Ο άγιος Νεκτάριος μάς θυμίζει ότι έχουμε αφήσει τις καρδιές μας ανεξέλεγκτες

Με αφορμή την εορτή της Ανακομιδής του Ιερού Λειψάνου του αγίου Νεκταρίου Πενταπόλεως, έχουμε την ευκαιρία να μελετήσουμε την ζωή του για να προβληματιστούμε ως προς τις δικές μας ζωές και το πώς ακριβώς θέλουμε να τις ζήσουμε τελικά. Κοντά στον μακαριστό πνευματικό μας Πατέρα και Διδάσκαλο πρωτοπρεσβύτερο π. Βασίλειο Βολουδάκη, μάθαμε ότι η Αγιότητα δεν αφορά μόνο λίγους, αλλά είναι, στην πραγματικότητα, η μόνη φυσιολογική κατάσταση του ανθρώπου – στην οποία θα έπρεπε όλοι να βρισκόμαστε, αφού με αυτές τις προδιαγραφές μας έχει πλάσει ο Δημιουργός μας. Εμείς, αντί να μελετούμε τις ζωές των Αγίων με σκοπό να τους μοιάσουμε, τους ζητούμε διαρκώς και αποκλειστικά να μας κάνουν θαύματα. Οι Άγιοι συνεχώς θαυματουργούν στις ζωές μας, όμως ο σκοπός των θαυμάτων τους είναι να μας ξυπνήσουν από τον βαθύ ύπνο στον οποίο έχουμε πέσει και να μας παρακινήσουν να ασχοληθούμε με την αλλαγή του εαυτού μας και με το πώς θα γνωρίσουμε και θα σχετιστούμε με τον Χριστό.

Αυτό το διαπιστώνει κανείς διαβάζοντας τις επιστολές του αγίου Νεκταρίου προς τις μοναχές της Ιεράς Μονής που ίδρυσε στην Αίγινα. Ως ζωντανή εικόνα του Χριστού, ο Άγιος εκφράζει διαρκώς το ενδιαφέρον και την μέριμνα του για την υγεία του σώματος και της ψυχής τους. Φροντίζει, ώστε να μην τους λείψει τίποτε χρήσιμο στον αγώνα τους. Κάθε τόσο τους αποστέλλει και κάτι: χρήματα, ζωστικά για να μην κρυώνουν, φάρμακα, καφέ, ακόμη και ύμνους που συνθέτει ο ίδιος, με σκοπό να λατρεύουν τον Θεό και όχι να εκτελούν απλώς «τύπον προσευχής». Τους αποστέλλει αποσπάσματα πνευματικών ομιλιών του, απαντά σε απορίες τους, ενώ, όπου χρειάζεται, τις ελέγχει αυστηρά, ώστε να μην βγουν από τον δρόμο τον οποίον έχουν επιλέξει να βαδίσουν. Δεν δίδει συμβουλές ευζωίας ο Άγιος – που είναι πολύ της μόδας τελευταία- αλλά νουθετεί τις μοναχές καθιστώντας τους σαφές ότι η σχέση με τον Χριστό είναι ζήτημα ζωής και θανάτου και ότι κάθε παρέκκλιση μπορεί να οδηγήσει στην καταστροφή.

Η σημασία που δίνει στο τελευταίο αυτό ζήτημα, φαίνεται πολύ χαρακτηριστικά σε μια επιστολή του προς την Ηγουμένη της Μονής. Συγκεκριμένα, αναφέρεται σε κάποια μοναχή, η οποία, αντί να έχει την καρδιά της στραμμένη προς τον Χριστό, άρχισε να προσκολλάται με τρόπο εμπαθή προς το πρόσωπο του Αγίου και εξαιτίας αυτού βλέπει ο Άγιος μέσα της «ὑπερηφάνειαν καί ὑπεροψίαν καί ἔλλειψιν ταπεινοφροσύνης καί μίσος ἀναπτυσσόμενον πρός τάς ἀδελφάς καί τά παρόμοια».[1] Τα όσα γράφει ο Άγιος επί του θέματος είναι αποκαλυπτικά για όλους εμάς που έχουμε ξεφύγει πολύ και θεωρούμε την ζωή στην Εκκλησία και την σχέση μας με τον πνευματικό μας ως πεδίο «δόξης», όπου πρέπει να διακριθούμε περισσότερο από όλους τους άλλους και να φανούμε σπουδαιότεροι. Επιδιώκουμε διαρκώς να ξεχωρίσουμε και να τραβήξουμε την προσοχή του πνευματικού μας, να μας δείξει την εύνοια του – αναθέτοντας μας εργασίες σημαντικές δίπλα του – και να μας επαινέσει για τα «κατορθώματά» μας.  Ιδιαιτέρως δε, η συμπεριφορά αυτή παρατηρείται κυρίως σε γυναίκες, οι οποίες συνδέονται με άρρωστο τρόπο με τον πνευματικό τους, ενώ παράλληλα αποσυνδέονται από τον Χριστό και την Εκκλησία Του.

Ως αποτέλεσμα, στα εκκλησιαστικά περιβάλλοντα που επικρατεί αυτή η κατάσταση, καθίσταται αδύνατη οποιαδήποτε πνευματική πρόοδος. 

Μεταξύ άλλων γράφει λοιπόν ο Άγιος:

«Πρός τήν Σ. ἐψυχράνθη ἡ ψυχή μου τοσοῦτον ὥστε νά διατελέσω πρός αὐτήν ἀδιάφορος, ὁ δέ λόγος ἡ ψυχική αὐτῆς κατάστασις. Ἐγώ, ἀγαπηταί, ἀγαπῶ ὑμᾶς, οὐχί διότι μέ ἀγαπᾶτε, ἀλλά διότι ἀγαπᾶτε τόν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν. Ἡ ἀγάπη πρός τόν Κύριον, ὡς ἀγάπη κοινή θερμαίνει καί πρός ὑμᾶς τήν καρδίαν μου˙ ὅταν μία ἐξ ὑμῶν ἀποσπάσῃ τήν καρδίαν της ἀπό τόν Κύριον καί παραδώσῃ αὐτήν εἰς τήν ματαιότητα τοῦ κόσμου καί εἰς τά πάθη τῆς ψυχῆς της, τότε ἡ πρός αὐτήν ἀγάπη μου καταπαύει, διότι ἡ ἀδελφή αὕτη, ἀφαιρέσασα τήν καρδίαν της ἀπό τοῦ Χριστοῦ, ἀπέκοψε τόν μεταξύ ἡμῶν τῆς ἀγάπης σύνδεσμον˙ διότι ὁ κρίκος, ὁ συνδέων ἡμᾶς ἦτο ἡ κοινή πρός τόν Χριστόν ἀγάπη».[2]

Μας διδάσκει ο Άγιος όλους, ακόμη και τους πνευματικούς πατέρες που κινδυνεύουν κι εκείνοι όταν βλέπουν να προσκολλώνται προς το πρόσωπο τους οι άνθρωποι γιατί ως άνθρωποι και οι ίδιοι μπορεί να κολακευθούν αλλά αυτό θα είναι ολέθριο. Γράφει λοιπόν ο Άγιος αναφερόμενος στην μοναχή που ξέφυγε ότι «καί ἐάν μέ ἀγαπᾷ ὥστε νά μέ λατρεύῃ, ἐγώ οὐδ’ ὅλως τήν ἀγαπῶ».[3] Ο πραγματικός πνευματικός, καταλαβαίνουμε ότι δεν μοιάζει προς τα διάφορα πρόσωπα που σκοπό έχουν να δημιουργήσουν οπαδούς, ακολούθους και θαυμαστές. Ένας και μόνος είναι ο σκοπός του πνευματικού: να βοηθήσει τους ανθρώπους να «διαφλέγονται ὑπό Θείου ἔρωτος»[4] και όχι από έρωτα για γήινα πράγματα και πρόσωπα. Όταν ο σκοπός αυτός επιτευχθεί τότε και οι επίγειες σχέσεις θα έχουν άλλο νόημα, απαλλαγμένο από εμπάθειες, γιατί θα είναι «ἐν Κυρίῳ». Αυτό είναι το ζητούμενο όχι μόνο των μοναχών αλλά όλων των ανθρώπων που θέλουν η ζωή τους να είναι μια αιώνια χαρά. Όσοι δε είναι συνδεδεμένοι με το Μυστήριο του Γάμου, πρέπει και αυτοί, εξίσου όπως οι μοναχοί, να συνδεθούν απόλυτα μεταξύ τους ως ένας άνθρωπος με την βοήθεια του Θεού και ύστερα ως ένα να συνδεθούν με Εκείνον που είναι η μόνη αληθινή Ζωή.

Αυτά παραλάβαμε από τους Πατέρες μας και με τις πρεσβείες του Αγίου Νεκταρίου, ας ξεκινήσουμε από σήμερα για να πετύχουμε αυτόν τον σκοπό διότι ο βίος μας καθημερινά γίνεται όλο και πιο αβίωτος. 

 

π. Γερασίμου Βουρνά

Ιεροδιακόνου

2/9/2024

 

______________________________

[1] Ἁγ. Νεκταρίου Ἐπισκόπου Πενταπόλεως, 35 Ποιμαντικές Ἐπιστολές, Εἰσαγωγικά σχόλια μοναχοῦ Θεόκλητου Διονυσιάτου, ἐκδ. Ὑπακοή, Ἀθήνα 1993, σελ. 154.

[2] Ἁγ. Νεκταρίου Ἐπισκόπου Πενταπόλεως, ο. α, σελ. 150-151.

[3] Ἁγ. Νεκταρίου Ἐπισκόπου Πενταπόλεως, ο. α., σελ. 151.

[4] Ἁγ. Νεκταρίου Ἐπισκόπου Πενταπόλεως, ο. α., σελ. 45.