Ἡ Προδοσία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησιολογίας
στή Γερμανία
Οἱ Ὀρθόδοξοι πού ζοῦν σήμερα στή Γερμανία ὑπερβαίνουν τά 4 ἑκατομμύρια (!) μέ ἔντονα αὐξητική τάση. Σύμφωνα μέ μιά ἔρευνα πού ἔγινε τόν Μάϊο τοῦ 2022, οἱ Ὀρθόδοξοι ἦσαν περίπου 3 ἑκατομμύρια. Γιά τήν ἔρευνα αὐτή ἀξιοποιήθηκαν τά κεντρικά ἀρχεῖα τοῦ κράτους γιά τούς ἀλλοδαπούς, σύμφωνα μέ τά ὁποῖα ζοῦσαν στή Γερμανία τό 2013 περίπου 1,31 ἑκατ. καί τό 2019 περίπου 2,2 ἑκατ. Σέ αὐτούς πρέπει νά προστεθεῖ ἀκόμα ἕνας ὄχι μικρός ἀριθμός πολιτῶν οἱ ὁποῖοι προέρχονται μέν ἀπό πρώην ἀλλοδαπούς, ἀλλά ἔχουν Γερμανική ὑπηκοότητα, ὅπως καί οἱ γηγενεῖς Γερμανοί, πού ἔχουν μεταστραφεῖ στήν Ὀρθοδοξία. Ὅλοι αὐτοί δέν συμπεριλαμβάνονται σέ καμία ἐπίσημη στατιστική.
Σύμφωνα μέ τίς ἐκτιμήσεις αὐτῆς τῆς ἔρευνας, τά περίπου 3 ἑκατ. Ὀρθοδόξων στήν Γερμανία κατανέμονται στίς Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες ὡς ἑξῆς: στήν Ἐκκλησία τῆς Ρουμανίας 900.000, τῆς Ρωσίας 500.000, τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου – Ἑλληνορθόδοξη Μητρόπολη 470.000, τῆς Βουλγαρίας 424.000, τῆς Σερβίας 410.000, τοῦ Πατριαρχείου Ἀντιοχείας 106.000 καί τῆς Γεωργίας 30.000. Δέν ἔχουν συνυπολογιστεῖ καθόλου οἱ πρόσφυγες ἀπό τήν Οὐκρανία πού στό σύνολό τους ὑπερβαίνουν τά 1,3 ἑκατ. καί κατά μεγάλη πλειοψηφία εἶναι Ὀρθόδοξοι.
Οἱ Ὀρθόδοξοι πιστοί πού ζοῦν στή Γερμανία ἐπιμερίζονται σέ 10 Μητροπόλεις, τῶν ὁποίων οἱ ἐπίσκοποι ἀποτελοῦν τήν Σύνοδο τῶν Ὀρθοδόξων Ἐπισκόπων στή Γερμανία (ΣΟΕΓ). Ἑπομένως μέχρι σήμερα δέν μπορεῖ νά γίνει λόγος γιά μία Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τῆς Γερμανίας. Δέν ὑπάρχει μία ἑνιαία Ἐκκλησιαστική διοίκηση, ὑπάρχει μόνο τό συντονιστικό ὄργανο τῆς ΣΟΕΓ ἀπό τό 2010, ἡ ὁποία σκοπό ἔχει νά διευκολύνει τή συνεργασία στήν ποιμαντική φροντίδα τῶν πιστῶν καί νά δώσει μιά ἑνιαία φωνή στούς Ὀρθόδοξους τῆς Γερμανίας. Ἡ ΣΟΕΓ διαδέχθηκε τήν Ἐπιτροπή τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας στή Γερμανία, ἡ ὁποία εἶχε ἱδρυθεῖ τό 1994. Ἕως τότε δέν ὑπῆρχε συντονιστικό ὄργανο γιά τίς διάφορες Ὀρθόδοξες Μητροπόλεις.
Ἡ Ἑλληνορθόδοξη Μητρόπολη τῆς Γερμανίας ἤδη ἀπό τό 1974 εἶναι πλῆρες μέλος τῆς Κοινοπραξίας Χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν στή Γερμανία (ΚΧΕ), ἡ ὁποία ἀντικαταστάθηκε τό 2010 ἀπό τή ΣΟΕΓ. Ἡ ΚΧΕ ἀποτελεῖται σήμερα ἀπό 25 Ἐκκλησίες, 18 πλήρη μέλη μέ δικαίωμα ψήφου καί 7 φιλοξενούμενα. Ἱδρύθηκε τό 1948 καί δρᾶ μέσα στό πνεῦμα τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου τῶν Ἐκκλησιῶν. Τήν τιμητική θέση τοῦ πρόεδρου τῆς ΚΧΕ γιά τήν ἑξαετία 2019-2025 κατέχει γιά πρώτη φορά ἕνας Ὀρθόδοξος, ὁ Πρωτοπρεσβύτερος Radu Constantin Miron, πού ἀνήκει στήν Ἑλληνορθόδοξη Μητρόπολη τῆς Γερμανίας. Πρόκειται γιά μιά ἐξέλιξη ἀπόλυτα δικαιολογημένη, ἐάν ἀναλογιστεῖ κανείς τήν ἀριθμητική αὔξηση τῶν Ὀρθοδόξων τά τελευταῖα χρόνια καί ταυτόχρονα συνεκτιμήσει τήν ἀριθμητική μείωση τῶν Προτεσταντῶν καί Ρωμαιοκαθολικῶν. Ἐνῶ τό 2013 ὑπῆρχαν ἀκόμα 23 ἑκατ. Προτεστάντες καί 24,1 ἑκατ. Ρωμαιοκαθολικοί, τό 2019 εἶχαν μειωθεῖ ἀντίστοιχα σέ 20,7 καί 22,6 ἑκατ. πού ἀντιστοιχεῖ στό 24,9% καί 27,2% τοῦ συνολικοῦ πληθυσμοῦ. Οἱ δύο μεγάλες θρησκευτικές κοινότητες ἔχουν χάσει ἀπό τή δεκαετία τοῦ 70 καί ἔπειτα ἕνα μεγάλο μέρος τῶν πιστῶν τους. Τό 1956 οἱ Προτεστάντες ἀποτελοῦσαν τό 50,1% καί οἱ Ρωμαιοκαθολικοί τό 45,9% τοῦ πληθυσμοῦ. Καί τά τελευταῖα χρόνια ἡ τάση συνεχίζει νά εἶναι ἐπίσης πτωτική.
Ἡ ΚΧΕ ἀναπτύσσει σημαντικές δράσεις πού θέλουν νά ὑπηρετήσουν τόν βασικό στόχο της, νά βροῦν τρόπους, ὥστε νά γίνει ὁρατή σήμερα ἡ ἑνότητα τῶν μελῶν της ἐν Χριστῷ. Θεμελιῶδες βῆμα πρός τό σκοπό αὐτό ἀποτελεῖ ἡ λεγομένη CHARTA OECUMENICA, ἕνα εἶδος συντάγματος μέ στόχο τόν οἰκουμενικό διάλογο, πού συντάχθηκε τό 2001 καί περιέχει τίς κατευθυντήριες γραμμές γιά τήν συνεργασία τῶν Ἐκκλησιῶν στήν Εὐρώπη. Ἡ CHARTA OECUMENICA ἔχει κυρωθεῖ ἀπό ὅλα τά μέλη τῆς ΚΧΕ καί περιέχει μεταξύ ἄλλων τά ἑξῆς: Στήν παράγραφο 1 τονίζεται ἡ κοινή πίστη ὅλων τῶν χριστιανικῶν ὁμολογιῶν μέ βάση τήν Ἁγία Γραφή καί τό Σύμβολο τῆς Πίστεως στόν Τριαδικό Θεό, ὅπως καί ἡ κοινή τους ὁμολογία γιά «Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία», ἡ ὁποία ὀφείλει νά γίνει μέ τήν προσπάθεια ὅλων ὁρατή. Αὐτό περικλείει τήν ὑποχρέωση, νά συμβάλλουν ὅλοι σ’ αὐτή «τήν ὁρατή ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ στήν μία πίστη, ἡ ὁποία ἐκφράζεται μέ τήν ἀλληλοαναγνώριση τοῦ Βαπτίσματος καί τήν Κοινωνία τῆς Εὐχαριστίας, ὅπως καί τήν κοινή μαρτυρία καί διακονία». Στήν παράγραφο 5 γίνεται λόγος γιά τήν «κοινή προσευχή» καί ἀναφέρεται ἡ ὑποχρέωση ὅλων, νά «γνωρίσουν καί νά ἐκτιμήσουν τίς Ἀκολουθίες καί ἄλλες μορφές τῆς πνευματικῆς ζωῆς τῶν ἄλλων Ἐκκλησιῶν».
Στίς κατευθυντήριες γραμμές τῆς ΚΧΕ γιά τίς οἰκουμενικές συνεργασίες στίς Κοινοπραξίες Χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν σέ ἐθνικό, περιφερειακό καί τοπικό ἐπίπεδο τονίζεται στό ἄρθρο 1 μέ τίτλο «Θεμέλιο τῆς κοινωνίας» στήν 3η παράγραφο: «Μέ τή συμμετοχή σας ὡς μέλος τῆς ΚΧΕ ἐκφράζετε, ὅτι μαζί μέ τά ἄλλα μέλη συμμετέχετε ἐν τῇ κοινωνίᾳ τῆς μίας Ἐκκλησίας τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ στήν υἱοθεσία τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ (Ρωμ. 8,15). Αὐτό ἰσχύει ἀνεξάρτητα ἀπό τίς διαφορετικές ἀντιλήψεις γιά τό βάπτισμα καί τήν Ἐκκλησία». Στό ἄρθρο 2 μέ τίτλο «Ταυτότητα καί ὑποχρέωση» στήν παράγραφο 6 τονίζεται: «Ἀναγνωρίζονται μεταξύ τους ὡς ἀδελφές (Ἐκκλησίες)». Στό 3 ἄρθρο μέ τίτλο «Πρακτική συνεργασία» ὑπογραμμίζεται στήν 1 παράγραφο: «Τά μέλη συστήνουν στίς κοινότητές τους νά συμμετέχουν σέ Ἀκολουθίες μέ οἰκουμενικό χαρακτῆρα ἤ ἄλλες παρόμοιες ἐκδηλώσεις μέ τά ἄλλα μέλη τῆς ΚΧΕ».
Ἀσφαλῶς ὅλα τά παραπάνω ἀποτελοῦν προδοσία τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησιολογίας σέ ἀπόλυτο βαθμό! Πῶς εἶναι δυνατόν, νά ὁμολογοῦν ἀφ’ ἑνός τήν «Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία» τοῦ Χριστοῦ καί νά τήν λαμβάνουν ὡς βάση τῆς ἑνότητας μεταξύ τους, καί, ἀφ’ ἑτέρου, νά πιστεύουν, ὅτι ἡ ἑνότητα αὐτή δέν θίγεται π.χ. ἀπό τήν κατάργηση τῆς Ἱερωσύνης ἐκ μέρους τοῦ Προτεσταντισμοῦ ἤ ἀπό τό ‘‘Ἀλάθητο’’ ἐκ μέρους τοῦ Παπισμοῦ καί ἀπό πολλές ἄλλες ἀνατρεπτικές τοῦ λόγου καί τοῦ ἔργου τοῦ Χριστοῦ πρακτικές, πού ὑπάρχουν στίς δύο αὐτές χριστιανικές παραδόσεις. Ὅλα αὐτά, ὄχι μόνο καταργοῦν τόν θεολογικό νοῦ, ἀλλά ἀκόμα καί τήν ἁπλή ἀνθρώπινη λογική.
Φυσικά, ἡ ἔντονη αὐτή καλλιέργεια τοῦ οἰκουμενισμοῦ ἔχει φέρει ἤδη ἀρκετά ἀρνητικά ἀποτελέσματα. Στίς 29 Ἀπριλίου τοῦ 2007, στό πλαίσιο μιᾶς οἰκουμενιστικῆς Θείας Λειτουργίας στόν καθεδρικό ναό τοῦ Μαγδεμβούργου, ὑπογράφθηκε ἀπό ἕνδεκα Ἐκκλησίες, μεταξύ τῶν ὁποίων καί ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τῆς Γερμανίας, ἡ κοινή δήλωση γιά τήν ἀμοιβαία ἀναγνώριση τοῦ βαπτίσματος. Σύμφωνα μέ τό κείμενο τῆς δήλωσης αὐτῆς «ἡ ἀμοιβαία ἀναγνώριση τοῦ βαπτίσματος ἀποτελεῖ τήν ἔκφραση, τόν σύνδεσμο τῆς ἑνότητας πού βασίζεται στόν Ἰησοῦ Χριστό»!
Ἄλλο ἕνα χαρακτηριστικό καί πειστικό δεῖγμα εἶναι ἡ συμφωνία τῆς ΣΟΕΓ καί τῆς Εὐαγγελικῆς Ἐκκλησίας στή Γερμανία γιά τή σύναψη γάμου τῶν μελῶν τους, πού χρονολογεῖται ἀπό τό 2003. Στό ἔγγραφο αὐτό τονίζεται, ὅτι οἱ διαφορετικές ὁμολογίες τῶν δύο νεόνυμφων δέν θεωροῦνται πλέον ἐμπόδιο γιά τόν ἐκκλησιαστικό γάμο! Καλό εἶναι νά ὑπάρχει μιά συμβουλευτική συζήτηση, ἤ δυνατό ἀπό κοινοῦ μέ τούς δύο Κληρικούς. Καί οἱ δύο ὁμολογίες ἀποτρέπουν μιά διπλῆ τελετή, πρῶτα στήν μία καί ἔπειτα στήν ἄλλη Ἐκκλησία.
Δέν μπορεῖ ὡστόσο νά γίνει μιά κοινή τελετή. Αὐτή εἶναι ἀδύνατη λόγῳ τῆς ἰδιαιτερότητας στή θεώρηση τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ γάμου στίς δύο ὁμολογίες. Ἄρα πρέπει νά ἐπιλεγεῖ μία ὁμολογία γιά τήν τέλεση τοῦ γάμου. Μπορεῖ ὅμως στήν Ὀρθόδοξη τέλεση νά ἀναλάβει ὁ/ἡ Προτεστάντης πάστορας/παστόρισσα ἕνα πρῶτο προτεσταντικό τμῆμα τῆς τελετῆς στόν Ὀρθόδοξο ναό(!) καί ἔπειτα νά τόν/τήν διαδέχεται ὁ Ὀρθόδοξος Ἱερέας στήν καθ’ ἑαυτή τελετουργία τοῦ γάμου. Ἔτσι προκύπτει ἕνα εἶδος διαδοχικῆς τελετῆς, πάντως ὄχι κοινῆς, πού δέν ἐπιτρέπεται λόγῳ τῆς δυσκολίας πού αἰσθάνονται οἱ Ὀρθόδοξοι Λειτουργοί. Στήν περίπτωση πού ἐπιλέγεται ὁ Προτεσταντικός ναός, μπορεῖ ἀντίστοιχα ὁ Ὀρθόδοξος ἱερέας νά προσκληθεῖ. Ναί μέν δέν τοῦ ἐπιτρέπεται λόγῳ τοῦ κωλύματος τοῦ προτεσταντικοῦ ναοῦ καί τῆς προτεσταντικῆς τελετῆς νά φοράει ἄμφια, ἀλλά καλό εἶναι, ὅπως λέει τό κείμενο, νά δοθεῖ στόν προσκεκλημένο ἀρκούντως ὁ λόγος. Αὐτό μπορεῖ νά γίνει μέ ἕναν λόγο χαιρετισμοῦ ἤ ἕναν λόγο εὐλογίας.
Εἶναι ἐντυπωσιακή αὐτή ἡ σύμπραξη τῆς ΣΟΕΓ μέ τήν Εὐαγγελική Ἐκκλησία, διότι ἤδη ὁ Λούθηρος εἶχε καταργήσει τόν Γάμο ὡς Μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας. Ἀλλά αὐτή, ὅπως τονίζει ρητά τό κείμενο, ὑπαγορεύεται ἀπό «τίς σημαντικές καί ἀποφασιστικές κοινές πνευματικές ρίζες οἱ ὁποῖες ... δικαιολογοῦν μιά κοινή ποιμαντική πράξη». Καί ἀναφέρεται στή συνέχεια ἡ βιβλική θεμελίωση τοῦ γάμου, ὁ τονισμός τῆς καλῆς δημιουργίας τοῦ Θεοῦ στίς εὐχές, τό ἀδιάλυτο τοῦ γάμου, ἡ πλούσια εὐλογία τοῦ Θεοῦ, ἡ προθυμία τῶν νεονύμφων γιά τεκνοποιία, ἡ θεμελιώδης σχέση τοῦ γάμου καί τῆς οἰκογένειας μέ τήν κοινωνία τῆς Ἐκκλησίας. Καί ὡς τελευταῖο κεντρικό ἐπιχείρημα ἀναφέρεται μέ κόκκινα γράμματα ἡ ἑξῆς πρόταση: «οἱ Ἐκκλησίες μας μεταξύ τους δέν ἀμφισβητοῦν τήν ἰσχύ τοῦ βαπτίσματος».
Μέ ὅλα αὐτά τά τεκταινόμενα μένει κανείς ἔκπληκτος καί προβληματίζεται ἔντονα γιά τή συνέχεια τῆς Ὀρθόδοξης Παράδοσης καί τήν αὐθεντικότητα τοῦ λόγου τῆς Ὀρθοδοξίας. Μάλιστα, δέν φαίνεται πλέον ἐπιθυμητό καί ζητούμενο, ἡ Ὀρθοδοξία νά ἀρθρώσει τόν ἰδιαίτερο, τόν μοναδικό, τό σωτήριο λόγο της γιά τή ζωή καί τή συμβίωση τῶν ἀνθρώπων ὡς Σώματος Χριστοῦ. Αὐτό φάνηκε ἔντονα καί στή κρίση τῆς λεγόμενης πανδημίας τοῦ Κωροναϊοῦ, κατά τήν ὁποία ἡ ΣΟΕΓ μέ ποιμαντική ἐπιστολή ἀπευθύνεται στούς πιστούς, προτείνοντας διάφορα μέτρα γιά τήν ἀντιμετώπιση τῆς κατάστασης κυρίως κατά τήν Θεία Εὐχαριστία. Ἀντί νά καταστείλει τόν φόβο τῶν πιστῶν, τόν ἐπιτείνει, μετατρέποντας καί τόν Θεό στόν ἁγιασμό πού προσφέρει στούς ἀνθρώπους μέσῳ τῆς Θείας Κοινωνίας σέ ...‘‘θῦμα’’ τοῦ Κωροναϊοῦ. Ἔτσι ἡ ΣΟΕΓ, γιά νά ἐξασφαλίσει τόν ἁγιασμό, θεώρησε ἐπιβεβλημένο ἐξ αἰτίας τοῦ κινδύνου μόλυνσης τῶν πιστῶν νά ἀλλάξει τήν πρακτική τῆς μετάδοσης τῆς Θείας Κοινωνίας. Ἀντί τῆς καθιερωμένης ἐπί αἰῶνες πρακτικῆς μετάδοσης τοῦ Σώματος καί τοῦ Αἵματος τοῦ Κυρίου μας μέ τή λαβίδα, καθόρισε «κατ’ οἰκονομίαν» ἄλλες μεθόδους μετάδοσης τῆς Θείας Κοινωνίας: Δηλαδή, ἐκείνη χωρίς ἐπαφή (δηλαδή χωρίς νά ἔρχεται ἡ Θεία Λαβίδα σέ ἐπαφή μέ τό στόμα τοῦ κοινωνοῦντος), μέ ἀποστείρωση τῆς Ἱερᾶς Λαβίδας μετά ἀπό τόν κάθε κοινωνοῦντα, μέ πολλά ξύλινα κουτάλια μιᾶς χρήσης, πού ἔπειτα καίγονται, μέ πολλά μεταλλικά κουτάλια πού ἔπειτα ἀποστειρώνονται κ.ἄ. Καί ὅλα αὐτά τά ἀποφάσισε ἀπό μιά τἄχα ‘‘ἀγάπη’’ (!), γιά νά καταστείλει τούς φόβους καί νά ἐξασφαλίσει τή σωματική ὑγεία καί ἀκεραιότητα τῶν πιστῶν! Ἔτσι, οἱ Ὀρθόδοξοι τῆς Γερμανίας –καί ὄχι μόνο– βίωσαν μιά προφανῶς ἄγνωστη, μέχρι τίς μέρες μας, ἐφαρμογή τῆς ‘‘ἀρχῆς τῆς οἰκονομίας’’, τῆς εὐσπλαχνίας τῆς Ἐκκλησίας, γιά νά στηρίξει τήν ἔλλειψη τῆς πίστης τῶν ἀνθρώπων καί νά προάγει τήν αὐταπάτη τους, ὅτι μέ τήν δική τους πολυμηχανία καί ἐπιστημοσύνη εἶναι σέ θέση νά λύνουν τά ἄλυτα τοῦ Θεοῦ!...
Λέων Μπράνγκ
Δρ. Θεολογίας, Ἀντιπρόεδρος τῆς Π.Ε.Θ.
«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» Ἀρ. Τεύχους 257
Ἰανουάριος 2024