ΕΠΙΣΚΕΨΗ ΣΤΟΝ ΜΑΚΑΡΙΣΤΟΝ
π. ΕΠΙΦΑΝΙΟΝ ΘΕΟΔΩΡΟΠΟΥΛΟΝ
Δὲν εἶναι ἡ πρώτη φορά, ποὺ ὡς µιὰ συντροφιά, ἐνορῖτες τοῦ Ἁγίου Νικολάου Πευκακίων καὶ ἀρκετοὶ φίλοι µας ἀπὸ ἄλλες ἐνορίες, συµµετείχαµε σὲ µιὰ µονοήµερη ἐκδροµή. Πάνω ἀπὸ 12 χρόνια ὀργανώνονται στὴν ἐνορία µας ἐκδροµὲς µὲ προσκυνηµατικὸ χαρακτῆρα, µονοήµερες, πολυήµερες ἢ ἀπογευµατινοὶ περίπατοι. Εἶναι ὅµως ἴσως ἡ πρώτη φορά, ποὺ ἐπιχειροῦµε νὰ ἀποτυπώσουµε στὸ χαρτὶ καὶ νὰ µοιραστοῦµε καὶ µὲ ἄλλους, µὲ ὅλους ἐσᾶς, τὴν χαρὰ ποὺ νιώσαµε καὶ τὶς ἐµπειρίες ποὺ ἀποκοµίσαµε ἀπὸ τὴν ἐκδροµὴ µας αὐτή. Μιὰ εὐκαιρία καὶ γιὰ µᾶς ὅλους ποὺ συµµετείχαµε νὰ ξαναθυµηθοῦµε…
Ἐπιθυµία πολλῶν ἦταν, ἐδῶ καὶ πολὺ καιρό, µιὰ ἐπίσκεψη στὴν Ἱερὰ Μονὴ Κεχαριτωµένης Θεοτόκου Τροιζῆνος. Στὸ µοναστῆρι αὐτό, ποὺ ἱδρύθηκε τὸ 1976 ἀπὸ τὸν µακαριστὸ γέροντα π. Ἐπιφάνιον Θεοδωρόπουλον καὶ ἀπὸ τὸ 1989 φιλοξενεῖ τὸ «χοϊκὸ σκῆνος του». Ἡ ἐπιθυµία µας αὐτὴ ἄρχισε νὰ γίνεται πραγµατικότητα τὸ πρωῒ τῆς 23ης Μαΐου 2015, ἡµέρα Σάββατο.
Τὸ σηµεῖο ἐκκίνησης, ὅπως πάντα, εἶναι κοντὰ στὸν Ναό µας, γιὰ νὰ παίρνουµε καὶ τὴν εὐλογία τοῦ προστάτου Ἁγίου µας. Μπροστὰ µας ἔχουµε διαδροµὴ 4 περίπου ὡρῶν. Πολὺ γρήγορα τὸ γκρίζο χρῶµα τῆς Ἀθήνας τὸ διαδέχονται τὰ χρώµατα τῆς φύσης. Μετὰ τὸν Ἰσθµό, στὸν δρόµο πρὸς Ἐπίδαυρο, ἡ ἀπόλυτη ἁρµονία τοῦ γαλάζιου καὶ τοῦ πράσινου. Τὰ µάτια µας χορταίνουν ἀπὸ τὴν ὀµορφιὰ τῶν κτισµάτων τοῦ Θεοῦ. Ὅµως κτῖσµα τοῦ Θεοῦ εἶναι καὶ ὁ ἄνθρωπος. Καὶ ἕνας ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, ὁ π. Ἐπιφάνιος, εἶναι βασικὰ ὁ σηµερινὸς προορισµός µας. «Πρέπει» νὰ τὸν γνωρίσουµε, λοιπόν, λίγο περισσότερο. Σχεδὸν ὅλοι µας δὲν τὸν εἴχαµε γνωρίσει προσωπικά. Ἄλλοι τὸν εἴχαµε δεῖ µόνο κάποτε νὰ λειτουργεῖ, ἄλλοι τὸν «γνώρισαν» µόλις τὴν ἡµέρα τῆς κηδείας του… Ἔχουµε διδαχθεῖ, βέβαια, ὅτι ἕναν Ἅγιο Γέροντα δὲν τὸν γνωρίζει µόνο ὅποιος τὸν συναναστρέφεται ἀπὸ κοντά. Γνωρίζεται µέσα ἀπὸ τὰ γραπτά του κείµενα, τὰ ἔργα του, τὶς αὐθεντικὲς µαρτυρίες τῶν ἀνθρώπων ποὺ τὸν ἔζησαν καὶ τὸν ἑρµήνευσαν ὀρθὰ καὶ µέσα ἀπὸ ὅποιον ἄλλον τρόπο ἐπιτρέψει ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἀναφορά µας στὴν ζωή, στὴν διδασκαλία καὶ στὰ ἔργα του, κατὰ τὴν διάρκεια τῆς διαδροµῆς µας, ἔχει αὐτὸν τὸν σκοπό. Μὲ τὴν ἐλπίδα, ὅτι ἡ σύντοµη αὐτὴ περιγραφὴ σκιαγραφεῖ µὲ πιστότητα τὸν π. Ἐπιφάνιο.
Μαθαίνουµε, λοιπόν, ἢ ξαναθυµόµαστε, ὅτι ὁ π. Ἐπιφάνιος (κατὰ κόσµον Ἐτεοκλῆς) γεννήθηκε τὸ 1930 στὸ χωριὸ Βουρνάζι τῆς Μεσσηνίας καὶ ἀπὸ πολὺ µικρὸ παιδὶ εἶχε τὸν πόθο τοῦ Παραδείσου, τὸν πόθο τῆς σχέσεως µὲ τὸν Χριστό. Ἕναν πόθο ποὺ τὸν εἶχαν ἀνάψει στὴν παιδική του καρδιὰ καὶ οἱ εὐσεβεῖς γονεῖς του, Ἰωάννης καὶ Γεωργία, ἀλλὰ καὶ ἡ ἀδελφή τοῦ πατέρα του ἡ θεία Ἀλεξάνδρα, ἡ ὁποία τὸν πρόσεχε ἀπὸ µικρό. Ὅταν ἔπρεπε νὰ κάνει κάποια δουλειὰ καὶ νὰ µείνει ἀπερίσπαστη, ἔβαζε τὸν µικρὸ Ἐτεοκλῆ στὴν καρέκλα καὶ τοῦ ζητοῦσε νὰ µὴν κουνηθεῖ καὶ κάνει φασαρία, γιὰ νὰ τὸν ἀγαπάει ὁ Χριστούλης καὶ νὰ µὴ χάσει τὸν Παράδεισο. Καὶ ὁ µικρὸς Ἐτεοκλῆς καθόταν ἥσυχα καὶ προσεκτικά. Ἄν, µετὰ ἀπὸ κάποιο χρονικὸ διάστηµα, σὰν µικρὸ παιδάκι ποὺ ἦταν, µετεκινεῖτο λιγάκι, ρωτοῦσε µὲ ἀγωνία: µήπως, θεία Ἀλεξάνδρα, τὸν ἔχασα τὸν Παράδεισο; Καὶ ἡ θεία Ἀλεξάνδρα τὸν καθησύχαζε, ζητῶντας του ὅµως ὅλο καὶ περισσότερες τέτοιες, κατάλληλες γιὰ τὴν ἡλικία του, ἀσκήσεις. Ἔτσι, ὁ µικρὸς Ἐτεοκλῆς µάθαινε καὶ στὴν ὑπακοὴ καὶ στὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, νιώθωντας νὰ τὸν σκεπάζει ἡ ἀπέραντη ἀγάπη τῶν δικῶν του καὶ ἰδιαίτερα τῆς θείας του.
Ἀπὸ πολὺ µικρὸ παιδί, ἐπίσης, συµµετεῖχε µὲ χαρὰ στὴν Θ. Λειτουργία καὶ στὶς ἄλλες ἀκολουθίες τῆς Ἐκκλησίας. Κάποτε, παιδάκι προσχολικῆς ἡλικίας ἀκόµη, ἄκουσε ὅτι οἱ θεῖες του θὰ πήγαιναν τὴν ἑπόµενη µέρα σὲ κάποιο ξωκκλῆσι γιὰ Λειτουργία. Ζήτησε νὰ τὸν πάρουν µαζὶ καὶ τοῦ τὸ ὑποσχέθηκαν. Θὰ ἦταν ὅµως πολὺ πρωῒ καὶ στὴν πραγµατικότητα δὲν ἤθελαν νὰ ἔλθει. Ἐκεῖνος τὸ κατάλαβε καὶ σκαρφίστηκε κάτι πολὺ χαριτωµένο: τοὺς ἔκρυψε τὰ παπούτσια. Ὅταν τὸ ἑπόµενο πρωῒ ἐκεῖνες τὸ διαπίστωσαν καὶ κατάλαβαν ποιὸς ἦταν ὁ …δράστης, ἀναγκάστηκαν νὰ τὸν πάρουν µαζί τους…
Τὸ Δηµοτικὸ καὶ τὸ ἑξατάξιο Γυµνάσιο τῆς ἐποχῆς ἐκείνης τελείωσε στὴν Καλαµάτα. Ἄριστος µαθητής. Διάβαζε ὅλα του τὰ µαθήµατα, τὴν ἀριθµητικὴ ὅµως δὲν τὴν συµπαθοῦσε ἰδιαίτερα. Ἐπειδή, µάλιστα, εἶχε ἀποφασίσει ἀπὸ πολὺ µικρός, ὅτι θὰ ἀκολουθήσει τὴν Ἱερωσύνη, ἔλεγε, ὅτι δὲν τοῦ χρειάζονται τὰ πρακτικὰ µαθήµατα ἐφ’ ὅσον θὰ γίνει Ἱερέας. Ἡ θεία Ἀλεξάνδρα ὅµως τὸν ἔκανε νὰ ἀλλάξει γνώµη, λέγοντάς του, ὅτι ἂν δὲν εἶναι καλὸς σὲ ὅλα, δὲν θὰ µπορέσει νὰ γραφτεῖ στὴν Θεολογικὴ Σχολή, ποὺ τόσο ἐπιθυµοῦσε. Ἀποτέλεσµα; Ὁ µικρὸς Ἐτεοκλῆς ξεκινοῦσε τὸ διάβασµα µὲ τὰ πρακτικὰ µαθήµατα καὶ µετὰ διάβαζε ὅλα τα ἄλλα, τὰ ὁποῖα τὰ ἀγαποῦσε οὕτως ἢ ἄλλως. Καὶ ἔτσι ἔγινε ἄριστος σὲ ὅλα…
Εἶναι σύνηθες, βέβαια, οἱ ἄριστοι µαθητὲς νὰ µὴν εἶναι… ἀρεστοὶ στοὺς συµµαθητές τους. Ὁ Ἐτεοκλῆς ὅµως εἶχε κερδίσει τὴν ἀγάπη καὶ τὸν σεβασµὸ τῶν συµµαθητῶν του. Ἔτσι, τὸν ἐξέλεγαν πάντοτε γιὰ νὰ τοὺς ἐκπροσωπήσει στὸν σύλλογο τῶν καθηγητῶν, ὅταν δηµιουργεῖτο κάποιο πρόβληµα. Τὰ χρόνια ἐκεῖνα, ὁ σεβασµὸς στὸ πρόσωπο ἑνὸς µαθητῆ ἐκ µέρους τῶν συµµαθητῶν του κερδιζόταν µὲ ἰσχυρὸ χαρακτῆρα, ἐντιµότητα καὶ ἀκράδαντα ἐπιχειρήµατα. Καὶ ὁ ἔφηβος Ἐτεοκλῆς διέθετε αὐτὰ τὰ προσόντα, τὰ ὁποῖα εἶχαν διαπιστώσει καὶ οἱ καθηγητές του καὶ γι’ αὐτὸ τὸν ἀγαποῦσαν καὶ αὐτοὶ πολὺ καὶ τὸν παραδέχονταν. Ὅταν ἐγγυόταν προσωπικῶς ἐκ µέρους ὅλης τῆς τάξης γιὰ τὴν τήρηση τῶν συµφωνηθέντων, ὁ σύλλογος τῶν διδασκόντων ἦταν σίγουρος, ὅτι αὐτὸ θὰ γίνει πραγµατικότητα. Ἔλεγαν ἁπλᾶ: τὸ εἶπε ὁ Ἐτεοκλῆς…
Τὸ 1949 ξεκινοῦν οἱ πανεπιστηµιακές του σπουδὲς µὲ τὴν ἐγγραφή του στὴν Θεολογικὴ Σχολὴ τοῦ Πανεπιστηµίου Ἀθηνῶν. Πολλὰ ἀπὸ τὰ βιβλία τῆς Θεολογικῆς τὰ εἶχε διαβάσει ἤδη ὡς µαθητὴς Γυµνασίου. Παρακολουθοῦσε τὰ µαθήµατα στὴν Σχολή του, ἀλλὰ καὶ πολλὲς παραδόσεις στὴν Φιλοσοφική, Νοµική, Ἰατρική. Καὶ παράλληλα ἀφιέρωνε πολὺ χρόνο στὴν µελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ τῶν Πατερικῶν κειµένων. Πολὺ σύντοµα ξεχώρισε καὶ σὲ αὐτὴ τὴν βαθµίδα τῆς ἐκπαίδευσης. Οἱ καθηγηταὶ του τὸν ἐκτιµοῦσαν ἀπεριόριστα καὶ ἤθελαν πάντοτε νὰ ἀκούσουν τὴν θεολογική του τοποθέτηση σὲ ὅποιο θέµα συζητεῖτο. Τὶς περισσότερες φορὲς ἐνστερνίζονταν τὶς ἀπόψεις του. Ἐπειδὴ ἦταν φανερά τὰ προσόντα του ἀλλὰ καὶ οἱ γνώσεις του, πολλοὶ θεωροῦσαν ὡς ἀπόλυτα δίκαιο νὰ καταλάβει ἀργότερα µιὰ Πανεπιστηµιακὴ ἕδρα. Ὅµως ἐκεῖνος δὲν ἐπιθυµοῦσε καὶ οὔτε βέβαια ἐπεδίωκε κάτι τέτοιο. Ὅπως ἐπίσης δὲν ἐπιθυµοῦσε περαιτέρω σπουδὲς σὲ Πανεπιστήµια τῆς Εὐρώπης. Πίστευε, ὅτι ἡ σὲ βάθος µελέτη τῆς Ὀρθοδόξου Παραδόσεως κάνει τὸν Θεολόγο πραγµατικὸ ἐπιστήµονα.
Μετὰ τὸ πέρας τῶν πανεπιστηµιακῶν του σπουδῶν συνεχίζει τὴν µελέτη καὶ τὸν καταρτισµὸ του ἕως τὸν Νοέµβριο τοῦ 1956, ὁπότε, ἔχοντας συµπληρώσει τὸ 25ο ἔτος τῆς ἡλικίας του, χειροτονεῖται εἰς διάκονον καὶ µετὰ ἀπὸ 5 χρόνια, τὸ 1961, εἰς πρεσβύτερον. Καὶ ἀρχίζει ὡς ἄγαµος ἐν τῷ κόσµῳ κληρικὸς τὴν Ἱερατική του δράση καὶ προσφορά. Ἀνήκει στὴν Ἀρχιεπισκοπὴ Ἀθηνῶν ὅπου καὶ ἔχει τὸ δικαίωµα νὰ ἱερουργεῖ ὡς ἄµισθος, ὅµως, καὶ ἀνασφάλιστος κληρικός. Κατὰ τὸ παράδειγµα τοῦ Ἀπ. Παύλου ἐργάζεται γιὰ νὰ ἀποκτήσει «τὰ πρὸς τὸ ζῆν» κάνοντας διορθώσεις τυπογραφικῶν δοκιµίων σὲ ἐκδοτικοὺς οἴκους, ἐφ’ ὅσον κατέχει ἄριστα τὴν Ἑλληνικὴ γλώσσα. Ἀφιερώνεται κυρίως στὴν διακονία τοῦ µυστηρίου τῆς Ἐξοµολογήσεως στὸ παρεκκλήσιο τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν, Μενάνδρου 4, στὴν φιλανθρωπία, στὴν συγγραφή. Παράλληλα συνεχὴς µελέτη καὶ ἐνηµέρωση.
«Δὲν ὑπάρχει δι’ ἐµὲ µεγαλυτέρα ἱκανοποίησις, ἀπὸ τὸ νὰ παραµένω ἐπὶ ὥρας εἰς τὸ κάθισµα τοῦ ἐξοµολογητηρίου καὶ νὰ συµφιλιώνω τὸν ἄνθρωπον µὲ τὸν Θεόν», ἔλεγε πολὺ συχνά. Ὁδηγοί του στὸ δύσκολο αὐτὸ ἔργο οἱ Ἱεροὶ Κανόνες, τοὺς ὁποίους ὁ ἴδιος τηροῦσε µὲ ἀπόλυτη ἀκρίβεια, ἐνῶ στοὺς ἄλλους ἐφάρµοζε, ὅταν ἦταν ἀναγκαῖο, τὴν οἰκονοµία. Ἔλεγε χαρακτηριστικά: «Εἰς τὴν ζωήν µου δὲν ἔχω νὰ ἐπιδείξω τίποτα καλόν, πιστεύω ὅµως ὅτι οἱ Ἱεροὶ Κανόνες θ’ ἀπολογηθοῦν ὑπὲρ ἐµοῦ εἰς τὸν Θεόν».
Στὴν φιλανθρωπία – ἐλεηµοσύνη ἔδιδε µεγάλη βαρύτητα. Τὴν ἀσκοῦσε µὲ συνέπεια καὶ χαρὰ καὶ καλοῦσε τὰ πνευµατικά του παιδιὰ νὰ κάνουν τὸ ἴδιο λέγοντάς τους: «τὰ χρήµατά σας, παιδιά µου, νὰ τὰ τοποθετεῖτε στὴν Τράπεζα τοῦ Οὐρανοῦ». Παρότι ἄµισθος, περνοῦσαν ἀπὸ τὰ χέρια του πολλὰ χρήµατα, ποὺ τοῦ ἐµπιστεύονταν οἱ ἄνθρωποι γιὰ φιλανθρωπίες. Στὴν διαχείριση αὐτῶν τῶν χρηµάτων ἦταν ἀπόλυτα προσεκτικός, σχεδὸν σχολαστικός, διότι, ἔλεγε, αὐτὴ ἡ προσοχὴ προφυλάσσει τὴν Ἱερωσύνη ἀπὸ ἄδικες κατηγορίες.
«Δύο πράγµατα», ὁµολογοῦσε, «ἀγάπησα πολὺ στὴν ζωή µου, τὸ διάβασµα καὶ τὴν συγγραφή». Στὸ διαµέρισµα ποὺ ζοῦσε, ἐπὶ τῆς ὁδοῦ Μακεδονίας, καὶ τὸν διακονοῦσε ἡ ἀγαπηµένη του θεία Ἀλεξάνδρα,εὕρισκε πάντα χρόνο γιὰ µελέτη καὶ συγγραφή, παρ’ ὅτι τὸ καθηµερινό του πρόγραµµα ἦταν βαρὺ καὶ ἐξαντλητικό. Προσωπικὴ ἐκτενὴς προσευχή, πολύωρες ἐξοµολογήσεις, ἐπισκέψεις σὲ ἀσθενεῖς. Τὶς ὧρες ποὺ ἦταν στὸ σπίτι δεχόταν ἐπισκέψεις δεκάδων ἀνθρώπων, λαϊκῶν, Ἱερέων, Ἡγουµένων, Ἐπισκόπων, γιὰ ἐπίλυση σοβαρῶν ζητηµάτων. Καὶ τὸ τηλέφωνο νὰ χτυπάει συνεχῶς… Ἀξιοποιῶντας δηµιουργικά, λοιπόν, τὸν ἐλάχιστο ἐλεύθερο χρόνο του ἄφησε πίσω του περισσότερα ἀπὸ 20 βιβλία καὶ ἕνα πλῆθος ἄρθρων δηµοσιευµένων σὲ διάφορα ἐκκλησιαστικὰ περιοδικά. Στὶς σελίδες τῶν κειµένων του δίδονται λύσεις σὲ ποικίλα, σοβαρότατα ἐκκλησιαστικὰ ζητήµατα τῆς ἐποχῆς του. Λύσεις, ποὺ θὰ µποροῦσαν κάλλιστα νὰ συµβάλλουν στὴν ἐπίλυση καὶ σηµερινῶν ἐκκλησιαστικῶν θεµάτων, ἀρκεῖ νὰ ὑπάρχει ἡ βούληση γιὰ τὴν εὕρεση λύσης µὲ φρόνηµα ἁγιοπατερικό.
Ἡ τεράστια προσφορά του καὶ τὰ ἀδιαµφισβήτητα προσόντα του δὲν µποροῦσαν, φυσικά, νὰ µὴν ἐπισηµανθοῦν ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία. Ὁ σεβασµὸς πρὸς τὸ πρόσωπό του ἀπεριόριστος. Λογικὴ συνέπεια ἡ κλήση στὸ Ἐπισκοπικὸ ἀξίωµα. Ἀρκετὲς φορὲς τοῦ ἔγινε πρόταση, ἀλλὰ ὁ π. Ἐπιφάνιος ἀρνεῖτο πάντοτε σθεναρῶς. Ἔλεγε, ὅπως ἔχει ἀποκαλύψει ὁ ἀδελφός του κ. Πολυνείκης Θεοδωρόπουλος: «καὶ ποὺ εἶµαι πρεσβύτερος, πολύ µοῦ εἶναι»…
Ἐπιθυµία δική του καὶ πολλῶν πνευµατικῶν παιδιῶν του ἦταν ἡ δηµιουργία ἑνὸς µοναστηριοῦ, ἐπιθυµία ποὺ γίνεται πραγµατικότητα τὸ 1976. Τὸ ἀνδρῶον Ἱερὸν Ἡσυχαστήριον Κεχαριτωµένης Θεοτόκου Τροιζῆνος ἀρχίζει νὰ οἰκοδοµεῖται καὶ τὸν Ἀπρίλιο τοῦ 1977 ἐγκαθίστανται οἱ πρῶτοι µοναχοί. Ὡς ἀπαράβατος ὅρος γιὰ τὴν ἔναρξη καὶ τὴν συνέχιση τῶν ἐργασιῶν εἶχε τεθεῖ ἀπὸ τὸν π. Ἐπιφάνιο ἡ ἄσκηση τῆς φιλανθρωπίας, ὅπως ἀσκεῖτο µέχρι τότε. Χωρὶς περικοπές. Προηγεῖτο τὸ ταµεῖο ἀγάπης γιὰ τοὺς φτωχούς… Στὰ ἑπόµενα χρόνια ἀφιέρωσε πολὺ ἀπὸ τὸν πολύτιµο χρόνο του καὶ πολλὲς ἀπὸ τὶς δυνάµεις του γιὰ τὴν ὀργάνωση τοῦ µοναστηριοῦ, ὑλικὴ καὶ πνευµατική.
Ἡ ὑγεία του ἦταν πάντοτε εὔθραυστη. Τὸν Δεκέµβριο τοῦ 1982, µετὰ ἀπὸ ἕνα διάστηµα ἰσχυρῶν πόνων, ὑποβάλλεται σὲ ἐγχείρηση στοµάχου. Κατὰ τὴν περίοδο τῆς ἀναρρώσεώς του ἔχει νὰ ἀντιµετωπίσει ἕνα πολὺ δυσάρεστο γεγονός, τὴν ἀσθένεια τῆς θείας Ἀλεξάνδρας καὶ στὴ συνέχεια τὴν κοίµησή της τὸν Μάρτιο τοῦ 1983. Κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ἀσθενείας της τὴν περιποιόταν συχνὰ ὁ ἴδιος, παρότι ὑπῆρχαν πολλοὶ κοντά της, ποὺ τὴν ἀγαποῦσαν καὶ τὴν βοηθοῦσαν αὐτὲς τὶς στιγµές. Ὅπως ὁ ἴδιος ἔλεγε, ἐκπλήρωνε µὲ τὴν προσωπική του αὐτὴ διακονία µιὰ παιδική του πρὸς αὐτὴν ὑπόσχεση…
Τὰ ἑπόµενα χρόνια ἦταν, ὅπως καὶ τὰ προηγούµενα, χρόνια ἐντατικῆς ἐργασίας καὶ προσφορᾶς, παρότι ἡ κατάσταση τῆς ὑγείας του ἐξελισσόταν δυσάρεστα. Τὸ 1988 ὑποβάλλεται σὲ δεύτερη ἐγχείριση, χωρὶς ὅµως βελτίωση τῆς ὑγείας του. Ὁ ἴδιος ἀντιµετώπιζε τὴν κατάστασή του ἤρεµα, παρὰ τοὺς ἰσχυρότατους καὶ συνεχεῖς πόνους. Σὲ ἕναν ἐπισκέπτη, ἐνῶ ἦταν ἀκόµη στὸ νοσοκοµεῖο, ποὺ τὸν ρώτησε: «τί γίνεσθε Γέροντα;», ἀπάντησε: «γίνοµαι παιδί µου». Καὶ ἐπειδὴ ἐκεῖνος δὲν κατάλαβε, ὁ π. Ἐπιφάνιος συνέχισε: «Ὡριµάζω»! Ἕνας γιατρός, ποὺ ἔψαχνε ἐπὶ ὥρα νὰ τοῦ βρεῖ φλέβα, τοῦ ζήτησε συγγνώµη γιατί τὸν πονοῦσε. Καὶ ἐκεῖνος τοῦ ἀπάντησε: «Ἐµένα νὰ µὲ συγχωρήσεις ποὺ σὲ παιδεύω. Δὲν στενοχωροῦµαι γιὰ τὶς φλεβοκεντήσεις, ἀλλὰ ἐπειδὴ ἐσὺ στενοχωρεῖσαι ποὺ δὲν βρίσκεις φλέβα». Ἦταν φανερὸ ποῦ ὁδηγοῦσε ἡ κατάστασή του. Τὸ ἤξερε καὶ ὁ ἴδιος. Γὶ αὐτὸ φρόντισε νὰ ρυθµίσει τὰ τοῦ θανάτου του. Στὴν ἐρώτηση πνευµατικοῦ του παιδιοῦ: Γέροντα δὲν φοβᾶσθε τὸν θάνατο; ἔδωσε τὴν ἀπάντηση: «Ὄχι, δὲν τὸν φοβᾶµαι καθόλου τὸν θάνατο. Καὶ δὲν τὸν φοβᾶµαι, ὄχι βέβαια ἕνεκα τῶν ἔργων µου, ἀλλὰ ἐπειδὴ πιστεύω στὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ». Ὥρισε νὰ γίνει ἡ ἐξόδιος ἀκολουθία στὴν Χρυσοσπηλιώτισσα. Χαρακτηριστικά, µιλῶντας σὲ πρῶτο πληθυντικό, εἶπε: «Θὰ εἴµαστε εἰς τοὺς Τρεῖς Ἱεράρχας µέχρι τὴν ὥραν τῆς Ἀκολουθίας. Θὰ πᾶµε εἰς τὴν Χρυσοσπηλιώτισσα γιὰ τὴν κηδεία καὶ µετὰ εἰς τὸ µοναστῆρι». Ἐκοιµήθη τὴν 10η Νοεµβρίου 1989. Ὅλα ἔγιναν ὅπως τὰ εἶχε ὁρίσει. Μετὰ τὸ πέρας τῆς ἐξοδίου ἀκολουθίας, ἕνα πνευµατικό του παιδὶ παρέδωσε στὸν νεωκόρο τοῦ Ἱ. Ναοῦ Χρυσοσπηλαιωτίσσης φάκελλο µὲ χρηµατικὸ πόσο, κατὰ παραγγελία τοῦ π. Ἐπιφανίου, γιὰ τὴν ἐπὶ πλέον κούραση στὴν ὁποία τὸν ὑπέβαλε!...
Ὁ ἀδελφός τοῦ π. Ἐπιφανίου, κ. Πολυνείκης Θεοδωρόπουλος, σὲ µιὰ ὁµιλία του γιὰ τὸν Γέροντα εἶπε µεταξὺ ἄλλων: «Ἐὰν µὲ ρωτοῦσε κάποιος νὰ παρουσιάσω τὸν π. Ἐπιφάνιο ὡς ἀδελφός του, θὰ χρησιµοποιοῦσα τὸ τετράπτυχο: διάκριση, ἀγάπη, ταπείνωση, µέτρο». Ὁ ἴδιος ἄνθρωπος κατὰ τὴν ὥρα τῆς ταφῆς τοῦ Γέροντος εἶπε τὰ ἑξῆς λόγια: «Εὐχαριστοῦµε τὸν Θεὸ ποὺ γεννήθηκες στὴν οἰκογένειά µας ἀείµνηστε ἀδελφέ µου». Καὶ ἐµεῖς, παραφράζοντας λίγο τα λόγια του, θὰ θέλαµε νὰ ἐπαναλάβουµε: «Εὐχαριστοῦµε τὸν Θεὸ ποὺ γεννήθηκες στὴν ἐποχὴ µας ἅγιε Γέροντα»!
Αὐτὰ τὰ γεγονότα καὶ πολλὰ ἄλλα περιστατικὰ ἀπὸ τὴν ζωὴ τοῦ Γέροντος µᾶς κράτησαν συντροφιὰ κατὰ τὴν διαδροµή µας πρὸς τὴν Τροιζήνα. Τὸ ἀκροατήριο µὲ ἀµείωτο ἐνδιαφέρον. Στὶς παροτρύνσεις µας γιὰ διαλείµµατα ἐνέδωσε µόνο µία φορά. Εἶναι φανερό, ὅτι ἡ ζωὴ καὶ τὰ λόγια τῶν ἁγίων ξεκουράζουν… Βρισκόµαστε ἤδη κοντὰ στὴν Τροιζήνα, στὸν σκεπασµένο ἀπὸ λεµονιὲς καὶ πορτοκαλιὲς κάµπο ποὺ ἁπλώνεται ἀνάµεσα στὴν θάλασσα καὶ τὶς βόρειες ἀπολήξεις τοῦ ὄρους Ἀδέρες. Ψηλὰ στὸ βουνὸ βλέπουµε νὰ διαγράφεται τὸ µοναστῆρι σὰν ἀετοφωλιά. Ὁ στενός, φιδωτός, ἀσφάλτινος δρόµος µᾶς φέρνει µετὰ ἀπὸ λίγο στὴν πύλη τοῦ µοναστηριοῦ. Ἔξω ἀπὸ τὴν εἴσοδο ὁ τάφος τοῦ Γέροντος, ὅπως ὁ ἴδιος τὸ εἶχε θελήσει. Ἁπλὸς καὶ ἀπέριττος. Καὶ ἐπάνω του ἡ ἐπιγραφή, ὅπως ὁ ἴδιος εἶχε ἐπιλέξει:
ΕΝΘΑΔΕ ΚΕΙΤΑΙ ΤΟ ΧΟΪΚΟ ΣΚΗΝΟΣ
ΤΟΥ ΕΠΙΦΑΝΙΟΥ Ι. ΘΕΟΔΩΡΟΠΟΥΛΟΥ ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΟΥ
ΕΤΩΝ 59
ΧΩΡΙΣΘΕΝ ΑΠΟ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ, ΗΝ ΕΚΑΛΕΣΕΝ Ο ΚΥΡΙΟΣ,
ΤΗ 10Η ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 1989.
«ΧΡΙΣΤΟΣ ΙΗΣΟΥΣ ΗΛΘΕΝ ΕΙΣ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟΝ ΑΜΑΡΤΩΛΟΥΣ ΣΩΣΑΙ, ΩΝ ΠΡΩΤΟΣ ΕΙΜΙ ΕΓΩ»
«Τῼ ΔΕ ΒΑΣΙΛΕΙ ΤΩΝ ΑΙΩΝΩΝ, ΑΦΘΑΡΤῼ, ΑΟΡΑΤῼ, ΜΟΝῼ ΣΟΦῼ ΘΕῼ ΤΙΜΗ ΚΑΙ ΔΟΞΑ ΕΙΣ ΤΟΥΣ ΑΙΩΝΑΣ ΤΩΝ ΑΙΩΝΩΝ. ΑΜΗΝ» (Α΄ Τιµ. 1, 15, 17)
Μετὰ τὴν προσκύνησή µας ἀνεβαίνουµε τὰ λίγα σκαλοπάτια δίπλα στὸν τάφο ποὺ ὁδηγοῦν στὸν Ναό. Τὸ µοναστῆρι ἐξ ἀρχῆς ἔχει ὁρισθεῖ νὰ εἶναι ἄβατο γιὰ τὶς γυναῖκες. Ὅµως ὁ σχεδιασµὸς του ἔχει γίνει µὲ τόσο ἐπιτυχηµένο τρόπο, ὥστε οἱ γυναῖκες νὰ µὴν νιώθουµε καθόλου ὅτι ἀδικούµεθα ἢ στερούµεθα κάτι. Ὁ Ναὸς εἶναι ἕνα µεγάλο δωµάτιο χωρισµένο στὴ µέση. Ὁ ἀριστερὸς χῶρος, τῶν ἀνδρῶν, ἔχει εἴσοδο ἀπὸ τὴν αὐλὴ τῆς Μονῆς. Ὁ δεξιός, τῶν γυναικῶν, ἀπὸ ἐκεῖ ποὺ µπήκαµε ἐµεῖς ὅλες. Κατὰ τὴν ὥρα τῆς Θ. Λειτουργίας ἄνδρες καὶ γυναῖκες παραµένουν χωριστά. Τὸ Ἱερὸ ὅµως συνδέει αὐτοὺς τοὺς δύο χώρους. Καὶ τὴν ὥρα τῆς Θ. Κοινωνίας οἱ γυναῖκες ἔχουν τὴν «δική τους» Ὡραία Πύλη γιὰ νὰ κοινωνήσουν.
Ὁ µοναχὸς ἐπὶ τῆς ὑποδοχῆς µᾶς κάνει µιὰ ἀναδροµὴ στὴν ἱστορία τοῦ µοναστηριοῦ. Ἁπλά, εὐγενικά, σύντοµα. Ἄλλωστε, ὁ ἴδιος ὁ π. Ἐπιφάνιος εἶχε δώσει ἐντολὴ στοὺς ὑποψήφιους τότε µοναχοὺς νὰ µὴ διαφηµίζουν γιὰ κανένα λόγο τὸ µοναστῆρι τους. Ὁ κόσµος, βέβαια, τῆς περιοχῆς, καὶ ὄχι µόνο, γνωρίζει πολὺ καλὰ τὴν προσφορὰ τῆς Μονῆς ὅλα αὐτὰ τὰ χρόνια στὴν λειτουργικὴ ζωή, στὴν ἐξοµολόγηση, στὴν φιλανθρωπία… Ἀκολουθεῖ τὸ πλούσιο κέρασµα. Ἐµεῖς ὅµως βιαζόµαστε νὰ βρεθοῦµε πάλι στὸν τάφο τοῦ Γέροντος καὶ νὰ µείνουµε ἁπλᾶ κοντά του.
Οἱ ἄνδρες στὴν συνέχεια ἔχουν τὴν εὐκαιρία νὰ ξεναγηθοῦν ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Ἡγούµενο, τόν π. Σπυρίδωνα, στοὺς χώρους τῆς Μονῆς καὶ νὰ ἐπισκεφθοῦν τὸ κελλάκι τοῦ Γέροντος. Μετὰ τὴν εὐλογία τοῦ Ἡγουµένου πρὸς ὅλους µας, ἕνας σύντοµος περίπατος πρὸς τὸ ἐκκλησάκι τοῦ Ἁγ. Παντελεήµονος κάτω ἀπὸ τὰ πλατάνια. Ἀπολαµβάνοντας τὴν δροσιὰ τους, θυµόµαστε τὴν ἀπάντηση ποὺ εἶχε δώσει ὁ π. Ἐπιφάνιος σὲ κάποιον, πού, γιὰ νὰ τὸν πειράξει, εἶχε ἀποκαλέσει τοὺς ἄγαµους κληρικοὺς ἄκαρπους. Τοῦ εἶχε πεῖ: «Ἐκτὸς ἀπὸ τὰ δένδρα ποὺ κάνουν καρπούς, ὑπάρχουν καὶ τὰ ἄλλα ποὺ εἶναι χρήσιµα γιὰ τὴν ξυλεία τους, τὸ φύλλωµά τους, τὴν σκιά τους…. Μοῦ ἀρκεῖ νὰ εἶµαι ἕνα τέτοιο δένδρο. Ἕνας γέρο-πλάτανος, κάτω ἀπὸ τὴν σκιὰ τοῦ ὁποίου θὰ ἔρχεται ὁ κουρασµένος διαβάτης τῆς ζωῆς νὰ ξαποσταίνει καὶ νὰ παίρνει κουράγιο γιὰ τὸν ἀγῶνα του…»! Μιὰ σύντοµη ἐπίσκεψη στὸ νεκροταφεῖο τῆς Μονῆς, ὅπου καὶ ὁ τάφος τῆς θ. Ἀλεξάνδρας µὲ ἕναν ἁπλὸ ξύλινο σταυρό. Ὕστερα φεύγουµε.
Ἀπέναντί µας, στὴν ἄλλη πλαγιὰ τοῦ βουνοῦ, ἡ παλαιὰ Μονὴ Ἁγίου Δηµητρίου Δαµαλᾶ, πού πρόσφατα ἐπαναλειτούργησε ὡς γυναικεῖο µοναστῆρι. Ὁ δρόµος δύσβατος, ὁ χρόνος περιορισµένος. Δὲν πειράζει, ἀφορµὴ γιὰ µιὰ ἄλλη µας ἐκδροµή! Ἀφήνουµε ἀριστερά µας τὸ χωριὸ τῆς Τροιζήνας, πρώην Δαµαλᾶς. Δὲν µποροῦµε νὰ µὴν ἀναφερθοῦµε ἐν συντοµίᾳ στὴν Γ΄ Ἐθνοσυνέλευση ποὺ πραγµατοποιήθηκε ἐδῶ ἀπὸ 19 Μαρτίου ὡς 5 Μαΐου 1927, ἡ ὁποία ἔχει νὰ ἐπιδείξει δύο πολὺ σηµαντικὰ ψηφίσµατα: τὴν ἐκλογὴ τοῦ Ἰ. Καποδίστρια ὡς πρώτου κυβερνήτου τῆς Ἑλλάδος (συντάχθηκε καὶ ἡ πρόσκληση πρὸς αὐτὸν) καὶ τὸ «Πολιτικὸν Σύνταγµα τῆς Ἑλλάδος» , τὸ ὁποῖο ἦταν ὑπόδειγµα δηµοκρατικοῦ καταστατικοῦ χάρτη, ἀπὸ τοὺς πιὸ προοδευτικούς τῆς ἐποχῆς του.
Ἑπόµενος προορισµός µας, ἡ Ἀρχαία ἢ Παλαιὰ Ἐπίδαυρος. Εἴχαµε πάρει τὸν πρωινό µας καφὲ ἐκεῖ, σύµφωνα µὲ πολὺ πετυχηµένη πρόταση τοῦ ἀρχηγοῦ µας κ. Σωτήρη Λαιζηνοῦ, καὶ ἀποφασίσαµε νὰ ἐπιστρέψουµε στὸ γραφικὸ αὐτὸ χωριουδάκι µὲ τὸ ὄµορφο λιµανάκι, τὰ στενὰ σοκάκια του, τὰ ἁπλᾶ σπίτια του, πνιγµένα στὶς βουκαµβίλιες καὶ τὰ χωράφια γύρω του µὲ τὶς ὁλάνθιστες ροδιές καὶ τὶς κατάφορτες ἀπὸ τοὺς χρυσοὺς καρποὺς τους πορτοκαλιές.
Μετὰ τὸ µεσηµεριανὸ φαγητὸ µας, λίγη χαλάρωση καὶ ὕστερα ἀναχώρηση. Ἐνῶ βρισκόµαστε ἀκόµη στὴν Ἀργολικὴ γῆ καὶ ἀκριβῶς δίπλα στὸν δρόµο σὲ ἕνα κατάφυτο λοφάκι συναντήσαµε τὴν Μονὴ Ἁγνοῦντος, τοῦ 11ου αἰῶνος, ἕνα ἀπὸ τὰ παλαιότερα µοναστῆρια τῆς περιοχῆς. Προγραµµατισµένη στάση. Στὴν αὐλὴ τῆς Μονῆς ἀµέτρητες, ἀνθισµένες τριανταφυλλιές. Ὁ Ναός, µονόκλιτη βασιλική, ἀφιερωµένος στὴν Κοίµηση τῆς Θεοτόκου καὶ µὲ ἕναν ψηλὸ τροῦλλο. Ὅταν τὰ µάτια µας συνηθίζουν στὸ λιγοστὸ φῶς, διακρίνουµε τὶς θαυµάσιες τοιχογραφίες τοῦ 14ου-15ου αἰῶνος ποὺ καλύπτουν τὸ ἐσωτερικό τοῦ Ναοῦ. Προσκυνοῦµε καὶ συνεχίζουµε τὸν δρόµο τῆς ἐπιστροφῆς. Θὰ µπορούσαµε νὰ κλείσουµε λίγο τὰ µάτια µας καὶ νὰ ἡσυχάσουµε, ἀλλὰ οἱ γύρω µας ὀµορφιὲς µᾶς τὰ κρατᾶνε ἀνοιχτά. Εὐκαιρία νὰ ἀκούσουµε κάτι ἀκόµη ἀπὸ τὸν π. Ἐπιφάνιο. Ἂς µὴν ξεχνᾶµε, ὅτι ὁ λόγος του ἦταν πάντα …ἀφυπνιστικός.
Μετὰ τὸν Ἰσθµὸ συνειδητοποιοῦµε σιγὰ - σιγὰ ὅτι ἡ ἐκδροµὴ µας φθάνει πρὸς τὸ τέλος της. Ἐπιστρέφουµε στὴν πρωτεύουσα, ἐπιστρέφουµε στὴν καθηµερινότητά µας καὶ στὴν ἐπιεικῶς ἀβέβαιη πολιτικὴ κατάσταση τῆς Πατρίδος µας µὲ ὅλα τα προβλήµατα ποὺ αὐτὴ συνεπάγεται. Ὅµως θυµόµαστε µιὰ διήγηση ποὺ ἀκούσαµε γιὰ τὸν π. Ἐπιφάνιο καὶ ἀνακτοῦµε δυνάµεις: «Ὁ Γέροντας» γράφει ἕνα πνευµατικό του παιδί, «παρακολουθοῦσε καταλεπτῶς τὰ διάφορα πολιτικὰ ἢ ἐθνικὰ γεγονότα, τὶς ταραχές, τὶς ἀπειλὲς πολέµου κλπ, καὶ ἡ γνώµη του ἦταν σαφὴς γιὰ ὅλα, δὲν ἀνησυχοῦσε κατὰ βάθος καὶ ἔλεγε: “ὅλα αὐτὰ ποὺ γίνονται τώρα καὶ τὰ ἑπόµενα, θἄρθει ὁ Θεὸς µὲ τὴν σκούπα Του καὶ θὰ τὰ σκουπίσει µὲ ἕναν τρόπο, τὸν ὁποῖον Αὐτὸς ξέρει. Καµία ἀνησυχία λοιπόν. Ἑαυτοὺς καὶ ἀλλήλους καὶ πᾶσαν τὴν ζωὴν ἡµῶν Χριστῷ τῷ Θεῷ παραθώµεθα”».
Τὸν π. Ἐπιφάνιο δὲν τὸν εἴχαµε γνωρίσει προσωπικά. Τὶς πληροφορίες γιὰ τὴν ζωή, τὴν διδασκαλία καὶ τὸ ἔργο του τὶς ἀντλήσαµε ἀπὸ τὰ βιβλία «Ὑποθῆκες Ζωῆς», «Χριστῷ τῷ Θεῷ παραθώµεθα» τῶν ἐκδόσεων Ἱεροῦ Ἡσυχαστηρίου Κεχαριτωµένης Θεοτόκου, «Ὁ Ποιήσας καὶ Διδάξας» καὶ «Μαθητεία στὶς Πηγὲς τοῦ π. Ἐπιφανίου Θεοδωροπούλου» τῶν ἐκδόσεων «ΥΠΑΚΟΗ».
Εὐανθία Κωλέτη
Θεολόγος
«ΕΝΟΡΙΑΚΗΕΥΛΟΓΙΑ» Ἀρ. Τεύχους154-155
Ἰούνιος-Ἰούλιος 2015