«Ἡ ἰδέα µιᾶς Χριστιανικῆς Κοινωνίας»

«Ἡ ἰδέα µιᾶς Χριστιανικῆς Κοινωνίας»

 

Τόν προηγούµενο µῆνα εἴχαµε ἀναφερθεῖ στόν ἐλλειπτικό καί ἀντιφατικό τρόπο µέ τόν ὁποῖο ἡ Ἑλληνική ἐκκλησιαστική ἱστοριογραφία ἐπιχείρησε νά ἀναλύσει καί νά κατηγοριοποιήσει τίς σχέσεις Ἐκκλησίας καί Κράτους κατά τήν Βυζαντινή ἐποχή. Τό πρόβληµα, ὅµως, τῶν σχέσεων µεταξύ Ἐκκλησίας καί Κράτους ἤ εὐρύτερα Ἐκκλησίας καί κοινωνίας παρουσιάζεται ἐδῶ καί ἀρκετούς αἰῶνες ὑπό διαφορετικούς ἱστορικούς ὅρους. Πλέον, ἡ πλειοψηφία τῶν συγχρόνων ἀνθρώπων ἔχει µιά χαλαρή καί µᾶλλον συναισθηµατική ἤ ἁπλῶς ἐθιµική σχέση µέ τήν Ἐκκλησία, συνδυαζόµενη µέ µιά ἀσαφῆ εἰκόνα γιά τά δόγµατά της καί µιά ἀµήχανη ἀµφιβολία γιά τόν τρόπο µέ τόν ὁποῖο αὐτά πρέπει νά ἑρµηνευθοῦν σήµερα. Ὅσοι δέ ἐπιδιώκουν µέ ἐπίγνωση νά µείνουν σταθεροί στήν πατροπαράδοτη πίστη ἀντιµετωπίζουν συνεχῶς πρωτόγνωρα ἐρωτήµατα πού δέν φαίνεται, ἐκ πρώτης ὄψεως τοὐλάχιστον, νά ἔχουν ἀπασχολήσει τούς παλαιότερους µέ συνέπεια ἡ ὀρθή λύση τους νά µήν εἶναι προφανής καί ἀναµφισβήτητη.

Ἐν ὄψει αὐτῶν, ἔχει, ὅπως πιστεύουµε, ἀξία νά ἀναφερθοῦµε µέ ἀρκετή συντοµία στίς ἀπόψεις τοῦ Thomas Stearns Elliot, τοῦ µεγάλου Ἀγγλοσάξωνα ποιητῆ καί δοκιµιογράφου (1888-1965) σχετικά µέ τό πρόβληµα τῶν σχέσεων µεταξύ Ἐκκλησίας καί Κράτους, ἤ, εὐρύτερα, Ἐκκλησίας καί κοινωνίας στή σύγχρονη ἐποχή, ὅπως αὐτές διατυπώθηκαν σέ ἕνα δοκίµιό του ὑπό τόν τίτλο «Ἡ ἰδέα µιᾶς Χριστιανικῆς Κοινωνίας» («The idea of a Christian Society», ἔκδ. 1940). Εἶναι ἀληθές ὅτι ὁ Ἔλλιοτ συνέγραψε τό δοκίµιό του αὐτό λίγο πρό τῆς ἐνάρξεως τοῦ Β’ Παγκοσµίου Πολέµου, ὅµως, πολλές ἀπό τίς παρατηρήσεις καί τίς σκέψεις του εἶναι ἐπίκαιρες, τόσο διότι ἡ δική µας ἐποχή παρουσιάζει σηµαντικές ὁµοιότητες µέ τήν ἐποχή ἐκείνη, ὅσο καί διότι, ὅσον ἀφορᾶ εἰδικότερα σέ ἐµᾶς τούς Ἕλληνες, ἡ Ἀγγλία καί εὐρύτερα οἱ Δυτικές χῶρες προηγήθηκαν στήν «ἰδιωτικοποίηση τῆς θρησκείας» ἐν σχέσει µέ τή δική µας Χώρα, ὅπου µόλις πρόσφατα ἄρχισε νά ἀναπτύσσεται εὐρύτερα ἡ συζήτηση γιά τό λεγόµενο «οὐδετερόθρησκο» ἤ «φιλελεύθερο» κράτος καί γιά τήν κατηγοριοποίηση τῆς θρησκευτικῆς πίστης ὡς αὐστηρά «ἰδιωτικοῦ θέµατος», ὅπως διδάσκει τό πολιτικό δόγµα τοῦ «φιλελευθερισµοῦ» (liberalism).

Γιά τόν Ἔλλιοτ, λοιπόν, ὁ φιλελευθερισµός ὑπό τήν ἔννοια τοῦ σεβασµοῦ τῆς ἐλευθερίας τοῦ ἀτόµου εἶναι ἀναγκαῖος, ἀλλά ὄχι ἐπαρκής. Τοῦτο διότι περιφρουρεῖ µέν τόν ἰδιωτικό χῶρο τῶν ἀτόµων ἀπό τίς κρατικές παρεµβάσεις καί ἔτσι προστατεύει «ἀρνητικά» ἀπό τόν ὁλοκληρωτισµό (καί κατά τήν «ἀµυντική» του αὐτή πλευρά εἶναι ἀναγκαῖος), δέν ἀντιπροτείνει ὅµως «θετικά» καµία συγκεκριµένη πίστη ἤ κοσµοθεωρία. «Ἀντιµετωπίζουµε διαρκῶς καί τίς δύο ἀπορίες: τί πρέπει νά καταστραφεῖ; καί τί πρέπει νά συντηρηθεῖ; Ὅµως, οὔτε ὁ φιλελευθερισµός, οὔτε ὁ συντηρητισµός, πού δέν συνιστοῦν φιλοσοφικές κοσµοθεωρίες (ἐνν. µέ θετικό περιεχόµενο), ἀλλά µπορεῖ νά εἶναι ἁπλῶς (ψυχολογικές) συνήθειες, ἐπαρκοῦν γιά νά µᾶς καθοδηγήσουν». Ἔτσι, ὁ ‘‘ἀρνητικός’’ φιλελευθερισµός ἔχει τήν τάση νά δηµιουργεῖ χάος (chaos) -ὅπως ἀντίστοιχα ὁ συντηρητισµός ἔχει τήν τάση νά «ἀποπετρώνει» (petrifaction)- οὕτως ὥστε νά ἀνακύπτει ὁ κίνδυνος τοῦ ὁλοκληρωτισµοῦ, ἤ µιᾶς αὐταρχικῆς δηµοκρατίας (authoritarian democracy) πού µεταχειρίζονται τόν τεχνητό, µηχανοποιηµένο ἤ κτηνώδη ἔλεγχο (artificial, mechanised or brutalised control) ὡς ἔσχατο µέσο θεραπείας τοῦ χάους πού ἔχει τήν τάση νά γεννᾶ ὁ φιλελευθερισµός.

Ὁ Ἔλλιοτ προβαίνει στή διάγνωση ὅτι στήν ἐποχή του εὑρίσκονταν ἀντιµέτωποι µέ τρεῖς ἐπιλογές. «Θά µπορούσαµε, βέβαια, νά βυθισθοῦµε ἁπλῶς στήν ἀπάθεια καί στήν παρακµή, χωρίς πίστη καί ἑποµένως χωρίς αὐτοπεποίθηση...» θά ἀναφέρει σχετικά µέ τήν πρώτη «ἐπιλογή». Ἡ δεύτερη ἐπιλογή εἶναι ἡ σταδιακή δηµιουργία µιᾶς «ὁλοκληρωτικῆς δηµοκρατίας» µέ χαρακτηριστικά της τόν αὐστηρό ἔλεγχο καί τήν ὁµοιοµορφία, τήν ἔλλειψη σεβασµοῦ γιά τίς ψυχές τῶν ἀνθρώπων, τήν ὑγιεινιστική ἠθική («hygienic morality»: πιστεύουµε ὅτι ἐννοεῖ τήν ἀντικατάσταση τῆς χριστιανικῆς ἠθικῆς µέ κανόνες πού ἐξυπηρετοῦν τήν βιολογική µόνο ἐπιβίωση) καί τήν ἐπιδίωξη τῆς ἀποτελεσµατικότητας. Ἡ τρίτη ἐπιλογή, ἐκείνη τῆς οἰκοδόµησης µιᾶς Χριστιανικῆς κοινωνίας, µπορεῖ νά ἀνοιγεῖ ὡς προοπτική, ὅπως ἐπισηµαίνει ὁ Ἔλλιοτ, µόνο σέ ὅσους κατανοήσουν ἀκριβῶς τίς συνέπειες τῶν πρώτων δύο ἐπιλογῶν καί βεβαιωθοῦν µέ τόν τρόπο αὐτό πώς «µοναδική πιθανότητα ρύθµισης καί ἐξισορρόπησης (ἐνν. τοῦ χάους) εἶναι ἡ θρησκευτική ρύθµιση καί ἐξισορρόπηση», πώς «ἡ µόνη ἐλπιδοφόρος ὁδός γιά νά ἀνθήσει µιά κοινωνία καί νά συνεχίσει τή δηµιουργική της δραστηριότητα στίς τέχνες τοῦ ἐκπολιτισµοῦ εἶναι νά γίνει Χριστιανική».

Ἰδιαιτέρως ἐπίκαιρο ἐνδιαφέρον παρουσιάζει ἡ παρατήρηση τοῦ Ἔλλιοτ ὅτι ὁ δηµόσιος λόγος τῶν ἐκπροσώπων τοῦ κράτους καί τῆς ἐκκλησίας τῆς ἐποχῆς του εἶχε ἀποµείνει κούφιος καί ἄψυχος, διότι ἡ «πολιτική φιλοσοφία» πού εἶχε ἀρχικά ἐµπνεύσει τόν σχηµατισµό τοῦ λόγου αὐτοῦ εἶχε πιά χάσει τήν πειστικότητά της. «Αὐτό εἶναι πολύ βλαβερό γιά τήν ἀγγλική γλῶσσα: σέ αὐτή τήν ἀνωµαλία, γιά τήν ὁποία εὐθυνόµαστε ὅλοι καί ὄχι στήν ὑποκρισία τῶν προσώπων, πρέπει νά ἀποδοθεῖ ἡ κενότητα πολλῶν πολιτικῶν καί ἐκκλησιαστικῶν λόγων. Ἀρκεῖ µόνο νά ἐξετάσει κανείς τήν πληθώρα τῶν κυρίων ἄρθρων τῶν ἐφηµερίδων, τήν πληθώρα τῶν πολιτικῶν προτροπῶν, γιά νά ἀντιληφθεῖ ὅτι εἶναι ἀδύνατο νά γράψει κανείς καλά, χωρίς νά ἔχει πεποιθήσεις».

Μιά παρατήρηση δέ τοῦ Ἔλλιοτ σχετικά µέ τούς ὅρους τῆς τρίτης ἐπιλογῆς –ἐκείνη τῆς Χριστιανικῆς κοινωνίας– ἴσως ξενίσει ὅσους Ὀρθοδόξους ἔχουν συνηθίσει νά συνδέουν τήν πίστη µέ τό βίωµα καί ὄχι τόσο µέ τή σκέψη, εἶναι, ὅµως, ὅπως πιστεύουµε, ἰδιαιτέρως ἀξιοπρόσεκτη: «πρέπει νά µεταχειρισθοῦµε τήν Χριστιανοσύνη ὡς θέµα πού ἀφορᾶ πρωτίστως τή σκέψη τοῦ ἀτόµου, ὄχι τό συναίσθηµα». Ὅπως θά ἐπεξηγήσει: «τό νά σκέπτεται κανείς τή Χριστιανική πίστη καί ὄχι µόνο νά τή νιώθει, ἔχει πρακτικές συνέπειες πού µπορεῖ νά ξεβολέψουν». Διότι, µέ τόν τρόπο αὐτό θά συνειδητοποιήσει κανείς ὅτι µακροπρόθεσµα δέν ἔχει µεγάλη σηµασία γιά τόν Χριστιανό ἡ διαφορά ἀνάµεσα στό «οὐδετερόθρησκο» καί στό «εἰδωλολατρικό» κράτος.

Πράγµατι, ὁ Ἔλλιοτ παρατηρεῖ πώς, ὅταν οἱ σύγχρονοί του λένε ὅτι ζοῦν σέ µιά Χριστιανική κοινωνία, ἐννοοῦν ἁπλῶς καί µόνο ὅτι στή χώρα τους δέν διώκεται ποινικῶς ἡ ὁµολογία τῆς πίστης, ἀλλά ἀποκρύπτουν ἀπό τούς ἑαυτούς τους τή δυσάρεστη ἐπίγνωση τῶν ἀξιῶν, πού στήν πραγµατικότητα ρυθµίζουν τή ζωή τους καί πώς, παρά τό ὅτι δηλώνουν ὅτι ἀπεχθάνονται τόν ὁλοκληρωτισµό, τόν θαυµάζουν, ὅµως, σέ µεγάλο βαθµό γιά τήν ἀποτελεσµατικότητά του. Ἀκόµη, ἐπισηµαίνει πώς ὁ ἰδιωτικός χῶρος τῆς ἐλευθερίας, πού παραχωρεῖται σέ κάθε ἄτοµο, γίνεται βαθµιαῖα καί ἀδιόρατα ὅλο καί στενότερος καί µπορεῖ στό τέλος νά ἐξαφανισθεῖ τελείως.

Προβαίνει δέ καί στόν ἑξῆς παράδοξο ἰσχυρισµό: «Ὅταν ὁ Χριστιανός ἀντιµετωπίζεται ὡς ἐχθρός τοῦ κράτους, ἡ πορεία του εἶναι βέβαια πολύ δυσκολότερη, ἀλλά εἶναι καί πιό ξεκάθαρη. Ἐµένα µέ ἀπασχολοῦν οἱ κίνδυνοι πού διατρέχει ἡ χριστιανική µειονότητα, ὅταν γίνεται ἀνεκτή. Διότι, στόν σηµερινό κόσµο, µπορεῖ νά ἀποδειχθεῖ ὅτι τό πιό ἀνυπόφορο γιά τούς Χριστιανούς εἶναι τό νά γίνονται ἀνεκτοί». Ἐπεξηγῶντας δέ τό παραδοξολόγηµά του αὐτό, ἀναφέρει ὅτι τό πρόβληµα πού ἀντιµετωπίζει µιά Χριστιανική µειονότητα συνίσταται στό ὅτι «ἐµπλέκεται σέ ἕνα σύνολο θεσµῶν (ἐνν.κρατικῶν καί κοινωνικῶν), ἀπό τούς ὁποίους δέν µπορεῖ νά ἀποσυνδεθεῖ καί οἱ ὁποῖοι δέν εἶναι πιά οὐδετερόθρησκοι, ἀλλά ἀντι-χριστιανικοί. Οἱ Χριστιανοί δέ, πού δέν ἔχουν σαφῆ ἐπίγνωση τοῦ διλήµµατος ἐνώπιον τοῦ ὁποίου εὑρίσκονται –καί ἀποτελοῦν τήν πλειοψηφία τῶν Χριστιανῶν– ἀποχριστιανίζονται ὅλο καί περισσότερο µέ ὅλα τά εἴδη τῆς ἀσυνειδητοποίητης πίεσης πού τούς ἀσκεῖται. Ἡ εἰδωλολατρεία, ὅµως, καταλαµβάνει ὅλο καί περισσότερο διαφηµιστικό χῶρο στή δηµόσια σφαῖρα».

Γιά τόν Ἔλλιοτ, γιά τόν ὁποῖο µιά θεολογία τοῦ στεγανοῦ διαχωρισµοῦ τῆς ζωῆς τοῦ Πνεύµατος καί τῆς ζωῆς τοῦ Κόσµου εἶναι κατάλληλη µόνο γιά µιά ἐποχή φανερῶν διωγµῶν, τό νά δεχθεῖ ἡ Ἐκκλησία νά ἀποσυρθεῖ καί νά παραιτηθεῖ ἀπό τήν ἀποστολή τοῦ εὐαγγελισµοῦ τῆς κοινωνίας, θά ἰσοδυναµοῦσε µέ τήν ἐσκεµµένη καί ἐπίσηµη ἀναγνώριση ὡς ὀρθῶν ὅλων τῶν τρόπων ζωῆς τῆς κοινωνίας καί τήν πλήρη ἐγκατάλειψη στήν ἀθεΐα ἐκείνων, πού δέν ἀνήκουν µέν µέ ὅλη τήν καρδιά τους στό ποίµνιο, ἀλλά δέν εἶναι, ἀκόµη, ἀντι-Χριστιανοί.

Οὔτε πρέπει κανείς νά ἀποθαρρύνεται ἀπό τήν ἔνταση πού ἀναπτύσσεται ἀνάµεσα στήν Ἐκκλησία καί τό Κράτος, ἤ εὐρύτερα τήν κοινωνία, ὅταν ἡ Ἐκκλησία ἐπιλέγει νά τούς ἀντιπαρατεθεῖ. Γιά τόν Ἔλλιοτ, ἀντιθέτως, µιά τέτοια «ἔνταση» (tension) στίς σχέσεις Ἐκκλησίας καί Κράτους εἶναι, ὅπως διδάσκει ἡ ἱστορία, «ἐπιθυµητή». «Ὅταν ἡ Ἐκκλησία καί τό Κράτος διαρρηγνύουν τίς σχέσεις τους πλήρως, οἱ συνέπειες εἶναι κακές γιά τήν κοινωνία. Ὅταν ἡ Ἐκκλησία καί τό Κράτος τά πᾶνε πολύ καλά µεταξύ τους, τότε κάτι πηγαίνει λάθος στήν Ἐκκλησία» θά ἀναφέρει σχετικά ὁ Ἔλλιοτ, ὁ ὁποῖος θά διευκρινίσει, συναφῶς, ὅτι ἐκεῖνο πού προέχει εἶναι ἡ δογµατική ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας καί ὄχι ἡ ὠφέλεια ἤ τό δηµόσιο συµφέρον τῆς κοινωνίας ἤ τοῦ κράτους, ἀφοῦ «τό νά δικαιώνει κανείς τόν Χριστιανισµό µέ τό ἐπιχείρηµα ὅτι παρέχει θεµέλιο γιά τήν ἠθική συµπεριφορά, ἀντί νά καταδεικνύει τήν ἀναγκαιότητα τῆς ἠθικῆς συµπεριφορᾶς ὡς συνέπεια τῆς ἀλήθειας τοῦ Χριστιανισµοῦ, εἶναι µιά πολύ ἐπικίνδυνη ἀντιστροφή τῶν πραγµάτων».

Ὁ Ἔλλιοτ ὑπῆρξε ἑτερόδοξος, Ἀγγλο-καθολικός τό θρήσκευµα καί ἔζησε σέ ἄλλες χῶρες σέ µιά παλαιότερη ἐποχή. Νοµίζουµε, ὅµως, ὅτι εἶναι εὐδιάκριτη ἡ ἐπικαιρότητα καί ἡ χρησιµότητα τοῦ προβληµατισµοῦ του γιά ἐµᾶς σήµερα, ἰδίως δέ γιά τό δίληµµα πού µπορεῖ, ἀνάλογα µέ τίς περιστάσεις, νά ἀντιµετωπίσει µιά χριστιανική µειονότητα µεταξύ, ἀφ’ ἑνός τῆς συνεργασίας της µέ τήν εὐρύτερη κοινωνία µέ τόν κίνδυνο, ὅµως, τοῦ ἀσυναίσθητου συσχηµατισµοῦ της µέ τόν σύγχρονο «ἀποτελεσµατικό» καί «ὀρθολογικό» τρόπο ζωῆς καί, ἀφ’ ἑτέρου, ἑνός ἐθελούσιου διαχωρισµοῦ πού, ὅµως, συνεπάγεται τήν παραίτηση ἀπό τήν προσπάθεια γιά τή δηµιουργία µιᾶς κοινωνίας πού, ὅπως θά πεῖ ὁ Ἔλλιοτ, «θά παρέχει τή µέγιστη δυνατότητα νά ζήσει κανείς µιά χριστιανική ζωή καί τή µέγιστη εὐκαιρία γιά νά µεταστραφοῦν στόν Χριστιανισµό, ὅσοι δέν εἶναι Χριστιανοί».

 

Νοµοµαθής

«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» Ἀρ. Τεύχους 258

Φεβρουάριος 2024