ΔΕΝ ΝΟΙΩΘΟΥΜΕ ΠΙΑ ΟΤΙ ΕΙΜΑΣΤΕ ΓΕΝΟΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΜΑΣ!

«Ἐν αὐτῷ γὰρ ζῶμεν καὶ κινούμεθα καὶ ἐσμέν... τοῦ γὰρ καὶ γένος ἐσμέν» (Πραξ. 17, 28)

ΔΕΝ ΝΟΙΩΘΟΥΜΕ ΠΙΑ

ΟΤΙ ΕΙΜΑΣΤΕ ΓΕΝΟΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΜΑΣ!

Διαβάζουμε στήν Ἁγία Γραφή «Ὅρασις ἥν εἶδεν Ἡσαΐας...», «Ὅρασις ὤφθη πρός με, ἐγὼ Δανιήλ...» (Δαν. 8,1), «ἠνοίχθησαν οἱ οὐρανοὶ καὶ εἶδον ὁράσεις Θεοῦ...» (Ἰεζεκ. 1,1) «Ὅρασις τῶν Προφητῶν» καί ἐνδόμυχα αἰσθανόμαστε ἀδικημένοι ἐπειδή ἐμεῖς στερούμεθα τέτοιων ὁράσεων, θεωροῦμε δέ, ὡς δικαιολογία τῆς κακῆς πνευματικῆς καταστάσεώς μας τήν ἔλλειψη τέτοιων ἤ παρομοίων ἐμπειριῶν.

Ὅμως ὁ Θεός δέν εἶναι προσωπολήπτης, «οὐ θαυμάζει πρόσωπον οὐδέ λαμβάνει δῶρον», ἀλλά ἐνεργοποιεῖ τά ἀδρανοποιημένα λόγῳ τῆς ραθυμίας χαρίσματα τοῦ καθενός μας ἀναλόγως τῆς πνευματικῆς ἐργασίας μας καί τοῦ ἐνδιαφέροντός μας γιά τήν Ἀλήθεια καί ὄχι γιά τήν ὑποστήριξη τῶν αὐθαιρέτων συλλογισμῶν μας. Δέν εἶναι δυνατόν νά μᾶς δώση ὁ Θεὸς ὁράσεις τῶν ἐπουρανίων, ὅταν ἐθελοτυφλοῦμε καί δέν ἐξετάζουμε τήν πνευματική μας ὅραση γιά τήν ἐπακριβῆ γνώση τῶν ἐπιγείων συμβάντων. Αὐτό μᾶς τό διευκρίνησε σαφῶς ὁ Χριστός, λέγοντάς μας «εἰ τά ἐπίγεια εἶπον ὑμῖν καί οὐ πιστεύετε, πῶς ἐάν εἶπον ὑμῖν τά ἐπουράνια πιστεύσετε;» (Ἰω. 3,12).

Αὐτή τήν προσωπική μας εὐθύνη –γιά τήν ἀδρανοποίηση τῶν χαρισμάτων μας– αἰσθανόμεθα ἰδιαιτέρως κατά τήν περίοδο τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, ὅπου ἀνακεφαλαιώνονται καί συνοψίζονται ὅλα τά Θεϊκά Προστάγματα καί μένουμε ἔκθετοι συνειδητοποιῶντας τίς ἐλλείψεις καί παραλείψεις μας.

Βασικότερη ἔλλειψη γιά τόν καθένα μας εἶναι ἡ ἀδρανοποίηση τῆς πνευματικῆς μας ὁράσεως, ἕνεκα τῆς ὁποίας ἀδυνατοῦμε νά διακρίνουμε τήν Ἀλήθεια ἀπό τό ψέμα, τό σωστό ἀπό τό λάθος, τό Θεϊκό ἀπό τό δαιμονικό. Ἀπό αὐτό πάσχει ἰδιαιτέρως ἡ ἐποχή μας. Ἔχει πλήρη σύγχυση γιά τά πάντα. Κοιτάει ἡ ἀνθρωπότητα, πληροφορεῖται ἀλλά οὔτε βλέπει, οὔτε μαθαίνει, οὔτε γνωρίζει! Πορεύεται στά τυφλά καί, ὅπως μᾶς ἔχει προειδοποιήσει ὁ Θεός, ἄν «τυφλός τυφλόν ὁδηγῆ, ἀμφότεροι εἰς βόθυνον ἐμπεσοῦνται»! Ἐκεῖ ἔχουμε πέσει σήμερα. Κληρικοί καί λαϊκοί, ἄλλος λίγο ἄλλος πολύ, ὁδηγούμεθα σέ δυσάρεστες ἐξελίξεις καί συνέπειες λόγῳ ἐλλείψεως ὁρατότητος ἤ καί συγχύσεως ὁρατότητος.

Βασική ἐπίπτωση τῆς παθήσεως τοῦ ὀπτικοῦ τῆς ψυχῆς μας εἶναι ἡ σύγχυση τῶν προτεραιοτήτων, μέ συνέπεια τήν μεγαλοποίηση ἤ καί ἀπολυτοποίηση δευτερευόντων ζητημάτων καί ἡ ὑποτίμηση ἤ ἡ πλήρης ἀδιαφορία γιά τά πρωτεύοντα καί ζωτικά.

Σήμερα, ἔχει πάψει πιά νά ἀπασχολῆ κάθε ἄνθρωπο τό ζήτημα τῆς προτεραιότητος καί γι’ αὐτόν ἀκριβῶς τόν λόγο παρατηρεῖται τό θλιβερό φαινόμενο νά ταυτίζονται στήν πράξη πιστοί καί ἄθρησκοι! Οἱ μέν ἄθρησκοι, λόγῳ ἀρνήσεως τῆς Θεϊκῆς αὐθεντίας, ὁδηγοῦνται ἀπό τά ἀκυβέρνητα πάθη τους σέ αὐτοσχεδιασμούς ἐπιθυμιῶν καί στήν ἀγνόηση τῶν ζωτικῶν ὑπαρξιακῶν ἀναγκῶν τοῦ ἀνθρώπου, οἱ δέ πιστοί, λόγῳ ἀνατροπῆς τῶν προτεραιοτήτων, ὁδηγοῦνται στήν ἀπολυτοποίηση τοῦ σχετικοῦ καί στήν νόθευση τῶν θεολογικῶν νοημάτων, προκειμένου νά ἀναδειχθῆ τό ἐπουσιῶδες σέ κύριο καί σημαντικό! Καί στήν μία καί στήν ἄλλη συμπεριφορά τό ἀποτέλεσμα εἶναι τό ἴδιο: Σύγχυση, ἀποπροσανατολισμός καί ἀπουσία τῆς Ἐνυποστάτου Ἀληθείας!

Κάτω ἀπό αὐτές τῆς συνθῆκες δέν μπορεῖ νά ὑπάρξη μετάνοια οὔτε ἀλλαγή τῆς ἀθλιότητος τοῦ κόσμου. Ὁπότε ὁ κίνδυνος ὅλων μας εἶναι μεγάλος χωρίς νά μποροῦμε νά ἐλπίζουμε στήν ἀποφυγή τῶν μελλόντων δεινῶν «τῶν ἐπερχομένων τῇ Οἰκουμένῃ».

Εἶναι νά θρηνῆ κανείς βλέποντας ὅτι ἐφθάσαμε οἱ λιγοστοί πιστοί στό κατάντημα νά ταὐτισθοῦμε μέ τούς «μή ἔχοντας ἐλπίδα» Ζωῆς Αἰωνίου.

Εἶναι πιά ὀφθαλμοφανές ὅτι καί οἱ εἰς Χριστόν πιστεύοντες δέν εἶναι σέ θέση νά δώσουν λύσεις στά φλέγοντα βιωτικά καί πνευματικά προβλήματα τῶν ἀνθρώπων καί τῆς ἀνθρωπότητος. Δέν εἴμαστε σέ θέση νά ὑποδείξουμε στούς ἀνθρώπους τοῦ κόσμου τή σημερινή πραγματικότητα τῆς ἐξαθλιώσεως τῶν κοινωνιῶν, σάν τήν μεγαλύτερη ἀπόδειξη τῆς ἀνάγκης ἐπιστροφῆς στόν Θεό Πατέρα μας. Ἀδυνατοῦμε νά δοῦμε καί νά δείξουμε τόν ἀδιάκοπο ἐκθηριωδισμό τῆς ἀνθρωπότητος καί τήν καλπάζουσα ἐπιστροφή της στήν κοινωνία τῆς προγονικῆς Ζούγκλας! Δέν εἴμαστε εἰς θέσιν νά νοιώσουμε ὅπως οἱ Προφῆτες τήν προειδοποίηση τοῦ Θεοῦ μας «Ἐὰν θέλετε καὶ εἰσακούσετέ μου, τὰ ἀγαθὰ τῆς γῆς φάγεσθε, ἐὰν δὲ μὴ θέλητε μηδέ εἰσακούσητέ μου, μάχαιρα ὑμᾶς κατέδεται», γιατί δέν ἔχει πιά μείνει μέσα μας τό πνεῦμα τοῦ Θεοῦ ἀλλά ἔχει ἀντικατασταθεῖ ἀπό τό Εὐρωπαϊκό πνεῦμα. Δέν νοιώθουμε ὅτι εἴμαστε γενιά τοῦ Θεοῦ μας (παρ’ ὅτι «γένος ὑπάρχοντες τοῦ Θεοῦ»), δέν νοιώθουμε «συμπολῖται τῶν Ἁγίων», δέν νοιώθουμε πνευματικά τέκνα τῶν συγχρόνων Ἁγίων Πατέρων μας, ἀλλά νοιώθουμε, σκεπτόμεθα καί μιλοῦμε σάν παιδιά τῆς Εὐρώπης, σάν παιδιά τοῦ αἰῶνος τούτου τοῦ ἀπατεῶνος, σάν νά εἶναι ἡ σημερινή ἐποχή ἡ πεμπτουσία τοῦ πολιτισμοῦ καί τῆς διανοητικῆς καί πνευματικῆς προόδου.

Ἔχουν ἀλλοιωθεῖ τά κριτήριά μας, ἡ σκέψη, οἱ διαθέσεις τῆς ψυχῆς μας, οἱ φιλοδοξίες, οἱ στόχοι μας. Ἔχει ἀλλοιωθεῖ ὁ νοῦς καί οἱ αἰσθήσεις μας. Μᾶς φεύγει συνεχῶς ἡ ζωή σέ κάθε ἀναπνοή μας.

Χάσαμε τήν δροσιά πού ἀφήνει στίς ψυχές ἡ εὐσέβεια, ἡ βαθειά ἐπίγνωση καί ἐμπιστοσύνη στόν Θεόν μας καί στόν Λόγο Του καί ὄχι στίς ἀνθρώπινες ἐπίνοιες, ὅσο καί ἐάν αὐτές προσποιοῦνται θρησκευτικότητα.

Σέ ἕνα κόσμο πού οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι ἀρνοῦνται ἀκόμη καί τό ὅτι ἔχουν ψυχή, καί οἱ ὑπόλοιποι πού δέν τό ἀρνοῦνται λίγο διαφέρουν, δέν ἔχει πιά θέση ὅποιος ἔμαθε τήν εὐσέβεια καί θέλει νά τήν δεῖ νά βασιλεύση.

Ἀλλά καί ἕνας τέτοιος κόσμος δέν ἔχει νά περιμένη τίποτε ἄλλο πιά, παρά τό τέλος του!

 π. Βασίλειος Ε. Βολουδάκης

ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ 164 – Ἀρ. Τεύχους 164

Ἀπρίλιος 2016