«Καισαροπαπισµός» καί «Συναλληλία»
στό Βυζάντιο
Ὁ ἅγιος Νεκτάριος Πενταπόλεως, ὅπως ὁ ἴδιος µᾶς πληροφορεῖ στόν πρόλογο τοῦ βιβλίου του, ἀνέλαβε τό ἐγχείρηµα νά συγγράψει µιά συνοπτική ἱστορία τῶν Οἰκουµενικῶν Συνόδων, διότι εἶχε διαγνώσει πώς «ἡ τῶν θρησκευτικῶν µελετῶν ὀλιγωρία πολλούς τῶν ἡµετέρων ὁµογενῶν ἤγαγεν, ὡς µή ὤφειλεν, εἰς κρίσεις πεπλανηµένας καί δοξασίας ἀτόπους. Ἡ δ’ ἐξ αὐτῆς προκύπτουσα ἄγνοια ἐπί τοσοῦτον ἠλλοίωσεν τήν ἀληθῆ τῶν πραγµάτων ὄψιν, ὥστε καί αὐτά τά ἀναγκαιότατα καί τά χρησιµώτατα γεγονότα τά δοξάσαντα τήν Ἐκκλησίαν µετά τοῦ Ἔθνους νά ἐκλαµβάνωνται ὡς ὀλεθριώτατα, αἱ δέ τῆς Ἁγίας ἡµῶν Ἐκκλησίας σπουδαιόταται διατάξεις νά περιφρονῶνται...» (βλ. Ἁγ. Νεκταρίου Πενταπόλεως, «Αἱ Οἰκουµενικαί Σύνοδοι τῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας», Ἐκδ. Ρηγοπούλου, 1972).
Δέν γνωρίζουµε σέ ποιές εἰδικότερες «πεπλανηµένες κρίσεις» καί «ἀτόπους δοξασίας» ἀναφερόταν ὁ ἅγιος, νοµίζουµε, ὅµως, ὅτι δέν θά ἦταν παρακινδυνευµένο νά συµπεριλάβουµε µεταξύ τῶν κρίσεων καί τῶν δοξασιῶν αὐτοῦ τοῦ εἴδους τήν ἀντίληψη πού ἔχουµε οἱ Νεοέλληνες γιά τίς σχέσεις Ἐκκλησίας καί Κράτους κατά τή Βυζαντινή περίοδο.
Πράγµατι, ἐάν κανείς ἐπιχειρήσει, ἔστω πρόχειρα καί ἐρασιτεχνικά, νά ἀναζητήσει τίς ἀπόψεις, πού κατά καιρούς ἔχουν διατυπωθεῖ σχετικά µέ τό θέµα αὐτό, θά εὑρεθεῖ πρό ἐκτιµήσεων ἐκ διαµέτρου ἀντιθέτων µεταξύ τους. Ἄλλοι, δηλαδή, ἱστορικοί, ἀσπαζόµενοι τή θεωρία τοῦ λεγόµενου «καισαροπαπισµοῦ», διαβεβαιώνουν ὅτι ἐπί Βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας οἱ ἑκάστοτε αὐτοκράτορες εἶχαν ὑποτάξει πλήρως τήν Ἐκκλησία, µετατρέποντάς την σέ ἕνα εἶδος κρατικῆς ὑπηρεσίας. Ἄλλοι, πάλι, µελετῶντας τό αὐτό ἱστορικό ὑλικό καί συµβουλευόµενοι τίς αὐτές πηγές µέ τούς προηγούµενους, ἐκτιµοῦν, ἀντιθέτως, ὅτι ἐπί Βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας ἡ Ἐκκλησία ἦταν ἀνεξάρτητη ἀπό τόν αὐτοκράτορα καί ὅτι, ἑποµένως, οἱ σχέσεις Ἐκκλησίας καί Πολιτείας διέπονταν ἀπό τό σύστηµα τῆς «συναλληλίας» ἤ τῆς «ἰσότιµης συνεργασίας». Στή διαπίστωση τῶν ἀντιγνωµιῶν αὐτῶν εἶχε ἤδη προβεῖ ὁ καθηγητής τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας Ἀρχιµ. Βασίλειος Στεφανίδης, πού εἶχε κάνει λόγο περί τοῦ ὅτι «διετυπώθησαν παρ’ ἡµῖν ἐκ διαµέτρου ἀντίθετοι γνῶµαι, τῶν µέν ἰσχυρισθέντων ὅτι ὑφίσταντο ἄρισται σχέσεις ἐκκλησίας καί πολιτείας, τῶν δέ ὅτι ἐκράτει καισαροπαπισµός» («Ἔρευναι περί τῶν ἐν τῷ Βυζαντινῷ Κράτει σχέσεων Ἐκκλησίας καί Πολιτείας», Ἀθῆναι, 1923).
Τό ἐρώτηµα, πού εὔλογα ἀνακύπτει εἶναι, βέβαια, τό πῶς εἶναι δυνατή ἡ παράδοξη αὐτή ἀντιγνωµία. Διότι, ἐν προκειµένῳ, δέν παρατηροῦνται ἁπλῶς διαφωνίες σέ ἐπί µέρους ζητήµατα, οὔτε οἱ κρίσεις πού διατυπώνονται παραλλάσσουν µεταξύ τους µόνο ὡς πρός τίς λεπτές ἀποχρώσεις τοῦ ἐρευνωµένου ζητήµατος. Ἀντιθέτως, αὐτό πού παρατηρεῖται εἶναι νά βλέπουν κάποιοι «ἄσπρο» ἐκεῖ πού ἄλλοι βλέπουν «µαῦρο». Ἔτσι, οἱ αὐτές καταστάσεις καί οἱ αὐτές πράξεις συνιστοῦν γιά τούς µέν τεκµήρια «καισαροπαπισµοῦ» καί γιά τούς δέ τεκµήρια «συναλληλίας».
Μιά πιθανή αἰτία τῶν ἀντιγνωµιῶν αὐτῶν εἶναι ὅτι µεταξύ τῶν ἱστορικῶν δέν ἔχουν ἀκόµη ἀποσαφηνισθεῖ καί συµφωνηθεῖ µέ τήν ἀπαραίτητη λογική συνέπεια καί λεπτότητα τά κριτήρια τῶν ὅρων πού χρησιµοποιοῦνται. Ἔτσι, ἐνῶ τό µεθοδολογικῶς ὀρθόν θά ἦταν νά προηγεῖται µιά σαφής παράθεση ἑνός κοινῶς ἀποδεκτοῦ ὁρισµοῦ τῶν ὅρων πού πρόκειται νά χρησιµοποιηθοῦν (ἐν προκειµένῳ τοῦ «καισαροπαπισµοῦ» καί τῆς «συναλληλίας»), συνήθως αὐτό παραλείπεται, ἴσως διότι θεωρεῖται γνωστή καί αὐτονόητη ἡ ἀκριβής σηµασία τῆς ὁρολογίας τους.
Γιά παράδειγµα, ὁ προµνησθείς π. Βασίλειος Στεφανίδης, προκειµένου νά τεκµηριώσει τόν ἰσχυρισµό του περί «προϊόντος καισαροπαπισµοῦ» στό βυζαντινό ἱστορικό πλαίσιο, ἐπικαλεῖται τήν πρακτική τῶν αὐτοκρατόρων νά ἐπικυρώνουν τίς ἐκκλησιαστικές ἀποφάσεις, προσδίδοντάς τους ἔτσι ἰσχύ κρατικοῦ νόµου. Ρητῶς δέ ἀποφαίνεται ὅτι «ἡ εἰς τήν πολιτείαν ἀναγνώρισις τοῦ δικαιώµατος νά δίδη νοµικόν χαρακτῆρα καί ἰσχύν εἰς τάς ἐκκλησιαστικάς ἀποφάσεις ἀποτελεῖ ἤδη αὐτό καθ’ αὑτό καισαροπαπικόν στοιχεῖον». Δηλαδή, δέχεται, χωρίς περαιτέρω δικαιολόγηση, ὡς κριτήριο «καισαροπαπισµοῦ» τήν αὐτοκρατορική αὐτή ἐπικύρωση τῶν ἐκκλησιαστικῶν κανόνων, ἴσως γιατί ὑπολαµβάνει ὅτι, ἄνευ τῆς κρατικῆς ἐπικύρωσης αὐτῆς, οἱ ἐκκλησιαστικοί κανόνες δέν ἔχουν –τάχα– αὐτοτελῶς κῦρος καί ἰσχύ.
Ὅµως, γιά τά µέλη τῆς Ἐκκλησίας ἡ αὐθεντία καί ἡ δεσµευτικότητα τῶν Ἱερῶν Κανόνων δέν ἐξαρτᾶται ἀπό ὁποιανδήποτε κρατική ἐπικύρωση. Ἡ Ἐκκλησία συνιστᾶ ἀπό τῆς ἱδρύσεώς Της «αὐτό-νοµο» ὀργανισµό, πού θεσπίζει γιά τά µέλη του τούς δικούς του κανόνες, πού ἔχουν µάλιστα ὑπέρτερη ἰσχύ ἐπί τῆς συνειδήσεως αὐτῶν, ἀφοῦ «πειθαρχεῖν δεῖ Θεῷ µᾶλλον ἤ ἀνθρώποις». Τό κράτος, πού συνιστᾶ ἕναν διαφορετικό ἀπό τήν Ἐκκλησία ὀργανισµό ἔχει, βέβαια, τήν αὐτονόητη ἐξουσία νά «εἰσάγει» τούς ἐκκλησιαστικούς κανόνες στήν ἐπικράτειά του καί νά τούς περιβάλλει µέ ἰσχύ νόµου ἐξαναγκαστοῦ γιά τούς δικούς του πολῖτες, τό φαινόµενο, ὅµως, αὐτό δέν ὁδηγεῖ στήν ἀπορρόφηση τῆς Ἐκκλησίας ἀπό τό Κράτος, ἀλλά, ἀντιθέτως, προϋποθέτει καί ἐπιβεβαιώνει τήν «δυαδικότητά τους», ὅπως, ἀντίστοιχα, ἡ καθιερωµένη σήµερα πρακτική τῆς εἰσαγωγῆς στό «ἐσωτερικό ἐθνικό δίκαιο» (π.χ. τό Ἑλληνικό) ἑνός κανόνα «διεθνοῦς δικαίου» πού θεσπίσθηκε ἀπό ἕναν διεθνῆ ὀργανισµό (π.χ. τό Συµβούλιο τῆς Εὐρώπης) δέν ὁδηγεῖ στήν συγχώνευση τοῦ κράτους καί τοῦ διεθνοῦς αὐτοῦ ὀργανισµοῦ πού, ἀντιθέτως, διατηροῦν τήν αὐτοτέλειά τους ὡς χωριστές ὀντότητες µέ τίς δικές τους αὐτοτελεῖς ἔννοµες τάξεις.
Μιά ἄλλη πιθανή αἰτία τῶν ἀντιγνωµιῶν αὐτῶν εἶναι ὅτι οἱ ἱστορικοί δέν καταφέρνουν νά συµφωνήσουν στίς ἐκτιµήσεις τους ὡς πρός δύο διαφορετικά ἐπίπεδα ἀναφορᾶς: τό πρῶτο ἐπίπεδο εἶναι τό θεσµικό/νοµικό καί τό δεύτερο εἶναι τό ἐπίπεδο τοῦ ἐν τοῖς πράγµασι σεβασµοῦ (ἤ µή) τῶν νόµων καί τῶν θεσµῶν ἀπό τούς ἱστορικῶς δρῶντες. Ἔτσι, ὅπως ἐπισηµαίνει πάλι ὁ Ἀρχιµ. Βασίλειος Στεφανίδης, ἡ µιά πλευρά (οἱ ὑποστηρικτές τῆς «συναλληλίας») θεωρεῖ τίς ἐπεµβάσεις τῶν αὐτοκρατόρων ὡς «καταχρήσεις» καί ὡς παραβιάσεις τῆς -κατά τά ἄλλα- «ἐπίσηµα» ἀναγνωρισµένης ἀρχῆς τῆς «συναλληλίας», ἐνῶ ἡ ἀντίθετη πλευρά (οἱ ὑποστηρικτές τοῦ «καισαροπαπισµοῦ») τίς αὐτές ἐπεµβάσεις τίς χαρακτηρίζει ὡς ἔνδειξη τῆς θεσµοποίησης ἐπί Βυζαντίου τῆς ἀρχῆς τοῦ «καισαροπαπισµοῦ». Ὅπως εἶναι φανερό, ἡ διαφωνία αὐτή ἀνάγεται στήν ἀδυναµία τῶν Ἱστορικῶν νά ἐντοπίσουν καί νά ἑρµηνεύσουν, ὄχι πιά τήν ἐνίοτε δυσδιάκριτη Ἱστορική πραγµατικότητα, ἀλλά, ἔστω, τήν «κρατική ἰδεολογία», ὅπως αὐτή περιέχεται στίς «ἐπίσηµες διακηρύξεις» τῶν κρατικῶν παραγόντων.
Πέραν, ὅµως, τῶν ἀνωτέρω, αὐτό πού συναντᾶ κανείς εἶναι ἰσχυρισµοί ἀστήρικτοι στήν ἀπολυτότητά τους ἤ ἱστορικῶς ἐσφαλµένοι ἤ ἀκόµη καί διατυπώσεις πού περιέχουν ἀντιφάσεις.
Ἔτσι, ὁ ἀρχιµανδρίτης Θεόκλητος Φαρµακίδης (βλ. «Συνοδικός Τόµος ἤ περί Ἀληθείας», 1852) δέν δίστασε νά ἰσχυρισθεῖ µέ τρόπο κατηγορηµατικό, ἀλλά ἱστορικῶς ἐσφαλµένο, ὅπως µπορεῖ πολύ εὔκολα νά διαπιστώσει κανείς διαβάζοντας π.χ. τήν ἱστορία τῆς Εἰκονοµαχίας, τά ἑξῆς: «Δούλη αὐτῶν (τῶν αὐτοκρατόρων) ἦτο πάντοτε ἡ Ἐκκλησία καί οὐδέν ἔπραττε παρά γνώµην καί θέλησιν αὐτῶν. Τοῦτο λέγει ἡ βυζαντινή ἱστορία. Τοῦτο ὁµολογοῦσιν τά πρακτικά τῶν οἰκουµενικῶν συνόδων...τους παρ’ αὐτῶν (τῶν αὐτοκρατόρων) τιθεµένους νόµους ἀπεδέχετο αὕτη (ἡ Ἐκκλησία) εὐπειθέστατα, µή ἀντειποῦσα ποτέ εἴς τινα αὐτῶν». Ἀπό τήν πλευρά του ὁ ἱστορικός Σπυρίδων Λάµπρου ἔγραψε τό ἑξῆς παράδοξο, πού, κατά τή γνώµη µας, ἀντιστρέφει πλήρως τήν Ἱστορική πραγµατικότητα: «Ὁ Ἰουστινιανός ἀγόµενος ὑπό τῆς ἰδέας ὅτι ἡ βασιλεία συνεκέντρωνεν ἐν ἑαυτῇ τήν τε Πολιτείαν καί τήν Ἐκκλησίαν, µετέβαλε τήν βασιλείαν εἰς αὐταρχίαν χειριζοµένην τά ἡνία τῆς τε Πολιτείας καί τῆς Ἐκκλησίας» (βλ. «Ἱστορία τῆς Ἑλλάδος, τ. Γ, σελ. 568, 1885). Ὁ Παῦλος Καλλιγάς, ἐξ ἄλλου, ἔγραψε περί τῆς σχέσεως τῆς Ἐκκλησίας πρός τήν Πολιτείαν τά ἑξῆς ἀνακόλουθα, ὅσο καί ἀτεκµηρίωτα: ἀφ’ ἑνός διαπιστώνει ὅτι «ὁ αὐτοκράτωρ µέ σέβας δέχεται τῆς Ἐκκλησίας τάς ἀποφάσεις» καί ἀφ’ ἑτέρου, ἀναιρῶντας τή διαπίστωσή του αὐτή περί σεβασµοῦ στήν ἀµέσως ἑπόµενη πρότασή του, ἐπισηµαίνει ὅτι: «ἀλλά ὅστις ἔχει τό δικαίωµα νά τάς δέχηται ἔχει καί ἐκεῖνο νά τάς ἀφήνει νά κοιµῶνται....». Ὁ δέ Ἀµίλκας Ἀλιβιζάτος, ἀναφερόµενος στόν αὐτοκράτορα Ἰουστινιανό, τόν πλέον συνήθη στόχο τῶν Ἱστορικῶν (ἴσως ἀκόµη περισσότερο ἀπό τόν Μεγάλο Κωνσταντῖνο), ἰσχυρίζεται ὅτι «οἱ ἐκκλησιαστικοί νόµοι τοῦ Ἰουστινιανοῦ ..... ἔχουσιν ὡς βάσιν καί πηγήν ἀφ’ ἑνός µέν ἐκεῖνο ὅπερ καλοῦσιν καισαροπαπισµόν...» καί σέ λίγες γραµµές παρακάτω ἰσχυρίζεται, ὅλως ἀνακολούθως, ὅτι «ἐπί Ἰουστινιανοῦ αἱ σχέσεις Ἐκκλησίας καί Κράτους παρουσιάζουσι καταφανῶς τόν τύπον τῆς ἀπολύτου συνεργασίας, ἀµοιβαίως εἰλικρινοῦς καί στενῆς..» (βλ. «Les rapports de la legislation ecclesiastique de Justinien avec les canons de l’ Eglise», παρατίθεται στό Πουλίτσα, Π., «Σχέσις Πολιτείας καί Ἐκκλησίας ἰδίᾳ ἐπί ἐκλογῆς ἐπισκόπων: Εἰσηγητική Ἔκθεσις πρός τό Συµβούλιον τῆς Ἐπικρατείας», Ἀθήνα, 1946).
Ὅπως προαναφέραµε, εἶναι εὔλογο καί ἀναµενόµενο νά ὑπάρχουν κάποιου βαθµοῦ ἀποκλίσεις ὡς πρός τήν ἐκτίµηση τῶν ἱστορικῶν γεγονότων καί προσώπων. Ὅταν, ὅµως, πρόκειται γιά «ξερά» καί διαπιστωµένα πολλαπλῶς γεγονότα ἤ διασωζόµενα γραπτά κείµενα ἤ µαρτυρηµένες πράξεις τῶν Ἱστορικῶν δρώντων, τό ἀποδεκτό περιθώριο τῆς εὔλογης ἀπόκλισης εἶναι κατά πολύ µικρότερο καί ἀπό ἕνα σηµεῖο καί µετά εἶναι πρόδηλο ὅτι πρόκειται πλέον γιά σφάλµα ἤ γιά παραλογισµό.
Γιά παράδειγµα, νοµίζουµε ὅτι ἡ 131η Νεαρά τοῦ αὐτοκράτορος Ἰουστινιανοῦ, στήν ὁποία ἀναφέρεται ὅτι «Θεσπίζοµεν τοίνυν τάξιν νόµων ἐπέχειν τούς ἁγίους ἐκκλησιαστικούς κανόνας τούς ὑπό τῶν ἁγίων ἑπτά συνόδων ἐκτεθέντας ἤ βεβαιωθέντας... Τῶν γάρ προειρηµένων ἁγίων συνόδων καί τά δόγµατα καθάπερ τάς Γραφάς δεχόµεθα καί τούς κανόνας ὡς νόµους φυλάττοµεν», δέν ἀφήνει περιθώριο κάποιας ἔστω εὐλογοφάνειας στόν προπαρατεθέντα ἰσχυρισµό περί αὐταρχίας τοῦ αὐτοκράτορος αὐτοῦ ἤ στόν γενικότερο ἰσχυρισµό ὅτι ὁ «καισαροπαπισµός» ἦταν ὁ «ἐπισηµοποιηµένος» καί θεσµικά ἀναγνωρισµένος τρόπος ρύθµισης τῶν σχέσεων τῆς Ἐκκλησίας µέ τήν Βυζαντινή Πολιτεία. Οὔτε θά µποροῦσε, πιστεύουµε, νά ἰσχυρισθεῖ κανείς, περαιτέρω, ὅτι οἱ διακηρύξεις αὐτές περί «τῆς ἀρχῆς τῆς ὑπεροχῆς τῶν ἐκκλησιαστικῶν κανόνων» ἔµειναν «κενό γράµµα» καί ὅτι δέν εἰσήχθησαν στή νοµική θεωρία καί πρακτική, ἀφοῦ πολλούς αἰῶνες µετά συναντοῦµε τόν πολύ γνωστό κανονολόγο Βαλσαµῶνα νά ἐπιχειρηµατολογεῖ ὑπέρ τῆς ὑπεροχῆς τοῦ ΜΗ’ Κανόνος τῆς ἐν Τρούλλῳ Συνόδου ἔναντι τῆς 137ης Νεαρᾶς τοῦ Ἰουστινιανοῦ, προβάλλοντας ὅτι «οἱ δέ νόµοι παρά βασιλέων µόνον ἐδέχθησαν ἤ συνετέθησαν καί διά τοῦτο οὐ κατισχύσουσι τῶν Θείων Γραφῶν οὐδέ τῶν κανόνων» (βλ. Ἰωάννου Παναγόπουλου, «Περί τῶν Οἰκουµενικῶν Συνόδων καί τῶν ἐπί ἐποχῆς τῶν σχέσεων Ἐκκλησίας καί Πολιτείας», Ἀθῆναι, 1939, σελ. 108).
Ὅλα τά προηγούµενα τά παραθέσαµε, διότι πιστεύουµε πώς ἡ σύγχυση, οἱ ἀντιφάσεις καί οἱ ἀλληλοαναιρούµενες ἐκτιµήσεις γιά ἕνα τόσο σοβαρό ζήτηµα δέν ἐνδιαφέρουν µόνο τήν ἐκκλησιαστική Ἱστοριογραφία καί τή µέθοδό της. Ἀντιθέτως, νοµίζουµε ὅτι, σέ κάποιο ἔστω βαθµό, φανερώνουν γενικώτερα τή γνήσια δυσκολία ἤ τήν λόγῳ σκοπιµοτήτων ἀπροθυµία πού ἔχουµε οἱ Νεοέλληνες νά συζητήσουµε µεθοδικά, καλόπιστα καί λογικά ὅλα τά ζητήµατα, πού ἔχουν προεκτάσεις στόν τρόπο πού ζοῦµε καί σκεφτόµαστε ἐντός τῆς Ἐκκλησίας σήµερα.
Νοµοµαθής
«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» Ἀρ. Τεύχους 257
Ἰανουάριος 2024