ΚΥΡΙΕ ΚΑΙ ΔΕΣΠΟΤΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΜΟΥ,…*
† Τοῦ μακαριστοῦ Ἀρχιμανδρίτου π. Μάρκου Κ. Μανώλη
Ἀξιωθήκαμε μὲ τὴν βοήθειαν τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν χάριν Του νὰ περάσωμεν τὴν πρώτην ἑβδομάδα τῆς νηστείας. Τώρα ἂς βάλλωμεν περισσοτέραν προθυμίαν εἰς τὸ ὑπόλοιπον τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς. Ἡ ἄσκησις μὲ μέτρον διὰ τὴν ὑγείαν τοῦ σώματος. Καλύτερον ὀλίγον καὶ παντοτεινὸν παρὰ τὸ περισσὸν καὶ ὀλιγοχρόνιον.
Ἄριστον βοήθημα εἰς τὸν ἀγῶνα μας οἱ καλοὶ λογισμοὶ καὶ ἔννοιαι πνευματικαὶ διὰ τῶν ὁποίων τρέφεται ἡ ψυχή.
Ἀπὸ ὅλας τὰς προσευχάς καὶ τούς ὕμνους τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς μία προσευχὴ μπορεῖ νὰ ὀνομασθῆ ἡ προσευχὴ τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς. Εἶναι ἡ προσευχὴ τοῦ Ἁγίου Ἐφραὶμ τοῦ Σύρου, ποὺ λέγει:
«Κύριε καὶ Δέσποτα τῆς ζωῆς μου, πνεῦμα ἀργίας, περιεργίας, φιλαρχίας καὶ ἀργολογίας μὴ μοι δῷς.
Πνεῦμα δὲ σωφροσύνης, ταπεινοφροσύνης, ὑπομονῆς καὶ ἀγάπης χάρισαί μοι τῷ σῷ δούλῳ.
Ναί, Κύριε Βασιλεῦ, δώρησαί μοι τοῦ ὁρᾶν τὰ ἐμά πταίσματα, καὶ μὴ κατακρίνειν τὸν ἀδελφόν μου· ὅτι εὐλογητὸς εἶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμὴν».
Ἡ προσευχὴ λέγεται συχνὰ πυκνὰ κατὰ τὶς ἀκολουθίες τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς. Λέγοντας τὴν προσευχὴ κάνουμε καὶ μία μεγάλη (στρωτή) μετάνοια σὲ κάθε στάσι. Ἔπειτα κάνουμε δώδεκα μικρὲς μετάνοιες λέγοντας «Ὁ Θεὸς ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ» καὶ ἐπαναλαμβάνεται ἡ Τρίτη στάσις τῆς προσευχῆς, ὁπότε κάνουμε μία ἀκόμη μεγάλη μετάνοια.
Κάποιος πνευματικὸς τὴν ἔλεγε καθ’ ὅλη τὴ διάρκεια τοῦ ἔτους καὶ τὴν συνιστοῦσε εἰς ὅλους τούς χριστιανοὺς μάλιστα εἰς τοὺς μοναχούς.
Δὲν εἶναι εὔκολο νὰ ἀναλύσουμε ὅλη τὴν προσευχή. Εἰς τὴν πρώτη στάσι ὁμιλεῖ διὰ τὰ τέσσερα πάθη, τὰ ὁποῖα μᾶς πολεμοῦν. Εἶναι αὐτὰ ποὺ ὁδηγοῦν εἰς τὴν δουλείαν τοῦ διαβόλου. Οἱ Πατέρες ὁμιλοῦν διὰ πολλὰ πάθη. Ὁ Ὅσιος Πέτρος ὁ Δαμασκηνὸς ἀριθμεῖ 298 (καὶ 228 ἀρετές). Διατὶ ὁ ἅγιος Ἐφραὶμ διάλεξε μόνο τέσσαρα;
Ἂς τὰ δοῦμε ἀπὸ κοντὰ καὶ ἴσως λάβουμε τὴν ἀπάντησι.
Πνεῦμα ἀργίας. Δὲν εἶναι ἡ ἁπλῆ σωματικὴ ἀργία. Ὁ ἄνθρωπος προωρίσθηκε νὰ ἐργάζεται. Εἶναι φυσικὴ ἀνάγκη γιὰ τὴν ἀπόκτησι τῶν ἀπαραιτήτων: τροφή, κατοικία, ἐνδυμασία. Ὑπάρχει μία ἀργία πιὸ ἐπιβλαβής. Τῆς μὴ ἐκτελέσεως τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεὸς εἶναι κρυμμένος στὶς ἐντολές, λέγει ὁ Ἅγιος Μᾶρκος ὁ Ἀσκητὴς καὶ ἀποκαλύπτεται κατὰ τὸ βαθμὸ τῆς ἐκτελέσεώς των. Ἡ τήρησις τῶν ἐντολῶν εἶναι ἡ κατάστασις τῆς ἀναδείξεως τοῦ νέου ἀνθρώπου, τοῦ ἀγωνιζομένου, νὰ ἐπιτύχῃ τὸ καθ’ ὁμοίωσιν. Ὁ ἄνθρωπος ἐκλήθη νὰ γίνῃ Θεὸς κατὰ χάριν, νὰ γίνη ἅγιος. Ἂν δὲν τὸ ἐπιτυγχάνη, ὀφείλεται στὴν ὀκνηρία, στὴν ἀργία, ἡ ὁποία εἶναι εὐθέως ἀντίθετη μὲ τὴν ἀνάπτυξι τοῦ πνευματικοῦ ἀνθρώπου, ἄρνησις τῆς προσωπικῆς του ἐξελίξεως, τὸ μαράζωμα στὴν στασιμότητα.
«Πολλὴν κακίαν ἐδίδαξεν ἡ ἀργία» (Σοφ. Σειράχ)
«Ἀργία μήτηρ πάσης κακίας» ἀρχαῖον.
«Φεύγειν ἀργίαν. Εἰργάζονται οἱ περὶ τὸν Πέτρον ὡς ἁλιεῖς, οἱ περὶ τὸν Παῦλον καὶ Ἀκύλα ὡς σκηνοποιοί…, ὁ Μ. Βασίλειος ὡς ἀρχὴ κακουργὶας ἐργατικότης τῶν ζώων.
Ὁ Ἅγ. Ἰωάννης τῆς Κλίμακος:«Ἁμαρτία πάσης ἐντολῆς καὶ τῆς ἐλαχίστης παράβασις. Ἀργία τὸ μὴ ποιεῖν καὶ ἐργάζεσθαι τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ. Ἀμέλεια τὸ ἐργάζεσθαι μέν, ραθύμως δέ».
Ἐργασία «πάσης ἀπάγει πονηρίας τὴν τῶν ἐργαζομένων διάνοιαν» (Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος).
Διά τὸ πάθος αὐτὸ ἰδιαιτέρως νὰ παρακαλοῦμε τὸν Θεὸν νὰ μᾶς τὸ ξερριζώση. Αὐτὸ τὸ πάθος τῆς τεμπελιᾶς διαρκῶς προσπαθεῖ νὰ μᾶς πείση ὅτι δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἀλλάξουμε κι ἑπομένως δὲν χρειάζεται νὰ ἐπιθυμοῦμε τὴν ἀλλαγή. Εἶναι ἕνας βαθειὰ ριζωμένος κυνισμός, πού σὲ κάθε προσπάθεια ἀπαντᾶ γιατί; Αὐτὴ εἶναι ἡ ρίζα ὅλης τῆς ἁμαρτίας, γιατί δηλητηριάζει κάθε πνευματικὴ ἐνεργητικότητα.
Περιέργεια. Ἔνδειξη ὑποδουλώσεως στὰ ὑλικά. Κόλλα ποὺ μᾶς κρατάει στὰ γήϊνα, ὅπως λέγει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος. Εἶναι συνδεμένη μὲ τὴν ἀργία καὶ ἀθετῶντας τὴν τήρησι τῶν ἐντολῶν ἀναζητᾶ μία ἀπατηλὴ ὁλοκλήρωσι στὴ μέριμνα γιὰ πολλὰ πράγματα, πῶς νὰ κερδίση τὰ εὐχάριστα καὶ ἀποφύγη τὰ ἐπώδυνα.
«Ἅμα δὲ καὶ ἀργαὶ μανθάνουσι περιερχόμεναι τὰς οἰκίας, οὐ μόνον δὲ ἀργαί, ἀλλὰ καὶ φλύαροι καὶ περίεργοι, λαλοῦσαι τὰ μὴ δέοντα» (Α´ Τιμ. ε´, 13).
Ἄκαιροι ἐπισκέψεις.
Περιεργίαν ἐκ τοῦ ἐρευνᾶν πάντα, καὶ εἰς φλυαρίαν ἐκ τοῦ λέγειν τὰ πάντα πρὸς πάντας.
Ἡ διαρκὴς μέριμνα τοῦ ἀνθρώπου τῶν παθῶν εἶναι ἡ φυγοπονία, ἀργία, καὶ ἡ ἐπιδίωξις τῶν εὐχαρίστων πραγμάτων, λέγει ὁ Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής.
Ἀντιθέτως οἱ Πατέρες παραγγέλλουν ἀμεριμνία γιὰ ὅλα. Μία μέριμνα ἐπιβάλλεται. Ἡ μέριμνα γιά τὴν σωτηρία τῆς ψυχῆς.
Φιλαρχία εἶναι τὸ πνεῦμα τοῦ κακοῦ, ποὺ ἀλλοτριώνει τὴ συμπεριφορά μας πρὸς τὸν πλησίον, μὴ ὑπολογίζοντάς τον καὶ μετασχηματίζοντάς τον σὲ ἕνα ἁπλὸ ἐργαλεῖο καὶ μέσο γιὰ τὸ κέρδος. Ἐξευτελίζει τὴν ἀξία τοῦ ἀνθρώπου, ὑποβιβάζοντάς τον στὴν τάξη τῶν πραγμάτων. Ἀληθινὴ ἐξουσία μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων δὲν εἶναι ἡ ἐκμετάλλευσι, ἀλλὰ ἡ διακονία, κατὰ τὸ παράδειγμα καὶ τὸν λόγο τοῦ Σωτῆρος. «Ὅστις θέλει ἐν ὑμῖν εἶναι πρῶτος ἔσται πάντων δοῦλος».
Ἡ φιλαρχία εἶναι συνδεδεμένη μὲ τὴν περιέργεια. Ὅταν ἡ φροντίδα εἶναι στραμμένη στὰ ὑλικά, εὔλογα καὶ ὁ ἄνθρωπος μετασχηματίζεται σὲ πρᾶγμα ἤ ἐργαλεῖο, τὸ ὁποῖο δὲν ἀξίζει περισσότερο ἀπὸ τὸ κέρδος, ποὺ φέρνει.
Ἔτσι ἡ ζωὴ γίνεται ἐγωϊστικὴ καὶ ἐγωκεντρική.
Ἂν ὁ Θεὸς δὲν εἶναι «Κύριος καὶ Δεσπότης τῆς ζωῆς μου», τότε τὸ ἐγώ μου γίνεται ὁ κύριος καὶ δεσπότης, τὸ κέντρον τοῦ κόσμου. Πολλάκις δὲν ἐκφράζεται αὐτὸ μὲ διαλόγους, ἀλλὰ καὶ μὲ ἀδιαφορία, περιφρόνησι, ἔλλειψι ἐνδιαφέροντος, φροντίδος, σεβασμοῦ. Ἀργία, περιέργεια, εἶναι πνευματικὴ αὐτοκτονία. Φιλαρχία πνευματικὴ δολοφονία.
Ἀργολογία. Ἐξευτελισμὸς τοῦ πιὸ πολύτιμου δώρου τοῦ Θεοῦ στὸν ἄνθρωπο, τοῦ χαρίσματος τοῦ λόγου. Ἡ φλυαρία καὶ κενολογία δείχνουν ἕνα διεφθαρμένο ἐσωτερικὸ κόσμο, ὁ ὁποῖος ἐπιφέρει καὶ τὴν διαφθορὰ τῶν ἄλλων, λέγει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος. Εἶναι ὁ θρόνος τῆς ματαιοδοξίας, ἡ συνέπεια τῆς ἀκολασίας καὶ τῆς ἀχρειότητος. Ὁ Χριστὸς μᾶς λέγει ὅτι ἐν ἡμέρᾳ κρίσεως θὰ δώσουμε λόγο διὰ «πᾶν ρῆμα ἀργὸν» (Ματθ. 12, 36). Οἱ ἅγιοι Πατέρες ἐπαίνεσαν περισσότερον τὴν σιωπὴ (Ἀγάθων, Ἀρσένιος). Ἡ σιωπὴ εἶναι ἡ γλῶσσα τοῦ μέλλοντος αἰῶνος (Ἀββᾶς Ἰσαὰκ ὁ Σύρος). Ὁ λόγος, ὅταν ἀποσπᾶται ἀπὸ τὴν θεία καταγωγὴ καὶ τὸν θεῖο σκοπὸ, γίνεται ἀργολογία. Ἐνισχύει τὴν ἀργία, τὴν περιέργεια καὶ τὴν φιλαρχία καὶ κάμνει τὴ ζωὴ κόλασι.
Αὐτὰ εἶναι τὰ ἐμπόδια τῆς μετανοίας, τὰ σχοινιὰ ποὺ μᾶς κρατοῦν δεμένους.
Ἡ Πνευματικὴ ἰατρικὴ καὶ θεραπευτική τῆς Ἐκκλησίας μας δὲν ξεχωρίζει σῶμα καὶ ψυχή. Ὅλος ὁ ἄνθρωπος ἔπεσε. Ὅλος νὰ ἀνορθωθῆ. Ἡ σωτηρία καὶ μετάνοια δὲν εἶναι ἡ περιφρόνησις τοῦ σώματος, οὔτε ἡ παραμέλησίς του, ἀλλὰ ἀποκατάστασις στὴ θέσι του. Ναὸς τῆς ἀνεκτίμητης ψυχῆς. Ὁλος ὁ ἄνθρωπος μετανοεῖ. Τὸ σῶμα παίρνει μέρος στὴ προσευχὴ τῆς ψυχῆς μὲ γονυκλισίες, τὰ ψυχοσωματικὰ δείγματα τῆς μετανοίας. Ἱεροτελεστία τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς.
Πνεῦμα δὲ σωφροσύνης, ταπεινοφροσύνης, ὑπομονῆς καὶ ἀγάπης χάρισαί μοι τῷ σῷ δούλῳ.
Ναὶ, Κύριε Βασιλεῦ, δώρησαί μοι τοῦ ὁρᾶν τὰ ἐμά πταίσματα, καὶ μὴ κατακρίνειν τὸν ἀδελφόν μου· ὅτι εὐλογητὸς εἶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Ἀνάγκη μὲ πνευματικὰ νοήματα νὰ τρέφωμε τὴν ψυχὴ (Εὐχὴ Ἁγίου Ἐφραίμ).
Ἡ προθυμία δίδει δύναμιν καὶ εἰς τὴν ψυχὴν καὶ τὸ σῶμα. Τὰ βαρειὰ τὰ κάμνει ἐλαφρά, τὰ δὲ δύσκολα τὰ κάμνει εὔκολα. Ἡ ἀμέλεια καὶ ἡ ὀκνηρία τὰ ἐλαφρὰ τὰ κάμνει βαρειὰ καὶ τὰ εὔκολα τὰ κάμνει δύσκολα.
Ἡ πρώτη στάσις τῆς εὐχῆς τοῦ Ἁγίου Ἐφραὶμ ἀναφέρεται εἰς τὰ ἐμπόδια, ποὺ πρέπει νὰ μετακινηθοῦν. Εἶναι ἡ σκάλα ποὺ μᾶς ὁδηγεῖ ἀπὸ τὸ κακὸν εἰς τὸ χειρότερον. Ἀπὸ τὴν πνευματικὴν αὐτοκτονίαν εἰς τὴν πνευματικὴν δολοφονίαν τοῦ πλησίον. Ἡ β´ στάσις κινεῖται εἰς τοὺς θετικοὺς σκοποὺς τῆς μετανοίας, ποὺ εἶναι πάλιν τέσσερεις. Εἶναι ἡ σκάλα τῆς ἀνόδου. Ἡ ὁδὸς ποὺ μᾶς ἑνώνει μὲ τὸν Κύριόν μας. Ἡ ὁδὸς τῆς τελειότητος. Ἡ ὁδὸς τῆς θεώσεως.
Σωφροσύνη.Ὄχι μόνον εἰς τὰ σαρκικά. Μὲ τὴν εὐρύτερη ἔννοια εἶναι τὸ ἀντίστοιχό τῆς ἀργίας. Ἡ ἁγνότητα εἶναι τὸ πρῶτον βῆμα τῆς «ἀπαθείας», ἡ κατάστασις τῆς καθαρισμένης ἀπὸ τὰ πάθη ψυχῆς, τῆς ἕτοιμης διὰ τὴν ἐργασίαν τῶν ἀρετῶν. «Πῶς ἄσωμεν τὴν ὠδὴν τοῦ Κυρίου ἐπὶ γῆς ἀλλοτρίας» (Ψαλμ. 136, 4 Πολυέλεος τῶν ἡμερῶν Ἀποκρέῳ καὶ Τυρινῆς). Οἱ Πατέρες διδάσκουν ὅτι δὲν μποροῦμε νὰ φέρουμε οὔτε ἕνα καρπὸν καλῶν ἔργων ὅσον καιρὸν εὑρισκόμεθα εἰς τὴν δουλείαν τῶν παθῶν. Θεμέλιον λοιπὸν τῆς πνευματικῆς προόδου καὶ σωφροσύνης ἡ ἁγνότης μὲ τὴν στενότερη, ἀλλὰ καὶ τὴν εὐρύτερη ἔννοια.
Πνεῦμα ταπεινοφροσύνης. Ὁ πρῶτος καὶ ὑπέροχος καρπὸς τῆς σωφροσύνης εἶναι ἡ ταπεινοφροσύνη. Εἶναι ἡ ἀπομάκρυνσις τοῦ ψεύδους, μέσα στὸ ὁποῖο συνήθως ζοῦμε. Ἡ νίκη τῆς ἀληθείας μέσα μας. Ποῖοι εἴμεθα πραγματικά. Μόνον μὲ τὴ ταπεινοφροσύνη μπορεῖ κανεὶς νὰ δῆ καὶ νὰ δεχθῆ τὰ πράγματα ὅπως εἶναι καὶ ἔτσι νὰ ἰδῆ τὸν Θεόν, τὸ μεγαλεῖον Του, τὴν καλωσύνην Του καὶ τὴν ἀγάπην Του στὸ κάθε τί. Νὰ γιατί ὅπως ξέρουμε, ὁ Θεὸς ὑπερηφάνοις ἀντιτάσσεται, ταπεινοῖς δὲ δίδωσι χάριν. Οἱ ἅγιοι Πατέρες ἔλεγαν ὅτι ταπεινοφροσύνη εἶναι νὰ θεωρῆ ὁ ἄνθρωπος τὸν ἑαυτὸ του κατώτερο ἀπ’ ὅλους τούς ἀνθρώπους, ἀκόμη καὶ ἀπὸ τὰ κτήνη, καὶ νὰ ἀποδίδη στὸ Θεὸ ὅλες τὶς καλές του πράξεις.
Ὑπομονή.Μετὰ τὴν σωφροσύνη καὶ τὴν ταπεινοφροσύνη ἀκολουθεῖ ἡ ὑπομονή. Ὁ πεπτωκὸς ἄνθρωπος εἶναι ἀνυπόμονος, γιατί εἶναι τυφλός γιά τὸν ἑαυτό του καὶ βιαστικὸς νὰ κρίνη καὶ νὰ καταδικάση τοὺς ἄλλους. Μετράει τὰ πάντα μὲ βάσι τὶς δικές του προτιμήσεις, τὶς δικές του ἰδέες. Ἀδιαφορεῖ γιὰ τὸν καθένα γύρω του ἐκτὸς ἀπὸ τὸν ἑαυτό του, θέλει ἡ ζωή του νὰ εἶναι ἐπιτυχημένη τώρα, αὐτὴ τὴ στιγμή. Ἡ ὑπομονὴ εἶναι μία θεϊκὴ ἀρετή. Ὁ Θεὸς εἶναι ὑπομονετικὸς, διότι βλέπει τὸ βάθος ὅλων τῶν πραγμάτων, ποὺ ἐμεῖς δὲν βλέπουμε. Ὅσο πιὸ κοντὰ ἐρχόμαστε στὸν Θεό, τόσον περισσότερο ὑπομονετικοὶ γινόμαστε καὶ τόσο πιὸ πολὺ ἀντανακλοῦμε αὐτὴν τὴν ἀπέραντη ἐκτίμηση γιὰ ὅλα τὰ ὄντα. Ὑπομονὴ ἔχει ὁ ταπεινὸς ποὺ ἀντιλαμβάνεται ὅτι εἶναι ἄξιος ἀπείρων τιμωριῶν ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ, σὰν ἕνας τεμπέλης δοῦλος, ποὺ ἀθετεῖ τὶς ἐντολὲς τοῦ Κυρίου. Γι’ αὐτὸ ὑπομένει μὲ χαρὰ τὶς δυσκολίες καὶ δοκιμασίες τῆς ζωῆς, ἐπειδὴ εἶναι πεπεισμένος ὅτι «διὰ πολλῶν θλίψεων δεῖ ἡμᾶς εἰσελθεῖν εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ» (Πράξ. 14, 22) καὶ ὅτι μόνον «ὁ ὑπομείνας εἰς τέλος σωθήσεται».
Ἀγάπη. Τέλος τὸ ἀποκορύφωμα καὶ ὁ καρπὸς ὅλων τῶν ἀρετῶν, κάθε καλλιεργείας καὶ κάθε προσπαθείας εἶναι ἡ ἀγάπη, ποὺ μπορεῖ νὰ δοθῆ μόνον ἀπὸ τὸν Θεόν, εἶναι τὸ δῶρο, ποὺ ἀποτελεῖ σκοπὸ γιὰ κάθε πνευματικὴ προετοιμασία καὶ ἄσκηση. Ἡ ἀγάπη εἶναι ἡ ὁλοκλήρωση ὅλων τῶν ἀρετῶν. Ὅποιος ἔχει σωφροσύνη, ταπεινοφροσύνη καὶ ὑπομονή, αὐτὸς ἀγαπάει καὶ τὸν Θεὸ καὶ τὸν πλησίον. Σ’ ὅποιον κατοικεῖ ἡ ἀγάπη, κατοικεῖ ὁ ἴδιος ὁ Θεός, ποὺ εἶναι Ἀγάπη (Ἰωάν. 4, 8).
Οἱ τέσσερεις αὐτὲς ἀρετὲς εἶναι ἀντίθετες ἀπὸ τὰ τέσσερα πάθη τῆς πρώτης στάσης καὶ μᾶς δείχνουν πῶς μποροῦμε μὲ τὴν χάριν καὶ τὴν βοήθεια τοῦ Κυρίου νὰ θεραπεύσουμε τὴν ἀσθενοῦσα ἀπ’ αὐτὰ ψυχή.
Ἡ ἁγνότητα θεραπεύει τὴν ἄρρωστη ἀπὸ ἀργίαν ψυχή.
Ἡ ταπεινοφροσύνη συσφίγγει τοὺς δεσμοὺς μὲ τὸν πλησίον. Τὸν ταπεινόφρονα ὅλοι τὸν ἀγαποῦν. Εἶναι λάσπη –συγκολλητικὴ οὐσία. Ἐνῶ ἡ περιέργεια, τὸ κουτσομπολιὸ καὶ ἡ φλυαρία διαλύουν τοὺς δεσμούς.
Ἡ ὑπομονὴ μᾶς ἀπαλλάσσει ἀπὸ τὴν ὑποδούλωση ἀπέναντι στοὺς ἀνθρώπους καὶ τὰ πράγματα καὶ ἡ ἀγάπη θεραπεύει τὴν ἀδιαφορία γιὰ τὴν σωτηρία μέσῳ τῆς εὐγνωμοσύνης καὶ τῆς ἀγάπης ἀπέναντι τοῦ Θεοῦ.
Στὸν σώφρονα ὅλα εἶναι ἁγνά, συνεπῶς καὶ ἡ γλῶσσα. Ὁ ταπεινόφρων ὑπολογίζει τὸν πλησίον του περισσότερο ἀπὸ τὸν ἑαυτόν του. Ὁ ὑπομονετικὸς δὲν ἀποθέτει τὶς ἐλπίδες του στὰ πράγματα καὶ ὁ ἀγαπῶν τὸν Θεὸν προσπαθεῖ συνεχῶς νὰ ἐκτελῆ τὶς ἐντολές του. Εἶναι ἡ εἰκόνα τοῦ ἐξαγνισμένου ἀνθρώπου.
Ἡ πρώτη στάσις εἶναι ἡ εἰκόνα τοῦ διεφθαρμένου ἀπὸ τὰ πάθη ἀνθρώπου.
Ἡ Δευτέρα στάσις εἶναι ἡ εἰκόνα τοῦ ἀναγεννημένου μέσῳ τῶν ἀρετῶν ἀνθρώπου.
Ἁμαρτωλὴ κατάστασις ἀπὸ τὴν μία καὶ παρακαλοῦμε τὸν Θεὸ νὰ μᾶς ἀπαλλάξη.
Ἀπὸ τὴν ἄλλη ἡ πνευματικὴ κατάστασις πρὸς τὴν ὁποία τείνουμε παρακαλώντας τὸν Θεὸν νὰ μᾶς τὴν χαρίση.
Εἰς τὴν τρίτην καὶ τελευταίαν στάσιν συγκεφαλαιώνονται ὅλα καὶ ζητοῦμε «δώρησαί μοι τοῦ ὁρᾶν τὰ ἐμά πταίσματα, καὶ μὴ κατακρίνειν τὸν ἀδελφόν μου».Ἐδῶ δὲν ὑπάρχει παρὰ μόνον ἕνας κίνδυνος, ἡ ὑπερηφάνεια. Εἶναι ἡ πηγὴ τοῦ κακοῦ καὶ ὅλο τὸ κακὸ εἶναι ἡ ὑπερηφάνεια. Παρ’ ὅλα αὐτὰ δὲν εἶναι ἀρκετὸ νὰ βλέπω τὰ «ἐμά πταίσματα». Ἐὰν δὲν προσέξουμε καὶ ἡ αὐτομεμψία μπορεῖ νὰ ὁδηγήση σὲ μία πνευματικὴ δαιμονικὴ ὑπερηφάνεια. Ἀλλ’ ὅταν βλέπουμε τὰ δικά μας σφάλματα καὶ δὲν κατακρίνουμε τοὺς ἀδελφούς μας, ὅταν ἡ σωφροσύνη, ἡ ταπεινοφροσύνη, ἡ ὑπομονὴ καὶ ἡ ἀγάπη γίνονται ἕνα σ’ ἐμᾶς, τότε καὶ μόνο τότε ὁ αἰώνιος ἐχθρός, ἡ ὑπερηφάνεια θὰ ἀφανισθεῖ μέσα μας.
Τὸ νὰ βλέπουμε τὰ ἴδια πταίσματα εἶναι μία ἔνδειξη ταπεινοφροσύνης. Τὸ μὴ κατακρίνειν τὸν πλησίον εἶναι ἔνδειξη ἀγάπης, ἡ ὁποία «πάντα στέγει καὶ οὐκ ἀσχημονεῖ» (Α´ Κορ. 13).
Στενὰ συνδεμένες ταπεινοφροσύνη καὶ ἀγάπη. Ἡ ἁγία δυὰς λέγει ὁ Ἅγ. Ἰωάννης τῆς Κλίμακος, ἡ ἀγάπη καὶ ἡ ταπεινοφροσύνη. «Ἡ πρώτη ὑψώνει καὶ ἡ δεύτερη στηρίζει τοὺς ὑψωμένους καὶ δὲν τοὺς ἀφήνει νὰ πέσουν» (Κλίμαξ 25, 36).
Τὸ τέλος τῆς προσευχῆς μὲ τὴν αἴτηση τῶν δύο κορυφῶν τῆς πνευματικῆς ζωῆς: ταπείνωση καὶ ἀγάπη, θέλει νὰ μᾶς δείξη ὅτι γιὰ τὸν λυτρωμένο ἀπὸ τὰ πάθη καὶ πορευόμενο τὸν δρόμο τῆς ἀρετῆς ἀνοίγεται ἀτελείωτος ὁ δρόμος τῆς τελειώσεως, τῆς ὁμοιώσεως πρὸς τὸν Θεόν, ὁ ὁποῖος εἶναι ὁ ἴδιος, ταπεινοφροσύνη καὶ ἀγάπη.
Ὁ Τελώνης ἀναστέναξε ἀπὸ τὰ βάθη τῆς ψυχῆς του «Ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ» καὶ ἀμέσως διορθώθηκε. Ὁ ληστὴς ἐπάνω στὸν Σταυρὸ ἔκραξε «Μνήσθητί μου Κύριε» καὶ ἀμέσως ἤκουσε «Σήμερον μετ’ ἐμοῦ ἔση ἐν τῷ Παραδείσῳ» (Λουκ. 23, 43).
Ἡ μετάνοια εἶναι ἀνταπόκρισις τοῦ ἀνθρώπου εἰς τὴν θεϊκὴ ἀγάπη μέσῳ τῆς ὁλοκληρωτικῆς ἀφοσιώσεως στὸν Θεό. Ὁ Θεὸς δέχεται τὴν θυσία τῆς μετανοίας καὶ καθαρίζει καὶ ἀνανεώνει τὸν ἄνθρωπον μὲ βαθειὰ ἀλλαγή. «Καὶ ἐὰν ὦσιν αἱ ἁμαρτίαι ὑμῶν ὡς φοινικοῦν, ὡς χιόνα λευκανῶ» (Ἠσαΐου ι´, 18).
Παράδειγμα Παύλου ἁπλοῦ καὶ μετανοήσαντος ἀνθρώπου. «Ἐὰν δὲ ὦσιν ὡς κόκκινον, ὡς ἔριον λευκανῶ».
Τόσο βαθειὰ καὶ ὁλοκληρωτικὴ εἶναι ἡ ἀνανεωτικὴ δύναμις τῆς μετανοίας. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία καθόρισε γιὰ κάθε χριστιανὸ μία ὁρισμένη περίοδο τοῦ ἔτους, τὴν ἁγία τεσσαρακοστή, νὰ ἀσχολῆται ἰδιαίτερα μὲ αὐτὴν τὴν καθαρτικὴν καὶ καθαγιαστικὴ πρᾶξιν.
† Ἀρχιμανδρίτης Μᾶρκος Μανώλης
* Ὁµιλία εἰς Ἱ. Μονὴν Πετράκη –Ἑσπερινός, Κυριακὴ Ὀρθοδοξίας, 11-3-1984