18 ΙΟΥΝΙΟΥ 1815
Διακόσια χρόνια ἀπὸ τὴ µάχη τοῦ Βατερλώ
Στὶς 18 Ἰουνίου κλείνουν ἀκριβῶς διακόσια χρόνια ἀπὸ τὴν περίφηµη µάχη ποὺ ἔχει µείνει στὴν Ἱστορία σὰν συνώνυµο τῆς ἧττας, τὴ µάχη τοῦ Βατερλώ.
Γιὰ αὐτὴ τὴ µάχη ἔχουν γραφτεῖ πάρα πολλὰ καὶ ἐξακολουθοῦν νὰ γράφονται, γιατί ὁ συνδυασµὸς προσεκτικῆς καὶ µελετηµένης στρατηγικῆς καὶ ἀπρόβλεπτων παραγόντων, συνθέτουν µιὰ πραγµατικὴ χορογραφία, µιὰ παράσταση µὲ µεθοδικὲς κινήσεις, ἄλλες προµελετηµένες καὶ ἄλλες ὄχι, ὅλες ὅµως δεµένες µεταξύ τους µὲ τὴν ἀδυσώπητη ἁρµονία τοῦ θανάτου. Γιατί ὁ Θάνατος ἦταν σίγουρα ὁ µεγάλος κερδισµένος τῆς µέρας. Τὸ στρατόπεδο τοῦ Ναπολέοντα, µὲ τοὺς 73000 Γάλλους στρατιῶτες, εἶχε ἀπώλειες 41000 ἄνδρες. Ὁ ἀντίπαλός του, ὁ Arthur Wellesley, ὁ γνωστὸς Δούκας τοῦ Wellington, ἀπὸ τοὺς 68000 στρατιῶτες, εἶχε 24000 ἀπώλειες, ἐνῶ, ὁ σύµµαχός του, ὁ Πρῶσσος στρατηγὸς Blücher, ἀπὸ τοὺς 30000 στρατιῶτες του, εἶχε ἀπώλειες 7000. Δηλαδή, συνολικά, 72000 ψυχὲς χαµένες µέσα σὲ µιὰ µέρα!
Ἐµεῖς, στὸν περιορισµένο χῶρο ποὺ διαθέτουµε, δὲν µποροῦµε νὰ ἐπιχειρήσουµε ἄλλη µιὰ ἀνάλυση τῆς περίφηµης µάχης ποὺ ἀποφάσισε τὴν τροπὴ τῆς ἱστορίας τῆς Εὐρώπης. Αὐτὸ ποὺ θέλουµε, εἶναι νὰ σταθοῦµε σὲ κάποια γεγονότα, ποὺ οἱ ἱστορικοί, στὴν πλειοψηφία τους, δὲν τὰ θεωροῦν οὐσιώδη στὴν «ἐπιστηµονικὴ» κατανόηση τῶν ἐξελίξεων. Κι ὅµως, εἶναι αὐτὰ ποὺ µᾶς θυµίζουν ὅτι ἡ Ἱστορία, δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο, παρὰ καταγραφὴ τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς. Καὶ ἡ ἀνθρώπινη ζωὴ ἦταν καὶ εἶναι ἕνα πολύπλευρο σύµπλεγµα τόσο προσωπικῶν ἐπιλογῶν, ὅσο καὶ καταστάσεων πέρα ἀπὸ τὸν ἔλεγχο τοῦ ἐγκλωβισµένου στὴ φυλακὴ τοῦ χώρου καὶ τοῦ χρόνου ἀνθρωπίνου γένους.
Τὸ πρῶτο ποὺ θὰ θέλαµε νὰ ἐπισηµάνουµε εἶναι ὅτι ὁ Ναπολέων –ποὺ ἦταν συνηθισµένος νὰ µάχεται ἐνάντια σὲ ὅλη τὴν Εὐρώπη καὶ εἶχε, στὶς 16 τοῦ µηνὸς Ἰουνίου, νικήσει τοὺς Πρώσους τοῦ στρατάρχη Blücher– ἐκεῖνο τὸ πρωϊνό τῆς 18ης Ἰουνίου, παρὰ τὴν κλονισµένη ὑγεία του, ἦταν χαρούµενος καὶ γελαστὸς καὶ ἀστειευόταν µὲ τοὺς ἀξιωµατικούς του, ἀντίθετα µὲ τὸ πρωϊνὸ τῆς 2ης Δεκεµβρίου, τῆς µέρας τοῦ θριάµβου του στὸ Ἄουστερλιτς –τὴ µέρα ποὺ νίκησε τὸν Ρωσο-Αὐστριακὸ στρατὸ σὲ αὐτὴ τὴν πόλη τῆς Τσεχοσλοβακίας– ποὺ ἦταν µουτρωµένος καὶ κακόκεφος. Πρὶν ἀπὸ τὸ Βατερλώ του, ὅµως, ἦταν πολὺ εὐδιάθετος. Τὴν ὥρα ποὺ ἔπαιρνε πρωϊνό, ὅταν ἕνας στρατηγὸς τοῦ ἐπεσήµανε τὴν ἀνάγκη νὰ στείλουν ἐπιστολὴ στὴν ἐφεδρεία τοῦ Γαλλικοῦ στρατοῦ ποὺ βρισκόταν πιὸ µακριά, µὲ ἐπικεφαλῆς τὸν στρατηγὸ Γκρουσύ, καὶ νὰ τὸν καλέσουν νὰ ἑνωθεῖ µαζί τους, ὁ Ναπολέων τὸν εἰρωνεύτηκε. «Ἐπειδὴ ἔχετε ἡττηθεῖ ἀπὸ τὸν Wellington, νοµίζετε ὅτι εἶναι καλὸς στρατηγός,» εἶπε. «Λοιπόν, ἐγὼ σᾶς λέω ὅτι εἶναι κακὸς στρατηγὸς καὶ οἱ στρατιῶτες του κακοὶ στρατιῶτες, κι ὅλη αὐτὴ ἡ ὑπόθεση εἶναι τίποτα, σὰν νὰ παίρνουµε πρωϊνό.»
Δὲν ξέρω ἂν ὁ Wellington ἦταν κακὸς στρατηγός, κατὰ γενικὴ ὁµολογία πάντως ἦταν ἕνας πολὺ κουτὸς καὶ κοντόφθαλµος ἄνθρωπος καὶ δὲν ἀγαποῦσε καθόλου τοὺς στρατιῶτες του, ποὺ τοὺς ὀνόµαζε “scum of the earth”, δηλαδή, βρωµιὰ τῆς γῆς. Ὡστόσο, ἦταν αὐτὸς ποὺ στάθηκε ἀπέναντι στὴ στρατιωτικὴ ἰδιοφυΐα τοῦ Ναπολέοντα, ὁ ὁποῖος ἀγαποῦσε τοὺς στρατιῶτες του σὰν νὰ ἦταν παιδιά του, καὶ τὸν νίκησε!
Τὴν προηγούµενη νύχτα, τῆς 17ης πρὸς 18η Ἰουνίου, ἡ θύελλα µάνιαζε χωρὶς σταµατηµό. Ὁ Ναπολέων ὅµως, ἀψηφῶντας τὴν πυκνὴ βροχή, ἔµεινε µέχρι ἀργὰ στὸ ὕπαιθρο, ἐπιθεωρῶντας τὸ στρατόπεδό του καὶ παρατηρῶντας, µαζὶ µὲ τὸν στρατηγὸ Μπερτράν, τὶς φωτιὲς στὸ ἐχθρικὸ στρατόπεδο. Σύµφωνα µὲ µαρτυρίες αὐτοπτῶν µαρτύρων, κάποια στιγµὴ στάθηκε παράµερα, µόνος, ἀκίνητος πάνω στὸ ἄλογό του, µὲ τὸ πρόσωπο στραµµένο πρὸς τὸν οὐρανὸ ποὺ αὐλακωνόταν ἀπὸ ἀστραπές, πατῶντας στὴ γῆ ποὺ τρανταζόταν ἀπὸ τὶς βροντές, στάθηκε ἔτσι γιὰ λίγο, µιλῶντας µὲ τὴν καταιγίδα. Καὶ ἡ συνοδεία του τὸν ἄκουσε νὰ λέει: «εἴµαστε σύµφωνοι!»
Τί συµφωνία νὰ ἔκανε, ἄραγε, αὐτὸς ὁ παράξενος ἄνθρωπος, ἐκείνη τὴ νύχτα καὶ µὲ ποιόν; Πίστευε ὅτι ἀκόµα καὶ ἡ καταιγίδα, θὰ τὸν ὑπάκουε; Ἂν ναί, πίστευε λάθος, γιατί ἡ θύελλα δὲν ὑποχώρησε ὅλο τὸ βράδυ, µέχρι τὴν ἑποµένη τὸ πρωΐ, µετατρέποντας τὸ πεδίο τῆς µάχης σὲ λασπότοπο, µὲ ἀποτέλεσµα νὰ δυσκολεύονται νὰ µετακινηθοῦν τὰ κανόνια του. Κι ὁ Ναπολέων πάντα –σὰν ἀξιωµατικός τοῦ πυροβολικοῦ ποὺ ἦταν– στηριζόταν στὰ κανόνια του, ἰδίως στὸ Βατερλώ, ποὺ εἶχε καὶ ὑπεροπλία, ἀντιπαρατάσσοντας 250 κανόνια, στὰ µόλις 150 τοῦ Wellington.
Ἐκείνη τὴ µέρα, ὅµως, ὁ Γαλλικὸς στρατὸς εἶχε παραταχθεῖ στὸν λασπωµένο κάµπο, ἐνῶ ὁ ἀντίπαλος Ἀγγλικὸς εἶχε ὀχυρωθεῖ στὸ ὀροπέδιο τοῦ Ἁγίου Ἰωάννη. Μέχρι νὰ στεγνώσει τὸ ἔδαφος γιὰ νὰ µπορέσουν νὰ µετακινηθοῦν τὰ κανόνια καὶ νὰ ἀρχίσει ἡ µάχη, ἡ ὥρα πῆγε 11.30 καὶ ὡστόσο ὁ Πρῶσος Blücher µὲ τοὺς 30000 στρατιῶτες του, ἦρθε νὰ προστεθεῖ στοὺς 68000 τοῦ Wellington. Ὁ Γκρουσὺ ὅµως µὲ τὴ Γαλλικὴ ἐφεδρεία, δὲν ἔφτασε ποτέ, ὅπως δὲν ἔφτασε καὶ ὁ ἀνεφοδιασµὸς τοῦ Γαλλικοῦ στρατοῦ καί, τὸ πρωῒ τῆς µάχης βρῆκε τοὺς στρατιῶτες τοῦ Ναπολέοντα ἄυπνους, µουσκεµένους καὶ νηστικούς…
Τὸ σχέδιο τοῦ Ναπολέοντα, ἦταν τὸ καλύτερο ποὺ θὰ µποροῦσε νὰ γίνει, ὅπως παραδέχονται καὶ ἔχουν γράψει ὅλοι οἱ εἰδικοί. Μὲ δυὸ λόγια, ὁ σκοπός του ἦταν νὰ σφυροκοπήσει τὸ κέντρο τοῦ ἀντίπαλου στρατοῦ, νὰ χωρίσει τοὺς δυὸ συµµάχους καὶ µετὰ νὰ ἐξαπολύσει µιὰ γενικευµένη, νικηφόρα ἐπίθεση µὲ τὸ ἐπίλεκτο ἱππικό του καὶ νὰ καταλάβει τὸ βουνὸ τοῦ Ἁγίου Ἰωάννη.
Καί, γύρω στὶς 4.00 τὸ ἀπόγευµα, ἡ νίκη ἔµοιαζε βέβαιη γιὰ τοὺς Γάλλους, παρὰ τὶς δυσκολίες καὶ τὶς βαρειὲς ἀπώλειες. Ὁ Wellington σάλπισε ὑποχώρηση καὶ ὁ Ναπολέων ἔστειλε ἀγγελιαφόρο στὸ Παρίσι ἀναγγέλλοντας τὴ νίκη! Ἔµενε µόνο νὰ δοθεῖ ἡ διαταγὴ γιὰ τὴν τελικὴ ἐπίθεση τοῦ θωρακισµένου Ἱππικοῦ καὶ ὁ θρίαµβος ἦταν ἐξασφαλισµένος.
Προτοῦ δώσει τὴ διαταγή, ὁ Ναπολέων ἐπιθεωροῦσε γιὰ πολλὴ ὥρα µὲ τὰ κυάλια του τὴν πλαγιὰ τοῦ βουνοῦ ποὺ θὰ σκαρφάλωνε τὸ Ἱππικό του, παρατηρῶντας τοὺς δρόµους, τὰ ὁδοφράγµατα τῶν Ἄγγλων καὶ τὰ σηµεῖα ποὺ φύλαγαν οἱ Ὁλλανδοί. Κανένα ἐµπόδιο δὲν ἦταν ὁρατό, ἀλλὰ τὸν προβληµάτιζε ἕνα συγκεκριµένο σηµεῖο τοῦ δρόµου, ὅπου ξεχώριζε ἕνα φρεσκοβαµµένο ἄσπρο ἐκκλησάκι τοῦ Ἁγίου Νικολάου. Καί, γιὰ νὰ εἶναι βέβαιος, ρώτησε τὸν ντόπιο ὁδηγὸ του ἂν ὑπῆρχε ἐκεῖ κάποιο ἐµπόδιο ποὺ θὰ µποροῦσε νὰ ἀνακόψει τὴν ἐπέλαση τοῦ Ἱππικοῦ. Ὁ ὁδηγὸς ἀπάντησε ὄχι. Κι αὐτὸ τὸ ὄχι –κανεὶς δὲν ξέρει ἂν ἦταν ἀπὸ ἄγνοια ἢ ἀπὸ προδοσία– γκρέµισε ἕνα γίγαντα καὶ καθώρισε τὸ σύγχρονο πρόσωπο τῆς Εὐρώπης.
Τὸ ἐπίλεκτο Ἱππικό τοῦ Ναπολέοντα, µὲ κύρια ἴλη τοὺς θωρακοφόρους τοῦ Milhaud, οἱ καβαλλάρηδες µὲ τὶς περικεφαλαῖες καὶ τοὺς σιδερένιους θώρακες, ὁπλισµένοι µὲ µακριὲς σπάθες καὶ πιστόλια σὲ δερµάτινη θήκη στὴ σέλλα τους, ἦταν ἕνα θέαµα ποὺ τροµοκρατοῦσε ἀκόµα καὶ τοὺς πιὸ γενναίους ἐχθρούς. Τρεῖς χιλιάδες πεντακόσιοι καβαλλάρηδες, µὲ τὶς σάλπιγγες νὰ ἠχοῦν, τὶς σηµαῖες νὰ κυµατίζουν, µὲ τὰ φοβερὰ σπαθιὰ ὑψωµένα στὸν ἀέρα, ὥρµησαν σὰν ἕνας ἄνθρωπος, ἀλαλάζοντας, ἀψηφῶντας τὸ ἐχθρικὸ πυροβολικὸ ποὺ τοὺς σφυροκοποῦσε, νὰ ἀνεβαίνουν τὸν λασπωµένο ἀνήφορο τοῦ βουνοῦ τοῦ Ἁγίου Ἰωάννη γιὰ νὰ ἐξασφαλίσουν τὴ νίκη στὸν αὐτοκράτορά τους. Χωρισµένοι σὲ δυὸ φάλαγγες, ὥρµησαν στὴ µάχη, ἕνα σιδερένιο τεῖχος, ἄτρωτοι, ἄφοβοι, τραντάζοντας τὴ γῆ κάτω ἀπὸ τὶς ὁπλὲς τῶν ἀλόγων τους. Εἴκοσι ἕξη ἵλες Ἱππικοῦ ἀνέβαιναν τὸ βουνό, εἴκοσι ἕξη τάγµατα τοὺς περίµεναν, κρυµµένοι, ἀµίλητοι στὴν κορυφή, χωρὶς νὰ τοὺς βλέπουν, ἀκούγοντας µόνο τὸν µακρινὸ σεισµὸ νὰ πλησιάζει, ἀκούγοντας τὴν κλαγγὴ ἀπὸ τοὺς σιδερένιους θώρακες καὶ τὰ σπαθιά, ἀκούγοντας τὴ φοβερὴ πολεµικὴ κραυγὴ ἀπὸ χιλιάδες στόµατα: «ζήτω ὁ αὐτοκράτορας!»
Ὅταν ὅµως αὐτοὶ οἱ κένταυροι πάτησαν τὸ ὀροπέδιο, ἡ ἀνησυχία τοῦ στρατηλάτη τους ἐπαληθεύτηκε. Ἐκεῖ πού, ἀπὸ µακριά, ξεχώριζε τὸ λευκὸ ἐκκλησάκι τοῦ Ἁγίου Νικολάου, ἁπλώθηκε ξαφνικὰ µπροστά τους ἕνας βυθισµένος ἐπαρχιακὸς δρόµος, σὰν τεράστια τάφρος ποὺ περίµενε νὰ τοὺς καταπιεῖ. Αὐτὸς ὁ δρόµος, ἀόρατος ἀπὸ τοὺς πρόποδες τοῦ βουνοῦ, ἦταν γνωστὸς στοὺς ντόπιους γιὰ τὶς κατολισθήσεις του µετὰ ἀπὸ κάθε βροχή, ἔτσι ὅπως ἦταν χαραγµένος, κόβοντας τὸ βουνό. Πολλὰ ἀτυχήµατα εἶχαν συµβεῖ ἐκεῖ καὶ µάλιστα εἶχαν σκοτωθεῖ καὶ ἄνθρωποι. Τὸ Γαλλικὸ Ἱππικὸ δὲν τὸν εἶδε ὅµως, παρὰ µόνο ὅταν ἦταν πολὺ ἀργά, ὅταν τὰ πρῶτα ἄλογα γλίστρησαν στὴ λασπωµένη πλαγιὰ καὶ γκρεµίστηκαν στὸ βάθος του. Ὅταν ἡ ὁρµὴ καὶ ἡ µέθη τῆς µάχης ὁδηγοῦσε τοὺς πίσω νὰ σπρώχνουν τοὺς ἐµπρὸς καί, ἕνας-ἕνας, οἱ περήφανοι καβαλλάρηδες κάλπαζαν στὸ χαµό τους, µέχρι ποὺ ἡ τάφρος γέµισε ἀπὸ ἀνθρώπους καὶ ἄλογα ἀνάκατα. Σύµφωνα µὲ µιὰ τοπικὴ ἐκτίµηση, αὐτὸς ὁ δρόµος ἔγινε ὁ τάφος γιὰ χίλιους πεντακόσιους ἀνθρώπους καὶ δύο χιλιάδες ἄλογα.
Πάνω ἀπὸ ὅλα ὅµως, ἔγινε ὁ τάφος τῶν ὀνείρων ἑνὸς ἀνθρώπου ποὺ ξεκίνησε ἀπὸ τὸ τίποτα, αἱµατοκύλησε τὴν Εὐρώπη, πίστεψε πὼς ἔγινε θεὸς καί, τελικά, κατέληξε νὰ γίνει µιὰ τραγικὴ φιγούρα πού, ὅταν ἔπεσε ἡ νύχτα, βρέθηκε νὰ τριγυρίζει στὸ πεδίο τῆς µάχης, παραµιλῶντας καὶ θρηνῶντας τοὺς νεκρούς του…
γιὰ σχόλια: ninetta1.blogspot.com Νινέττα Βολουδάκη
«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» Ἀρ. Τεύχους154-155
Ἰούνιος-Ἰούλιος 2015