Ο ΙΗΣΟΥΣ ΤΩΝ ΑΙΡΕΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΤΟΥ ΘΕΑΤΡΟΥ

ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ Ο ΘΕΑΝΘΡΩΠΟΣ ΧΡΙΣΤΟΣ ΜΑΣ!

 

Oἱ δειλοί τοῦ ἀπατεῶνος αἰῶνος μας ἔκαναν καί πάλι τήν ἐμφάνισή τους παριστάνοντας τούς γενναίους καί τούς προοδευτικούς. Ἀφοῦ δέν ἔχουν τά “κότσια” νά χλευάσουν τόν Μωάμεθ καί τόν Ἀλάχ του, γιατί φοβοῦνται καί τρέμουν τά γιαταγάνια τῶν Μωαμεθανῶν πού... ἐνεδρεύουν γιά τούς “ἀπίστους” καί ὑβριστές, θεώρησαν ἰδανική ἐνασχόληση γιά νά τονώσουν τή μειωμένη αὐτοεκτίμησή τους, νά ξεσπάσουν ἐναντίον τοῦ Ἐσταυρωμένου Χριστοῦ μας. Τόν σατίρισαν, Τόν ἔκαμαν θέατρο καί θεατρική παράσταση. Τόν κατέβασαν στό ἐπίπεδό τους, Τόν φαντασιώθηκαν ὅμοιό τους στήν πιό ταπεινωτική στάθμη γιά τόν ἄνθρωπο, τήν ὁμοφυλοφιλία, καί τότε ἡ κουρελιασμένη αὐτοεκτίμησή τους τούς ἔδωσε τήν ψευδαίσθηση τῆς ὑπεροχῆς!

Ἀλήθεια! Δέν ὑπάρχει μεγαλύτερη ἀπόδειξη τοῦ ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ὁ Δημιουργός τοῦ παντός ἀφοῦ ἀκόμη καί οἱ ἀποστατήσαντες ἀπ’ Αὐτοῦ –δαίμονες καί ἄνθρωποι– δέν μποροῦν νά παύσουν νά ἀσχολοῦνται μέ Ἐκεῖνον, ἀλλά συνεχῶς περιστρέφονται γύρω Του, ὅπως ὁ δολοφόνος στόν τόπο τοῦ ἐγκλήματός του!

Πολλοί ἦσαν αὐτοί πού ἀντέδρασαν ἀπό ἱερή ἀγανάκτηση –κληρικοί καί λαϊκοί– στή θεατρική παράσταση πού παρουσιάζεται αὐτές τίς μέρες μέ τόν τίτλο «Corpus Christi», καί εἶναι ἐπαινετή ἡ ἀγανάκτησή τους κατά τῆς ἀδικίας, ἀφοῦ ἀγαποῦν τόν Χριστό καί ἡ πνευματική φιλία τους μέ Ἐκεῖνον τούς ὤθησε νά ἀντιδράσουν ἔντονα πρός ἐκείνους πού ἔχουν ἰσοπεδώσει τά πάντα καί ἐπιχειροῦν νά διατρανώσουν τήν βλασφημία καί τήν αἰσχρότητα ὡς δεσπόζουσα παρου­σία στήν πάλαι ποτέ εὐσεβῆ Πατρίδα μας.

Παρά τίς καλές, ὅμως, προθέσεις τῶν ἀγαπώντων τόν Χριστό, ἡ πρόσφατη ἀντίδρασή μας πρός τούς ὑβριστάς εἶχε, δυστυχῶς, θετικά γι’ αὐτούς ἀποτελέσματα καί πρέπει νά προβληματισθοῦμε σοβαρά γιά τήν τακτική πού πρέπει νά ἀκολουθήσουμε στό μέλλον. Δέν εἶναι πρέπον νά προσφέρουμε διαφημιστικά ὠφέλη σ’ ἐκείνους πού μισοῦν τόν Χριστό καί, πολύ περισσότερο, νά τούς δίνουμε τή χαρά ὅτι ἔχουν τή δύναμη καί τόν τρόπο νά θίξουν, ἔστω καί κατ’ ἐλάχιστον, τόν Χριστό μας, ἀφοῦ, ὅποιος μιλάει γιά τόν Χριστό ἐκλαμβάνοντάς τον ὡς ἁπλόν ἄνθρωπον καί ὄχι ὡς Σαρκωθέντα Θεόν, δέν ἀναφέρεται στόν Χριστό τῆς Ἐκκλησίας μας ἀλλά σέ κάποιον Ἰησοῦν, κοινόν ἄνθρωπο, ἕναν ἀπό τούς τόσους πού ὑπῆρξαν ἀλλά καί πού ὑπάρχουν ἀκόμη καί σήμερα, καταγόμενοι ἀπό τό Ἰσραήλ.

Αὐτοῦ τοῦ εἴδους τούς ἀνθρώπους μποροῦμε νά τούς χαρακτη­ρίσουμε ὑβριστές, ἀλλά ὄχι βλάσφημους, γιατί δέν πιστεύουν στή Θεότητα τοῦ Χριστοῦ, ἀσχέτως ἄν στό πρόσωπο τοῦ κοινοῦ κατ’ αὐτούς καί θνητοῦ ἀνθρώπου Ἰησοῦ συνδέουν γεγονότα τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ τῆς Ἐκκλησίας. Ἔτσι ἐξηγεῖται τό γιατί ὁ ἴδιος ὁ Χρι­στός μᾶς εἶπε «πᾶς ὅς ἐρεῖ λόγον εἰς τόν Υἱόν τοῦ Ἀνθρώπου, ἀφε­θή­σεται αὐτῷ· τῷ δέ εἰς τό Ἅγιον Πνεῦμα βλασφημήσαντι, οὐκ ἀφεθήσεται» (Λουκ. ιβ,10).

Οἱ ὑβριστές μέ τήν πρακτική τους τό μόνο πού κατορθώνουν εἶναι νά ἐπιβεβαιώνουν ὅτι ὁ Ἀληθινός Χριστός, ὁ Χριστός τῆς Ἐκκλησίας, παραμένει τό μεγαλύτερο ἐμπόδιο στήν προσπάθειά τους νά ἐξαπλώσουν τήν κυριαρχία τοῦ ψεύδους. Συνάμα, ὅμως, ἄθελά τους μᾶς ἀποκαλύπτουν καί τούς πραγματικούς καί κατά κυριολεξία βλασφήμους, αὐτούς πού τούς ἐνέπνευσαν νά γίνουν ὑβριστές τοῦ Χριστοῦ. Μᾶς δείχνουν ἐκείνους, πού, ἐνῶ ἰσχυρίζονται ὅτι πιστεύουν πώς ὁ Χριστός εἶναι Θεός, Τόν παραχαράσσουν καί διαστρέφουν τήν διδασκαλία Του.

Ὅπως κάποτε ὁ Ἄρειος, ἔτσι καί οἱ σημερινοί διάδοχοί του στήν ἀσέβεια, Παπικοί καί Προτεστάντες, εἶναι οἱ βλάσφημοι διδάσκαλοι καί ἐμπνευσταί τῶν ὑβριστῶν, ἀφοῦ, οἱ μέν Παπικοί (χαρίζοντας τό ἀλάθητο τῆς Ἐκκλησίας σέ ἕναν ἄνθρωπο–κτῖσμα, τόν Πάπα) συνεχίζουν νά ἀποκαλοῦν τήν Θεία Χάρη κτῖσμα, οἱ δέ Προτεστάντες θεωροῦν ὁλόκληρη τήν Ἐκκλησία κτῖσμα καί, συνεπῶς, τόν Χριστό, μέ τό νά «ἐπεκτείνουν τόν Παπικό θεσμό μέχρι τῆς τελευταίας
Προ­­τε­σταντικῆς καλύβης» ἀνακηρύσσοντας ἀλάθητον κάθε Προτε­στάντη καί κατά συνέπεια ἀνήθικον, ἀφοῦ τό ἦθος τοῦ Χριστοῦ δέν τό διδάσκονται πλέον ἀπό τήν Ἁγία Γραφή ἀλλά ἀπό τό πνεῦμα τῆς ἐποχῆς, τό πνεῦμα τοῦ κόσμου καί τῶν ἐν κόσμῳ, ἀπό «τό φρόνημα τῆς σαρκός, τήν ἐπιθυμίαν τῶν ὀφθαλμῶν, τήν ἀλαζονείαν τοῦ βίου».

Ἔτσι, ἔφθασαν οἱ βλάσφημοι Προτεστάντες στήν ἀντίθεο βλασφη­μία νά διαψεύδουν τόν Χριστό στήν πράξη μέ τό νά κηρύσσουν ὅτι ἡ ὁμοφυλοφιλία, ὄχι μόνο δέν κολάζεται αἰώνια, ἀλλά καί εὐλογεῖται ἀπό τόν Θεό ὡς προϋπόθεση ἀκόμη καί τῆς Ἱερωσύνης καί τῆς Ἀρχι­ερωσύνης!

Ἐάν θέλουμε, λοιπόν, νά εἴμαστε τίμιοι μέ τούς ἀνθρώπους καί συνεπεῖς μέ τήν Ἀλήθεια πρέπει νά παραδεχθοῦμε ὅτι οἱ ἠθικοί αὐτουργοί τῆς συγγραφῆς τοῦ σεναρίου τοῦ θεατρικοῦ «Corpus Christi» εἶναι ἡ ἀνήθικη Προτεσταντική θεολογία καί Ἱεραρχία, ἀλλά καί ἡ διπλά ἀνήθικη Παπική Ἱεραρχία πού, ἐνῶ φανερά δέν ἐκφράζεται ὑπέρ τῆς ἀνηθικότητος ἀλλά, ἀντίθετα, παρουσιάζεται καί ...παρθενεύουσα(!) μέ τήν ἐπιβολή ὑποχρεωτικῆς ἀγαμίας στόν Κλῆρο της, στήν πράξη, ὄχι μόνο σκεπάζει κάθε ἀνηθικότητα τῶν κληρικῶν της ἀλλά καί κατοχυρώνει θεολογικά κάθε ἠθική παρεκτροπή τους, ὁπλίζοντάς τους μέ τήν Ἰησουΐτικη διακαιολογία ὅτι μέ τή χειροτονία τους «ὁρκίσθηκαν νά τηρήσουν ἀγαμία καί ὄχι παρθε­νία»!

Ὁ Χριστός τῆς Ἐκκλησίας μας δέν ἔχει καμμιά σχέση μέ τόν Χριστό τῶν Παπικῶν καί τῶν Προτεσταντῶν, πού εἶναι κατ’ ἀκρίβειαν οἱ σεναριογράφοι τοῦ Χριστοῦ τῶν θεατρίνων. Ὁ Νυμφίος τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά καί κάθε εὐλαβοῦς ψυχῆς, εἶναι ὁ Σαρκωθείς Θεός. Ὁ Θεός Λόγος, τό Δεύτερο Πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, πού ἔγινε καί Τέλειος Ἄνθρωπος, ὅπως ὁ Πρωτόπλαστος Ἀδάμ, χωρίς σπέρμα ἀνθρώπινο καί χωρίς νά ἀναπτυχθῆ στήν Παρθενική Μήτρα τῆς Θεοτόκου ὡς ἔμβρυο πού σταδιακά διαμορφώνεται σέ σχῆμα ἀνθρώπου, ἀλλά ἐξ ἄκρας συλλήψεώς Του ἐκ Πνεύματος Ἁγίου ἦταν σχηματισμένος ἄνθρωπος.

Δέν συνελήφθη ὁ Χριστός μέ ἀνθρώπινο σπέρμα –γιατί θά ἦταν καί Αὐτός φορέας τοῦ Προπατορικοῦ ἁμαρτήματος– ἀλλά αὐτό δέν σημαίνει ὅτι ἦταν ἀφύσικος ἄνθρωπος, ἀφοῦ καί ὁ Ἀδάμ δέν ἦλθε στήν ὕπαρξη «σπερματικῶς», ἀλλά «δημιουργικῶς». Τό σπέρμα δέν εἶναι συστατικό τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως ἀλλά ἀποτέλεσμα τῆς πτώ­σεως καί τῆς παρακοῆς, γι’ αὐτό ὁ Ἀδάμ πρό τῆς πτώσεως δέν εἶχε σπέρμα. Μετά τήν πτώση ἔλαβε ὁ Ἀδάμ τό σπέρμα ὡς συνακόλουθο τῶν «δερμα­τίνων χιτώνων».

Ὁ Χριστός, λοιπόν, ὡς «Νέος Ἀδάμ», οὔτε ἐγεν­νήθη μέ σπέρμα, οὔτε παντελῶς εἶχε σπέρμα, οὔτε ἐνήργησε συναφῆ σαρκική διαδι­κασία, πλήν τῶν «ἀδιαβλήτων παθῶν», τῆς πείνας, τῆς δίψας, τῆς κο­πώσεως, τῆς αἱματώσεως, τοῦ θανάτου. Ἄν ὁ Χριστός εἶχε σπέρμα, ἐκτός τοῦ ὅτι θά ἦταν φορεύς τοῦ Προπατορικοῦ ἁμαρτήματος, θά ἐδίδετο ἡ δυνατότητα στόν διάβολο νά τοῦ κινήση τήν σαρκική δια­-
δι­κασία τῆς ἀκουσίου καί ἐν ὑπνώσει ρεύσεως, ὅπως τήν κινεῖ καί σέ προχωρημένους στήν ἀρετή ἀνθρώπους χωρίς τήν δική τους θέλη­ση.

Τό ὅτι δέν ἐνήργησε ὁ Χριστός καμμιά γενετική λειτουργία εἶναι ὁ λόγος πού δέν συμπεριλαμβάνεται ἡ δια­δικασία αὐτή στά «ἀδιάβλητα πάθη», καί γι’ αὐτό οἱ προγαμιαῖες σχέσεις δέν εἶναι ἀκίνδυνες γιά τήν ψυχοσωματική ὑγεία τῶν ἀνθρώπων, ἀλλά ἀπαι­τεῖται γιά τίς σαρκικές σχέσεις ἕνα ἱερό Μυστήριο, τό Μυστήριο τοῦ Γάμου, τό ὁποῖο διά τῆς Θείας Χάριτος ἐμποδίζει νά βλαφθῆ τό ζεῦγος ἀπό τήν συνουσία.

 

* * *

Εἶναι καταφανές ὅτι ὁ Χριστός τῆς Ἐκκλησίας μας ἀπέχει ἀπό τόν Χριστό τῶν βλασφήμων αἱρετικῶν, Παπικῶν καί Προτεσταντῶν –δηλαδή ἀπό τόν Χριστό τῶν θεατρικῶν ἔργων πού ἐξεγείρουν τίς συνειδήσεις τῶν πιστῶν– «ὅσον ἀπέ­χουσιν Ἀνατολαί ἀπό Δυσμῶν»! Ἀπέχει, ὅσο ἀπέχει ὁ Θεός ἀπό τόν ἁμαρτωλό ἄνθρωπο.

Συνεπῶς, ὁ Χριστός τῆς Ἐκκλησίας μας δέν κινδυνεύει ἀπό κανένα ἐπίγειο ἤ ἐπουράνιο ὄν, οὔτε ἀπό ὁποιαδήποτε παραχάραξη τοῦ Προσώπου Του. «Οἰκεῖ Φῶς ἀπρόσιτον». Δέν μπορεῖ οὔτε νά Τόν προσεγγίση κανείς, παρά μόνον ἐκεῖνος πού θά ἀγαπηθῆ ἀπό τόν Οὐράνιο Πατέρα μας καί θά δεχθῆ τήν Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἀπό τήν παραχάραξη τοῦ Χριστοῦ κινδυνεύουμε μόνο ἐμεῖς οἱ ἄν­θρωποι, πιστοί καί ἄπιστοι, ἰδίως, ὅμως, ὅσοι μέ τήν θέλησή μας ἐπι­θυμοῦμε νά ἀνήκουμε στήν Ἐκκλησία.

Πρέπει νά προσέξουμε πολύ, γιατί ὁ Χριστός εἶναι ὁ Μόνος Σαρκωθείς Ἀληθινός Θεός, καί στό Πρόσωπό Του εἶναι κρυμμένη ἡ ὑπόσταση τοῦ καθενός μας. Χωρίς Αὐτόν εἴμαστε ἀπρόσωποι, ὅπως ὁ ὄχλος καί ὁ ἀνθρώπινος συρφετός. Ἐπειδή ὅμως αὐτό δέν εἴμαστε ὅλοι εἰς θέσιν νά τό ἀντιληφθοῦμε καί νά τό ἀξιολογήσουμε, ἄς κρατήσουμε γερά στήν μνήμη καί στήν καρδιά μας τήν προειδοποίηση τοῦ Θεοῦ διά τοῦ στόματος τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου Παύλου: «Φοβερόν τό ἐμπεσεῖν εἰς χεῖρας Θεοῦ ζῶντος»!

 

                                                               π. Βασίλειος Ε. Βολουδάκης

                                                                        Πρωτοπρεσβύτερος

                                                                   «ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ»

                                                            Ἀρ. Τεύχους 123, Νοέμβριος 2012