«Πῶς παραδόθηκε ἡ Ἑλλάδα στοὺς νεκροθάφτες κάθε ἀξίας;»
«ΚΑΘΑΡΙΣΤΕ
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΠΑΝΟΥΚΛΑ
ΤΗΝ ΔΥΣΤΥΧΙΣΜΕΝΗ ΕΛΛΑΔΑ»!
Εἰσαγωγικὸ σημείωμα
Στὰ πλαίσια τοῦ μικροῦ ἀφιερώματός μας στὸν Φώτη Κόντογλου γιὰ τὴν συμπλήρωση 50 ἐτῶν ἀπὸ τῆς κοιμήσεώς του, παραθέτουμε τὸ παρακάτω κείμενό του, ἀπόσπασμα τοῦ τελευταίου κεφαλαίου τοῦ βιβλίου του «Μυστικὰ Ἄνθη», τὸ ὁποῖο ἀποτελεῖ τὴν «ἐκ βαθέων» ὁμολογία τῆς Πίστεώς του ἀλλὰ καὶ τὴν δημόσια καταγγελία ὅλων ἐκείνων τῶν χαμερπῶν ἀνθρωπομόρφων καί μεγαλοσχήμων τρωκτικῶν, ποὺ τοῦ ἔκαμαν μαρτυρικὴ τὴν ζωή, καὶ τὸν κατασυκοφάντησαν ἀντὶ νὰ τὸν τιμήσουν καὶ νὰ τὸν εὐγνωμονοῦν γιὰ τὸ τεράστιο πνευματικὸ καὶ πολιτιστικὸ ἔργο του. Ὅσο ζοῦσε τὸν ἐκμεταλλεύθηκαν σὲ ἀπίστευτο βαθμό, παραμερίζοντάς τον, καταληστεύοντες τὰ συγγραφικά του δικαιώματα ἀλλὰ καὶ τὰ δικαιώματά του ἀπὸ τὶς μοναδικὲς ἁγιογραφίες του, πολλαπλῶς σφετεριζόμενοι τοὺς καρποὺς τοῦ πολυπλεύρου μόχθου του.
Μετά τόν θάνατό του, ὅταν ὅλος ὁ κόσμος στὴν Ἑλλάδα καὶ στὸ ἐξωτερικὸ μιλοῦσε πλέον γι’ αὐτόν μὲ ἰδιαίτερο θαυμασμό, ὅλοι αὐτοὶ οἱ “δήμιοι” καὶ οἱ ἐκμεταλλευτές του καρπώθηκαν καὶ ἄλλα ὠφέλη, αὐτοπροβαλλόμενοι ὡς στενοὶ φίλοι καὶ συνεργάτες του! Ἔτσι κατήντησαν οἱ ἄνθρωποι τοῦ «εὐσεβοῦς ἡμῶν Ἔθνους»!
Προβάλλουμε ἐδῶ τὸ κείμενό του αὐτό, ὄχι μόνο γιὰ νὰ δοῦμε πιὸ καθαρὰ καὶ βαθειὰ τὴν προσωπικότητα αὐτοῦ τοῦ μεγάλου ἀνθρώπου, ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ διαπιστώσουμε γιὰ ἄλλη μιὰ φορὰ τὴν Ἁγιογραφικὴ Ἀλήθεια «οἱ θέλοντες εὐσεβῶς ζῆν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ διωχθήσονται: πονηροὶ δὲ ἄνθρωποι καὶ γόητες προκόψουσιν ἐπὶ τὸ χεῖρον, πλανῶντες καὶ πλανώμενοι» (2 Τιμ. 3, 13).
Τὸ κείμενο τοῦ Κόντογλου ἔχει στὶς μέρες μας μιὰ ἐξαιρετικὴ ἐπικαιρότητα, ἀφοῦ μὲ τὸ σημερινὸ πρωτοφανὲς κατάντημα τῆς Πατρίδας μας, ὄχι μόνο ὑπάρχουν ἀλλὰ καὶ πολλαπλασιάσθηκαν «οἱ πλανῶντες καὶ οἱ πλανώμενοι», ἐνῶ ἔγιναν εἶδος πρὸς ἐξαφάνισιν οἱ «εὐσεβῶς ζῶντες», οἱ ὁποῖοι καὶ ὑποφέρουν τὰ πάνδεινα ἀπὸ «τὶς ἀνθρωποκάμπιες ποὺ μαραζώνουνε τὸ πνευματικὸ ὁλόδροσο δέντρο τῆς φυλῆς μας».
Τὸ κατάντηµα αὐτό, δηλαδὴ ἡ ἐγκατάλειψη τῆς ἀληθινῆς καὶ γνήσιας εὐσέβειας, δὲν ἄφησε ὄρθιους οὔτε τοὺς Κληρικούς, σὲ τέτοιο, µάλιστα, βαθµό, ὥστε κάποιοι ἀπ’ αὐτοὺς, ἀφοῦ ἀπογυμνώθηκαν ἀπό κάθε τι ἱεροπρεπές, ἀπαρνήθηκαν ἀκόµη καὶ τὴ «Μητέρα τῆς σωφροσύνης», τήν Νηστεία, ἡ ὁποία, κατὰ τοὺς Θεοπνεύστους Ἱ. Κανόνες, ἔχει τόσο καίρια σημασία, ὥστε ἀποτελεῖ τὸ βασικὸ συστατικὸ τοῦ Κληρικοῦ ἀλλὰ καὶ κάθε Χριστιανοῦ (γι’ αὐτὸ –ἐξ ἄλλου– οἱ παραβάτες τῆς Νηστείας Κληρικοὶ καθαιροῦνται καὶ οἱ Λαϊκοὶ ἀφορίζονται!), καὶ ὁρµηνεύουνε τὰ πνευµατικά τους παιδιά, ἀντίθετα ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, πὼς δὲν ἔχει σηµασία ἡ Νηστεία! Ὅσο δὲ γιὰ τὴν ἄλαδη Νηστεία καγχάζουν καὶ λένε πὼς δὲν εἶναι πουθενὰ γραμμένη, ἀλλὰ εἶναι ἐφεύρηµα τῶν αὐστηρῶν, τῶν φανατικῶν καὶ ἀδιακρίτων πνευµατικῶν!
Γι’ αὐτό, καὶ μὲ τὴν εὐκαιρία τῆς Νηστείας τῶν Χριστουγέννων, ποὺ ἀρχίζει στὶς 15 Νοεμβρίου, δηµοσιεύουµε στὸ τεῦχος µας αὐτὸ ἕνα ἄλλο σπουδαῖο ἄρθρο, ποὺ µιλάει µὲ ντοκουµέντα γιὰ τὴν ἄλαδη Νηστεία τῶν Ὁπλαρχηγῶν τοῦ ’21!
Εὐνόητο, λοιπόν, εἶναι ὅτι τὸ μήνυμα τοῦ κειμένου τοῦ Κόντογλου ἔχει μὲν σήμερα πολὺ λίγους ἀποστολεῖς, ἀλλὰ μυριάδες παραλῆπτες!
π. Βασίλειος Ε. Βολουδάκης
* * *
Τὰ γράφω αὐτά, µισοπεθαµένος, ἐνῶ βρίσκοµαι ἀκόµα µισοβουτηγµένος σ’ αὐτὴ τὴν κατάσταση ποὺ λέγω. Καὶ τὰ γράφω γιὰ ὅσους γνοιασθήκανε γιὰ τὴν ἀρρώστεια µου κι ἀνησυχήσανε. Ἂς εἶναι καλά! Φοβηθήκανε µήπως χάσει ἡ Βενετιὰ βελόνα! Κι ὅλοι θέλουνε νὰ µάθουνε τί ἀρρώστεια εἶχα.
Λοιπόν, ἂς τὴ µάθουνε: Μοῦ κάνανε ἐγχείρηση καὶ µοῦ βγάλανε ἀπὸ τὴν κύστη δυὸ µεγάλες πέτρες. Ἡ µιὰ ἤτανε ἀπαράλλαχτη µὲ τὰ βότσαλα τῆς θάλασσας, ποὺ ἔχω µανία νὰ τὰ µαζεύω. Ἡ ἄλλη, ἡ µικρότερη, ἤτανε ἄλλο σχέδιο καὶ σκληρὴ σὰν σιδερόπετρα. Αὐτὴ ἔκανε τὸ µεγαλύτερο κακό, γιατὶ εἶχε γαντζώσει στὴν οὐρήθρα καὶ µπόδιζε νὰ βγοῦνε τὰ µολεµένα νερὰ τοῦ ὀργανισµοῦ, κι ἔτσι µολύνθηκε ἡ κύστη καὶ µόλυνε καὶ τὴν κοιλιὰ καὶ τ’ ἄλλα τὰ γύρω ὄργανα.
Οἱ πέτρες βγήκανε, µὰ ἔπρεπε νὰ ἔχει δύναµη τὸ κορµί, γιὰ νὰ βαστάξει σὲ ὅσα θὰ περνοῦσε ὥς νὰ καθαρίσει αὐτὸ τὸ µόλεµα, κι ὥς νὰ γιατρευτεῖ ἡ καταπληγωµένη οὐρήθρα.
Ἂς µέ συγχωρήσουν ὅσοι διαβάζουνε αὐτὰ ποὺ γράφω, ἀλλὰ ἂς συλλογιστοῦνε τί εἴµαστε καὶ τί µπορεῖ νὰ µᾶς βρεῖ κι ἂς µὴ θέλουνε νὰ διαβάζουνε ὁλοένα διασκεδαστικὰ πράγµατα.
Τὸ πιὸ ἀξιοσηµείωτο εἶναι τοῦτο: Οἱ γιατροὶ εἴπανε πὼς ἐκεῖνες τὶς πέτρες µπορεῖ νὰ τὶς εἶχα µέσα µου πολλὰ χρόνια. Τὴ µεγάλη, ἴσως καὶ εἰκοσιπέντε χρόνια. Πῶς ἔζησα, λοιπόν, κι ὄχι µοναχὰ ἔζησα µὲ κέφι καὶ µὲ ζωηρότητα, τόσο ποὺ ἀπὸ µένα παίρνανε κι οἱ γύρω µου, ἀλλὰ πῶς δούλευα κιόλας σὰν πολλοὶ ἄνθρωποι µαζί, µέρα-νύχτα, δουλειὰ πολύπλοκη, ἀτελείωτη κι ἀδιάκοπη, πνευµατικὴ καὶ σωµατική; Καὶ τί; Ὄχι µόνο γράψιµο ἀπάνω σὲ πολλῶν εἰδῶν θέµατα, ἀλλά, κοντά σ’ αὐτό, δούλευα ἀπάνω στὶς σκαλωσιὲς στὶς ἐκκλησιές, δουλειὰ σκληρή, δουλειὰ γιὰ χεροδύναµα παλληκάρια.
Ἀληθινὰ θαυµαστὸ πρᾶγµα αὐτὴ ἡ ἀντοχή, µιὰ δύναµη ποὺ ἐρχότανε σὲ µένα ἄνωθεν, ἀφοῦ µάλιστα εἶχε σπάσει τό πόδι µου ἕνα αὐτοκίνητο, πρὶν ἀπὸ ἕνα χρόνο. «Ἡ δύναµις αὕτη οὐκ ἐξ ἡµῶν, ἀλλ’ ἐκ Θεοῦ». Δὲν ἀπορήσανε µοναχὰ οἱ γιατροί, πῶς ἔζησα τόσα χρόνια µὲ τὶς πέτρες, ἀλλὰ κι ἐγὼ ὁ ἴδιος. Ναί. Μόνο ὁ Χριστὸς µὲ τὴν παντοδύναµη χάρη Του µὲ βαστοῦσε καί ζωογονοῦσε ἕνα κορµὶ µισοπεθαµένο καὶ τὸ βαστοῦσε ζωντανὸ κι ἀκατάλυτο. Σὰν νἄκουγα ὁλοένα µέσα µου, τὰ λόγια τοῦ προφήτη Ἠσαΐα, καὶ τἄκανα ζωή καὶ δύναµη: «Ἰσχύσατε, χεῖρες ἀνειµµέναι καὶ γόνατα παραλελυµένα... Ἰσχύσατε καὶ µὴ φοβεῖσθε». (Ἠσ. λε΄, 3).
Ἀληθινά, ἐγὼ ποὺ θἄπρεπε νὰ εἶµαι κακοκεφιασµένος, ἔδινα κουράγιο σὲ κείνους ποὺ εἴχανε γερὰ καὶ παλληκαρίσια κορµιά. Ἐγὼ ποὺ θἄπρεπε νὰ εἶµαι παράλυτος, «ἡλόµην ὡς ἔλαφος», κι ἡ γλῶσσα µου, ποὺ θἄπρεπε νὰ εἶναι βουβή, «ἐγένετο τρανή».
Λογαριάζω πὼς στὸ διάστηµα ποὺ εἶχα µέσα µου τὶς πέτρες, ἔγραψα στίβες χειρόγραφα σὲ δέκα λογιῶν θέµατα, ποὺ τὰ περισσότερα εἶναι ἀτύπωτα, γραµµένα γιὰ τὸν ἑαυτό µου. Ἔγραψα κι ἴσαµε 10.000 γράµµατα. Ζωγράφισα ἕνα σωρὸ εἰκονίσµατα σὲ ξύλο καὶ σὲ τοίχους. Δὲν λογαριάζω τὰ σχέδια ποὺ ἔκανα γιὰ βιβλία καὶ γιὰ ἄλλους σκοπούς.
Ὅπως λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ὅποτε καυχιέται ὁ χριστιανός, γιὰ τὶς ἀδυναµίες του καυχιέται, γιὰ τὶς ἀδυναµίες του, ποὺ φανερώνουνε τὴ δύναµη τοῦ Χριστοῦ ποὺ εἶπε: «ἡ γὰρ δύναµίς µου ἐν ἀσθενείᾳ τελειοῦται», «ἡ δύναµη ἡ δική µου, φανερώνεται µὲ τὴ δική σας τὴν ἀδυναµία».
Ἀλλά, ἀγαπητὰ ἀδέρφια µου, µήπως τὰ ἀνθρωπάρια µ’ ἀφήσανε ἥσυχον, σ’ ὅλον τὸν καιρὸ ποὺ δούλευα πνευµατικὰ καὶ πού, παρεκτὸς ἀπ’ αὐτό, ἀγωνιζόµουνα γιὰ νὰ ζήσω τὴν οἰκογένειά µου; Ποῦ νὰ µ’ ἀφήσουνε αὐτὰ τὰ κακογεννηµένα πλάσµατα, ποὺ µᾶς µισοῦνε «δωρεάν», µόνο καὶ µόνο γιατὶ εἶναι κακῆς γέννας γεννήµατα, γεµάτα ἀπὸ κάθε κακία, µωροφιλοδοξία, µικρολογία, βλακεία, ἀµάθεια, ἐγωϊσµό, φθόνο µαῦρον κι ὅ,τι ἄλλο βρώµικο πάθος. Μισοῦνε τὸν ἄξιο δίχως νὰ τοὺς πειράξει, δίχως νὰ τοὺς δώσει ἀφορµή, µόνο καὶ µόνο ἐπειδὴ ζεῖ καὶ πιστεύει κι εἶναι ζωντανός.
Σὲ χλωρὸ κλαρὶ δὲν µ’ ἀφήνουνε, ὥς τὰ σήµερα. Τὸ φωνάζω, γιὰ νὰ τὸ µάθει ὁ κόσµος, γιατὶ τὸ ποτήρι ξεχείλισε. Μπροστά τους ταπεινώθηκα συχνά, γιὰ νὰ δώσω τόπο στὴν ὀργὴ καὶ νὰ µπορέσω ἔτσι νὰ κάνω ὅ,τι µ’ ἔστειλε νὰ κάνω ὁ Κύριος. Ἔκανα πὼς δὲν ἄκουα τὶς σιχαµερὲς ἀνοησίες τους «περὶ βυζαντινῆς τέχνης, περὶ θεολογίας, περὶ Ὀρθοδοξίας». Δὲν βαρυέσαι! Αὐτὰ τὰ φτωχογεννηµένα πλάσµατα δὲν ἔχουνε µέσα τους τίποτα ἀληθινό, τίποτα πνευµατικό, καὶ ὅµως γίνουνται καὶ δάσκαλοι καὶ ὁδηγοὶ στοὺς ἄλλους, οἱ θεόστραβοι. Μοῦ βάλανε σκληρὰ ἐµπόδια, παγίδες πονηρές, µεταχειρισθήκανε συκοφαντίες καὶ κάθε σιχαµερὴ πανουργία, µὲ τὴν ἰδέα πὼς ἔτσι στεκόντανε στὸν ψεύτικο θρόνο ποὺ τοὺς βάλανε κάποιοι «ἰσχυροί». Μὲ τὸν τίτλο ποὺ πήρανε ἀνάξια, πολεµᾶνε ἐκείνους ποὺ δὲν καταδεχθήκανε νἄχουνε τίτλους, γιατὶ δὲν ὑποκλίνουνται καὶ δὲν κολακεύουνε.
Κοντὰ στοὺς παλιοὺς ἐχθρούς µου, φανερωθήκανε, τώρα τελευταῖα, κι οἱ παπόφιλοι, ρασοφόροι καὶ πανταλονοφόροι, ἄλλη τούτη φυλλοξήρα. Αὐτοὶ δυσφηµίζουνε τὴν τέχνη µου, µὲ τὸ θράσος ποὺ ἔχουνε οἱ ἀπελέκητοι, καὶ ὑποστηρίζουνε κάθε µπογιατζῆ ποὺ τοὺς ἐγκωµιάζει καὶ ποὺ κάνει τὰ χατήρια τους.
Μὲ ξεχωριστὴ µανία µὲ πολεµούσανε καὶ µὲ πολεµᾶνε κάποιοι «καθηγητάδες», ποὺ καµαρώνουνε καθισµένοι στὸν θρόνο τῆς σοφίας. Δὲν ξέρουνε τίποτα ἀπὸ τέχνη κι ὁλοένα γιὰ τὴν ἔρηµη τέχνη µιλᾶνε καὶ ἀποφθέγγονται σὰν τὶς Πυθίες γιὰ πράγµατα ποὺ ἔχουνε µεσάνυχτα. Μιλῶ ἔτσι, κι ἂς γνωρίζει ὁ ἀναγνώστης πὼς µιλῶ µὲ µεγάλη ἐπιείκεια.
Τὸ ὅτι δὲν ξέρουνε τίποτα γιὰ τὴν τέχνη ποὺ θέλουνε νὰ µιλᾶνε, αὐτὸ τοὺς τρώγει καὶ τοὺς διαβολίζει. Καὶ τὰ βάζουνε µαζί µας, ἀντὶ νὰ µαζευτοῦνε στὸ καβούκι τους. Κάνουνε τέτοιες παρατηρήσεις ἀπάνω στὰ σχέδιά µας, ποὺ ν’ ἀπορεῖ κανένας µὲ τὸ ἀµέτρητο βάθος τῆς ἀµάθειας ποὺ βρίσκονται, καὶ δὲν ντρέπονται νὰ ξεστοµίζουν ἐκεῖνες τὶς ἠλιθιότητες «ἀπὸ καθέδρας», ὡς «ἐπιστήµονες». Μὲ τέτοια ἄχερα θρέφουν τοὺς σπουδαστές, κι ἂν κανένας ἀπ’ αὐτοὺς πεῖ πὼς κάποιοι ἄλλοι τὰ γνωρίζουνε καλύτερα αὐτὰ τὰ πράγµατα, δαιµονίζουνται, καὶ τὸν ἐκδικιοῦνται. Ἔτσι, τὸ σκοτάδι κι ἡ ἀµάθεια διαιωνίζουνται στὰ «πνευµατικὰ ἱδρύµατα» τῆς Ἑλλάδας.
Στὸ ὄνοµα τῆς ἀλήθειας, ἂς µοῦ συγχωρεθεῖ ἡ σηµερινὴ ὀργή, ὀργὴ ἱερὴ καὶ χίλιες φορὲς δίκαιη. Χρόνια τώρα κάνω ὑποµονή, γιὰ νὰ ἀποθρασύνουνται ὁλοένα αὐτὰ τὰ φουσκωµένα χαρτοφάναρα. Ἡ Ἑλλάδα εἶναι ἐκεινοῦ ποὺ δωρίζει σ’ αὐτὴ ἔργα τιµηµένα, κανωµένα µὲ αἷµα καὶ µὲ ὑποµονή, ἔργα ποὺ τὰ κάνει µονάχα ἡ ἀγάπη. Δὲν ἔχει κανένα δικαίωµα ἀπάνω στὴν Ἑλλάδα ὁ «γυµνοσάλιαγκας», ποὺ τὸν καθίζει στὴν «ἕδρα» κάποιος ἀσήµαντος πολιτικός. Αὐτὰ τὰ πρόσωπα ποὺ λέγω, τὰ πήρανε δὲν ξέρω ποιοὶ ἀπὸ τὶς ἐπαρχίες, κάτι δασκαλάκια φοβισµένα, καὶ τὰ θρονιάσανε στὰ ὑπουργεῖα, στὰ Πανεπιστήµια καὶ στ’ ἄλλα πόστα τῆς πολιτείας, καὶ γινήκανε, αὐτὰ τὰ ψοφήµια, θηρία ἀνήµερα, νὰ καταξεσκίσουν κάθε ἄξιον ἐργάτη.
Λοιπὸν σήµερα, ὕστερ’ ἀπὸ τὸ χαροπάλεµα, στέκοµαι ἐδῶ ὁλόρθος, γιατὶ ἔδωσα πολλὰ στὸν τόπο µου, καὶ φωνάζω δυνατά: Καθαρίσετε ἀπὸ τὴν πνευµατικὴ πανούκλα τὴ δυστυχισµένη τὴν Ἑλλάδα, γιὰ νὰ µπορέσουνε νὰ δουλέψουνε οἱ ἄξιοι δουλευτάδες. Τὰ σκουλήκια ποὺ εἶπα, γιὰ νὰ σώσουνε τὴν τιποτένια ὕπαρξή τους, δὲν ἀφήνουνε καµµιὰ ἄξια ψυχὴ νὰ ὀρθοπηδήσει, ἀπὸ συµφέρον κι ἀπὸ φθόνο. Ὅλοι τοῦτοι οἱ πνευµατικοὶ σαλταδόροι ἔχουνε πιάσει τά πόστα, ὅλα τά πόστα, κι ἡ δύναµή τους εἶναι ἱερὴ συµµαχία ποὺ ἔχουνε κάνει µεταξύ τους, ἐνῶ ὁ καθένας εἶναι σὰν µιὰ µυτζήθρα, ποὺ παριστάνει τὸ κάστρο. Ἀλλὰ εἶναι δεµένοι µεταξύ τους, ὅπως εἶναι οἱ κάµπιες κολληµένες ἡ µιὰ στὸν πισινὸ τῆς ἄλλης. Μόλις τὶς χωρίσει κανένας ψοφᾶνε. Ἔτσι πρέπει νὰ γίνει καὶ µὲ τὶς ἀνθρωποκάµπιες ποὺ µαραζώνουνε τὸ πνευµατικὸ ὁλόδροσο δέντρο τῆς φυλῆς µας.
Φωνάζω δυνατά, γιατὶ εἶµαι ἕνας ἄνθρωπος ποὺ ἀπόχτησα τὴν τιµὴ καὶ τὴν ἀγάπη τοῦ λαοῦ µας, µὲ τὴν ἀφοσίωση ποὺ ἐπιδόθηκα σὲ κεῖνα ποὺ πίστεψα καὶ ποὺ δὲν τ’ ἀρνήθηκα ποτέ. Μήτε ἀξιώµατα, µήτε θέσεις, µήτε σιχαµερὲς πρωτοκαθεδρίες παραδέχτηκα. Ἀλλὰ ὅµως, τοὺς φοβήθηκα αὐτοὺς τοὺς µυρµηγκοφάγους ποὺ φωλιάζουνε µέσα στὰ χαρτιά, στὰ ὑπουργεῖα καὶ στ’ ἄλλα γραφεῖα.
Σήµερα ποὺ ἔφθασα «µέχρι τῶν πυλῶν τοῦ θανάτου», τοὺς καταγγέλω στὸν λαό µας, ἀπὸ πόνο βαθύ. Εἶναι νεκροθάφτες τῆς κάθε ἀξίας. Πῶς, λοιπόν, παραδόθηκε ἡ Ἑλλάδα σ’ αὐτούς; Ἂς φαντασθεῖ κανεὶς µοναχὰ πὼς τὰ ἔργα τῆς ἁγιογραφίας, γιὰ τὰ ὁποῖα πολέµησα, στερήθηκα, κοπίασα, πέθανα, τὰ κρίνουν σήµερα ἄνθρωποι ποὺ ξέρουνε ἀπὸ βυζαντινὴ τέχνη ὅσο γνωρίζω ἐγὼ κινέζικα. Καὶ µοιράζουνε «τὶς δουλειές», ἐκεῖ ποὺ θέλει τὸ κέφι τους, δίχως νὰ ρωτήσουν κανέναν.
Τίµια ἀδέρφια µου, Ἕλληνες καθαρογεννηµένοι, ξερριζῶστε αὐτὰ τὰ φαρµακερὰ βρωµοχόρταρα!
Φώτης Κόντογλου