Ἡ “ρετσινιὰ” τοῦ «μακρακισμοῦ»
Μέχρι τὶς μέρες μας, ὅταν θέλει κάποιος νὰ στιγματίσει μιὰ προσπάθεια στὸν ἐκκλησιαστικὸ χῶρο, συχνά τῆς ἐπιρρίπτει τὴ “ρετσινιὰ” τοῦ “μακρακισμοῦ”, ἢ τὴ χαρακτηρίζει ὡς “μακρακιστική”, ἀσχέτως τοῦ ἂν σχετίζεται αὐτὴ ἡ προσπάθεια μὲ αὐτὰ ποὺ κατεδίκασε ἡ Ἐκκλησία στὸν Μακράκη.
Πρόκειται γιὰ “ρετσινιά”, ἐπειδὴ ὁ Ἀπόστολος Μακράκης καταδικάστηκε ἀπὸ τὴν Ἱερὰ Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος (1878) γιὰ συγκεκριμένα θέματα καὶ ὄχι γενικῶς καὶ ἀορίστως, κυρίως δέ, γιὰ τὴν αἱρετικὴ διδασκαλία τοῦ «τρισυνθέτου», μὲ τὴν ὁποία διεκήρυσσε ὅτι «ἐκ τριῶν οὐσιῶν συνίσταται ὁ τοῦ Θεοῦ ἄνθρωπος ἐκ σώματος, ψυχῆς καὶ πνεύματος». Ὄντως πρόκειται γιὰ μιὰ αἱρετικὴ διδασκαλία, ἐπειδὴ θεωρεῖ, ὅτι ἡ οὐσία τοῦ Ἅγ. Πνεύματος ἀποτελεῖ ἀπαραίτητο καὶ ἀναφαίρετο συστατικὸ στοιχεῖο τοῦ ἀνθρώπου, ὁδηγούμενος μὲ τὴ θέση αὐτὴ ἀναμφίβολα στὸν πανθεϊσμό.
Χαρακτηριστικὸ ὡστόσο εἶναι, ὅτι τόσο τὰ πρόσωπα ὅσο καὶ οἱ προσπάθειες ποὺ τοὺς ἐπιρρίπτεται ἡ “ρετσινιὰ” αὐτή, κατὰ κανόνα δὲν ἔχουν καμία σχέση μὲ αὐτὴ τὴν αἱρετικὴ διδασκαλία τοῦ Μακράκη. Ἄλλωστε ἡ καταδίκη αὐτὴ τοῦ «τρισυνθέτου» τοῦ Μακράκη δὲν μπορεῖ νὰ σημαίνει ὅτι δὲν ἐπισήμανε σὲ πολλὰ ἄλλα σημεῖα τῆς δράσης του ὀρθῶς τὰ κακῶς κείμενα τῆς ἐποχῆς του. Μπορεῖ, ἴσως, ὁ τρόπος τῆς κριτικῆς του νὰ μὴ ἦταν πάντοτε ὁ ἐνδεδειγμένος, αὐτὸ ὅμως δὲν μπορεῖ νὰ ἀναιρέσει τὸ δίκαιο ποὺ εἶχε σὲ πολλὲς ἐπισημάνσεις του. Αὐτὸ ὑπογραμμίζουν πολλοὶ ἐρευνητὲς σὲ μιὰ πιὸ νηφάλια ἐκτίμηση τοῦ ἔργου τοῦ Μακράκη ἀπὸ τὴ δεκαετία τοῦ ’70 καὶ ἔπειτα. Τονίζεται ἰδιαίτερα ἡ καθολικότητα τοῦ ἔργου τοῦ Μακράκη, ἡ κατανόηση ἀπὸ αὐτὸν τῆς Ἐκκλησίας ὡς Κυριακοῦ Σώματος, ποὺ συμπεριλαμβάνει καὶ πρέπει νὰ ἐξυπηρετεῖ ὅλες τὶς ἀνάγκες τῆς ζωῆς τῶν μελῶν του, τὶς πνευματικὲς ὅπως καὶ τὶς βιοτικές.
Ὁ Μακράκης, ὅσο ἐλάχιστοι, στράφηκε ἐναντίον τῶν καθαρὰ προτεσταντικῶν προτύπων τοῦ Κοραῆ, γιὰ τὰ δεδομένα τοῦ Νεοελληνικοῦ Κράτους, δηλαδὴ τὴν πλήρη ὑποταγὴ τῆς Ἐκκλησίας στὸ Κράτος, ποὺ ἀπὸ τὴν Βαυαροκρατία καὶ ἔπειτα μὲ ἀρχιτέκτονες τὸν Φαρμακίδη καὶ τὸν Ἀντιβασιλέα Maurer γίνεται πραγματικότητα μὲ τὸν καταστατικὸ νόμο τοῦ 1833. Ὁ νόμος αὐτὸς ἀποτελοῦσε στὸ σύνολό του σχεδὸν μιὰ ἀντιγραφὴ τῆς Βαυαρικῆς ἐκκλησιαστικῆς νομοθεσίας, ὅπως διατυπώθηκε στὸ Βαυαρικὸ Κονσιστόριο τοῦ 1818.
Ἔτσι, ἡ Ἐκκλησία ἀπὸ περιέχον γίνεται περιεχόμενο, πλήρως ἐλεγχόμενη ἀπὸ τὴν κρατικὴ ἐξουσία. Ὡς κεφαλή της, κατὰ τὸ διοικητικὸ μέρος, ἔχει πλέον τὸν καθολικὸ Βασιλέα ποὺ μὲ τὸ θεσμὸ τοῦ βασιλικοῦ ἐπιτρόπου ἐξουσιάζει ἀπόλυτα τὴν Ἱερὰ Σύνοδο καὶ κάνει μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ ἀδύνατη τὴν ἀνασυγκρότηση τῆς Ἐκκλησίας μετὰ ἀπὸ τὰ δύσκολα χρόνια τοῦ Ἀγῶνα. Μὲ τὴν παράλληλη ἀποεκκλησιαστικοποίηση τῆς παιδείας καὶ τὴν ὑπαλληλοποίηση τοῦ Κλήρου, ὅπως καὶ μὲ τὴ διὰ νόμου διάλυση περισσότερων ἀπὸ 400 μοναστηρίων ὁ λαὸς ἀπομακρύνεται στὸν 19ο αἰῶνα ὅλο καὶ περισσότερο ἀπὸ τὸν αὐθεντικὸ Ὀρθόδοξο τρόπο τῆς πνευματικῆς καὶ κοινωνικῆς ζωῆς καὶ προοδευτικὰ ἐκπροτεσταντίζεται.
Ἐνάντια σ’ αὐτὴ τὴ διαμόρφωση τῆς νέας ἐκκλησιαστικῆς καὶ κοινωνικοπολιτικῆς πραγματικότητας, στὸν ἐκδυτικισμὸ τῆς συνολικῆς ζωῆς, ὁ Ἀπ. Μακράκης μὲ δυναμισμὸ προβάλλει τὴν ἀπαίτηση τῆς «Χριστοκρατίας», δηλαδὴ τῆς ἐπικράτησης τοῦ Χριστοῦ σὲ ὅλες τὶς ἐκδηλώσεις τῆς ζωῆς. Καὶ τὸ αἴτημα αὐτὸ εἶναι ἀπόλυτα ὀρθόδοξο. Ἤδη ἀπὸ τὰ πρῶτα βήματά της ἡ Ἐκκλησία τὸ ἐφάρμοσε μὲ τὸ θεσμὸ τῶν διακόνων, ἑνὸς καθαρὰ κοινωνικοπολιτικοῦ θεσμοῦ, ἀφοῦ εἶχε ὡς ἀποστολὴ τὴν διακονία τῶν τραπεζῶν, δηλαδὴ τῶν βιοτικῶν ἀναγκῶν τῶν πιστῶν. Αὐτὸς ὁ ἐμβαπτισμὸς ὅλης τῆς ζωῆς τῶν χριστιανῶν μέσα στὸ πρόσωπο καὶ στὸ πρότυπο ζωῆς τοῦ Χριστοῦ, στὸν Ὁποῖο «ἐδόθη πᾶσα ἐξουσία ἐν οὐρανῷ καὶ ἐπὶ γῆς» πάντοτε ἐπικρατοῦσε στὴν ὀργάνωση τῆς ζωῆς τῶν πιστῶν, στὸ βαθμὸ βέβαια ποὺ τὸ ἐπέτρεπαν οἱ ἐξωτερικὲς συνθῆκες. Ἄρα αὐτὸ τὸ αἴτημα τοῦ Μακράκη γιὰ Χριστοκρατία, στὸ ὁποῖο ἀφιερώνει τὴν ἀναγεννητική του προσπάθεια μὲ τὴν ἵδρυση συλλόγων, σχολείου καὶ τὴ δραστηριοποίηση στὴν πολιτικὴ σκηνὴ τῆς ἐποχῆς του, θεμελιώνεται ἀπόλυτα μέσα στὴν παράδοση τῆς Ὀρθοδοξίας. Τίποτε τὸ ἐπιλήψιμο δὲν ἔχει. Ὁ τρόπος, βέβαια, τῆς διεξαγωγῆς τοῦ ἀγώνα του, ἡ ἰδιορυθμία τοῦ προσώπου του, τὰ πιστεύω γιὰ τὸν ἑαυτὸ του κ.ἄ. σηκώνουν στὴ συνέχεια πολλὴ συζήτηση. Καὶ στὸν τομέα αὐτό, δηλαδὴ στὴν προσπάθεια ἀξιολόγησης τοῦ συνολικοῦ φαινομένου «Μακράκης», ἔχουν γίνει ἀρκετὰ βήματα τὶς τελευταῖες δεκαετίες.
Ἡ τακτική, ὅμως, τῆς σπίλωσης προσώπων καὶ συλλογικῶν προσπαθειῶν ὡς «μακρακιστῶν» ἢ «μακρακιστικῶν», ἐπειδὴ καὶ αὐτές, παρόμοια μὲ τὴν «Χριστοκρατία» τοῦ Μακράκη, στοχεύουν σὲ μιὰ χριστιανικὴ θεώρηση τῆς πολιτικῆς διάστασης τῆς ζωῆς μας καὶ στὴν καθιέρωση ἀνάλογων πολιτικῶν ἐπιλογῶν καὶ πρακτικῶν, ἁπλῶς μοῦ προκαλεῖ ἀποστροφή. Καὶ ἀναρωτιέμαι σχετικὰ μὲ τὴν βαθύτερη σκοπιμότητα τῶν προσώπων ποὺ τὶς ἐφαρμόζουν, χωρίς, μάλιστα, νὰ παραθέτουν οὔτε ἕνα οὐσιαστικὸ ἐπιχείρημα γιὰ νὰ αἰτιολογήσουν τὴν ἐπιλογὴ αὐτῶν τῶν χαρακτηρισμῶν.
Λέων Μπρὰνγκ
Δρ. Θεολογίας
«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» Ἀρ. Τεύχους 153
Μάϊος 2015
Σημ. τῆς Συντάξεως: Ὁ κ. Λέων Μπρὰνγκ συνέγραψε τὴν διδακτορική του Διατριβὴ μὲ θέμα τὴν προσωπικότητα καὶ τὸ ἔργο τοῦ Ἀ. Μακράκη.