ΕΙΝΑΙ Η ΕΠΕΤΕΙΟΣ ΤΗΣ ΜΑΧΗΣ ΠΟΥ ΕΚΛΕΙΣΕ ΕΝΑ ΚΟΣΜΟ ΚΑΙ ΑΝΟΙΞΕ ΜΙΑ ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΑ ΜΕΡΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΟΙΚΟΥΜΕΝΗ

Ἡ ἄλλη 28η Ὀκτωβρίου

 χουµε συνηθίσει κάθε χρόνο νά γιορτάζουµε τήν ἐπέτειο τῆς 28ης Ὀκτωβρίου τοῦ 1940, τήν ἐπέτειο τῆς χωρίς ἐλπίδα ἀντίστασης µιᾶς µικρῆς ἀλλά γενναίας Χώρας στίς ὑπερδυνάµεις πού ἤθελαν νά τήν κατακτήσουν. Βέβαια, ἐµεῖς πού γιορτάζουµε σήµερα δέν ἔχουµε καµµία σχέση µέ κείνη τή µικρή ἀλλά γενναία Χώρα πού τά ἔβαλε µέ τήν ἰσχυρότερη πολεµική µηχανή τοῦ καιροῦ ἐκείνου, ἀλλά αὐτό εἶναι µιά ἄλλη πονεµένη ἱστορία, γιά τήν ὁποία δέν θά µιλήσουµε τώρα.

Τώρα θά ἤθελα νά σᾶς θυµίσω µιάν ἄλλη 28η Ὀκτωβρίου, πρίν ἀπό πολλά–πολλά χρόνια, τήν 28η Ὀκτωβρίου τοῦ 312, πού φέτος συµπληρώνει τά 1.700 ἀκριβῶς χρόνια της. Εἶναι ἡ ἐπέτειος τῆς µάχης στή Μουλβία γέφυρα, τή γέφυρα τοῦ ποταµοῦ Τίβερι, λίγο ἔξω ἀπ’ τήν –τότε– Ρώµη. Εἶναι ἡ ἐπέτειος τῆς µάχης πού ἔκλεισε ἕνα κόσµο καί ἄνοιξε µιά καινούρια µέρα γιά τήν οἰκουµένη. Εἶναι ἡ ἐπέτειος τῆς µάχης πού, ἕνας ἄνθρωπος, τόν ὁποῖο οἱ «ἰσχυροί» ἐκείνου τοῦ κόσµου θεωροῦσαν νεαρό καί ἀσήµαντο καί εὔκολο νά τόν ἐξοντώσουν, «ἔπαιξε τό κεφάλι του», ἀντιµετωπίζοντας ἕνα στρατό µεγαλύτερο ἀπό τό δικό του καί ἕνα προσωπικό ἀντίπαλο ὁ ὁποῖος τόν µισοῦσε µέχρι τό βάθος τῆς ψυχῆς του, ξέροντας πώς, ἄν ἔχανε αὐτή τή µάχη, τόν περίµενε ἕνας ἀνελέητος καί οἰκτρός θάνατος. Κι ὅµως, δέν προβληµατίστηκε, δέν ἀµφέβαλλε, ἀλλά πίστεψε. Πίστεψε σέ τί; Σ’ ἕνα ὄνειρο! Σ’ ἕνα ὄνειρο, ἀλλά ὄχι σέ µιά χίµαιρα, γιατί ὄνειρο ἀπό ὄνειρο διαφέρει...

Τό ὄνοµα τοῦ «νεαροῦ» ἐκείνου ἦταν Κωνσταντῖνος. Ἀκόµα καί τό ὄνοµα ἔδειχνε τή διαφορά, γιατί ποτέ, µέχρι τότε, δέν τό εἶχε ξαναπάρει κανείς ἄλλος. Αὐτός ἦταν ὁ πρῶτος καί ὁ ἕνας µ’ αὐτό τό ὄνοµα. Κι αὐτός ἦταν ὁ πρῶτος καί ὁ ἕνας πού βίωσε ὅλη τήν τρέλλα καί τήν κακία καί τό ἀδιέξοδο τῆς πιό παρακµιακῆς ἐποχῆς στήν ἱστορία τοῦ κόσµου –µέ µόνη, ἴσως, ἐξαίρεση τή δική µας ἐποχή– καί βρῆκε τόν τρόπο νά ἀλλάξει τόν κόσµο του ἀντί νά νικηθεῖ ἀπ’ τόν κόσµο του καί νά σταυρώσει τά χέρια, ὅπως κάνουµε ἐµεῖς καί νά πεῖ, ὅπως λέµε ἐµεῖς: τί περιµένεις; Ἕνας ἄνθρωπος θά ἀλλάξει τόν κόσµο; Ἕνας κοῦκος δέν φέρνει τήν ἄνοιξη! Νά ὅµως πού τήν ἔφερε. Νά πού, ἕνας ἄνθρωπος, ἀντάλλαξε τήν παρακµή καί τήν ἀποσύνθεση τοῦ κόσµου του µέ τή ζωή καί τή δηµιουργία ἑνός νέου κόσµου.

Πολλοί ἱστορικοί ἰσχυρίζονται ὅτι πέτυχε, ἐπειδή ἦταν ἁπλᾶ ἕνας ἔξυπνος καιροσκόπος πού ἐκµεταλλεύτηκε τή µεγάλη ἐπιρ­ροή τοῦ χριστιανισµοῦ. Ἄλλοι, πού θεωροῦν τόν ἑαυτό τους ἰδιαί­τε­ρα εὐφυῆ, ἀποφαίνονται ὅτι ἦταν µέν καιροσκόπος, ἀλλά ὄχι καί πολύ ἔξυπνος.Ὁ ἴδιος, φαντάζοµαι, ἀπαντάει σ’ ὅλους τούς ἐπικριτές του, ὅπως ἀπάντησε –σέ µιά ἀπ’ τίς ἐλάχιστες φορές πού ἔµεινε στή Ρώµη– καί σ’ αὐτούς πού ἦρθαν νά τοῦ ποῦν ὅτι ὁ ὄχλος τόν ἀποδοκιµάζει πετροβολῶντας τά ἀγάλµατά του καί µιά πέτρα χτύπησε ἕναν ἀδριάντα του στό µέτωπο. Τότε ὁ «ὄχι πολύ ἔξυπνος»(!) Κωνσταντῖνος χαµογέλασε, σήκωσε τό χέρι του καί ἔτριψε τό µέτωπό του καί εἶπε: «ἀλήθεια; δέν τό κατάλαβα!» Νοµίζω ὅτι αὐτή ἡ µεγαλόψυχη, γεµάτη χιοῦµορ ἀνοχή ἐξακολουθεῖ νά τόν βοηθάει µέσα στήν αἰωνιότητα νά ἀνέχεται τή βλακεία τοῦ ἀνθρωπίνου εἴδους καί νά µή δίνει σηµασία στά ὅσα λέγονται καί γράφονται γι’ αὐτόν.

Ὁ κόσµος τοῦ «νεαροῦ» Κωνσταντίνου δέν ἦταν κόσµος ἄθεος. Ἡ ἀθεΐα εἶναι ἐφεύρεση τῆς ἀλαζονείας τοῦ σύγχρονου ἀνθρώπου πού θέλει τόν ἑαυτό του κυρίαρχο τοῦ σύµπαντος καί δέν ἀνέχεται νά εἶναι ὑπόλογος σέ κανέναν. Οἱ Ρωµαῖοι ὅµως τοῦ τέλους τοῦ τρίτου καί τῆς ἀρχῆς τοῦ τετάρτου αἰῶνα ἦσαν ἐξαιρετικά δεισιδαίµονες καί ἀφοσιωµένοι εἰδωλολάτρες, µέ χαρακτηριστικό παράδειγµα τόν Διοκλητιανό, ὁ ὁποῖος δέν ἔκανε τίποτε ἄν δέν συµβουλευόταν τούς µάντεις καί τούς ἱερεῖς του. Τόσο «ἀνοιχτοί» ἦσαν µάλιστα στήν εἰδωλολατρεία τους, ὥστε εἶχαν «κάνει εἰσαγωγή» καί ξένων θεῶν καί ἀπό τήν Αἴγυπτο –ἡ λατρεία τῆς σκοτεινῆς θεᾶς Ἴσιδος ἦταν πολύ «µόδα» στούς ἀριστοκρατικούς κύκλους– ὅσο καί ἀπό τήν Ἀνατολή, ἀπ’ ὅπου ἦρθε ἡ λατρεία τοῦ Μίθρα, τοῦ θεοῦ–ἥλιου.

Ὁ κόσµος τοῦ «νεαροῦ» Κωνσταντίνου, ἐπίσης, δέν ἦταν στερηµένος πολιτικῶν προσωπικοτήτων. Ὁ αὐτοκράτορας Διοκλη­τιανός, ἦταν τό πρότυπό τοῦ ἐθνικοῦ Ρωµαίου αὐτοκράτορα. Σκληρός ἀλλά πατριώτης, στρατιώτης ἀλλά καί πολιτικός, πολύ ἔξυπνος καί διορατικός, πιστός σάν φίλος καί ἀδυσώπητος σάν ἐχθρός. Ἦταν ὁ µόνος Ρωµαῖος αὐτοκράτορας πού τακτοποίησε µέ τόν καλύτερο ἀνθρώπινα τρόπο τίς ὑποθέσεις τῆς αὐτοκρατορίας του καί ἀποσύρθηκε στά κτήµατά του νά «καλλιεργήσει λάχανα» γιατί τοῦ ἄρεσε ἡ ἀγροτική ζωή. Τόσο πολύ τοῦ ἄρεσε, µάλιστα, ὥστε ὅταν ὁ Γαλέριος τόν παρακάλεσε κάποια στιγµή µετά νά ἀνακαλέσει τήν παραίτησή του καί νά γυρίσει νά βάλει τάξη στό χάος τῶν ἐµφυλίων συγκρούσεων, νά τοῦ ἀπαντήσει: «ἄν βλέπατε τί ὡραῖα πού εἶναι τά λάχανα πού φυτεύω µέ τά χέρια µου, δέν θά µοῦ ζητούσατε νά τά ἀφήσω».

Ὁ «νεαρός» Κωνσταντῖνος ἔζησε δίπλα του καί µαθήτευσε στή διοίκηση τοῦ Διοκλητιανοῦ καί ἔµαθε ἀπό αὐτόν. Ἴσως καί νά µήν ἔφτασε τό δάσκαλό του στίς ἱκανότητες –ὅπως θέλουν νά πιστεύουν κάποιοι ἱστορικοί– ἴσως… Εἶχε ὅµως µιά καταλυτική διαφορά καί µέ τόν Διοκλητιανό καί µέ ὅλους τούς ὑπόλοιπους. Ἀκόµα κι ὅταν ἦταν νεαρός καί εἰδωλολάτρης, ἡ λατρεία του στρεφόταν στό θεό-ἥλιο τῆς Ἀνατολῆς, τόν Μίθρα καί ὄχι στούς σκοτεινούς καί σκληρούς θεούς. Ἡ λατρεία του ἦταν τό φῶς, ὄχι τό σκοτάδι. Ὁ Διοκλητιανός, ὅταν τοῦ προφήτεψαν οἱ ἱερεῖς του ὅτι οἱ «δίκαιοι οἱ ἐπί γῆς» θά δώσουν τή λύση πού ζητοῦσε, ρώτησε τούς ἀνθρώπους του ποιοί ἦταν αὐτοί οἱ δίκαιοι. Κι ὅταν πῆρε τήν ἀπάντηση: «οἱ χριστιανοί», τότε ἐξαπέλυσε διωγµό ἐναντίον τῶν χριστιανῶν. Ὁ «νεαρός» Κωνσταντῖνος, ἀκόµα κι ὅταν ἦταν εἰδωλολάτρης, θαύµαζε καί ἀγαποῦσε τούς δίκαιους ἀνθρώπους καί τούς διάλεγε γιά συνεργάτες του. Ἐκεῖ ἦταν ἡ διαφορά του. Στό ἦθος καί στίς ἐπιλογές του.

Κι αὐτή ἦταν ἡ διαφορά πού ἔδωσε στήν ἀνθρωπότητα µιά παράταση ζωῆς. Οἱ πρῶτοι χριστιανοί, βλέποντας τή διαφθορά καί τό χάος τῆς ζωῆς τοῦ κόσµου τους, περίµεναν τή Δευτέρα Παρουσία σύντοµα. Καί πράγµατι, ἀνθρώπινη λύση δέν ὑπῆρχε στό πολιτικό ἀδιέξοδο τῆς τεράστιας, κουρασµένης καί διεφθαρµένης Ρωµαϊκῆς αὐτοκρατορίας. Ἡ σοφότερη ἀνθρώπινη λύση, ἦταν αὐτή τοῦ Διοκλητιανοῦ: νά χωριστεῖ ἡ οἰκουµένη σέ Ἀνατολή καί Δύση, µέ ἕναν κυβερνήτη στήν Ἀνατολή καί ἕναν στή Δύση. Καί αὐτή ἡ λύση ἀπέτυχε. Γιατί; Γιατί οἱ ἄνθρωποι, ἄν δέν εἶναι δίκαιοι, εἶναι θηρία. Ἔτσι ἦταν, ἔτσι εἶναι καί ἔτσι θά εἶναι στόν αἰῶνα. Γι’ αὐτό ἀπέτυχε ἡ τετραρχία τοῦ Διοκλητιανοῦ. Γιατί ὁ ἕνας στράφηκε ἐνάντια στόν ἄλλον, ὅσο κι ἄν ἦταν µεταξύ τους δεµένοι µέ ὅρκους, µέ γάµους, µέ φιλίες, µέ συγγένειες. Πατέρας πρόδωσε τό γιό του καί γιός τόν πατέρα. Κανείς καί τίποτα δέν µποροῦσε νά σώσει τήν κατάσταση, παρά µόνον ἕνας νεαρός, πού ὅλοι οἱ «ἰσχυροί» τόν ὑποτιµοῦσαν, ἕνας –κατά τήν εἰδωλολατρική προφητεία– «δίκαιος ἐν τῷ κόσµῳ».

Δέν θά ἔπεφτε κανείς ἔξω ἄν ἔλεγε ὅτι χίλια ἑπτακόσια χρό­νια πρίν, ἡ µάχη στή Μουλβία γέφυρα, ἦταν µιά µάχη ἀνάµεσα στό φῶς καί στό σκοτάδι. Ἀρκεῖ νά βάλεις ἀπέναντι τούς δύο στρα­τη­γούς: τό «νεαρό» Κωνσταντῖνο πού ὑστεροῦσε σέ στρατό καί ἀκολουθοῦσε ἕνα ὅραµα Φωτός καί Σταυροῦ καί τόν ἰσχυ­ρό Μαξέντιο, τόν ὀχυρωµένο στή Ρώµη, µέ τούς φοβερούς πραιτω­ριανούς ἀφοσιωµένους στό πρόσωπό του, µέ τό φόβο τοῦ ὀνόµατός του καί τῆς ἀγριότητάς του νά πολεµάει γι’ αὐτόν, ἀκόµα καί στήν ἀπουσία του. Κι ὅταν λέµε φόβο, ἐννοοῦµε ὅτι ὅποιος εἶχε διαφορετική γνώµη ἀπ’ αὐτόν, νά χάνει τή ζωή καί τήν περιουσία του. Ὅποια γυναῖκα –ὅσο εὐγενής καί ὅσο πλούσια– παντρεµένη ἤ ἀνύπαντρη τοῦ τραβοῦσε τήν προσοχή, ἁρπαζόταν ἀµέσως, µαζί µέ τήν περιουσία της. Ἡ ἁγνότητα ἐθεωρεῖτο µέ νόµο σάν προδοσία κατά τοῦ κράτους. Τέτοιο φόβο ἐννοοῦµε καί πολύ περισσότερο, πού δέν ἔχουµε ἐδῶ δυνατότητα νά ἀναπτύξουµε.

Ἀκόµα καί ἡ ἐµφάνισή του προκαλοῦσε δέος σ’ ὅποιον τόν ἀντίκρυζε. Βγῆκε νά πολεµήσει ντυµένος µέ ὁλόχρυση βαρειά πανοπλία πού θάµπωνε τούς ἀντιπάλους του. Ἡ δύναµη, ἡ ἐξου­σία, ἡ φαντασία, ἡ βία, ὁ τρόµος, ὅλο τό βάρος καί ἡ δόξα καί ἡ καταπίεση τῆς ἀρχαίας Ρωµαϊκῆς αὐτοκρατορίας, ἀπέναντι σ’ ἕναν διωγµένο καί ἀπειληµένο καί ἀνεπιθύµητο «νεαρό» πού ἀκολουθοῦσε ἕνα ὅραµα κι ἕνα λάβαρο!

Ἡ χρυσή πανοπλία τράβηξε τόν Μαξέντιο στόν πάτο τοῦ Τίβερη καί ἔγινε ὁ θάνατός του. Χίλια ἑπτακόσια χρόνια µετά, ἡ οἰκουµένη δέν ἔχει συγχωρήσει ἀκόµα στό «νεαρό» τή νίκη του. Χίλια ἑπτακόσια χρόνια µετά, ἡ οἰκουµένη ἐξακολουθεῖ νά προτιµᾶ τό σκοτάδι γιά νά µήν «ἐλέγχονται τά ἔργα της». Ἀκόµα τόν ἀγνοοῦν, τόν ὑποτιµοῦν καί τόν µειώνουν µέ ὅποιον τρόπο µποροῦν. Ἀλλά δέν µποροῦν νά καταργήσουν ἕνα γεγονός πού ἔγινε. Δέν µποροῦν νά καταργήσουν τή βεβαιότητα ὅλων ὅσοι ἀκολουθοῦν ἀκόµα τό ὅραµα καί τό λάβαρο τοῦ Φωτός καί τοῦ Σταυροῦ ὅτι οἱ «δίκαιοι οἱ ἐν τῷ κόσµῳ» δέν χάθηκαν καί δέν φοβοῦνται τό σκοτάδι καί τίς χρυσές πανοπλίες. Γιατί ὁ δικός τους Βασιλιάς «ἐξῆλθε νικῶν καί ἵνα νικήσῃ»!...

 

                                                                                       Νινέττα Βολουδάκη

                                                                   «ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» Ὀκτώβριος 2012

                                                                                          Ἀρ. Τεύχους 122