Εορτάζουμε σήμερα (8/9/2024) το Γενέθλιον της Υπεραγίας Θεοτόκου και, μεταξύ άλλων, ψάλλουμε ότι η Γέννησή Της «χαρὰν ἐμήνυσε πάσῃ τῇ οικουμένῃ». Ποιά χαρά όμως γευόμαστε εμείς μπροστά στην Παναγία; Η λογική λέει ότι θα έπρεπε να χαιρόμαστε αφού γεννήθηκε Εκείνη διά της οποίας ήρθε στον κόσμο σωματικώς ο Θεός Λόγος με σκοπό την πάσης φύσεως καλυτέρευση.[1] Δυστυχώς, φαίνεται πως οι περισσότεροι στεκόμαστε κάπως αμήχανα μπροστά Της. Μιλάμε, γράφουμε, ακούμε και ψάλλουμε για μια χαρά αξεπέραστη, η οποία όμως δεν μας αγγίζει στο βάθος της ψυχής μας. Από το πρωί έως το βράδυ την επικαλούμαστε, καμιά φορά δακρύζουμε μπροστά στην εικόνα Της, αλλά συνήθως τα δάκρυα αυτά είναι συναισθηματικά, δηλαδή επιφανειακά και δεν προέρχονται από αισθήματα της καρδιάς μας, βαθιά και ουσιαστικά.[2] Η χαρά λείπει από μέσα μας, από την καρδιά, από την διάνοια και από κάθε μόριο του σώματος μας και γι’ αυτό ατονούμε, μας λείπει η ζωή.
Πώς να μιλήσουμε λοιπόν για την Παναγία μας χωρίς αισθήματα καθαρά; Χωρίς νου συγκροτημένο; Όταν πάμε να μιλήσουμε για την Παναγία αποκαλύπτεται η γύμνια μας περισσότερο από ποτέ. Πιο πολύ από ποτέ αποκαλύπτεται ότι δεν ζούμε την πίστη μας όσο κι αν την κατέχουμε διανοητικά. Οι Πατέρες μας, που μιλούσαν με ζωή για την Παναγία μας και κάπως άγγιζαν κάποιες χορδές της αναίσθητης καρδιάς μας, έχουν φύγει πια. Ποιος θα μας μιλήσει τώρα για την Παναγία; Ποιόν θα ρωτήσουμε να μας πει δυο λόγια σε εμάς που όλη μας τη ζωή μεριμνούσαμε και τυρβάζαμε περί πολλά εφήμερα πράγματα αλλά τώρα καταλαβαίνουμε το αδιέξοδο στο οποίο αυτά οδηγούν; Που θα βρούμε δυο λόγια για την Παναγία ζωντανά ώστε να κινήσουν κάπως την καρδιά μας και να νιώσουμε ότι δεν είμαστε μόνο οι λάθος επιλογές μας, τα ελαττώματα και οι αμαρτίες μας; Να γνωρίσουμε λίγο παραπάνω αυτό το κατ’ εικόνα που μας έδωσε ο Θεός μας, το οποίο γνωρίζουμε θεωρητικά αλλά δεν το ζούμε; Μόνο κοντά στους Πατέρες μας πήραμε μία γεύση περί της Παναγίας μας και τώρα έχουμε μείνει με «γράμματα και πλάκες»,[3] με τα γραπτά δηλαδή των αγίων Πατέρων μας. Μόνοι μας δεν μπορούμε να καταλάβουμε τίποτα. Τα πτυχία μας, οι γνώσεις μας, όλη μας η σύγχρονη εξυπνάδα δεν φτάνει για να διαβάσουμε το «Βιβλίον» που λέγεται Παναγία: «οὐ δύναμαι ἀναγνῶναι˙ ἐσφράγισται γαρ»![4]
Όταν διαβάζουμε τους εγκωμιαστικούς λόγους των Πατέρων της Εκκλησίας στην Παναγία ερχόμαστε αντιμέτωποι με τα πιο ωραία ποιήματα. Όχι απλώς επειδή οι συγγραφείς τους χρησιμοποιούν όμορφες λέξεις, αλλά κυρίως γιατί αυτές οι λέξεις μιλούν για πράγματα αληθινά που ο συντάκτης τους τα ζει πραγματικά.
Μας μαθαίνουν την χαρά οι Πατέρες μας. Μας διδάσκουν ότι με την γέννηση της Θεοτόκου η λύπη της προμήτορος Εύας μετεβλήθη σε χαρά.[5] Υπάρχει πιο μεγάλη λύπη από αυτή των Προπατόρων μας όταν έχασαν τον Παράδεισο επειδή διέκοψαν την σχέση τους με τον Θεό; Θα υπάρξει μεγαλύτερη οδύνη και γιά εμάς, προσωπικά για τον καθένα μας, όταν Εκείνος στον οποίο οφείλουμε τα πάντα μας πει ότι δεν σας ξέρω; (Μτθ. κε΄, 12). Όμως, η Γέννηση της Παναγίας μας, έγινε η αιτία (διά τοῦ Υἱοῦ Της) να μεταβληθεί η λύπη και η αισχύνη μας σε χαρά, γιατί Αυτή έγινε η παρρησία μας!
Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός μας μεταφέρει αυτή τη μεγάλη χαρά. Αναφέρεται αρχικά στους αγίους γονείς της Παναγίας, τον Ιωακείμ και την Άννα, σημειώνοντας πως όλη η κτίση τους είναι υπόχρεη[6] και συνεχίζει περιγράφοντας τα δικά του αισθήματα μπροστά στο Γενέθλιο της Παναγίας, που είναι υπέρτερο από όλα τα θαύματα[7] διότι αποτελεί την ρίζα και το προοίμιο[8] των άλλων θαυμάτων: της του Χριστού Γεννήσεως, της Μεταμορφώσεώς Του, των ιάσεων, της Αναστάσεως και όλων των άλλων.
Γράφει λοιπόν ο άγιος Ιωάννης: «Ἡ διάνοια μέν ἐξίσταται, φόβος δέ με καί πόθος κατεμερίσαντο. Ἡ καρδία πάλλει, καί ἡ γλῶσσα πεπήδηται˙ οὐ φέρω τήν ἡδονήν, νικῶμαι τοῖς θαύμασιν, ἔνθους ὑπό τοῦ πάθους γέγονα. Νικᾶται ὁ πόθος, ὑποχωρείτω ὁ φόβος, ᾀδέτω ἡ κιθάρα τοῦ Πνεύματος˙ Εὐφραινέσθωσαν οἱ οὐρανοί, καί ἀγαλλιάσθω ἡ γῆ».[9] Σε αντίθεση με τον άγιο Πατέρα, η διάνοιά μας αδυνατεί να ξεφύγει από την προσκόλληση της στα σωματικά. Η καρδιά μας παραμένει ασυγκίνητη. Πώς θα γίνει να μετάσχουμε κι εμείς σε αυτή την μεγάλη χαρά;
Η Παναγία είναι η μόνη «ἀμόλυντος» και η μόνη που θα μπορούσε να δεχτεί τον Θεό να ενοικήσει μέσα της σωματικώς.[10] Μόνη η Παρθένος Παναγία θα μπορούσε να δεχτεί μέσα της τον Χριστό, τον νέο Αδάμ, ώστε, όπως ακριβώς ο Προπάτορας μας επλάσθη «ἐκ παρθένου γῆς» από τον Θεό, έτσι και εκ της Παρθένου Μαρίας έπρεπε να προέλθει ο Χριστός, που είναι η «ἀνάπλασις» του γένους των ανθρώπων.[11] Ποιά άλλη θα μπορούσε να είναι άξια να υπηρετήσει το μυστήριο της ενανθρωπήσεως και της σωτηρίας μας; Ποιά άλλη θα μπορούσε να είναι άξια να γίνει μητέρα του Θεού και «σάρκα δανεῖσαι τῷ πλουτοῦντι τά σύμπαντα;», ποια άλλη εκτός από Εκείνη που προήλθε «ἐξ Ἰωακείμ καί Ἄννης τῆς ἀκάρπου ῥίζης»; [12]
Η Παναγία μας γεννήθηκε στον κόσμο μας ως «κρῖνον ἐν μέσῳ ἀκανθῶν».[13] Όλοι εμείς είμαστε τα αγκάθια και αδυνατούμε να καταλάβουμε ποιά είναι Εκείνη διά της Οποίας ο Θεός Λόγος ενηνθρώπισε ώστε και εμείς, εάν το θελήσουμε, να θεοποιηθούμε.
Πώς θα γίνει να τα καταλάβουμε κι εμείς όλα αυτά ώστε να χαρούμε; Πιστεύουμε ότι, αν το ζητήσουμε από τους αγίους μας Πατέρες, δεν θα μας το αρνηθούν, όπως το έχουν αποδείξει μεσιτεύοντας για μας σε τόσα και τόσα μας αιτήματα.
π. Γερασίμου Βουρνά
Ιεροδιακόνου
8/9/2024
_____________________________________________
[1] Ἁγ. Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Εἰς τήν Γέννησιν τῆς Θεοτόκου, PG 96, 661.
[2] Ο μακαριστός Διδάσκαλος μας πρωτοπρεσβύτερος π. Βασίλειος Βολουδάκης μας είχε διευκρινίσει ότι το συναίσθημα είναι μια συν-αισθηματική υπερβολή (γι’ αυτό και υπάρχει μπροστά από την λέξη η πρόθεση συν). Η υπερβολή αυτή στα αισθήματα κάνει τον άνθρωπο να μην βλέπει την πραγματικότητα και πολλές φορές, ιδίως οι γυναίκες, περιορίζουν την θρησκευτικότητα τους σε μια επιφανειακή συγκίνηση.
[3] Βλ. απόσπασμα ομιλίας του μακαριστού πρωτοπρεσβυτέρου π. Βασιλείου Βολουδάκη, δημοσιευμένο στην ιστοσελίδα του Ιερού μας Ναού σε άρθρο με τίτλο: «Τρίμηνο Μνημόσυνο π. Βασιλείου Βολουδάκη», στο https://www.agnikolaos.gr/anakoinwseis-2/1442-pbeb-3m.
[4] Ἁγ. Ἀνδρέου Κρήτης, Εἰς τό Γενέθλιον τῆς Θεοτόκου, PG 97, 869.
[5] Ἁγ. Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, ό. α., PG 96, 661. Πρβλ. Μεγάλου Φωτίου, Λόγος εἰς τό Γενέσιον τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, P.G. 102, 556B.
[6] Ἁγ. Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, ό. α., PG 96, 664.
[7] Ό. α., PG 96, 676D.
[8] Μεγάλου Φωτίου, Λόγος εἰς τό Γενέσιον τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, P.G. 102, 548C.
[9] Ἁγ. Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, ό. α., PG 96, 664C.
[10] Ό. α., PG 96, 696A.
[11] Μεγάλου Φωτίου, ο. α., P.G. 102, 560BC.
[12] Ό. α., P.G. 102, 560BC.
[13] Ἁγ. Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, ο. α., PG 96, 669A.