ΤΟ ΣΥΜΦΩΝΟ ΣΥΜΒΙΩΣΗΣ: Η ΟΔΟΣ ΓΙΑ ΜΙΑ ΑΒΙΩΤΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ!

Ὑπόθεση «Βαλλιανᾶτος κατὰ Ἑλλάδος»!

 ΤΟ ΣΥΜΦΩΝΟ ΣΥΜΒΙΩΣΗΣ:

Η ΟΔΟΣ ΓΙΑ ΜΙΑ ΑΒΙΩΤΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ!

 Στὶς ἀρχὲς τοῦ περασµένου Ἰουνίου δόθηκε στὴ δηµοσιότητα τὸ σχέδιο νόµου τοῦ Ὑπουργείου Δικαιοσύνης Διαφάνειας καὶ Ἀνθρωπίνων Δικαιωµάτων γιὰ τὸ νέο «Σύµφωνο Συµβίωσης».

«Σύµφωνο Συµβίωσης» εἶναι ἡ συµφωνία ποὺ καταρτίζεται ἐνώπιον συµβολαιογράφου µεταξὺ δύο ἐνηλίκων, µέχρι σήµερα ἑτερόφυλων, προσώπων, γιὰ τὴν ἐπισηµοποίηση καὶ τὴν ὀργάνωση τῆς συµβίωσής τους. Τὰ συµβαλλόµενα πρόσωπα ἀποκτοῦν δικαιώµατα καὶ ὑποχρεώσεις ποὺ προσοµοιάζουν µὲ αὐτὲς τῶν συζύγων.

Τὸ «Σύµφωνο Συµβίωσης» ρυθµίζεται σήµερα ἀπὸ τὸ νόµο 3719/2008 (ΦΕΚ 241/A΄/26.11.2008), ὁ ὁποῖος φέρει τὸν τίτλο «Μεταρρυθµίσεις γιὰ τὴν οἰκογένεια, τὸ παιδὶ τὴν κοινωνία καὶ ἄλλες διατάξεις». Δὲν µπορεῖ νὰ µὴν παρατηρήσει κανείς, ὅτι ὁ τίτλος τοῦ νόµου µόνον ἔµµεση σχέση ἔχει µὲ τὸ περιεχόµενό του. Δὲν φαίνεται δηλαδὴ ἀπὸ τὸν τίτλο, ὅτι ὁ ἐν λόγῳ νόµος θεσµοθετεῖ γιὰ πρώτη φορὰ τὸ «Σύµφωνο Συµβίωσης». Φαίνεται ὅµως, εἰδικὰ ἀπὸ τὴ φράση «µεταρρυθµίσεις γιὰ τὴν οἰκογένεια» σὲ συνδυασµὸ µὲ τὸ κείµενο τοῦ νόµου, τὸ ἑξῆς σηµαντικό: Ὅτι ὁ νοµοθέτης τοῦ 2008 θεωρεῖ τοὺς ἑτερόφυλους συντρόφους ποὺ συνάπτουν «Σύµφωνο Συµβίωσης» ὡς οἰκογένεια. Πιθανὸν ἐπηρεάστηκε ἀπὸ τὴν κρίση τοῦ Εὐρωπαϊκοῦ Δικαστηρίου Δικαιωµάτων τοῦ Ἀνθρώπου (στὸ ἑξῆς ΕΔΔΑ), σύµφωνα µὲ τὴν ὁποία οἱ οἰκογενειακοὶ δεσµοὶ δὲ δηµιουργοῦνται µόνο µέσα στὸ γάµο, ἀλλὰ καὶ µέσα ἀπὸ ἄλλες σχέσεις, ἀναγνωρισµένες ἀπὸ τὸ νόµο ἢ καὶ ὄχι.

Πάντως, ὁ νόµος 3719/2008 ἀφορᾶ µόνο ἑτερόφυλα ζευγάρια, τὰ ὁποῖα δὲν ἐξοµοιώνει µὲ συζύγους. Ρυθµίζει κατὰ κύριο λόγο τὶς περιουσιακές τους σχέσεις καὶ τὶς σχέσεις τους µὲ τυχὸν τέκνα τους. Ἐπίσης, σὲ περίπτωση θανάτου τοῦ ἑνὸς ἀπὸ τοὺς συµβαλλοµένους συντρόφους, ἀπονέµει στὸν ἐπιζῶντα κληρονοµικὸ δικαίωµα, περιορισµένο ὅµως σὲ σχέση µὲ τὸ δικαίωµα τοῦ συζύγου.

Ὁ νοµοθέτης τοῦ 2015 προχωρεῖ περισσότερο. Κατὰ πρῶτον, ἐπεκτείνει τὸ σύµφωνο συµβίωσης καὶ στὰ ὁµόφυλα ζευγάρια(!). Δεύτερον, ὄχι µόνο ἀναγνωρίζει τὴ δηµιουργία οἰκογενειακῶν σχέσεων µεταξὺ αὐτῶν ποὺ τὸ συνάπτουν, ἀλλὰ τοὺς ἐξοµοιώνει στὴν οὐσία µὲ συζύγους. Σὲ ἀνακοίνωσή του τὸ Ὑπουργεῖο Δικαιοσύνης ὀνοµάζει τὶς δύο αὐτὲς ἀλλαγὲς «ἀναβάθµιση τοῦ συµφώνου συµβίωσης».

Σὲ ὅ,τι ἀφορᾶ µάλιστα στὰ ὁµόφυλα ζευγάρια ὑπογραµµίζει, ὅτι µὲ τὸ νέο νοµοσχέδιο γιὰ τὸ σύµφωνο συµβίωσης ἀναγνωρίζονται θεσµικὰ σχέσεις «οἱ ὁποῖες βρίσκονταν ὡς τώρα σὲ µία γκρίζα ζώνη θεσµικῆς ἄρνησης, σὲ ἀντίθεση µὲ τὶς ἀρχὲς τῆς ἰσότητας, τῆς ἐλεύθερης ἀνάπτυξης τῆς προσωπικότητας καὶ τοῦ σεβασµοῦ τῆς προσωπικότητας».

Πράγµατι, ἐνῶ ὁ γάµος εἶναι θεσµὸς τόσο παλαιός, ὅσο καὶ οἱ ἀνθρώπινες κοινωνίες, ποτὲ δὲν ἀναγνωρίζονταν θεσµικὰ οἱ σχέσεις µεταξὺ ὁµοφύλων ζευγαριῶν. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ ὅµως ἀπὸ ὅ,τι φαίνεται δὲν προβληµάτισε καθόλου τὸ σύγχρονο νοµοθέτη.

 

Κατὰ τὴν Ἑλληνικὴ ἀρχαιότητα, ὁ γάµος ἦταν ἡ κοινωνία ἀνδρὸς καὶ γυναικός, ἡ ὁποία ἐξυπηρετοῦσε τὸ δηµόσιο συµφέρον, γι’ αὐτὸ καὶ ρυθµιζόταν ἀπὸ τὸ δίκαιο τῆς πόλεως. Τὸ οἰκογενειακὸ δίκαιο θεµελιωνόταν στὴν ἔννοια τοῦ «οἴκου», ποὺ µποροῦµε νὰ ὁρίσουµε ὡς ἕνα ἀδιάσπαστο σύνολο προσώπων, περιουσιακῶν ἀγαθῶν καὶ στοιχείων θρησκευτικῆς λατρείας. Δὲ νοοῦνταν κατὰ τὴν Ἑλληνικὴ ἀρχαιότητα οἶκος, δηλαδὴ οἰκογένεια, χωρὶς δεσµοὺς ποὺ πηγάζουν ἀπὸ τὴν κοινὴ θρησκευτικὴ λατρεία. Στὰ πρόσωπα ποὺ ἀποτελοῦσαν τὸν οἶκο περιλαµβάνονταν ὁ ἀρχηγός του, ἡ νόµιµη σύζυγος καὶ οἱ γνήσιοι κατιόντες.

Ἐπικρατεῖ στὶς µέρες µας ἡ ἄποψη, ὅτι ἡ ὁµοφυλοφιλία ἦταν ἀποδεκτὴ (καὶ ἴσως θεσµοθετηµένη) στὴν Ἀρχαία Ἑλλάδα. Ἡ ἄποψη αὐτὴ ὅµως δὲν ἀνταποκρίνεται στὴν ἀλήθεια. Τὸ ζήτηµα αὐτὸ χρήζει ἰδιαιτέρας ἀναπτύξεως καὶ ἀναλύσεως. Ὡστόσο, ἐντελῶς ἐνδεικτικὰ παραθέτουµε ἕνα ἀπόσπασµα ἀπὸ τοὺς «Νόµους» τοῦ Σόλωνα (βιβλίο 5, κεφάλαιο 5, ἄρθρο 332), τὸ ὁποῖο εἶναι ἀρκετὰ σαφὲς γιὰ τὶς συνέπειες ποὺ ὑφίστατο κάποιος Ἀθηναῖος ἂν εἶχε συνάψει σχέση µὲ ἄντρα:

«Ἂν τὶς Ἀθηναῖος ἑταιρήση, µὴ ἔξεστω αὐτῷ τῶν ἐννέα ἀρχόντων γενέσθαι, µηδὲ ἱερωσύνην ἱερώσασθαι, µηδὲ συνδιοικῆσαι τῷ δήµῳ, µηδὲ ἀρχὴν ἀρχέτω µηδεµιάν, µήτε ἐνδηµον, µήτε ὑπερόριον, µήτε κληρωτήν, µήτε χειροτονητήν, µηδὲ ἐπικυρήκειαν ἀποστελλέσθω, µηδὲ γνώµην λεγέτω, µηδὲ εἰς τὰ δηµοτελῆ ἱερὰ εἰσίτω, µηδὲ ἐν ταῖς κοιναῖς στεφανοφορίαις στεφανούσθω, µηδὲ ἐντός τῶν τῆς ἀγορᾶς περιρραντήριων πορευέσθω. Ἐὰν δὲ ταῦτα τὶς ποιῆ, καταγνωσθέντως αὐτοῦ ἑταιρεῖν, θανάτῳ ζηµιούσθω».

Δηλαδή, «ἂν κάποιος Ἀθηναῖος συνάψει (ὁµοφυλοφιλικὴ) σχέση µὲ κάποιον ἄλλο: Δὲν τοῦ ἐπιτρέπεται νὰ γίνει µέλος τῶν 9 ἀρχόντων. Δὲν τοῦ ἐπιτρέπεται νὰ ἐκλεγεῖ ἱερέας. Δὲν τοῦ ἐπιτρέπεται νὰ εἶναι συνήγορος τοῦ λαοῦ. Δὲν τοῦ ἐπιτρέπεται νὰ ἀσκήσει κάποια ἐξουσία, ἐντὸς ἢ ἐκτός τῆς πόλεως, µὲ κλήρωση ἢ µὲ χειροτονία. Δὲν τοῦ ἐπιτρέπεται νὰ σταλεῖ ὡς κήρυκας πολέµου. Δὲν τοῦ ἐπιτρέπεται νὰ ἐκθέσει τὴ γνώµη του. Δὲν τοῦ ἐπιτρέπεται νὰ µπεῖ στοὺς δηµόσιους ναούς. Δὲν τοῦ ἐπιτρέπεται νὰ στεφανωθεῖ στὶς δηµόσιες στεφανοφορίες. Δὲν τοῦ ἐπιτρέπεται νὰ παίρνει µέρος στοὺς περιπάτους ποὺ γίνονται στὴν ἀγορά. Ὅποιος λοιπὸν (πολίτης) ἔχει καταδικαστεῖ ὡς ἐρωτικὸς σύντροφος, ἀλλὰ ἐνεργήσει ἀντίθετα µὲ τὶς διατάξεις τοῦ νόµου, νὰ τιµωρεῖται µὲ θάνατο»!

 

Κατὰ τοὺς Ἑλληνιστικοὺς χρόνους, ὁ γάµος καὶ οἱ οἰκογενειακὲς σχέσεις ἔπαψαν νὰ συνδέονται µὲ τὸ δηµόσιο συµφέρον καὶ χειραφετήθηκαν ἀπὸ κάθε κρατικὴ κηδεµονία. Ὁ γάµος ἦταν µία ἐλεύθερη σχέση µεταξὺ ἑνὸς ἄνδρα καὶ µίας γυναίκας, µὲ ἔννοµες συνέπειες ποὺ προσδιόριζε τὸ ἀνδρόγυνο µὲ τὴ «συγγραφὴ συνοικισίας», ἢ «ὁµολογία γάµου».

Ἡ συγγραφὴ συνοικισίας ἦταν ἕνα συµβόλαιο γάµου, τὸ ὁποῖο µάλιστα δὲν ἀπαιτοῦνταν γιὰ τὸ κῦρος τῆς ἔγγαµης συµβίωσης, ἀλλὰ µόνο γιὰ τὴν ἀπόδειξη τῶν δικαιωµάτων καὶ τῶν ὑποχρεώσεων τοῦ ἀνδρογύνου. Γιὰ τὴν ἐγκυρότητα τοῦ γάµου ἀρκοῦσε ἡ συµβίωση τῶν συζύγων.

Ἀναπόφευκτα γίνεται ὁ παραλληλισµὸς τοῦ Ἑλληνιστικοῦ γάµου µὲ τὸ σηµερινὸ «Σύµφωνο Συµβίωσης». Ρητὰ τονίζει τὸ Ὑπουργεῖο Δικαιοσύνης στὴ σχετικὴ ἀνακοίνωσή του, ὅτι µὲ τὸ «Σύµφωνο» προωθεῖται ἡ ἰδιωτικὴ αὐτονοµία, δηλαδὴ ὁ σεβασµὸς τῆς ἰδιωτικῆς βούλησης τῶν µερῶν. Τὰ µέρη µποροῦν νὰ ρυθµίσουν ἐλεύθερα τὶς περιουσιακές τους σχέσεις, σύµφωνα µὲ τὶς ἀρχὲς τῆς ἰσότητας καὶ τῆς ἀλληλεγγύης. Στὶς προσωπικὲς σχέσεις µεταξύ τους ἐφαρµόζονται ἀναλόγως οἱ διατάξεις γιὰ τὶς σχέσεις τῶν συζύγων ἀπὸ τὸ γάµο, ἐφ’ ὅσον δὲν ὑπάρχει διαφορετικὴ εἰδικὴ ρύθµιση στὸ νοµοσχέδιο ἢ σὲ ἄλλο νόµο.

Αὐτὸ ποὺ τὸ Ὑπουργεῖο Δικαιοσύνης ἀποκαλεῖ «σύγχρονο θεσµικὸ πλαίσιο» δὲν εἶναι παρὰ ἐπιστροφὴ στοὺς Ἑλληνιστικοὺς χρόνους τῆς παρακµῆς. Μὲ τὴ διαφορὰ ὅτι στοὺς Ἑλληνιστικοὺς χρόνους δὲ νοοῦνταν σύµφωνο συνοικεσίας µεταξὺ ὁµοφύλων!

Γάµος µεταξὺ ὁµοφύλων δὲν ἐπιτρεπόταν οὔτε καὶ ἀπὸ τὸ Ρωµαϊκὸ δίκαιο, παρόλο ποὺ καὶ ὁ Ρωµαϊκὸς γάµος, ὅπως καὶ ὁ Ἑλληνιστικός, διαπνεόταν ἀπὸ πνεῦµα ἐλευθερίας, ἔχοντας ὡς µόνη προϋπόθεση τὴ διαρκῆ συµβίωση τῶν συζύγων. Ἀπὸ µόνη τὴ διαρκῆ συµβίωση συναγόταν ἡ πρόθεση τῶν συµβιούντων νὰ εἶναι σύζυγοι. Ἠθικὴ χροιὰ ἄρχισε νὰ ἀποκτᾶ ὁ γάµος ἀπὸ τοὺς τελευταίους χρόνους τοῦ κλασσικοῦ Ρωµαϊκοῦ Δικαίου.

Ὅσο γιὰ τὸ Βυζαντινὸ γάµο, ὁ ὁρισµός του δίνεται στὰ «Βασιλικά»: «Γάµος ἐστὶ συνάφεια ἀνδρὸς καὶ γυναικὸς καὶ συγκλήρωσις τοῦ βίου παντός, θείου τε καὶ ἀνθρωπίνου δικαίου κοινωνία». Στὰ τέλη τοῦ 9ου αἰῶνα ὁ αὐτοκράτορας Λέων ΣΤ΄ ὁ Σοφὸς κατάργησε τὴν παλλακεία µὲ τὴ νεαρὰ 91 καὶ καθιέρωσε ὡς συστατικὸ τύπο τοῦ γάµου τὴν ἱερολογία µὲ τὴ νεαρὰ 89. Ἡ ἱερολογία παρέµεινε µοναδικὸς συστατικὸς τύπος τοῦ γάµου γιὰ περίπου µία χιλιετία, µέχρι δηλαδὴ τὸ νόµο 1250/1982, µὲ τὸν ὁποῖο θεσµοθετήθηκε ὁ πολιτικὸς γάµος.

Καὶ φτάνουµε στὸ σήµερα, ὅπου δὲν ἀπαιτεῖται κἂν τύπος γάµου, ἀφοῦ τὸ ζευγάρι µπορεῖ ἁπλᾶ νὰ παρουσιαστεῖ σὲ ἕνα συµβολαιογράφο καὶ νὰ ὑπογράψει σύµφωνο συµβίωσης. Εὔλογα θὰ µποροῦσε νὰ ἀντιτάξει κανείς, ὅτι ἡ θεσµοθέτηση συµφώνου συµβίωσης δὲν ἐπηρεάζει ἀρνητικὰ τὸνγάµο, καθὼς πρόκειται γιὰ δύο διαφορετικοὺς θεσµούς. Ὅµως, τὰ ζευγάρια –ἑτερόφυλα ἢ καὶ ὁµόφυλα– ποὺ συνάπτουν «Σύµφωνο Συµβίωσης» ἀποκτοῦν, σύµφωνα µὲ τὸ νέο νοµοσχέδιο, καθεστὼς παρόµοιο µὲ αὐτὸ τῶν ἐγγάµων καὶ πρόσβαση στὰ περισσότερα ἀπὸ τὰ δικαιώµατα τῶν συζύγων.

Εἰδικότερα, στὸ ἄρθρο 5 τοῦ νοµοσχεδίου ρητὰ προβλέπεται, ὅτι τόσο στὶς προσωπικές, ὅσο καὶ στὶς µὴ προσωπικὲς σχέσεις τῶν µερῶν τοῦ συµφώνου µεταξύ τους, ἐφαρµόζονται ἀναλόγως οἱ διατάξεις γιὰ τὶς σχέσεις τῶν συζύγων ἀπὸ τὸ γάµο, ἐκτὸς ἂν ὑπάρχει εἰδικὴ ρύθµιση στὸ νοµοσχέδιο ἢ σὲ ἄλλο νόµο.

Σὲ περίπτωση λύσης τοῦ «Συµφώνου», ἐφαρµόζονται ἀναλόγως οἱ διατάξεις γιὰ τὴ διατροφὴ µετὰ τὸ διαζύγιο, ἐκτὸς ἂν τὰ µέρη παραιτηθοῦν ἀπὸ τὸ σχετικὸ δικαίωµα κατὰ τὴν κατάρτιση τοῦ «Συµφώνου» (ἄρθρο 7 παράγραφος 3). Σὲ περίπτωση λύσης τοῦ «Συµφώνου» µὲ τὸ θάνατο ἑνός τῶν µερῶν, ὡς πρὸς τὸ κληρονοµικὸ δικαίωµα τοῦ ἐπιζῶντος ἐφαρµόζονται ἀναλόγως οἱ διατάξεις τοῦ Ἀστικοῦ Κώδικα ποὺ ἀφοροῦν τοὺς συζύγους (ἄρθρο 8). Τὸ ἄρθρο 12 τοῦ νοµοσχεδίου προβλέπει, ὅτι µετὰ ἀπὸ ἔκδοση σχετικοῦ Προεδρικοῦ Διατάγµατος θὰ ἐφαρµόζονται ὑπὸ ὅρους στὰ µέρη τοῦ «Συµφώνου» καὶ οἱ διατάξεις τοῦ ἐργατικοῦ δικαίου καὶ τοῦ δικαίου κοινωνικῆς ἀσφάλισης ποὺ ἀφοροῦν συζύγους.

Οὐσιαστικά τὸ µόνο δικαίωµα ποὺ δὲν ἀπολαµβάνει σύµφωνα µὲ τὸ νέο νοµοσχέδιο ἕνα ζευγάρι ποὺ συνάπτει «Σύµφωνο Συµβίωσης» εἶναι τὸ δικαίωµα υἱοθεσίας τέκνου. Γιὰ τὰ φυσικὰ ὅµως τέκνα τοῦ ζευγαριοῦ, καὶ εἰδικότερα γιὰ τὴν πατρότητα καὶ τὴ γονική τους µέριµνα ἐφαρµόζονται καὶ πάλι ἀναλόγως οἱ διατάξεις τοῦ Ἀστικοῦ Κώδικα ποὺ ἀφοροῦν τέκνα καταγόµενα ἀπὸ γάµο.

Τὸ ἐρώτηµα ποὺ ἀνακύπτει εἶναι τὸ ἑξῆς: Ὅταν δύο πρόσωπα µποροῦν ὑπογράφοντας ἕνα ἁπλὸ συµβολαιογραφικὸ ἔγγραφο νὰ ἀποκτήσουν ὅλα σχεδὸν τὰ δικαιώµατα ποὺ ἀπορρέουν ἀπὸ τὸ γάµο, δὲν ὑποβαθµίζεται ὁ θεσµὸς τοῦ γάµου; Δὲν παραβιάζεται οὐσιαστικὰ ἡ παράγραφος 1 τοῦ ἄρθρου 21 τοῦ Συντάγµατος, ποὺ ὁρίζει ὅτι: «Ἡ οἰκογένεια, ὡς θεµέλιο συντήρησης καὶ προαγωγῆς τοῦ Ἔθνους, καθὼς καὶ ὁ γάµος, ἡ µητρότητα καὶ ἡ παιδικὴ ἡλικία τελοῦν ὑπὸ τὴν προστασία τοῦ Κράτους»; Μὲ ποιόν, ἀλήθεια, τρόπο προστατεύει στὶς µέρες µας τὸ Ἑλληνικὸ Κράτος τὸ γάµο;

Καὶ βέβαια, ἀφοῦ καὶ τὰ ὁµόφυλα ζευγάρια µποροῦν µὲ βάση τὸ νέο νοµοσχέδιο νὰ συνάπτουν σύµφωνο συµβίωσης ἀποκτῶντας σχεδὸν ὅλα τὰ δικαιώµατα τῶν συζύγων (µὲ βασικὴ ἐξαίρεση τὸ δικαίωµα υἱοθεσίας τέκνου), ἑποµένως –ἂς µὴ γελιόµαστε– προβλέπεται οὐσιαστικὰ ὁ γάµος τῶν ὁµοφυλοφίλων.

Ὑποστηρίζεται, ὅτι ἡ ἐπέκταση τοῦ «Συµφώνου Συµβίωσης» στὰ ὁµόφυλα ζευγάρια ἦταν µονόδροµος γιὰ τὴν Κυβέρνηση, µετὰ τὶς ἀλλεπάλληλες καταδίκες τῆς χώρας µας ἀπὸ τὸ ΕΔΔΑ, γιὰ παραβίαση τῆς Εὐρωπαϊκῆς Σύµβασης Δικαιωµάτων τοῦ Ἀνθρώπου (στὸ ἑξῆς ΕΣΔΑ). Συγκεκριµένα, σὲ σειρὰ ἀποφάσεών του, τὸ ΕΔΔΑ ἔχει κρίνει, πὼς ὁ ἀποκλεισµὸς τῶν ὁµόφυλων ζευγαριῶν ἀπὸ τὸ «Σύµφωνο Συµβίωσης», παραβιάζει τὰ ἄρθρα τῆς ΕΣΔΑ ποὺ ἀφοροῦν τὸ δικαίωµα στὸ σεβασµὸ τῆς ἰδιωτικῆς καὶ οἰκογενειακῆς ζωῆς (ἄρθρο 8) καὶ τὴν ἀπαγόρευση τῶν διακρίσεων (ἄρθρο 14).

Γιὰ νὰ κρίνουµε, ἐὰν πράγµατι ἦταν ὑποχρεωτικὴ γιὰ τὸν Ἕλληνα νοµοθέτη ἡ θεσµικὴ ἀναγνώριση τῶν σχέσεων τῶν ὁµοφύλων, θὰ ἀναλύσουµε συνοπτικὰ τὸν τρόπο λειτουργίας τοῦ ΕΔΔΑ, ἀλλὰ καὶ τὴν τελευταία σχετικὴ µὲ τὸ θέµα αὐτὸ ἀπόφασή του, τὴν ἀπόφαση «Βαλλιανᾶτος καὶ ἄλλοι κατὰ Ἑλλάδος» (“Vallianatos and others v. Greece”, http://hudoc.echr.coe.int/sites/eng/pages/search.aspx?i=001128294).

Τὸ ΕΔΔΑ δὲν θὰ πρέπει νὰ συγχέεται µὲ τὸ Δικαστήριο τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἕνωσης. Πρόκειται γιὰ ὄργανο τοῦ Συµβουλίου τῆς Εὐρώπης, τὸ ὁποῖο µεριµνᾶ γιὰ τὴν ὀρθὴ ἐφαρµογὴ τῆς ΕΣΔΑ στὰ κράτη µέλη τοῦ Συµβουλίου ποὺ ἔχουν ἐπικυρώσει τὴ Σύµβαση αὐτή. Σὲ περίπτωση δηλαδὴ παραβίασης δικαιωµάτων προστατευόµενων ἀπὸ τὴν ΕΣΔΑ ἀπὸ κάποιο κράτος µέλος, τὰ ὑπόλοιπα κράτη µέλη, ἀλλὰ καὶ πολῖτες ἀτοµικὰ καὶ µὴ κυβερνητικὲς ὀργανώσεις, µποροῦν νὰ προσφύγουν στὸ ΕΔΔΑ µετὰ ἀπὸ τὴν ἐξάντληση τῶν ἐσωτερικῶν (κρατικῶν) ἔνδικων µέσων.

Ἐὰν τὸ ΕΔΔΑ κρίνει, ὅτι ἡ ΕΣΔΑ παραβιάστηκε ἀπὸ κάποιο νοµοθετικὸ µέτρο (ὅπως λόγου χάρη, ὁ νόµος τοῦ 2008 γιὰ τὸ Σύµφωνο Συµβίωσης), δὲν ἔχει τὴν ἐξουσία νὰ τὸ ἀκυρώσει. Μπορεῖ µόνο νὰ ἐπιδικάσει ἀποζηµίωση στοὺς προσφεύγοντες ποὺ θίγονται ἀπὸ τὸ νοµοθετικὸ µέτρο σὲ βάρος τοῦ κράτους µέλους ποὺ τὸ υἱοθέτησε. Ἡ καταβολὴ ἀποζηµίωσης, καθὼς καὶ ἡ ἀρνητικὴ δηµοσιότητα ποὺ προκαλεῖται ἀπὸ τὶς καταδικαστικὲς ἀποφάσεις τοῦ ΕΔΔΑ, ὠθοῦν τὰ κράτη ποὺ καταδικάζονται νὰ τροποποιοῦν τὴν ἐπίµαχη νοµοθεσία τους.

Στὴν ὑπόθεση «Βαλλιανᾶτος κατὰ Ἑλλάδος», τέσσερα ζευγάρια ὁµοφυλοφίλων, χωρὶς νὰ ἔχουν προηγουµένως προσφύγει ἐνώπιον Ἑλληνικοῦ δικαστηρίου, προσέφυγαν ἐνώπιον τοῦ ΕΔΔΑ. Ἰσχυρίστηκαν ὅτι ὁ Ν. 3719/2008 θεσµοθετεῖ τὸ σύµφωνο συµβίωσης µόνο γιὰ ἑτερόφυλα ζευγάρια καὶ ἐξ αὐτοῦ τοῦ λόγου προσβάλλει τὸ δικαίωµα στὸ σεβασµὸ τῆς ἰδιωτικῆς καὶ οἰκογενειακῆς ζωῆς τους (ἄρθρο 8 ΕΣΔΑ), εἰσάγοντας δυσµενῆ διάκριση σὲ βάρος τους λόγῳ τοῦ γενετήσιου προσανατολισµοῦ τους!

Ἡ Ἑλληνικὴ Κυβέρνηση προέβαλε καταρχὰς ἔνσταση ἀπαραδέκτου τῆς προσφυγῆς λόγῳ µὴ ἐξάντλησης τῶν διαθέσιµων καὶ ἀποτελεσµατικῶν ἔνδικων µέσων, σύµφωνα µὲ τὸ ἄρθρο 35 παράγραφος 1 τῆς ΕΣΔΑ. Ὑπέδειξε τὴ δικαστικὴ ὁδό, τὴν ὁποία θὰ ἔπρεπε νὰ ἔχουν ἀκολουθήσει οἱ προσφεύγοντες γιὰ νὰ ἐπιτύχουν τὴν ἐφαρµογὴ τοῦ νόµου (ὄχι µόνο στὰ ἑτερόφυλα ζευγάρια ἀλλὰ) καὶ στοὺς ἴδιους. Τὸ Δικαστήριο ἀντέτεινε πρῶτον, ὅτι ἡ Ἑλληνικὴ Κυβέρνηση δὲν προσκόµισε ἀρκετὰ παραδείγµατα παλαιότερων σχετικῶν ἀποφάσεων Ἑλληνικῶν δικαστηρίων, γιὰ νὰ στηρίξει τὴν ἔνστασή της. Καὶ δεύτερον, ὅτι ἡ προτεινόµενη δικαστικὴ ὁδὸς δὲ θὰ ὁδηγοῦσε στὸ ζητούµενο ἀποτέλεσµα, ποὺ εἶναι ἡ τροποποίηση τοῦ ἐπίµαχου νόµου. Δέχτηκε λοιπόν, ὅτι ἐλλείψει ἀποδεδειγµένως ἀποτελεσµατικῶν ἐθνικῶν ἔνδικων µέσων, οἱ αἰτοῦντες δὲν ὤφειλαν νὰ ἔχουν προσφύγει στὰ Ἑλληνικὰ δικαστήρια καὶ ὀρθῶς προσέφυγαν κατευθείαν στὸ ΕΔΔΑ.

Μόνος ὁ Πορτογάλος Δικαστὴς διαφοροποιήθηκε, ὑποστηρίζοντας ὅτι ἡ αἴτηση τῶν ὁµοφύλων ζευγαριῶν θὰ ἔπρεπε νὰ ἀπορριφθεῖ ὡς ἀπαράδεκτη, λόγῳ µὴ ἐξαντλήσεως τῶν ἐθνικῶν ἔνδικων µέσων, τὰ ὁποῖα παρουσίασε ἀναλυτικά, µαζὶ µὲ σχετικὲς Ἑλληνικὲς δικαστικὲς ἀποφάσεις. Ὑπογράµµισε µάλιστα τὸ αὐτονόητο: Τὸ ΕΔΔΑ δὲν ἔχει δικαιοδοσία νὰ λειτουργεῖ ὡς Συνταγµατικὸ Δικαστήριο, κρίνοντας ἀπ’ εὐθείας τὸ ἂν οἱ ἐθνικοὶ νόµοι εἶναι συµβατοὶ µὲ τὴν ΕΣΔΑ. Μπορεῖ µόνο νὰ κρίνει ἐὰν τὰ ἐθνικὰ δικαστήρια µὲ τὶς ἀποφάσεις τους ἑρµηνεύουν καὶ ἐφαρµόζουν ὀρθὰ τὴ διεθνῆ αὐτὴ σύµβαση.

Στὴ συνέχεια τὸ Δικαστήριο ἐξέτασε τὴν οὐσία τῆς ὑπόθεσης, δηλαδὴ τὴν ἀλήθεια τοῦ ἰσχυρισµοῦ τῶν αἰτούντων γιὰ τὸ ὅτι ὁ ν. 3719/2008 εἰσάγει δυσµενῆ σὲ βάρος τους διάκριση. Τὰ ἄρθρα τῆς ΕΣΔΑ στὰ ὁποῖα βασιζόταν νοµικὰ ὁ ἰσχυρισµὸς αὐτός, ἔχουν ὡς ἑξῆς:

«Ἄρθρο 8 παρ. 1: Πᾶν πρόσωπον δικαιοῦται εἰς τὸν σεβασµὸν τῆς κατοικίας του καὶ τῆς ἀλληλογραφίας του.

Ἄρθρο 14: Ἡ χρῆσις τῶν ἀναγνωριζοµένων ἐν τῇ παρούσῃ Συµβάσει δικαιωµάτων καὶ ἐλευθεριῶν (στὴν προκειµένη περίπτωση τοῦ δικαιώµατος σεβασµοῦ τῆς οἰκογενειακῆς ζωῆς, ποὺ ἀναγνωρίζεται στὸ ἄρ. 8) δέον νὰ ἐξασφαλισθεῖ, ἀσχέτως διακρίσεως φύλου, φυλῆς, χρώµατος, γλώσσης, θρησκείας, πολιτικῶν ἢ ἄλλων πεποιθήσεων, ἐθνικῆς ἢ κοινωνικῆς προελεύσεως, συµµετοχῆς εἰς ἐθνικὴν µειονότητα, περιουσίας γεννήσεως ἢ ἄλλης καταστάσεως (Στὴν προκειµένη περίπτωση «ἄλλη κατάσταση» εἶναι ὁ γενετήσιος προσανατολισµός).

Τὸ Δικαστήριο δέχτηκε, ὅτι «ἐνήλικα πρόσωπα, τὰ ὁποῖα διατηροῦν σταθερὲς ὁµοφυλοφιλικὲς σχέσεις καὶ σὲ κάποιες περιπτώσεις συγκατοικοῦν» ἀποτελοῦν οἰκογένεια καὶ θὰ πρέπει νὰ ἀπολαµβάνουν τὸ δικαίωµα στὸ σεβασµὸ τῆς οἰκογενειακῆς ζωῆς χωρὶς διακρίσεις, σύµφωνα µὲ τὰ παραπάνω ἄρθρα. Ἑποµένως, σύµφωνα µὲ αὐτὴ τὴ θεώρηση, κριτήριο γιὰ τὴν ὕπαρξη οἰκογένειας καὶ οἰκογενειακῆς ζωῆς δὲν εἶναι ἡ ὕπαρξη γάµου ἢ ἑνὸς παιδιοῦ, οὔτε κἂν ἡ συµβίωση, ἀφοῦ καὶ αὐτή σε κάποιες περιπτώσεις µπορεῖ νὰ λείπει.

Ἑποµένως, ποιὸ εἶναι τὸ κριτήριο γιὰ τὴν ὕπαρξη οἰκογένειας; Δὲν µπορεῖ νὰ εἶναι τὰ αἰσθήµατα ἑνὸς ζευγαριοῦ, ἀφοῦ τὸ Δίκαιο ἀδιαφορεῖ κατὰ κανόνα γιὰ τὰ αἰσθήµατα τῶν κοινωνῶν. Εἶναι ἡ σταθερότητα µίας σχέσης; Ἂν ἔτσι ἔχει τὸ πρᾶγµα, τότε κάθε ζευγάρι θὰ µπορεῖ νὰ ἐπωφελεῖται ἀπὸ τὶς προστατευτικὲς γιὰ τὴν οἰκογένεια διατάξεις, πρᾶγµα ἄτοπο. Ἑποµένως, στὴν οὐσία τὸ Δικαστήριο δὲν ἐπικαλέστηκε κανένα ἀντικειµενικὸ κριτήριο γιὰ τὴν ὕπαρξη οἰκογένειας!

Ἐπίσης εἶπε τὸ Δικαστήριο, ὅτι «µὲ δεδοµένη τὴν ραγδαία ἐξέλιξη σὲ ἕνα σηµαντικὸ ἀριθµὸ κρατῶν µελῶν τοῦ Συµβουλίου τῆς Εὐρώπης σὲ σχέση µὲ τὴ νοµικὴ ἀναγνώριση τῶν ὁµοφύλων ζευγαριῶν, θὰ ἦταν ἀφύσικο (!) νὰ ἐπιµένουµε στὴ θεώρηση, ὅτι , σὲ ἀντίθεση µὲ ἕνα ζευγάρι ἑτεροφύλων, ἕνα ζευγάρι ὁµοφύλων δὲ θὰ µποροῦσε νὰ ἀπολαµβάνει οἰκογενειακὴ ζωή, σύµφωνα µὲ τὸ ἄρθρο 8».( Τὸ ὅτι ἕνα ἑτερόφυλο ζευγάρι ἀπολαµβάνει ἄνευ ἑτέρου οἰκογενειακὴ ζωὴ θεωρεῖται δεδοµένο).

Ἀπὸ πότε ἡ νοµοθεσία ἀποτελεῖ γνώµονα γιὰ τὸ τί εἶναι φυσικὸ ἢ ἀφύσικο; Ἡ νοµοθεσία ὀφείλει νὰ ἀποτυπώνει καὶ νὰ προστατεύει τὸ φυσικό, δὲν µπορεῖ νὰ τὸ ὁρίζει! Ἂς σηµειωθεῖ ἐδῶ, ὅτι τὸ Δικαστήριο ἀπέρριψε τὸ ἐπιχείρηµα τῆς Ἑλληνικῆς Κυβέρνησης, σύµφωνα µὲ τὸ ὁποῖο ἡ βιολογικὴ διαφορὰ τῶν ὁµόφυλων ζευγαριῶν σὲ σχέση µὲ τὰ ἑτερόφυλα (ἰδίως ἡ ἀδυναµία τῶν ζευγαριῶν µεταξὺ ὁµοφύλων νὰ ἀποκτήσουν βιολογικὰ τέκνα) δικαιολογεῖ τὴ θέσπιση συµφώνου συµβίωσης µόνο µεταξὺ ἑτερόφυλων προσώπων.

Ὑπογράµµισε, πὼς τὰ ὁµόφυλα ζευγάρια µποροῦν, ἀκριβῶς ὅπως καὶ τὰ ἑτερόφυλα νὰ συνάψουν «Σύµφωνο Συµβίωσης». Ἑποµένως, δὲν δικαιολογεῖται ὁ ἀποκλεισµός τους ἀπὸ τὸ ν. 3719/2008, µὲ δεδοµένο µάλιστα, ὅτι τὸ «Σύµφωνο Συµβίωσης» ἐνδιαφέρει ἰδιαίτερα τὰ ζευγάρια αὐτά, ἀφοῦ θὰ ἀποτελοῦσε τὸ µοναδικὸ στὴν Ἑλλάδα µέσο νοµικῆς ἀναγνώρισης τῶν σχέσεών τους.

Ὅπως εἶναι φανερὸ ἀπὸ τὰ παραπάνω, τὸ Δικαστήριο δικαίωσε τοὺς αἰτοῦντες µὲ ψήφους δεκαέξι ὑπὲρ καὶ µία κατά, ἀφοῦ, ὅπως παραπάνω σηµειώσαµε, ὁ Πορτογάλος Δικαστὴς θεώρησε τὴν αἴτηση ἀπαράδεκτη. Καταδίκασε τὴν Ἑλληνικὴ Κυβέρνηση νὰ καταβάλλει συνολικά τὸ ποσὸ τῶν πενήντα ἑνὸς χιλιάδων εὐρώ, ὡς ἀποζηµίωση τῶν αἰτούντων καὶ γιὰ τὰ δικαστικά τους ἔξοδα!

Ἂς σηµειωθεῖ ἐδῶ, ὅτι τρεῖς ἀπὸ τοὺς δικαστὲς τῆς πλειοψηφίας, µεταξύ τῶν ὁποίων καὶ ὁ Ἕλληνας δικαστής, διευκρίνισαν, ὅτι ψήφισαν ὑπὲρ τῆς παραβίασης τῶν ἄρθρων 14 καὶ 8 τῆς ΕΣΔΑ, ἐπειδὴ ἡ συγκεκριµένη ἀπόφαση ἀφορᾶ µόνο στὴν νοµικὴ ἀναγνώριση ζευγαριῶν ὁµοφύλων. Τάχθηκαν ἐναντίον τῆς υἱοθεσίας τέκνων ἀπὸ ζευγάρια ὁµοφύλων, ἐπειδὴ ἡ υἱοθεσία δὲν ἀφορᾶ µόνο στὰ συµφέροντα τοῦ ζευγαριοῦ, ἀλλὰ ἐπηρεάζει ἐπίσης –καὶ µάλιστα ριζικὰ– τὴν κατάσταση τοῦ υἱοθετούµενου παιδιοῦ.

Συµπερασµατικά, ἔχουµε νὰ κάνουµε µὲ µία ἀπόφαση τοῦ ΕΔΔΑ ἐπὶ ἀπαράδεκτης –καὶ ἄρα ἀπορριπτέας– αἴτησης. Μία ἀπόφαση ποὺ στηρίχθηκε σὲ ἕνα αὐθαίρετο ὁρισµὸ τῆς οἰκογένειας καὶ σὲ νοµικὰ δεδοµένα τῶν χωρῶν τοῦ Συµβουλίου τῆς Εὐρώπης, τὰ ὁποῖα δὲν ἀποτελοῦν βεβαίως ἀπόδειξη! Ἑποµένως ἡ Ἑλληνικὴ Κυβέρνηση δὲν µπορεῖ νὰ ἰσχυρισθεῖ, ὅτι ἡ ἀπόφαση αὐτὴ τὴν ὁδήγησε στὴν ἐπέκταση τοῦ «Συµφώνου Συµβίωσης» στὰ ζευγάρια ὁµοφύλων.

Τέλος, θὰ πρέπει νὰ τονίσουµε ἕνα στοιχεῖο πολὺ σηµαντικό, τὸ ὁποῖο ἀναφέρεται καὶ στὴν ἴδια τὴν ἀπόφαση. Τὸ Δικαστήριο ἔκρινε µόνον, ὅτι ἡ παροχὴ τῆς δυνατότητας σύναψης «Συµφώνου Συµβίωσης» µόνο σὲ ζευγάρια ἑτερόφυλων προσώπων, συνιστᾶ ἀδικαιολόγητη διάκριση σὲ βάρος τῶν ζευγαριῶν ὁµοφύλων. Δὲν ἔκρινε, ὅτι ἡ ΕΣΔΑ ὑποχρεώνει τὴν Ἑλλάδα νὰ ἀναγνωρίσει νοµικά τὰ ὁµόφυλα ζευγάρια. Ἄλλωστε δὲν ὑπάρχει ἄρθρο τῆς ΕΣΔΑ, ποὺ νὰ ἀναγνωρίζει δικαίωµα τῶν ὁµοφυλόφιλων νὰ ἐπισηµοποιοῦν νοµικὰ τὶς σχέσεις τους. Μόνο το δικαίωµα γάµου µεταξὺ ἑνὸς ἄνδρα καὶ µίας γυναίκας ἀναγνωρίζεται ἀπὸ τὸ ἄρθρο 12 τῆς ΕΣΔΑ. (Ἀλήθεια, τὰ κράτη µέλη τοῦ Συµβουλίου τῆς Εὐρώπης ποὺ ἀπονέµουν δικαίωµα γάµου –καὶ ὄχι ἁπλῶς δικαίωµα σύναψης συµφώνου συµβίωσης στοὺς ὁµοφυλόφιλους, ἔχουν καταδικαστεῖ ἀπὸ τὸ ΕΔΔΑ µὲ βάση τὸ ἄρθρο 12; Προφανῶς ὄχι, ἀφοῦ χρησιµοποιοῦνται ὡς παράδειγµα πρὸς µίµηση).

Ἡ Ἑλληνικὴ Κυβέρνηση θὰ µποροῦσε νὰ ἄρει τὴ διάκριση σὲ βάρος τῶν ὁµοφυλοφίλων καταργώντας τὸ νόµο γιὰ τὸ «Σύµφωνο Συµβίωσης». Ἂν οὔτε τὰ ἑτερόφυλα, οὔτε τὰ ὁµόφυλα ζευγάρια ἔχουν δικαίωµα σύναψης «Συµφώνου Συµβίωσης», δὲν ὑφίσταται καµµία ἀδικαιολόγητη διάκριση. Ἑποµένως, δὲν εἶναι ἀλήθεια, ὅτι ἡ ἐπέκταση τοῦ «Συµφώνου Συµβίωσης» στὰ ὁµόφυλα ζευγάρια ἦταν µονόδροµος γιὰ τὴν Κυβέρνηση. Εἶχε καὶ ἄλλη ἐπιλογή. Ἀλλὰ δὲν εἶχε τὴ βούληση, τὸ σθένος καὶ τὴν Πίστη νὰ τὴν ὑποστηρίξει.

Ἀγγελικὴ Εὐθ. Ζώη

Νοµικὸς

«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» Ἀρ. Τεύχους 156-157

Αὔγουστος - Σεπτέμβριος 2015