», στόν «ζοφώδη καί ἀσέληνον ἔρωτα τῆς ἁμαρτίας»!
Ὅμως δέν σέ ἀφήνω. Θά κάνω τά πάντα μέχρι νά σέ ἀνεβάσω στόν Οὐρανό καί νά σοῦ χαρίσω τήν Βασιλεία μου!
Θά κάνω γιά σένα ἕνα ἀκόμη παράδοξο! Στό ἔδειξα καί στή φύση. Σοῦ ἔδειξα πῶς ὅταν οἱ ἄνθρωποι βρίσκονται στούς πόλους τῆς γῆς, ἀκόμη καί τά μεσάνυκτα βλέπουν τόν ἥλιο! Εἶναι «ὁ Ἥλιος τοῦ μεσονυκτίου»! Ἔτσι καί ἀπό σένα ζητῶ. Ἐσύ πού ἔχεις ζυμωθεῖ μέ τό σκοτάδι ἀλλά δέν ἔχεις συμφιλιωθεῖ μαζί του. Ἐσύ πού μέ ἔδιωξες ἀλλά δέν χαίρεσαι γι’ αὐτό, ἐσύ πού ὁμολογεῖς «ὅτι νῦξ μοι ὑπάρχει, ζοφώδης καί ἀσέληνος», σοῦ ζητῶ νά ἀποτραβηχθῆς λίγο ἀπό τήν ταραχή τοῦ κόσμου καί νά γίνη πόλος ἕλξεώς σου ὁ βαθύτερος ἑαυτός σου καί οἱ ἀνάγκες πού ἔχει.
Τότε μέσα στό μεσονύκτιό σου θά λάμψη τό Φῶς μου! Ὄχι τόσο δυνατό, ὅσο τό βλέπουν ἐκεῖνοι πού εἶναι «τέκνα Φωτός καί ἡμέρας», (γιατί δέν ἀντέχεις δυνατό φῶς ἀφοῦ εἶσαι συνηθισμένος σέ τόσο σκοτάδι), ἀλλά θά εἶναι τόσο πολύ πού θά περισσεύση γιά νά πορευθῆς ἄφοβα καί ἀπρόσκοπτα. Τότε θά ἀρχίσης νά μέ ζητᾶς. Τό ἔκαμαν καί ἄλλοι πολλοί, μέ πολλές ἁμαρτίες, τελῶνες, πόρνες, κακοποιοί, καί, μέ ζήτησαν καί μέ ἀγάπησαν τόσο πολύ ὥστε ἔγιναν καί ἅγιοι!
Γίνε φίλος μέ ἐκείνους καί ἄρχισε νά συλλαβίζης μαζί τους, νά μέ ἐρωτᾶς καί νά μοῦ ἐξομολογεῖσαι. Ἐγώ ἦλθα στή γῆ, μέ εἴδατε, μέ συναναστραφήκατε, σᾶς ἀπέδειξα μέ Ἔργα, ὄχι μόνο μέ λόγια ὅτι ἐγώ, εἶμαι ὁ Προαιώνιος Θεός. «Ἐγώ ἐποίησα τήν γῆν καί ἄνθρωπον ἐπ’ αὐτῆς, ἐγώ τῇ χειρί μου ἐστερέωσα τόν Οὐρανόν, ἐγώ πᾶσι τοῖς ἄστροις ἐνετειλάμην» (Ἡσ. 45, 12).
Ἄφησε ὅλους αὐτούς πού σοῦ λένε ὅτι δέν ὑπάρχω. Μόνο τό Φῶς φανερώνει τό τί καί τό Ποιός ὑπάρχει. «Ἐγώ Φῶς εἰς τόν κόσμον ἐλήλυθα, ἵνα πας ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ ἐν τῇ σκοτίᾳ μή μείνῃ».
Καί τώρα, μέ τήν Ἀνάστασή μου, τήν Ἀνάσταση τῆς Ἀνθρωπίνης Φύσεώς σας, πού τήν ἔκαμα καί δική μου φύση γιά νά εἶμαι ἀπόλυτα ἑνωμένος μαζί σας, «τά πάντα πεπλήρωται φωτός, οὐρανός καί ἡ γῆ καί τά καταχθόνια»!
Αὐτό τό Φῶς θά φανερώση τά πάντα! Αὐτό τό Φῶς θά εἶναι τό Κριτήριο ὅλων τῶν ὑπάρξεων καί τῆς ἀνυπαρξίας.
Ἐν τῷ Φωτί τοῦ Ἀναστάντος Χριστοῦ μας «ὀψόμεθα Φῶς» γιά νά ἀποκτήσουμε συναίσθηση καί νά τόν ἱκετεύουμε λέγοντες: «παράτεινον τό ἔλεός σου τοῖς γινώσκουσί σε καί ἐφ’ ἡμᾶς, καθάπερ ἠλπίσαμεν ἐπί σέ»!
Ἀδελφοί μου, ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ!
π. Βασίλειος Ε. Βολουδάκης
«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» Ἀρ. Τεύχους 165
Μάϊος 2016