ΤΟ ΕΓΚΩΜΙΟ ΤΟΥ ΠΟΝΟΥ! *
Ποτέ στή ζωή µου δέν ἄντεχα τόν πόνο. Πάντοτε τόν θεωροῦσα, ἀπευκταῖο κακό, ντροπιαστική ὑπόµνηση τῆς ἀνθρώπινης ἀδυναµίας. Μέχρι πού πρόσφατα διάβασα τό βιβλίο τοῦ π. Ἰωήλ Γιαννακόπουλου µέ τόν τίτλο «Σταύρωσις καί Ἀνάστασις τοῦ Χριστοῦ». Στό βιβλίο του αὐτό ὁ πατήρ Ἰωήλ Γιαννακόπουλος ἀναλύει τή Σταύρωση καί τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ βασιζόµενος ὄχι µόνο σέ θεολογικά ἐπιχειρήµατα, ἀλλά καί στίς σκέψεις τοῦ µαθηµατικοῦ Πασκάλ, τοῦ φιλοσόφου Κίρκεγκαρντ καί τοῦ λογοτέχνη καί φιλοσόφου Παπίνι.
Ὀφείλω νά παραδεχθῶ, ὅτι µοῦ προξένησε εὐχάριστη ἔκπληξη τό γεγονός, ὅτι ὁ πατήρ Ἰωήλ Γιαννακόπουλος χρησιµοποιεῖ στή θεολογική ἔρευνά του σκέψεις αἱρετικῶν ἀνθρώπων, ἐπιστηµόνων καί φιλοσόφων, τούς ὁποίους µάλιστα ἀποκαλεῖ «ἐξαιρετικά πνεύµατα» καί «πιστούς εἰς τόν Χριστόν». Ἐπαινεῖ τά χαρίσµατά τους, τόν ἀγῶνα τους καί ἀξιοποιεῖ ὅ,τι ἀγαθό ἔχουν νά προσφέρουν. Συλλογίστηκα πώς, ἴσως ὁ τρόπος µέ τόν ὁποῖο ἐργάζεται ὁ π. Ἰωήλ νά δίδει ἀπάντηση στό ἐρώτηµα πολλῶν ἐξ ἡµῶν τῶν θρησκευοµένων Ὀρθοδόξων περί τοῦ πῶς ἀντιµετωπίζει ὁ Χριστός τούς ἀλλόθρησκους καί τούς ἀλλόδοξους.
Ἐξεπλάγην ἐπίσης, ὅταν διαπίστωσα, ὅτι ὁ συγγραφέας ἀφιερώνει ἕνα ὁλόκληρο κεφάλαιο τοῦ βιβλίου προκειµένου νά ἀναδείξει τήν ἀξία τοῦ πόνου. Στίς γραµµές πού ἀκολουθοῦν θά προσπαθήσω νά ἀποδώσω περιληπτικά καί ὅσο τό δυνατόν πιό πιστά τά ὅσα ἀναφέρονται στό πρῶτο µέρος τοῦ συγκεκριµένου κεφαλαίου. Ἐλπίζω πώς θά ἀποτελέσουν τό ἔναυσµα γιά νά ἀποκτήσουµε µία νέα, πιό πνευµατική θεώρηση καί ἀντιµετώπιση τοῦ πόνου.
Ἐξ ἀρχῆς θά πρέπει νά τονίσουµε ὅτι ὁ π. Ἰωήλ Γιαννακόπουλος συνδέει ἄρρηκτα τόν πόνο µέ τόν πονεµένο Ἰησοῦ Χριστό καί τή Σταύρωσή Του. Τόση µεγάλη σηµασία ἀποδίδει ὁ π. Ἰωήλ στόν πόνο, ὥστε θεωρεῖ πώς αὐτός συµπυκνώνει τήν πεµπτουσία τοῦ Χριστιανισµοῦ καί τήν ὑπεροχή του ἔναντι ὅλων τῶν ἄλλων θρησκειῶν. Εἰς ἐπίρρωσιν τῆς θέσης του αὐτῆς ἐπικαλεῖται τόν λόγο τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου Παύλου: «Ἐµοί δέ µή γένοιτο καυχᾶσθαι εἰ µή ἐν τῷ σταυρῷ τοῦ Κυρίου ἡµῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ». Ὁ Ἅγιος Ἀπόστολος Παῦλος –τονίζει ὁ πατήρ Ἰωήλ– δέν καυχᾶται οὔτε γιά τά Θεόπνευστα λόγια τοῦ Κυρίου, οὔτε γιά τά θαύµατα πού Ἐκεῖνος τέλεσε. Δέν καυχᾶται οὔτε κἄν γιά τήν Ἀνάσταση ἤ τήν Ἀνάληψη τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά µόνο γιά τό Σταυρό Του. Ὁ Χριστός µέ τόν πόνο Του ἐπάνω στό Σταυρό «ἠθέλησε νά κάψη ὅλους τούς πόνους τοῦ ἀνθρώπου».
Στή συνέχεια ὁ π. Ἰωήλ προκειµένου νά ἀποδείξει τή σηµασία τοῦ πόνου, τόν ἀντιπαραβάλλει «πρός πᾶν ὅ,τι ἔχει ἀξίαν ἤ ἀπαξίαν δι’ ἡµᾶς πρός πᾶν ὡραῖον ἤ τροµερόν». Τόν συγκρίνει µέ τά µεγαλύτερα προϊόντα τοῦ πνεύµατος καί τά σπουδαιότερα ἀγαθά: µέ τή χαρά, τήν ἀγάπη, τή φιλοσοφία, τήν τέχνη, τήν ἠθική, τήν ἁµαρτία, τή ζωή καί τό θάνατο.
Πρῶτον, πόνος καί χαρά: Θά ἔλεγε κανείς πώς ἡ χαρά εἶναι καλύτερη ἀπό τόν πόνο, ἔτσι δέν εἶναι; Καί ὅµως ὁ π. Ἰωήλ γράφει, ὅτι «ὁ πόνος εἶναι ἀνώτερος τῆς χαρᾶς». Ὁ πόνος εἶναι βαθύς καί συγκλονίζει τόν ἄνθρωπο µέχρι τά µύχιά του. Ἡ χαρά εἶναι ἐπιφανειακή καί κάποιες φορές ὑποκριτική. Εἶναι δυνατόν νά χαµογελάει ὁ ἄνθρωπος, ἐνῷ µέσα του πονᾶ. Ὁ πόνος ὅµως εἶναι ἀληθινός. Ἐπίσης, ἡ χαρά εἶναι ἐφήµερη. «Χαρά δέν εἶναι παρά ἡ ἀναµονή τῆς χαρᾶς». Καί εἶναι ἀλήθεια πώς ἡ µεγαλύτερη χαρά ἔρχεται µετά ἀπό µεγάλο πόνο. Χαίρεται δικαιωµατικά αὐτός πού προηγουµένως ἔχει πονέσει. Γιά αὐτό ὁ π. Ἰωήλ Γιαννακόπουλος φτάνει στό σηµεῖο νά ὀνοµάσει τόν πόνο «πατέρα τῆς χαρᾶς».
Δεύτερον, πόνος καί φιλοσοφία: Κοµβική σηµασία γιά τή σύγκριση τοῦ πόνου καί τῆς φιλοσοφίας ἀποδίδει ὁ π. Ἰωήλ Γιαννακόπουλος στό ἀπόφθεγµα τοῦ Κίρκεγκαρντ «Πάσχω, ἄρα ὑπάρχω». Ἡ φιλοσοφία κατά τόν Κίρκεγκαρντ δέν εἶναι παρά «ἰδεαλιστικά, νοητικά κατασκευάσµατα». Ὁ πόνος ἀπό τήν ἄλλη συνταράζει τόν ἄνθρωπο καί τόν κάνει νά συνειδητοποιεῖ τήν ὕπαρξή του. Εἶναι ἡ ἀληθινή ζωή. Ὁ πόνος, λέει ὁ Κίρκεγκαρντ, εἶναι ὁ µεγαλύτερος διδάσκαλος τοῦ ἀνθρώπου. Πρῶτον, ἐπειδή στρέφει τόν ἄνθρωπο πρός τό ἐσωτερικό του. Δεύτερον, ἐπειδή εἶναι «βαθµιαῖος θάνατος», πλησιάζει τή µετά θάνατον αἰωνιότητα καί ἄρα ἀποτελεῖ «σχολή πού µορφώνει διά τήν αἰωνιότητα».
Ὁ Χριστιανισµός, σέ ἀντίθεση µέ τό Βουδισµό καί τούς Στωϊκούς, «ἀγκαλιάζει τόν πόνο», γιά νά µᾶς κάµει πνευµατικά ὄντα. «Μακάριοι οἱ πενθοῦντες, ὅτι αὐτοί παρακληθήσονται» (Μτ. 5,4), λέει ὁ Κύριος, «µακάριοι οἱ κλαίοντες νῦν, ὅτι γελάσετε. (Λουκ. 6, 21-22) «Ὁ πόνος ἀναδεικνύει τόν ἄνθρωπο ὡς πνευµατικό ὄν, διότι ἡ κυριαρχία ἐπάνω εἰς τόν πόνον εἶναι ἡ ὡραιοτέρα κυριαρχία τοῦ πνεύµατος, ὁ νικητής τοῦ πόνου εἶναι ὁ µεγαλύτερος ἥρως». Τό κεφάλαιο περί πόνου καί φιλοσοφίας κλείνει µέ τά ἑξῆς συγκλονιστικά: «Ὁ πόνος, τό πιό µεταφυσικό γεγονός τῆς ζωῆς γίνεται ἡ πιό δηµιουργική πηγή τῆς ἱστορίας. Οὔτε ἡ ὑπερηφάνεια, οὔτε ἡ χαρά, οὔτε τό µῖσος, οὔτε τό πάθος δηµιουργοῦν εἰς τήν ἱστορίαν ὅ,τι δηµιουργεῖ ὁ πόνος. Ποιός δύναται νά νικήσει ἐκεῖνον πού εἶναι ἀποφασισµένος νά πονέση καί δέν ἀπελπίζεται ὅσον καί νά πονᾶ; Πραγµατική, λοιπόν, φιλοσοφία εἶναι ἡ φιλοσοφία τοῦ πόνου καί καλλίτερον τοῦ πονοῦντος».
Τά παραπάνω ἔφεραν στό νοῦ µου τούς Ἁγίους Μάρτυρες τῆς Ἐκκλησίας µας. Ποιός φιλόσοφος, ποιός κατά κόσµον σοφός εἶναι σοφότερος ἀπό ἐκείνους; Ποιός ἔχει φιλοσοφήσει τή ζωή περισσότερο ἀπό ἐκείνους; Κανένας!
Τρίτον, πόνος καί τέχνη: Κατά τόν Κίρκεγκαρντ ὁ πόνος εἶναι εἰλικρινέστερος ἀπό τήν τέχνη, ἄρα ἀνώτερος. Ἡ τέχνη εἶναι µιά προσπάθεια διαφυγῆς ἀπό τόν πόνο. Συχνά ὁδηγεῖ σέ µαταιοδοξία. Γιατί οἱ ἄνθρωποι συνηθίζουν νά δίνουν µεγαλύτερη ἀξία στό ἔργο τέχνης καί στόν καλλιτέχνη πού τό φιλοτέχνησε, παρά στό εἰκονιζόµενο πρόσωπο, εἴτε πρόκειται γιά ἄνθρωπο, εἴτε γιά τόν ἴδιο τό Χριστό. Θαυµάζοντας ἕναν πίνακα πού ἀπεικονίζει τόν Χριστό λέµε «τί καλός ζωγράφος» καί ὄχι «τί καλός Χριστός». Καί ἄν ἀκόµα θαυµάσουµε τόν Χριστό, δέν φτάνουµε διά τῆς τέχνης µέχρι τό σηµεῖο νά θυσιάσουµε τά πάντα γιά Ἐκεῖνον. Προδίδουµε ἔτσι τόν Χριστό, ὁ ὁποῖος θέλει πιστούς σέ Αὐτόν, ὄχι θαυµαστές.
Ἐπίσης, ὁ πόνος προάγει τήν τέχνη, γιατί τά ἔργα τέχνης µέ τά ὁποῖα ἐκδηλώνεται ὁ πόνος εἶναι τά καλύτερα. Ἡ τέχνη, ὅµως δέν µπορεῖ νά παρηγορήσει ἕναν ἄνθρωπο πού πονᾶ ἤ ἕνα ἑτοιµοθάνατο. Εἶναι ἀνίσχυρη ἀπέναντι στόν πόνο. Ἄρα ὁ πόνος εἶναι δυνατότερος ἀπό τήν τέχνη.
Τέταρτον, πόνος καί ἠθική: Ὁ πόνος, ὡς ἀµοιβαῖος ἔλεγχος µεταξύ τοῦ ἠθικοῦ καί τοῦ ἀνήθικου ἀνθρώπου, εἶναι ἡ οὐσία τῆς ἠθικῆς. Ἡ ζωή τοῦ ἠθικοῦ προξενεῖ δριµύτατο πόνο στόν ἀνήθικο, ἡ ἠρεµία του τόν ἀναστατώνει. Γιά αὐτό ὁ ἀνήθικος προσπαθεῖ νά προκαλέσει πόνο στόν ἠθικό, προσπαθῶντας νά τόν κάνει ἀνήθικο. Ἀπό τήν ἄλλη, ὁ ἠθικός ἄνθρωπος γνωρίζει ὅτι «τά ἀγαθά πόνοις κτῶνται». Ὁ πόνος εἶναι ὁ ἀγῶνας τοῦ ἠθικοῦ ἀνθρώπου καί ἡ ἀγωνία τοῦ ἀνήθικου. Ἑποµένως, εἶναι ἡ ψυχή τῆς ἠθικῆς.
Πέµπτον, πόνος καί ἀγάπη: Ὁ πόνος εἶναι καί ψυχή τῆς ἀγάπης, τῆς ψυχῆς τοῦ Χριστιανισµοῦ. Ὅταν ἀγαπᾶµε κάποιον λέµε ὅτι «τόν πονᾶµε» καί τοῦ προσφέρουµε τόν πόνο µας ὡς δῶρο. Ἔτσι καί ὁ Θεός, πού εἶναι ὅλος Ἀγάπη, ἔγινε ὅλος πόνος, ὅταν σταυρώθηκε. Καί ὁ Ἀπόστολος Παῦλος γράφει µέ τή σειρά του: «Ἡµῖν ἐχαρίσθη τό ὑπέρ Χριστοῦ, οὐ µόνον τό εἰς Αὐτόν πιστεύειν, ἀλλά καί τό ὑπέρ αὐτοῦ πάσχειν» (Πρός Φιλιπ.1,29)
Στό ἀπόσπασµα περί πόνου καί ἀγάπης βρίσκουµε µία ὡραιότατη παροµοίωση, τήν ὁποία ὁ πατήρ Ἰωήλ Γιαννακόπουλος ἀποδίδει στόν Κίρκεγκαρντ. Ὁ πόνος, λέει, εἶναι γιά τήν ἀγάπη, ὅ,τι εἶναι ὁ σκελετός γιά τό σῶµα. «Ὅπως τά µαλακά καί ὑδαρά στοιχεῖα τοῦ ἀνθρώπινου σώµατος συγκρατεῖ καί µορφοποιεῖ ὁ σκελετός, ἔτσι καί ὁ πόνος ἁλατίζει τήν ἀγάπη, τή συγκρατεῖ καί τή µορφοποιεῖ. Ἄνευ τοῦ πόνου ἡ ἀγάπη θά ἦταν ἄµορφος µαλθακότης καί ὑδαρότης, φλύαρος φιλολογία ἀγάπης». Σκέφτοµαι, διαβάζοντας αὐτά, µήπως καί στίς µέρες µας ἡ ἀγάπη δέν ἔχει καταντήσει µία φλύαρη ἀγαπολογία;
Ἕκτον, πόνος καί Θεός: Ὁ πόνος ἑνώνει τόν ἄνθρωπο µέ τό Θεό. Γιατί ὅταν πονᾶµε, προσφέρουµε ὁλόκληρο τόν ἑαυτό µας στό Θεό καί ἐκεῖνος µᾶς προσφέρει ὁλόκληρο τόν ἑαυτό Του. Αὐτό ἀκριβῶς εἶναι πού θέλει ὁ Θεός. Ὅταν µέ τό µεγάλο πόνο νοµίζουµε ὅτι χάνουµε τά πάντα, τότε κερδίζουµε τά πάντα, ἀφοῦ ὁ Θεός µᾶς δίνει ὁλόκληρο τόν ἑαυτό Του. Ὅταν πονᾶµε, λέει ὁ Κίρκεγκαρντ, ὁ Θεός ἀγρυπνεῖ πλάϊ µας, ὅπως ἡ µητέρα ἀγρυπνεῖ στό προσκέφαλο τοῦ πονεµένου παιδιοῦ της.
Ἕβδοµον, πόνος καί ζωή: Ὁ πόνος διατρέχει ὅλη τή ζωή, ἀπό τή στιγµή τῆς γέννησής µας, ἕως τή στιγµή τοῦ θανάτου µας. Θεωρεῖται µάλιστα «φρουρός τῆς ζωῆς», µέ τήν ἔννοια ὅτι µᾶς προειδοποιεῖ γιά κινδύνους καί ἀσθένειες, ὠθῶντας µας νά ἀναζητήσουµε θεραπεία. Ὡστόσο, τίς περισσότερες φορές ἡ ἔνταση τοῦ πόνου εἶναι ἀντιστρόφως ἀνάλογη µέ τήν σοβαρότητα τῆς ἀσθένειας. Ὁ πονόδοντος, λόγου χάρη, εἶναι πολύ ὀξύς. Ἀντίθετα, στόν καρκίνο ὁ πόνος ἔρχεται στό τελευταῖο στάδιο τῆς ἀσθένειας, ὅταν εἶναι πιά ἀργά. Ἑποµένως πῶς εἶναι ὁ πόνος «φρουρός τῆς ζωῆς»; Στήν πραγµατικότητα, ὁ πόνος βαίνει πέραν τῆς ζωῆς, εἶναι «σάλπισµα αἰωνιότητας».
Ὄγδοον, πόνος καί ἁµαρτία: Γιά νά καταδείξει τή σχέση τοῦ πόνου καί τῆς ἁµαρτίας ὁ συγγραφέας καταφεύγει γιά ἀκόµα µιά φορά σέ παροµοιώσεις τοῦ Κίρκεγκαρντ. Ὅπως, γράφει, ὅταν καεῖ τό χέρι σου καί τό βάλεις δίπλα στή φωτιά, ἡ µία φλόγα ἀφαιρεῖ τήν ἄλλη, ὅπως οἱ ὀροί τῶν ἰατρῶν εἶναι µικρόβια διά τῶν ὁποίων καταπολεµεῖται ἡ νόσος, κατά παρόµοιο τρόπο ὁ πόνος, ψυχικός καί ἠθικός ἐκ τῆς ἁµαρτίας, θεραπεύεται διά τοῦ ἠθικοῦ καί ψυχικοῦ πόνου τόν ὁποῖο ὑπέστη ὁ Κύριος ἐπί τοῦ Σταυροῦ.
Παροµοιάζει δέ τή σταύρωση τοῦ Χριστοῦ µέ ὠδίνες τοκετοῦ τῆς ἀνθρωπότητας. Ὅπως µετά τή γέννηση τοῦ παιδιοῦ λησµονοῦνται ὅλοι οἱ πόνοι τοῦ τοκετοῦ, ἔτσι ὅλοι οἱ πόνοι τῶν ἀνθρώπων πνίγονται στίς ὠδίνες τοῦ τοκετοῦ τῆς ἀπολυτρώσεως. Ὑπενθυµίζει µάλιστα καί τά λόγια τοῦ ἴδιου τοῦ Χριστοῦ σχετικά µέ τή σταύρωσή Του καί τή χαρά τῆς ἀναστάσεώς Του: «Ἡ γυνή ὅταν τίκτει, λύπην ἔχει, ὅτι ἦλθεν ἡ ὥρα αὐτῆς, ὅταν δέ γεννήση τό παιδίον, οὐκέτι µνηµονεύει τῆς θλίψεως διά τήν χαράν ὅτι ἐγεννήθη ἄνθρωπος εἰς τόν κόσµον» (Ἰωαν 16,21). Ἀπό τά ἀνωτέρω συνάγεται πώς ὁ πόνος εἶναι ὄχι µόνο ἀποτέλεσµα τῆς ἁµαρτίας, ἀλλά καί θεραπεία αὐτῆς.
Ἔνατον, πόνος καί θάνατος: Ὁ πόνος ἀποκαλεῖται πολύ εὔγλωττα «καθηµερινός θάνατος». Τόν θάνατο τόν φοβόµαστε, ἀλλά δέν τόν βιώνουµε στήν καθηµερινή µας ζωή. Ἀντίθετα, ἡ παρουσία τοῦ πόνου στήν καθηµερινότητά µας εἶναι πολλές φορές τόσο ἄµεση, ὥστε νά βάζουµε τά κλάµατα, νά φωνάζουµε, νά δαγκώνουµε τά χείλη µας. Ὁ µεγάλος πόνος µας ὠθεῖ νά ἐπιζητοῦµε τόν θάνατο, «τόν κάµει λυτρωτήν». Ὁ πόνος µᾶς ὑποχρεώνει νά σκεφτοῦµε, ὅτι ὑπάρχει κάτι καλύτερο ἀπό τήν παροῦσα ζωή. «Καµία γνῶσις δέ µπορεῖ νά ἐµποδίσει τή µεταφυσικήν αὐτήν νοσταλγίαν τοῦ πόνου». Ἔτσι λοιπόν ὁ πόνος εἶναι «σάλπισµα, ἀντίλαλος, ἀπόφωνον τοῦ ἀποκόσµου, τῆς αἰωνιότητος».
Μετά ἀπό τήν ἀνωτέρω ἐµπεριστατωµένη ἀνάλυση, ὁ πατήρ Ἰωήλ Γιαννακόπουλος ἐπικαλεῖται τό φιλότιµο τοῦ καθενός ἀπό ἐµᾶς καί µᾶς καλεῖ νά ἄρουµε τόν πόνο: «Ἀπό τήν ἀνάγκην διά τήν ἄπειρον ἔκτασή του, ἀπό φιλότιµον διά τήν ἄπειρον ἀξίαν του θά πρέπει νά ἄρωµεν αὐτόν». Ἡ ἔκταση τοῦ πόνου εἶναι ἄπειρη, ἀφοῦ αὐτός «κυριαρχεῖ τῆς ζωῆς, τοῦ θανάτου καί τῆς ἁµαρτίας, ἤτοι φθάνει τήν ζωήν, κατέρχεται εἰς τόν θάνατον καί εἰς τά καταχθόνια, τήν ἁµαρτίαν. Ἑποµένως ὁ πόνος ἀρχίζει ἀπό τόν Οὐρανόν, φθάνει εἰς τήν γῆν, κατέρχεται κάτω αὐτοῦ. Ἔχει τήν φῦσιν τοῦ Ἀπείρου!». Ὄχι µόνο ἡ ἔκταση τοῦ πόνου εἶναι ἄπειρη, ἀλλά καί ἡ ἀξία του, ἀφοῦ ὅπως εἴδαµε, «εἶναι ἀνώτερος τῶν ὡραιοτέρων προϊόντων τοῦ πνεύµατος, χαρᾶς, φιλοσοφίας καί τέχνης, διότι ὁ πόνος εἶναι εἰλικρινέστερος καί πραγµατικότερος αὐτῶν. Ἐπίσης ὁ πόνος εἶναι «ἡ ψυχή τῶν ἀνωτάτων ἀγαθῶν τῆς ἠθικῆς, ἀγάπης καί Θεοῦ».
Ἡ ἀσύγκριτη ποιότητα τοῦ πόνου φαίνεται ἐπίσης καί ἀπό τή σχέση του µέ τόν Ἰησοῦ Χριστό, ἡ ὁποία ἀναλύεται στό δεύτερο µέρος τοῦ πρώτου κεφαλαίου τοῦ βιβλίου. Τό κεφάλαιο αὐτό µέ τίτλο «Ὁ πονεµένος Ἰησοῦς» εὐελπιστοῦµε νά µοιραστοῦµε µέ τούς ἀγαπητούς ἀναγνῶστες σέ ἑπόµενο τεῦχος τοῦ περιοδικοῦ.
Ἐπί τοῦ παρόντος ἀρκούµαστε νά εὐχηθοῦµε σέ ὅλους εὐλογηµένο Τριώδιο! Εἴθε ὁ Κύριος τῆς Δόξης νά µᾶς ἀξιώσει «νά ἀγκαλιάσουµε τόν πόνο», ὅπως γράφει ὁ π. Ἰωήλ Γιαννακόπουλος, καί νά µεταβάλει τόν πνευµατικό ἀγῶνα σέ εὐφροσύνη καί εὐλογία!
Ζωή Ἀγγελικούδη
Νοµικός
«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» Ἀρ. Τεύχους 258
Φεβρουάριος 2024
Ὑποσηµείωση:
*Ἀφιερώνεται στήν Ἀδελφότητα τοῦ Ἱεροῦ Ἡσυχαστηρίου Προφήτου Ἰωήλ Καλαµάτας, µικρό ἀντίδωρο γιά τά βιβλία πού µοῦ χάρισαν.
1. Ἀρχιµ. Ἰωήλ Γιαννακοπούλου, «Σταύρωσις καί Ἀνάστασις τοῦ Χριστοῦ (πόνος – ἀλήθεια) (Κίρκεγκαρντ-Παπίνι-Πασκάλ)», Καλαµάτα: Ἔκδοσις Ἱεροῦ Ἡσυχαστηρίου Προφήτου Ἰωήλ, 1992.