Στίς 7 Ἀπριλίου τοῦ 2012 συμπληρώνονται 33 χρόνια ἀπό τῆς κοιμήσεως τοῦ Ἁγιωτάτου Σέρβου Ἀρχιμανδρίτου Ἰουστίνου Πόποβιτς, τοῦ ὁποίου πρόσφατα διεκηρύχθη ἡ ἁγιότης ἀπό τό Πατριαρχεῖο τῆς Σερβίας.
Ὁ Χριστομίμητος αὐτός ἀσκητής καί Πατήρ τῆς Ἐκκλησίας μας ἐκοιμήθη στίς 25 Μαρτίου 1979 μέ τό παλαιό ἡμερολόγιο, πού ἀκολουθεῖ ἡ Σερβική Ἐκκλησία (7 Ἀπριλίου μέ τό δικό μας), στήν ἑορτή τοῦ Eὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου, τήν ἡμέρα δηλαδή τῶν γενεθλίων του, δεδομένου ὅτι τήν ἡμέρα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ γεννήθηκε. Ἔτσι καί ἡ ἐπίγεια καί ἡ οὐράνεια γέννησή του εἶναι Εὐαγγελισμός!
Εἴχαμε τήν ἰδιαίτερη εὐλογία νά παραστοῦμε μέ τήν πρεσβυτέρα μου στήν κηδεία τοῦ ἁγίου Ἰουστίνου καί νά γίνουμε κοινωνοί τῆς Θείας Χάριτος πού περιέβαλε τό σκήνωμά του.
Τίς πνευματικές ἐντυπώσεις μας ἀπό τήν νεκρώσιμη Ἀκολουθία τίς κατέγραψα σέ ἄρθρο μου μέ τίτλο «Μπροστά στόν τάφο τοῦ π. Ἰουστίνου», πού δημοσιεύθηκε στήν ἐκκλησιαστική ἐφημερίδα «Ὀρθόδοξος Τύπος», στίς 11 Μαῒου 1979 – Ἀρ. Φύλλου 356. Μέ πνευματική χαρά δεχθήκαμε τήν ἐπαλήθευση τῶν τότε διαπιστώσεών μας πληροφορηθέντες τήν ἐπίσημη ἀναγνώριση τοῦ π. Ἰουστίνου ὡς ἁγίου ἀπό τήν Ἱεραρχία τοῦ Πατριαρχείου τῆς Σερβίας. Ἔγραφα τότε, τό 1979:
«Ο ΑΓΙΟΣ ΓΕΡΟΝΤΑΣ π. Ἰουστῖνος ἦταν ὁ προεξάρχων τῆς νεκρωσίμου ἀκολουθίας. Φαινόταν σά νά κοιμᾶται μέ πολύ εὐχάριστο, θεῖο ὕπνο. Εἶχε ἔντονο χαμόγελο, πού διακρινόταν καί ἀπό μακρυά. Δέν χωροῦσαν συναισθηματισμοί ἐκείνη τήν ἡμέρα. Δέν πίεζες τόν ἑαυτό σου νά αἰσθανθῆς ὁτιδήποτε. Ἁπλῶς στεκόσουν μάρτυς ἄφωνος τῆς ἀναστάσεως τοῦ θεωθέντος ἀνθρώπου. Μάρτυς ἄφωνος τῆς εὐφροσύνης καί τῆς ζωῆς, πού ἀνέβλυζε μέσα ἀπό τό χαριτόβρυτο σῶμα τοῦ ἁγίου Πατρός. Δέν μποροῦσες νά ἀμφιβάλλης. Δέν μποροῦσες νά ἔχης ἐνδοιασμούς. Δέν μποροῦσε οὔτε ὁ λογισμός σου νά διστάση νά ὁμολογήση, πώς ὄντως ὁ π. Ἰουστῖνος εἶναι ἅγιος, δοξασμένος ἀπό τόν Θεό. Ὅποιος ἔσκυψε καί ἀσπάσθηκε τό ἅγιό του πρόσωπο, διέκρινε ἀμέσως, χωρίς καμμιά ἀμφιβολία, τά ἐνδεικτικά τῆς δόξης, πού ἔλαβε ἀπό τόν Θεό.
Δέν πρέπει νά ποῦμε τίποτε ἄλλο. Ἴσως εἶπα περισσότερα ἀπό ὅσα ἔπρεπε. Ὅμως, ὁ Θεός γνωρίζει ὅτι κατέθεσα τήν ἀλήθεια καί ὅτι τήν ἀλήθεια αὐτή δέν μοῦ ἐπέτρεπε ἡ συνείδησή μου νά τήν ἀποκρύψω. Πιστεύω πάντως μέ πίστη βεβαία ὅτι πολύ σύντομα ὁ Θεός θά τόν φανερώση σέ ὅλη τήν Ἐκκλησία»!
Πολλά σημεῖα τοῦ ἄρθρου αὐτοῦ –πέρα ἀπό τήν ἀξιολόγηση τοῦ προσώπου τοῦ π. Ἰουστίνου– εἶναι σήμερα περισσότερο ἐπίκαιρα ἀπό τότε πού γράφηκε. Ὅπως ὁ πνευματικός σωβινισμός τῶν Θεολογικῶν μας Σχολῶν καί ὁ σχολαστικισμός στή μελέτη καί στήν ἀξιολόγηση τῶν Ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας, πρᾶγμα τό ὁποῖο ἔχει προκαλέσει στίς μέρες μας μεγάλη ἀναταραχή στόν θεολογικό κόσμο ἀλλά καί στό Πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας μας. Γι’ αὐτό κρίναμε σκόπιμο, σέ συνδυασμό μέ τήν ἐπέτειο τῆς κοιμήσεως τοῦ ἁγίου Ἰουστίνου, νά ἀναδημοσιεύσουμε τό ἄρθρο μας αὐτό τοῦ 1979:
«Μπροστά στόν τάφο τοῦ π. Ἰουστίνου
Ἡ ΚΟΙΜΗΣΗ τοῦ ὁμολογητοῦ Πατρός τῆς Καθολικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας Ἀρχιμανδρίτου Ἰουστίνου Πόποβιτς μᾶς «συνήγαγε», μιά ὁμάδα Ἕλληνες, στό μοναστήρι τοῦ Τσέλιε πού βρίσκεται στήν πόλη Βάλιεβο τῆς Γιουγκοσλαβίας, δυόμισυ ὧρες ἔξω ἀπό τό Βελιγράδι.
ΤΟ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ εἶναι κρυμμένο μέσα στά δένδρα, σέ μιά τοποθεσία πού μοιάζει μέ φωληά. Χρειάζεται νά κατέβη κανείς ἀρκετά ἀπό τό ὕψος τοῦ δρόμου ἀνάμεσα στά δένδρα μέχρι νά φθάση ἔξω ἀπό τόν ξύλινο φράκτη του. Παρ’ ὅτι ὅμως βρίσκεται μέσα σέ κοίλωμα τοῦ ἐδάφους καί ἀπό μακρυά φαίνεται θαμμένο, ὅταν πλησιάσης, βλέπεις ὅτι ἔχει τόση ἐλευθερία γύρω του, τόσο ἀνοιχτό πεδίο, τόσο ὁρίζοντα καί ἀπορεῖς καί θαυμάζεις, πῶς συμβαίνει νά ἐκφράζη καί ὁ χῶρος τῆς Μονῆς, αὐτό πού ἦταν ὁ π. Ἰουστῖνος. Κεκρυμμένος στά βάθη τῆς μαρτυρικῆς χώρας του, ἡ συνείδηση ὄντως τοῦ βασανισμένου αὐτοῦ λαοῦ, ἡ συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας τῆς Σερβίας, ἐκείνης πού δέν συμβιβάσθηκε μέ τό ἀπρόσωπο καθεστώς. Συγχρόνως ὅμως τόσο φανερός, τόσο δυνατός καί ἐλεύθερος. Ὑπερυψωμένος στό λαό του, στή χώρα του, πού δέν μπόρεσε νά τόν χωρέση. Ξεπέρασε τά ὅρια τῆς Σερβίας καί ἁπλώθηκε στόν κόσμο ὁλόκληρο σάν καθολικός Πατήρ καί Διδάσκαλος τῆς Ἐκκλησίας εὑρισκόμενος συνεχῶς στό σταυρό τοῦ μαρτυρίου του καί φέρων τά στίγματα τοῦ Χριστοῦ.
Ὅταν φθάσαμε στό Μοναστήρι, τό ἱερατεῖο ἦταν μέ τά ἄμφιά του ἕτοιμο, γιά ν’ ἀρχίση ἡ νεκρώσιμη ἀκολουθία, πού φιλάδελφα καθυστέρησε, γιά νά προλάβουμε κι’ ἐμεῖς ἀπό τήν Ἀθήνα.
Στό κέντρο τοῦ Καθολικοῦ τῆς Μονῆς τό σκήνωμα τοῦ π. Ἰουστίνου καί γύρω του οἱ ἀρχιερεῖς, τό ἱερατεῖο καί ὁ πιστός λαός, πού δέν χωροῦσε ὅλος στόν μικρό ναό καί εἶχε ἁπλωθῆ σέ ὅλη σχεδόν τήν ἔκταση τοῦ Μοναστηριοῦ. Πλῆθος τά αὐτοκίνητα. Πλῆθος πιστοῦ βασανισμένου λαοῦ, πού ἔκλαιγε σάν μικρό παιδί. Ἔβλεπε τόν Γέροντά του, τή ζωή του δηλαδή καί τήν ἐλπίδα του, αὐτόν πού εἶχε ὁμοιωθῆ μέ τό Χριστό, πού τόσο ἀγάπησε, νά κείτεται στό φέρετρο.
Μέσα στόν πιστό λαό καί πρόσωπα πού δέν εἶχαν καταλάβει ποιός ἦταν ὁ π. Ἰουστῖνος· καλλιτέχνες, λογοτέχνες, ζωγράφοι. Σέρβοι, πού ἦλθαν, γιά νά βρεθοῦν σέ μιά γραφική γι’ αὐτούς ἐκδήλωση. Μέσα στόν πιστό λαό ὅμως καί πορθηταί καί διῶκται τῆς Ἐκκλησίας. Πρόσωπα τῆς ἀσφαλείας, πράκτορες τοῦ συστήματος μέ μαγνητόφωνα, κινηματογραφικές καί φωτογραφικές μηχανές. Τά πρόσωπα αὐτά ἔγιναν ἀμέσως ἀντιληπτά, γιατί γνωρίζονται ἀπό τά διακριτικά τοῦ προσώπου τους. Τά πρόσωπα αὐτά εἶναι διεθνῆ. Εἶναι κοινά, ἴδια σέ ὅλα τά συστήματα· σέ ὅλα τά κράτη. Δέν ἔχουν ἐθνικότητα, πατρίδα, θρησκεία, συναίσθημα. Εἶναι παγερά καί ἀνέκφραστα. Ἄνθρωποι ρομπότ τῶν συστημάτων, χωρίς προσωπικότητα, χωρίς βούληση. Τά πρόσωπα αὐτά δέν χρειάζεται κανείς νά στά συστήση. Τά γνωρίζεις ἀμέσως. Καί ὅμως εἶναι εἰκόνες τοῦ Χριστοῦ, πού τόσο ἀγάπησε ὁ π. Ἰουστῖνος. Πού τόσο τούς ἀγάπησε κι’ αὐτούς κι ὅμως δέν θέλησαν τήν ἀγάπη του, οὔτε τή μέρα τῆς ταφῆς του, πού ἦταν ἡμέρα Ἀναστάσεως καί συγγνώμης γιά ὅλους μας, πού εἴχαμε αὐτή τή μεγάλη εὐεργεσία ἀπό τό Θεό νά βρεθοῦμε προσκυνηταί τοῦ τιμίου σώματός του.
Ο ΑΓΙΟΣ ΓΕΡΟΝΤΑΣ π. Ἰουστῖνος ἦταν ὁ προεξάρχων τῆς νεκρωσίμου ἀκολουθίας. Φαινόταν σά νά κοιμᾶται μέ πολύ εὐχάριστο, θεῖο ὕπνο. Εἶχε ἔντονο χαμόγελο, πού διακρινόταν καί ἀπό μακρυά. Δέν χωροῦσαν συναισθηματισμοί ἐκείνη τήν ἡμέρα. Δέν πίεζες τόν ἑαυτό σου νά αἰσθανθῆς ὁτιδήποτε. Ἁπλῶς στεκόσουν μάρτυς ἄφωνος τῆς ἀναστάσεως τοῦ θεωθέντος ἀνθρώπου. Μάρτυς ἄφωνος τῆς εὐφροσύνης καί τῆς ζωῆς, πού ἀνέβλυζε μέσα ἀπό τό χαριτόβρυτο σῶμα τοῦ ἁγίου Πατρός. Δέν μποροῦσες νά ἀμφιβάλλης. Δέν μποροῦσες νά ἔχης ἐνδοιασμούς. Δέν μποροῦσε οὔτε ὁ λογισμός σου νά διστάση νά ὁμολογήση, πώς ὄντως ὁ π. Ἰουστῖνος εἶναι ἅγιος, δοξασμένος ἀπό τόν Θεό. Ὅποιος ἔσκυψε καί ἀσπάσθηκε τό ἅγιό του πρόσωπο, διέκρινε ἀμέσως, χωρίς καμμιά ἀμφιβολία, τά ἐνδεικτικά τῆς δόξης, πού ἔλαβε ἀπό τόν Θεό.
Δέν πρέπει νά ποῦμε τίποτε ἄλλο. Ἴσως εἶπα περισσότερα ἀπό ὅσα ἔπρεπε. Ὅμως, ὁ Θεός γνωρίζει ὅτι κατέθεσα τήν ἀλήθεια καί ὅτι τήν ἀλήθεια αὐτή δέν μοῦ ἐπέτρεπε ἡ συνείδησή μου νά τήν ἀποκρύψω. Πιστεύω πάντως μέ πίστη βεβαία ὅτι πολύ σύντομα ὁ Θεός θά τόν φανερώση σέ ὅλη τήν Ἐκκλησία.
Κατά τή διάρκεια τῆς ἀκολουθίας μίλησαν πολλοί γιά τόν π. Ἰουστῖνο. Θά ἤθελα νά σταθῶ στήν ὁμιλία τοῦ πνευματικοῦ του τέκνου, τοῦ π. Ἀμφιλοχίου. Μίλησε μέ τόση παρρησία γιά τό ἄθεο καθεστώς, γιά τά σχίσματα τῆς Σερβικῆς Ἐκκλησίας, σκιαγραφῶντας παράλληλα καί τή μορφή τοῦ Γέροντά του, πού κύριο χαρακτηριστικό του ἦταν ἡ μεγάλη ἀγάπη του γιά τό Χριστό, πού τόν ἔβλεπε σάν μοναδικό κριτήριο τοῦ κόσμου καί τοῦ ἀνθρώπου. Ἔβλεπε τόν ἄνθρωπο νά συναρμολογῆ καί νά ἐνοποιῆ τόν ἑαυτό του μέσα στόν Θεάνθρωπο Χριστό, καί πονοῦσε βαθειά γιά τήν τραγωδία τοῦ Δυτικοῦ πολιτισμοῦ καί ὅλων τῶν ἀνθρωπίνων πολιτισμῶν, πού εἶχαν σάν μέτρο ὄχι τόν Θεάνθρωπο, ἀλλά τόν πεπτωκότα ἄνθρωπο. Συνέλαβε ὁ π. Ἰουστῖνος, αὐτός μόνος, τό πραγματικό καί μοναδικό πρόβλημα τοῦ συγχρόνου ἀνθρώπου, πού εἶναι νά γνωρίση τό ἀληθινό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, μέ τό ὁποῖο θά λύση ὅλα τά προβλήματα ὅλων τῶν ἐποχῶν καί ὅλων τῶν κόσμων.
Ὁ π. Ἀμφιλόχιος μίλησε μέ παρρησία φανερώνοντας τό «μαρτύριον τῆς συνειδήσεως» τοῦ Γέροντός του καί τό δικό του· τῶν πνευματικῶν του ἀδελφῶν καί τῶν πιστῶν ἀνθρώπων τῆς πατρίδος του. Μέ τή στάση του ἔδειξε τό δένδρο, πού τόν γέννησε. Μέ τήν ὁμολογία του «ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων», τόν καρπό αὐτό τῆς πνευματικῆς ὡριμότητος καί τῆς ὀδύνης, μᾶς ὑπέδειξε μέ τόν πιό εὔγλωττο τρόπο ὅτι πρέπει νά γνωρίσουμε καί ἀπό τούς καρπούς του τό δένδρο, γιατί, πράγματι, ὁ π. Ἰουστῖνος ἦταν «ὡς τό ξύλον τό πεφυτευμένον παρά τάς διεξόδους τῶν ὑδάτων». Ἀκούγοντας τά λόγια τοῦ π. Ἀμφιλοχίου δέν μποροῦσες νά μή συνειδητοποιήσης τό πόσο μακρυά βρισκόμαστε ἀπό τήν ὡριμότητα αὐτή. Ἐμεῖς οἱ ἐλεύθεροι Ἕλληνες μπορούσαμε μέ τήν παρουσία μας μόνο, τελείως ἀνώδυνα, τελείως ἀκίνδυνα, νά προσφέρουμε πολύ μεγάλη βοήθεια στούς ἀδελφούς μας τῆς Σερβίας. Δέν θά μᾶς στοίχιζε τίποτε, καί ὅμως δέν ἐκπροσωπήθηκε ὅσο ἔπρεπε ἡ χώρα μας στό μεγάλο αὐτό γεγονός τῆς Ὀρθοδοξίας, στήν ταφή ἑνός ἁγίου της.
Συνοδεύοντας τό φέρετρο μαζί μέ τόν π. Νικόλαο Ἰωαννίδη
Ἡ παρουσία κληρικῶν καί λαϊκῶν ἀπό τήν Ἑλλάδα θά ἦταν μιά ἀποδοκιμασία γιά τόν κλῆρο ἐκεῖνο τῆς Σερβίας, πού ἔκλινε γόνυ στό σύγχρονο Βάαλ καί περιφρόνησε τόν πολύτιμο θησαυρό του, τόν π. Ἰουστῖνο. Θά ἦταν μιά πράξη συμπαραστάσεως καί ἀγάπης, πού θά ἔφερνε πολλούς καρπούς στούς ἀδελφούς μας, πού δοκιμάζονται. Καί ὅμως δέν ἔγινε. Δέν κατακρίνω κανένα. Δέν μοῦ ἐπιτρέπεται. Ἐξ ἄλλου πολλοί θέλησαν καί ἀπό τό ἅγιο Ὄρος καί δέν τούς δόθηκε ἄδεια, ὅπως ἐπίσης καί ἐπίσκοποι τῆς Ἐκκλησίας μας, πού δέν πρόλαβαν νά βγάλουν διαβατήρια. Λέω μόνο μέ πόνο καί πικρία πώς ἔνοιωσα ντροπή. Ἔνοιωσα τήν ὥρα τῆς Ἀκολουθίας, πώς σάν ἔθνος ἐμεῖς οἱ Ἕλληνες προδώσαμε τήν ἀγάπη, πού εἶχε αὐτός ὁ ἄνθρωπος γιά μᾶς. Ἐκεῖνος μιλοῦσε, ὅσο ζοῦσε, γιά τόν Ἑλληνισμό καί ἔκλαιγε. Ἔφθανε στό σημεῖο νά λέη τόσα πολλά γιά μᾶς τούς Ἕλληνες, ὥστε νά ἀκούη ἀπό τά πνευματικά του τέκνα: «–Μά καλά, ἐμεῖς δέν ἔχουμε τίποτε καλό; Μόνο ὁ Ἑλληνισμός ἀξίζει;» Ἦταν ὁ μεγαλύτερος φιλέλληνας μέ τήν σωστή καί ἀπαθῆ ἔννοια τοῦ ὅρου. Γνώριζε, ἴσως ὅσο κανείς, τή μυστική σημασία πού ἔχει ὁ Ἑλληνισμός γιά τήν Ὀρθοδοξία, κάτι πού εἶναι ἄσχετο μέ τόν σωβινισμό μας.
Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ αὐτός ὅμως, κατηγορήθηκε ἀπό μᾶς ὅτι δέν μπόρεσε νά ξεπεράση τήν πίστη του στόν Πανσλαβισμό. Τό πόσο μακρυά ἀπ’ τήν ἀλήθεια βρίσκεται αὐτή ἡ κατηγορία φαίνεται καί μέ μιά ἁπλῆ ἐπίσκεψη στό Μοναστήρι τοῦ Τσέλιε. Μᾶς ὑποδέχθηκαν ἐκεῖ καί μᾶς περιποιήθηκαν μέ τέτοια ἀγάπη καί ταπείνωση, μέ τέτοια Ἀβραμιαία φιλοξενία, πού ξεπερνᾶ κατά πολύ τή δική μας σέ ποιότητα. Ἡ ὑποδοχή καί ἡ περιποίηση, πού μᾶς ἔγινε, ἔδειξε φανερά σέ ὅλους μας, ὅσο ἀνυποψίαστοι καί νά εἴμαστε, τόν βαθύτατο σεβασμό πού ἔτρεφε ὁ Γέροντάς τους γιά τούς Ἕλληνες ἀπό τόν ὁποῖο καί τόν παρέλαβαν. Ἡ ἀγάπη πού νοιώσαμε στό Μοναστήρι τοῦ Τσέλιε ἦταν ἀγάπη ὄχι ἁπλῶς ἀδελφῶν ἀλλά ἀγάπη Χριστοῦ. Ὁ Θεός νά ἀνταποδώση ὅ,τι ἔκαναν γιά μᾶς καί ὅσα μᾶς ἔδωσαν, κατά τό ἄπειρο Αὐτοῦ Ἔλεος.
Εἶναι πικρά αὐτά πού γράφω γιά μᾶς τούς Ἕλληνες, ἀλλά χωρίς πικρία καί στενοχωρία δέν ἔρχεται μετάνοια. Ντρέπομαι, πρῶτος ἐγώ, πού γνώρισα ἀπό κοντά καί εὐεργετήθηκα τόσο στήν πνευματική μου ζωή ἀπό τή φυτεία τοῦ π. Ἰουστίνου. Ντρέπομαι, πού δέν ἔχω δείξει τήν εὐγνωμοσύνη καί τήν τιμή πού πρέπει στά πρόσωπα τῶν Σέρβων ἀδελφῶν μας.
Δέν προχωρῶ στίς ἐπικρίσεις πού δέχθηκε ἀπό ὅλες τίς πλευρές γιά τή στάση του στό θέμα τῆς συγκλήσεως τῆς λεγομένης «Μεγάλης Συνόδου». Δέν εἶμαι ἁρμόδιος νά μιλήσω γι’ αὐτό τό μεγάλο θέμα. Γι’ αὐτό εἶναι μόνο ἁρμόδιοι οἱ ἅγιοι πατέρες μας, πού πέρασαν τό «παρά φύσιν» καί τό «κατά φύσιν» καί ζοῦν «ὑπέρ φύσιν». Οἱ ἅγιοι Γέροντες, πού ζοῦν σήμερα στή γῆ μας, σ’ ὁποιοδήποτε μέρος της κι’ ἄν βρίσκονται, «ὧν οὐκ ἦν ἄξιος ὁ κόσμος». Ἕνα μόνο θέλω νά παρατηρήσω. Καταφέραμε μέ τή στάση μας νά μή παραδεχόμαστε σήμερα ἀσφαλῆ ὁδηγό σέ κανένα πνευματικό θέμα. Καταφέραμε νά μή θεωρεῖται στίς ἡμέρες μας ὅτι κατέχει τήν ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ κανείς ἀπό τούς «ἐν ζωῇ» Γέροντες, ἐκείνους πού τή θεολογία τους τήν ἀντλοῦν ὄχι μόνο ἀπό τίς γνώσεις τῆς νοήσεως ἀλλά ἀπό τήν καθαρή καί ἀμετεώριστη προσευχή τους. Συνεχῶς ἀντιλογίες γλωσσῶν, κενές ἀπό οὐσία καί βασισμένες μόνο στή γνώση τῶν σπουδαστηρίων καί στήν ἐξυπνάδα τοῦ μυαλοῦ. Φαντάζομαι πῶς θά ἀντιμετωπίζαμε σήμερα τόν Μέγα Βασίλειο, ἄν ἔλεγε σέ μᾶς, αὐτό πού εἶπε σέ μιά κρίσιμη στιγμή στήν ἐποχή του, ὅταν γινόταν παρόμοια ἀντιλογία: «Ὁ μή ὤν μετ’ ἐμοῦ, οὐκ ἔστι μετά τῆς ἀληθείας»! Ἀλλοίμονο, ἄν στίς ἡμέρες μας δέν ὑπάρχη κανείς, πού νά ἐκφράζη αὐθεντικά τήν καθολική ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ!
Ἀποτέλεσμα τῆς στάσεως αὐτῆς ἦταν νά ἀπουσιάσουν ἀπό τήν ταφή τοῦ π. Ἰουστίνου οἱ Θεολογικές Σχολές Ἀθηνῶν καί Θεσσαλονίκης. Μοναδική τιμητική ἐξαίρεση, ὅσο γνωρίζω, ὁ καθηγητής κ. Μουρατίδης πού ἔστειλε ἐκπρόσωπό του, γιατί ὁ ἴδιος ἦταν ἄρρωστος. Θά ἦταν πολύ παρήγορο νά ἦταν συμπτωματική ἁπλῶς ἡ ἀπουσία τῶν καθηγητῶν τῆς Θεολογικῆς, ἀλλά δέν ἀναπαύεται μέ αὐτό εὔκολα ὁ λογισμός. Οὔτε ἕνας βοηθός τοῦ Πανεπιστημίου δέν βρέθηκε παρών. Λυπηρό πολύ τό φαινόμενο. Στά φοιτητικά μου χρόνια μοῦ δόθηκε εὐκαιρία νά ἀποκτήσω θλιβερή πεῖρα, γιά τό πῶς ἀντιμετωπίζεται ἀπό τούς περισσοτέρους Ἕλληνες θεολόγους ἡ θεολογία τῶν Σλαβικῶν χωρῶν. Οἱ Σλάβοι θεωροῦνται σάν κατωτέρας ποιότητος θεολόγοι! Δέν καταλαβαίνουμε ὅτι προσβάλλουμε τή νοημοσύνη καί τήν ἀξιοπρέπειά μας, ὅταν δέν ἀναγνωρίζουμε ὅτι ἄν ἡ θεολογία τοῦ τόπου μας παρουσιάζη μιά καλή στροφή πρός τίς πηγές τῆς ζωῆς, αὐτό τό ὀφείλουμε, σχεδόν ἐξ ὁλοκλήρου, στούς Σέρβους μαθητάς τοῦ π. Ἰουστίνου, πού μᾶς γνώρισαν τήν μορφή καί τή Θεολογική Πατερική σκέψη τοῦ Γέροντά τους.
Ἀνήκω στή γενιά πού γνώρισε τήν δίψα τῶν καθαρῶν πηγῶν καί εἶμαι σέ θέση νά γνωρίζω, πώς ἀπό τότε πού γνωρίσαμε αὐτούς τούς ἀνθρώπους, ἀγαπήσαμε τήν Ἐκκλησία καί τή Θεολογία. Αὐτοί οἱ ἄνθρωποι ἀπό τή Σερβία μᾶς γνώρισαν καί τούς Ἕλληνες Γέροντές μας ἀκόμη, πού μέχρι τότε δέν γνωρίζαμε, γιατί δέν εἴχαμε τήν πνευματική αἴσθηση νά τούς καταλάβουμε.
Θεωροῦμε τούς Σέρβους ἁπλῶς σάν φοιτητάς τοῦ Πανεπιστημίου μας, ἐπειδή ἦλθαν καί ὑπέβαλαν διατριβές στήν Ἑλλάδα καί δέν θέλουμε νά παραδεχθοῦμε ὅτι κείμενα σάν τήν «Ἐκκλησιολογία τοῦ Ἀπ. Παύλου», «Τό Μυστήριο τῆς Ἁγ. Τριάδος κατά τόν Ἅγ. Γρηγόριον Παλαμᾶν», καί «τό Μυστήριον τῆς σωτηρίας κατά τόν Ἅγ. Μάξιμον» –μέ τά κείμενα τοῦ π. Ἰουστίνου δέν γίνεται σύγκριση– δέν εἶναι εὔκολο νά φανοῦν ἀπό Ἕλληνες Θεολόγους γιά πολλά χρόνια.
Μέχρι νά καθαρθῆ ἡ Θεολογία μας τελείως ἀπό τίς μολύνσεις τόσων χρόνων θά περάση καιρός πολύς. Ἤδη καί τώρα βρίσκεται σέ λάθος δρόμο. Ἀκολουθεῖ βέβαια, κατά κανόνα, Πατερική κατεύθυνση. Χρησιμοποιεῖ τή θεολογία τῶν Πατέρων, ἀλλά δέν τήν βιώνει. Τήν συλλαμβάνει διανοητικά, ἐγκεφαλικά· δέν εἶναι καρπός πνευματικῆς πορείας καί ἀσκήσεως, καρπός λειτουργικῆς ζωῆς. Ἔτσι φαίνεται γιά μιά ἀκόμη φορά ὅτι εἶναι λειψός ὁ θεολόγος, πού δέν εἶναι λειτουργός.
Μ’ αὐτές τίς προοπτικές, ἄν δέν βρεθοῦν πρόσωπα μέ βιώματα καί συνέπεια πνευματική, ἡ θεολογία μας παίρνει τό δρόμο τοῦ Σχολαστικισμοῦ μέ Πατερικό προσωπεῖο. Ἤδη στίς περισσότερες Πατερικές ἐκδόσεις, ὅπου ἐπιχειρεῖται παρουσίαση κειμένων ἤ ὁποιαδήποτε εἰσαγωγή, παρακολουθεῖ κανείς μέ θλίψη νά γίνεται ἀνατομία στούς Πατέρες καί Διδασκάλους του, σά νά πρόκειται γιά κοινούς ἀκαδημαϊκούς θεολόγους.
ΜΕ ΟΛΑ ΑΥΤΑ πού ἔγραψα δέν θέλησα νά ἀποκαλύψω τή γύμνωση τῶν Πατέρων καί ἀδελφῶν μου, ἀλλά νά ὑπενθυμίσω, πρῶτα στόν ἑαυτό μου, ἕνα χρέος ἱερώτατο. Δείξαμε ἀγνωμοσύνη καί μικρότητα. Ὁ θάνατος τοῦ π. Ἰουστίνου ἄς γίνη ἀφορμή μετανοίας γιά ὅλους μας. Ἄς πλησιάσουμε τόν τάφο του καί ἄς γονατίσουμε μέ εὐλάβεια ὅλοι ὅσοι τόν πικράναμε καί ἐκεῖ νά νοιώσουμε τήν ἀγάπη πού ἔτρεφε καί τρέφει γιά μᾶς. Ἐκεῖ νά νοιώσουμε καί τήν ἀγάπη τῶν ἀδελφῶν μας Σέρβων, πού τόσο ἀνεξίκακα δέχονται τήν ἀγνωμοσύνη μας καί μᾶς δείχνουν τόση ἀγάπη καί σεβασμό. Τότε ὑπάρχει ἐλπίδα. Θά εἶναι ἕνα σημάδι ὅτι ὁ Θεός μπορεῖ νά μετανοήση καί νά μήν ἀφήση τόν οἶκο μας ἔρημο. Τή γῆ μας, πού τόσο ἀγάπησε αὐτός, πού τόσο περιφρονήσαμε.
ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΒΟΛΟΥΔΑΚΗΣ
(«Ὀρθόδοξος Τύπος» Ἀρ. Φύλλου 356 – 11 Μαῒου 1979) Πρεσβύτερος
Τρισάγιο τήν ἑπομένη τῆς ταφῆς τοῦ π. Ἰουστίνου ἀπό τόν Σεβ. Μητροπολίτη Χανίων κ. Εἰρηναῖον (νῦν Ἀρχιεπίσκοπον Κρήτης), τόν π. Ἀθανάσιο Γιέφτιτς (νῦν Μητροπολίτη) καί τόν γράφοντα. Συμπροσεύχονται ὁ π. Ἀμφιλόχιος Ράντοβιτς (νῦν Μητροπολίτης Μαυροβουνίου), ἡ ἡγουμένη τοῦ Τσέλιε, ὁ π. Ἀρτέμιος Ραντοσάβλιεβιτς καί ὁ π. Εἰρηναῖος Μπούλοβιτς, τότε Ἀρχιμανδρῖται καί σήμερα Μητροπολῖται τῆς Ἐκκλησίας τῆς Σερβίας.
Τό φωτογραφικό ὑλικό πού παραθέτουμε μᾶς ἐδόθη κατά τήν παραμονή μας στήν τότε Γιουγκοσλαβία, στήν ὁποία μεσουρανοῦσε ἀκόμη τό δικτατορικό καθεστώς τοῦ Τίτο. Ἰδιαίτερη εὐλογία γιά μᾶς ἦταν μιά φωτογραφία τοῦ ἁγίου Ἰουστίνου, πού μᾶς προσφέρθηκε, φέρουσα τήν ἰδιόχειρη ὑπογραφή του, ἐνῶ ἄλλες φωτογραφίες του φέρουν τήν ὑπογραφή του ἀπό σφραγίδα. Πρόκειται γιά τήν φωτογραφία τοῦ ἁγ. Ἰουστίνου μέ τά ἄμφιά του τῆς σελίδος 152.
Οἱ προσευχές του νά μᾶς συνοδεύουν, νά μᾶς προστατεύουν καί νά μᾶς φωταγωγοῦν.
Βασίλειος Ε. Βολουδάκης
πρωτοπρεσβύτερος
«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» Ἀπρίλιος 2012
Ἀριθμ. Τεύχους 118