Ἡ Τζεροµική οὐτοπία
ὡς ζοφερή προφητεία
γι’ αὐτό πού µπορεῖ νά συµβεῖ σέ µιά ὑπερασφαλῆ κοινωνία
Ἄν ὁ στόχος τῆς ἀπόλυτης ἀσφάλειας ἦταν ὑλοποιήσιµος, τότε ἡ κοινωνία στήν ὁποία θά ζοῦσαν οἱ βρεφοποιηµένοι πολῖτες θά θύµιζε δυστοπία κάποιου λογοτεχνικοῦ ἔργου ἤ κινηµατογραφικῆς ταινίας, χαρακτηριστικό τῆς ὁποίας εἶναι ἡ ὁµοιοµορφία, ἡ καθολική γαλήνη, ἡ προβλεψιµότητα. Ἀντιπροσωπευτικό παράδειγµα ἀποτελεῖ ὁ Ἄγγλος πεζογράφος καί θεατρικός συγγραφέας Τζερόµ Κλάπκα Τζερόµ (1859-1927), ὁ ὁποῖος τό 1891 δηµοσίευσε τήν σατιρική, δυστοπική νουβέλα «Ἡ Νέα Οὐτοπία», ἡ ὁποία τό 1893 µεταφράσθηκε στήν Ἑλληνική γλῶσσα ἀπό τόν Ἀλέξανδρο Παπαδιαµάντη καί δηµοσιεύθηκε στό περιοδικό «Τό Νέον Πνεῦµα».
Ἡ νουβέλα ξεκινᾶ µέ τόν ἀφηγητή νά βρίσκεται ἀνάµεσα σέ συνδαιτηµόνες τῆς «Ἐθνικῆς Σοσιαλιστικῆς Λέσχης» καί νά ἀπολαµβάνει ἕνα θεσπέσιο δεῖπνο, συζητῶντας γιά τήν ἐπερχόµενη ἰσότητα τῶν ἀνθρώπων καί τήν ἐθνικοποίηση τοῦ κεφαλαίου. Στόχος τῶν συζητητῶν ἦταν νά βάλουν τάξη σέ ἕναν κόσµο πού «ἐπήγαινε στραβά», ἐπιτυγχάνοντας τήν πλήρη ἰσότητα «εἰς ὅλα τά πράγµατα». Τό σύνθηµά τους ἦταν: «ἰσότης εἰς τήν ἰδιοκτησίαν καί ἰσότης εἰς τήν [κοινωνικήν] θέσιν καί ἐπιρροήν, ἰσότης εἰς τάς ὑποχρεώσεις καί ἰσότης εἰς τήν εὐτυχίαν καί τήν αὐτάρκειαν. Ὁ κόσµος ἀνήκει εἰς ὅλους ὀµαδόν καί πρέπει νά µοιρασθῇ ἐξ ἴσου. Ἡ ἐργασία ἑκάστου ἀνθρώπου εἶναι κτῆµα, ὄχι τοῦ ἰδίου, ἀλλά τῆς πολιτείας ἥτις τόν τρέφει καί τόν ἐνδύει, καί πρέπει νά ἐφαρµοσθῇ ὄχι πρός ἰδίαν του ἀνάπτυξιν, ἀλλά πρός πλουτισµόν τῆς φυλῆς».
Ἀφοῦ ὁλοκληρώθηκε ἡ συζήτηση, οἱ συνδαιτηµόνες ἔκαναν πρόποση στήν «ἱερή ἰσότητα» καί λίγο ἀργότερα ὁ ἀφηγητής ἐπέστρεψε στό σπίτι του, ὅπου βρισκόταν σέ ὑπερένταση, ἀναλογιζόµενος τό ὅραµα τοῦ νέου κόσµου τόν ὁποῖο τοῦ εἶχαν παρουσιάσει τά ὑπόλοιπα µέλη τῆς σοσιαλιστικῆς παρέας. Ἡ σκέψη πού ἐνθουσίασε τόν ἀφηγητή ἦταν ὅτι, χάρη στήν καθολική ἰσότητα, τό κράτος θά «ἐλάµβανε φροντίδα δι’ ἡµᾶς ἀπό τῆς ὥρας καθ’ ἥν ἐγεννώµεθα µέχρι τοῦ θανάτου µας, καί θά ἐπρόβλεπε δι’ ὅλας τάς ἀνάγκας µας ἀπό τῆς κοιτίδος µέχρι τοῦ φερέτρου, ἀµφοτέρων συµπεριλαµβανοµένων, καί ἡµεῖς οὔτε ἀνάγκην θά εἴχοµεν νά φροντίσωµεν διά τό πρᾶγµα». Ἔτσι, «δέν θά ὑπῆρχε πλέον βαρεῖα ἐργασία»: «τρίωρος ἐργασία καθ’ ἑκάστην θά ἦτο κατά τούς ὑπολογισµούς µας ὁ ὅρος τόν ὁποῖον θ’ ἀπήτει ἡ Πολιτεία ἀπό κάθε νέον πολίτην, καί εἰς κανέναν δέν θά ἐπετρέπετο νά ἐργασθῇ περισσότερον».
Ξαφνικά, οἱ λογισµοί τοῦ ἀφηγητῆ «ἀπέπτησαν εἰς τό χάος» καί ἀποκοιµήθηκε. Κατά τήν διάρκεια τοῦ ὕπνου του ὀνειρεύτηκε ὅτι ξύπνησε στόν 29ο αἰῶνα, ἀφοῦ εἶχε κοιµηθεῖ γιά 1.000 χρόνια! Ἕνας ἡλικιωµένος κύριος εἶχε ἀναλάβει νά τόν ξεναγήσει στόν νέο κόσµο, ὁ ὁποῖος προέκυψε ἀπό τό κοµµάτιασµα τοῦ παλαιοῦ καί τήν σωστή συναρµολόγηση του (πρβλ. τό σύνθηµα «build back better»).
Τό πρῶτο πρᾶγµα, πού ἐντόπισε ὁ ξεναγούµενος ἀφηγητής, ἦταν ἡ ἴδια ὄψη πού εἶχαν ὅλοι οἱ δρόµοι ἀλλά καί ἡ µεγάλη ὁµοιοµορφία ὅλων τῶν ἀνθρώπων: «Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ὅσους συνηντῶµεν εἶχον ἤρεµον, σοβαράν ἔκφρασιν, καί ἦσαν τόσον ὅµοιοι ὁ εἰς µέ τόν ἄλλον, ὥστε νά ἐµπνεύσωσι τήν ἰδέαν ὅτι ἦσαν µέλη τῆς αὐτῆς οἰκογενείας. Ἕκαστος ἐφόρει [...] στακτεράν περισκελίδα καί στακτερόν χιτῶνα, κοµβωµένον σφικτά περί τόν λαιµόν καί συστελλόµενον διά τελαµῶνος περί τήν µέσην», ἐνῶ ἅπαντες εἶχαν µαλλιά µαύρου χρώµατος «κοµµένα εἰς τό αὐτό µῆκος», οἱ δέ ἄνδρες ἦταν «ὁλοξούριστοι», µέ ἀποτέλεσµα στά µάτια τοῦ ξεναγούµενου νά φαντάζουν ὡς δίδυµοι!
Οἱ εἰσαγωγικές αὐτές ἀναφορές δηµιουργοῦν ἤδη ἕναν προϊδεασµό γιά τόν κοινό παρονοµαστή, πού συνδέει τήν Τζεροµική οὐτοπία, µέ τήν διαµορφωθεῖσα µετά τόν Μάρτιο 2020 κορωνοϊκή δυστοπία. Αὐτός δέν εἶναι ἄλλος ἀπό τόν δεσπόζοντα ρόλο τοῦ πατερναλιστικοῦ Λεβιάθαν, ὁ ὁποῖος χάριν ἀναχαιτίσεως τοῦ κορωνοϊοῦ, περιόρισε ἀσφυκτικά τίς ἀνθρώπινες ἐλευθερίες καί τά θεµελιώδη δικαιώµατα, διεσδύοντας στήν ἰδιωτική σφαῖρα τοῦ πολίτη.
Οἱ ἐπί µέρους νεωτερισµοί, πού διαπιστώνονται ἀπό τόν ἀφηγητή καί ἐξηγοῦνται ἀπό τόν γηραιό ξεναγό του, δέν µποροῦν νά περάσουν ἀπαρατήρητοι ἀπό τόν πολίτη, πού εἰσῆλθε στήν τρίτη δεκαετία τοῦ 21ου αἰῶνα, ὁ ὁποῖος σχεδόν ἐν µιᾷ νυκτί βίωσε τήν ριζική µεταµόρφωση τῆς πάλαι ποτέ κανονικῆς κοινωνίας του. Παρατίθενται κάποιοι τρανταχτοί παραλληλισµοί:
Στήν Τζεροµική πόλη οἱ ἄνθρωποι δέν ἔχουν ὀνόµατα, διότι αὐτά προκαλοῦν τροµερή ἀνισότητα: Οἱ ἄνδρες ἀπό τίς γυναῖκες ξεχωρίζουν ἀπό τούς «µεταλλίνους ἀριθµούς τούς ὁποίους ὁ καθείς φέρει εἰς τό περιλαίµιόν του [...] οἱ ἄρτιοι ἀριθµοί εἶναι γυναῖκες· οἱ περιττοί εἶναι ἄνδρες».
Στήν σηµερινή µετακορωνοϊκή ἐποχή, ἡ ἀριθµοποίηση τοῦ πολίτη πού εἶχε ξεκινήσει ἀπό τήν προκορωνοϊκή (βλ. ΑΦΜ, ΑΜΚΑ κ.λπ.) ἐπιβεβαιώνεται µέ τήν ἔκδοση τοῦ ὑποχρεωτικοῦ προσωπικοῦ ἀριθµοῦ πού συνδέεται ἀναπόσπαστα µέ τήν ἠλεκτρονική ταυτότητα (γνωστή καί ὡς «κάρτα τοῦ πολίτη»), τό νέο τεχνολογικό προϊόν, πού ἀποτελεῖ τό µῆλον τῆς ἔριδος µεταξύ τῆς συµπαγοῦς πλειοψηφίας καί τῆς λοιδορούµενης ὡς «ψεκασµένης» µειοψηφίας.
Στήν Τζεροµική πόλη οἱ πολῖτες στεγάζονταν ἀνά χίλιοι σέ οἰκοδοµικά τετράγωνα. «Ἕκαστον κτίριον [...] περιέχει χιλίας κλίνας, ἑκατόν εἰς ἕκαστον θάλαµον, καθώς καί λουτρώνας, καί καλλωπιστήρια ἀναλόγως, καί µίαν τραπεζαρίαν καί µαγειρεῖα».
Στήν Ἑλλάδα τοῦ 2023, µετά τήν ψήφιση τοῦ ὑπό διαβούλευσιν νοµοσχεδίου γιά τίς παρεµβάσεις στόν νέο Ποινικό Κώδικα, πού ἔχει θεοποιήσει τήν (δῆθεν) σωφρονιστική δύναµη τῆς φυλακῆς, οἱ πολῖτες θά ἀρχίσουν νά στοιβάζονται σέ φυλακές πού θά φιλοξενοῦν δράστες πληµµεληµάτων!
Εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι, ὅταν ἄρχισε νά διαµορφώνεται ἡ κορωνοϊκή δυστοπία, προκηρύχθηκε ἕνας ἀρχιτεκτονικός διαγωνισµός στόν ὁποῖο προσκλήθηκαν νά συµµετάσχουν ἀρχιτέκτονες ἀπό ὅλο τόν κόσµο, προκειµένου νά καταθέσουν τήν πρότασή τους γιά τόν σχεδιασµό τῆς µετα-κορωνοϊκῆς πόλης.
Ὅπως περιγράφεται σέ σχετικό δηµοσίευµα γιά τόν ἐν λόγῳ διαγωνισµό: «Ὅταν ἑκατοµµύρια ἄνθρωποι ἀποµονώνονται µέσα στήν κατοικία τους καί ὁ ὑλικός χῶρος συρρικνώνεται, εἶναι σαφές ὅτι πρέπει νά δηµιουργηθεῖ ἕνα νέο περιβάλλον πού νά χωράει τήν (τηλε)εργασία, τήν ἐκπαίδευση, τή διασκέδαση, τήν ἰδιωτικότητα. Ἀντίστοιχα, πρέπει νά µεταβληθεῖ καί ὁ δηµόσιος χῶρος, νά βρεθεῖ ἕνας τρόπος ὥστε νά ἐµποδίζει τήν ἐξάπλωση τῆς πανδηµίας, νά γίνει πιό ἀσφαλής. Μέ δυό λόγια, καθώς ὁ κόσµος ἀντιµετωπίζει σέ παγκόσµιο ἐπίπεδο ἀπειλές γιά τήν ὑγεία, ὑπάρχει ἡ ἀνάγκη νά σχεδιαστεῖ τό σπίτι/ἡ πόλη τοῦ αὔριο γιά τίς ἀνάγκες µίας νέας πραγµατικότητας»1.
Στήν Τζεροµική οὐτοπία οἱ πολῖτες πού συζοῦν «ὁµοῦ ἐν ἀδελφότητι καί ἰσότητι» στά κτίρια τῶν χιλίων ἀτόµων ἀκολουθοῦν καθηµερινά τό ἴδιο πρόγραµµα µέ στρατιωτική πειθαρχία:
«Εἰς τάς ἑπτά κάθε πρωΐ σηµαίνει ὁ κώδων, καί ἕκαστος σηκώνεται καί συγυρίζει τό κρεββάτι του. Εἰς τάς ἑπτάµισυ πηγαίνουν εἰς τά καλλωπιστήρια καί νίπτονται καί ξυραφίζονται καί κτενίζονται. Εἰς τά ὀκτώ παρατίθεται τό πρόγευµα εἰς τήν κοινήν τράπεζαν. Τό πρόγευµα συνίσταται εἰς χορταρικά καί γάλα, εἰς ἴσην δόσιν δι’ ἕκαστον πολίτην. Εἴµεθα ὅλοι αὐστηρῶς φυτοφάγοι τώρα. Αἱ ψῆφοι τῶν φυτοφάγων ηὐξήθησαν καταπληκτικῶς κατά τήν παρελθοῦσαν ἑκατονταετηρίδα, καί ἐπειδή ὁ ὀργανισµός των ἦτο πολύ τέλειος, ἠδυνήθησαν νά ἐπιβάλωσι τήν θέλησίν των ἐν πάσῃ ἐκλογῇ ἀπό πεντηκονταετίας».
Στήν κορωνοϊκή δυστοπία ἦταν προφανής ἡ διάθεση τῶν κυβερνώντων νά ἐπιβάλουν µέσα ἀπό τήν καθηµερινή προπαγάνδα τῶν ΜΜΕ µιά σκληρή πειθαρχία. Ἀρκεῖ νά θυµηθοῦµε ἀπό τό «lockdown I» τό σύνθηµα «µένουµε σπίτι, µένουµε πειθαρχηµένοι» ἀλλά καί ἀπό τό «lockdown II» τήν δήλωση τοῦ Στ. Πέτσα, ὁ ὁποῖος στήν ἀνακοίνωσή του γιά τήν αἰφνιδιαστική σκλήρυνση τοῦ τότε ὑφιστάµενου πλαισίου ἐγκλεισµοῦ δήλωσε: «Εἶναι στό χέρι µας νά πετύχουµε. Καί θά τό κάνουµε µέ ἑνότητα, ὑπευθυνότητα καί πειθαρχία. Ὅλοι µαζί. Καλή Χρονιά!».
Ἰδιαίτερη ἐντύπωση προκαλεῖ ἡ προφητική ἀναφορά τοῦ Τζερόµ στήν χορτοφαγία, ἀφοῦ τό ρεῦµα τῶν χορτοφάγων ἀποκτᾶ τά τελευταῖα χρόνια ὁλοένα καί περισσότερους ὀπαδούς. Διαπιστώθηκε, µάλιστα, ὅτι κατά τήν διάρκεια τοῦ «lockdown I» αὐξήθηκε πολύ ἡ κατανάλωση φρούτων καί λαχανικῶν, ἐνῶ ἀντιστοίχως µειώθηκε ἡ κατανάλωση κρέατος.
Στήν Τζεροµική οὐτοπία οἱ πολῖτες δέν ἐπιτρεπόταν νά πλένονται ὅποτε τό ἐπιθυµοῦσαν ἐκεῖνοι. Ἐπειδή κάποιοι πλένονταν 3-4 φορές τήν ἡµέρα, ἐνῶ ἄλλοι παρέµεναν ἄπλυτοι ὅλη τήν χρονιά, «συνέβη νά ὑπάρχωσι δύο διακεκριµέναι τάξεις, οἱ νιµµένοι καί οἱ ἄνιπτοι. Ὅλαι οἱ πάλαι προλήψεις περί κοινωνικῶν τάξεων ἤρχισαν τότε ν’ ἀναζωπυρῶνται. Οἱ νιµµένοι περιεφρόνουν τούς ἀνίπτους, καί οἱ ἄνιπτοι ἐµίσουν τούς νιµµένους. Ὅθεν διά νά παύση πᾶσα διχόνοια, ἡ πολιτεία ἀπεφάσισε νά ἐκτελῇ αὐτή τό νίψιµον, καί πᾶς πολίτης ἐνίπτετο τώρα δίς τῆς ἡµέρας δι’ ὑπαλλήλων τῆς κυβερνήσεως· τό δέ ἰδιωτικόν νίψιµον ἦτο ἀπηγορευµένον».
Στήν κορωνοϊκή δυστοπία διχόνοια προκλήθηκε ἀνάµεσα στούς µασκολάτρες καί στούς µασκοµάχους, καθώς καί ἀνάµεσα σέ ἐµβολιασµένους καί ἀνεµβολίαστους. Τό γεγονός, µάλιστα, ὅτι στήν Τζεροµική οὐτοπία τό κράτος ἦταν ἐκεῖνο πού διενεργοῦσε τό πλύσιµο τῶν πολιτῶν σηµαίνει ὅτι ὁ συγγραφέας τῆς νουβέλας εἶδε πολύ µακριά, ἀφοῦ προέβλεψε πρίν ἀπό 130 χρόνια µιά µορφή ἀκραία παρεµβατικοῦ κράτους στό πεδίο τῆς ὑγείας!
Σηµειωτέον ὅτι τέτοιες πρακτικές υἱοθετοῦνται ἀπέναντι στά ἄτοµα µέ ψυχικές παθήσεις καί εἶναι, ταυτοχρόνως, προστατευτικές/εὐεργετικές (protective/benevolent) καί φοβικές/ἀποφευκτικές (fearful/distancing). Ἡ πρώτη κατηγορία καλύπτεται ἀπό τήν ἔννοια τοῦ parens patriae, ἡ ὁποία ὑποδηλώνει ὅτι τό κράτος ἔχει πατερναλιστικό καθῆκον καί ἐξουσία νά βοηθάει ὅσους δέν εἶναι σέ θέση (λόγῳ ἀσθένειας, παραλογισµοῦ, ἀνωριµότητας κ.λπ.) νά φροντίσουν τόν ἑαυτό τους. Ἡ δεύτερη κατηγορία ἀποτυπώνεται στήν ἀστυνοµική ἐξουσία τοῦ κράτους νά λαµβάνει µέτρα γιά τήν προστασία τῶν πολιτῶν ἀπό βλάβες πού τούς προκαλοῦν οἱ ἄλλοι. Κοινός παρονοµαστής τῶν δύο κατηγοριῶν εἶναι ἡ πεποίθηση ὅτι ἡ συµπεριφορά τῶν ἀτόµων πού ἔχουν µειωµένη ἱκανότητα ὀρθολογικῆς σκέψης εἶναι ἀπρόβλεπτη καί, κατά τοῦτο, πρόκειται γιά ἄτοµα ἐπικίνδυνα2.
Στήν Τζεροµική οὐτοπία ἔχει καταργηθεῖ ὁ γάµος: «ὁ ἔγγαµος βίος δέν ἐταίριαζε καθόλου µέ τό σύστηµα» τοῦ σοσιαλισµοῦ, διότι «οἱ ἄνθρωποι ἐφρόντιζον περισσότερον διά τάς γυναίκας καί τά τέκνα των παρά διά τήν πολιτείαν. Ἤθελαν νά ἐργάζωνται διά τόν µικρόν κύκλον τῶν προσφιλῶν των µᾶλλον παρά διά τό καλόν τῆς κοινωνίας».
Ἐπίσης εἶχε διαπιστωθεῖ ὅτι «ὁ ἔρως ἐξήγειρε τό ἐλάττωµα τῆς φιλοδοξίας εἰς τάς καρδίας τῶν ἀνθρώπων. Διά νά ἐφελκύσωσι τά µειδιάµατα τῶν γυναικῶν, ἠρῶντο· διά νά ἀφήσωσιν ὄνοµα ὄπισθέν των, τό ὁποῖο τά τέκνα των θά ὑπερηφανεύοντο νά φέρωσιν, οἱ ἄνδρες ἐζήτουν νά ὑψωθῶσιν ὑπεράνω τοῦ κοινοῦ, νά κατορθώσωσι πρᾶξιν τινα ἡ ὁποία θά ἔκαµνε τόν κόσµον ν’ ἀποβλέπη πρός αὐτούς καί νά τιµᾶ αὐτούς ὑπέρ τούς ἄλλους ἀνθρώπους καί νά ἀποτυπώσωσι βαθύτερα τά ἴχνη τῶν ποδῶν των ἐπί τῆς κονιορτώδους ὁδοῦ τῆς ἐποχῆς. Αἱ θεµελιώδεις ἀρχαί τοῦ σοσιαλισµοῦ παρεµποδίζοντο καθηµερινῶς καί κατεπατοῦντο. Ἑκάστη οἰκία ἦτο ἐπαναστατικόν κέντρον πρός διάδοσιν τοῦ ἀτοµισµοῦ καί τῆς προσωπικότητος. Ἀπό τό θάλπος ἑκάστης οἰκιακῆς ἑστίας ἐξεῖρπον αἱ ἔχιδναι Συντροφία καί Ἀνεξαρτησία, δάκνουσαι τήν πολιτείαν καί δηλητηριάζουσαι τά πνεύµατα τῶν ἀνθρώπων».
Ἐν τέλει, «ὁ ἔρως [...] ἦτο ὁ ἐχθρός µας εἰς πᾶσαν καµπήν τῆς ὁδοῦ. Οὗτος κατέστησεν ἀδύνατον τήν ἰσότητα. Ἔφερε χαράν καί λύπην, καί ἡσυχίαν καί βάσανα εἰς τόν δρόµον του. Διετάραττε τάς πεποιθήσεις τῶν ἀνθρώπων, καί διεκύβευε τήν τύχην τῆς ἀνθρωπότητος· ὅθεν κατηργήσαµεν αὐτόν καί πάντα τά ἔργα αὐτοῦ».
Στήν κορωνοϊκή δυστοπία µπορεῖ νά µήν ἔχει καταργηθεῖ ἀκόµη ὁ ἔγγαµος βίος ἀλλά εἶναι σίγουρο ὅτι ἔχει κλονισθεῖ ἰσχυρῶς. Ἐπίσης, ἡ ἐφαρµογή τῶν ὑγειονοµικῶν µέτρων καί ἰδίως τῶν δρακόντειων καί ἀπάνθρωπων λοκντάουν εἶχε ὡς ἀποτέλεσµα τήν ἀποξένωση τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τούς συνανθρώπους του, ἐνῶ ὑπονοµεύθηκαν τόσο ἡ ἐκδήλωση συναισθηµάτων µεταξύ γονέων καί τέκνων (ἀρκεῖ νά θυµηθοῦµε τήν ὑπόδειξη τοῦ ἰατροῦ Ν. Σύψα νά µήν ἀγκαλιάζουν οἱ γονεῖς τά παιδιά τους ὅταν ἐπιστρέφουν ἀπό τό σχολεῖο) ὅσο καί ἡ σύναψη ἤ ἡ διατήρηση ἐρωτικῶν σχέσεων, ἀφοῦ (ἐν ἀντιθέσει πρός ὅ,τι ἴσχυσε σέ ἄλλες χῶρες) στούς περιοριστικά ἀναφερόµενους λόγους µετακίνησης µέ ἀποστολή SMS ἤ µέ τήν συµπλήρωση αὐτοβεβαίωσης δέν προβλέφθηκε ἡ ἐπίσκεψη τοῦ ἐρωτικοῦ συντρόφου.
Ὁ κρατικός ὁλοκληρωτισµός τῆς Τζεροµικῆς οὐτοπίας δέν θά µποροῦσε νά µήν ἐκδηλώνεται καί στό πεδίο τῆς οἰκογενειακῆς πολιτικῆς: «Ὅταν τά παιδία γεννηθῶσιν, ἀποσπῶνται ἀπό τά µητέρας των, µήπως συνηθίσουν νά τ’ ἀγαπῶσι, καί ἀνατρέφονται εἰς τά δηµόσια τροφεῖα καί σχολεῖα, µέχρι τοῦ 14ου ἔτους. Τότε ἐξετάζονται ἀπό τούς δηµοσίους ἐπόπτας, οἱ ὁποῖοι ἀποφασίζουν διά ποῖον ἔργον εἶναι κατάλληλα, καί εἰς τό ἔργον τοῦτο µαθητεύονται ἀκολούθως. Εἰς τό εἰκοστόν ἔτος ἀναλαµβάνουσι τήν τάξιν των ὡς πολῖται, καί ἀποκτῶσι τό δικαίωµα τῆς ψήφου. Οὐδεµία διάκρισις γίνεται µεταξύ ἀνδρῶν καί γυναικῶν. Τά δύο φῦλα χαίρουσιν ἴσα προνόµια».
Ὁ ξεναγούµενος ἀφηγητής παρατηρεῖ ἐπίσης ἔκπληκτος ὅτι στήν Τζεροµική οὐτοπία δέν ὑπῆρχαν µαγαζιά. Ὁ γηραιός ξεναγός του δίνει µιά ἀπάντηση πού συνδέεται µέ τό µατερναλιστικό-στοργικό µοντέλο κρατικῆς διακυβέρνησης πού, στήν τρίτη δεκαετία τοῦ 21ου αἰῶνα, κερδίζει ὁλοένα καί περισσότερο ἔδαφος: «τί µᾶς χρειάζονται τά µαγαζειά; Ἡ πολιτεία µᾶς τρέφει, µᾶς ἐνδύει, µᾶς σπιτώνει, µᾶς νοσηλεύει, µᾶς νίπτει, µᾶς καλλωπίζει, µᾶς βάπτει τά µαλλιά καί µᾶς θάπτει. Τί θά µᾶς ἔκαµναν τά µαγαζειά»; Μάλιστα, ἀκόµη καί τό πιοτό ἦταν συνήθεια ἄγνωστη στούς πολῖτες τῆς Τζεροµικῆς οὐτοπίας. Ἐπιτρεπόταν µόνο µισό ποτήρι κακάο στό γεῦµα τους!
Ὁ δυστοπικός ἐξισωτισµός τῆς Τζεροµικῆς οὐτοπίας ἔφθανε µέχρι τοῦ σηµείου νά ἐπιβάλλεται ὁ ἀκρωτηριασµός τοῦ ἑνός βραχίονα τῶν µεγαλόσωµων ἀνδρῶν. Τό σκεπτικό τοῦ ἀκρωτηριασµοῦ ἀποκαλύπτεται ἀπό τήν ἀπάντηση τοῦ ξεναγοῦ στήν παρατήρηση τοῦ ξεναγούµενου ἀφηγητῆ: «Ὅταν ἕνας ἄνθρωπος ἐξέχει πολύ ἀπό τό µέσον ἀνάστηµα καί τήν εὐρωστίαν, τοῦ κόπτοµεν τό ἐν σκέλος ἤ τόν ἕνα βραχίονα, ὥστε νά ἐπιφέρωµεν τήν ἰσότητα· τόν κατεβάζοµεν ὀλίγον παρακάτω τρόπον τινά. Ἡ φύσις, βλέπετε, ὑστερεῖ ὀπίσω ὡς πρός τόν αἰῶνα µας· ἀλλά κάµνοµεν ὅ,τι εἰµποροῦµεν διά νά τήν διορθώσωµεν.
Κι ἄν «ἀναφανῆ ἔξοχός τις ἄνθρωπος, πού διακρίνεται ἔναντι τῶν ὑπολοίπων, ὁ γηραιός ξεναγός ἀποκαλύπτει: ἐκτελοῦµεν χειρουργικήν ἐγχείρησιν ἐπί τῆς κεφαλῆς, καί τοῦτο καταπραΰνει τόν ἐγκέφαλόν του καί τόν κατεβάζει ὀλίγον παρακάτω».
Στό σηµεῖο αὐτό, ξεκινᾶ ἕνας διάλογος ἀνάµεσα στόν ξεναγούµενο ἀφηγητή καί τόν γηραιό ξεναγό, στόν ὁποῖο ἀντανακλᾶται εὔγλωττα ἡ ὁλοκληρωτική λογική τῆς πλειοψηφίας, πού, ὅµως, κατά τήν ρήση τοῦ Ἑρρίκου Ἴψεν στό θεατρικό ἔργο του «Ἕνας ἐχθρός τοῦ λαοῦ»3, ἔχει τήν ἰσχύ, ἀλλά ὄχι καί τό δίκιο:
«Νοµίζετε ὀρθόν τό ν’ ἀκρωτηριάζετε τούς ἀνθρώπους τούτους καί νά τούς ἐξευτελίζητε κατ’ αὐτόν τόν τρόπον;
Βέβαια, εἶναι ὀρθόν.
Φαίνεσθε πάρα πολύ βέβαιος περί τοῦ πράγµατος [...]· διατί εἶναι «βέβαια» ὀρθόν;
Διότι τό κάµνει ἡ πλειονοψηφία.
Πῶς τοῦτο τό καθιστᾶ ὀρθόν;
Μία πλειονοψηφία δέν δύναται νά πράξη κακόν.
Ὦ! αὐτό νοµίζουν καί οἱ ἄνθρωποι οἱ ἀκρωτηριαζόµενοι;
Ἐκεῖνοι εἶναι ἐν τῇ µειοψηφίᾳ.
Ναι· ἀλλά καί µία µειονοψηφία ἔχει δικαίωµα εἰς τούς βραχίονάς της, καί τά σκέλη της καί τάς κεφαλάς της ἤ ὄχι;
Μία µειονοψηφία δέν ἔχει κανένα δικαίωµα».
Ἡ δυστοπική ὁµοιοµορφία τῆς Τζεροµικῆς οὐτοπίας, ἡ ὁποία προκάλεσε ἀνία στόν ξεναγούµενο ἀφηγητή, ἐκτείνεται καί στό πεδίο τῆς Φύσης. Ἐνῶ πρίν τήν ἐγκαθίδρυση τῆς οὐτοπίας, ὑπῆρχαν «ὑπῆρχον µεγάλα θαλερά δένδρα, καί πολλή πρασινάδα, καί ἐκτεταµένα λιβάδια, καί µικροί ἐξοχικοί οἰκίσκοι περιτριγυρισµένοι ἀπό χόλην», τό ὁλοκληρωτικό καθεστώς τά µετέβαλε ὅλα: «τώρα εἶναι ἕνας ἀπέραντος κῆπος ἐν εἴδει ἀγορᾶς, διηρηµένος εἰς δροµίσκους καί διώρυγας κατ’ εὐθείας γωνίας τεµνοµένας. Δέν ὑπάρχει τώρα καλλονή εἰς τήν ἐξοχήν οἱαδήποτε. Κατηργήσαµεν τήν καλλονήν· κατέστρεφε τήν ἰσότητά µας. Δέν ἦτο ὀρθόν µερικοί ἄνθρωποι νά ζῶσιν ἐν µέσῳ ὡραίας σκηνογραφίας, καί ἄλλοι ἐπάνω εἰς γυµνούς βάλτους. Τούτου ἕνεκα κατεστήσαµεν ὅλους τούς τόπους ὁµοίους πρός ἀλλήλους τώρα, καί οὐδεµία τοποθεσία ὑπερέχει τῆς ἄλλης».
Ὁ σηµερινός πολίτης τῆς τρίτης δεκαετίας τοῦ 21ου αἰῶνα δέν χρειάζεται νά καταβάλει ἰδιαίτερο πνευµατικό κόπο γιά νά συνειδητοποιήσει ὅτι ἡ ἀνελέητη προπαγάνδα, πού ἀσκεῖται ἰδίως µετά τό ξέσπασµα τῆς πανδηµίας τοῦ κορωνοϊοῦ γιά πράσινη ἀνάπτυξη/µετάβαση καί γιά τήν δηµιουργία «ἔξυπνων», «βιώσιµων» καί «ἀνθεκτικῶν» πόλεων, µέ ἀνεµογεννήτριες καί φωτοβολταϊκά στήν θέση τῶν δασικῶν ἐκτάσεων, µέ µηδενικό ἀποτύπωµα ἄνθρακα καί µηδενική ἐγκληµατικότητα, δέν ἀπέχει πολύ ἀπό τήν φυσική µεταβολή πού ἐπῆλθε στήν Τζεροµική οὐτοπία τοῦ 29ου αἰῶνα.
Μιά ἐκδοχή τοῦ Τζεροµικοῦ ὁράµατος, προσαρµοσµένου στίς προδιαγραφές πού προωθεῖ ἡ ἀτζέντα τοῦ Παγκόσµιου Οἰκονοµικοῦ Φόρουµ, ὅπως ἔχει ἀποτυπωθεῖ στό ἐγχειρίδιο τοῦ Κλάους Σβάµπ («Ἡ µεγάλη ἐπανεκκίνηση»4) γιά τήν µεταβολή τῆς Φύσης καί τήν ἀλλαγή τῆς συµπεριφορᾶς τῶν ἀνθρώπων, βρίσκεται καταγεγραµµένη σέ ἕνα κείµενο πού, κατά τόν συγγραφέα του5, «φιλοδοξεῖ, στό πλαίσιο τῶν στρατηγικῶν τοῦ European Green Deal γιά τήν ἀποτροπή τῆς κλιµατικῆς κρίσης, νά προσδιορίσει τήν Ἑλληνική συµβολή, µέ βασικά Ἐπιχειρησιακά Σχέδια µεταρρυθµίσεων καί ἐπενδύσεων. Στήν εἰσαγωγή αὐτοῦ τοῦ κειµένου ἀναφέρονται τά ἀκόλουθα ποµπώδη, µέ τήν γνωστή πλέον (καί πληκτικά ἐπαναλαµβανόµενη) ὁρολογία τῆς Νέας Ἐποχῆς, πού ἀνέτειλε πλήρως µέ τήν ἐµφάνιση τοῦ κορωνοϊοῦ6:
«Οἱ ἔξυπνες, ὄµορφες, βιώσιµες πόλεις εἶναι τό αὔριο τοῦ Ἑλληνικοῦ ἀστικοῦ περιβάλλοντος, πού µέ τήν ἀξιοποίηση τῆς ψηφιακῆς τεχνολογίας καί τή δροµολόγηση µιᾶς νέας «Ἐπιχείρησης Πολεοδοµικῆς Ἀνασυγκρότησης τοῦ 21ου Αἰῶνα – ΕΠΑ21», θά διαµορφώσουν τήν Ἑλλάδα τῶν ἔξυπνων καί ἀνθεκτικῶν (resilient) πόλεων, µέ λύσεις γιά καλύτερη διοίκηση καί ἀποτελεσµατικότερη τοπική δηµοκρατία, φιλικότερη καθηµερινότητα σέ κυκλοφορία καί ἐνηµέρωση, περιβαλλοντική καί ἐνεργειακή ἀναβάθµιση καί ἀποτελεσµατικότερη πολιτική προστασία. Ἡ ἔξυπνη πόλη, εἶναι ἡ πόλη πού αἰσθάνεται· ἡ αἰσθητική καί δηµοκρατική λειτουργία της δέν εἶναι πιά οὐτοπία τῆς τέχνης καί τῆς πολιτικῆς. Τά Τοπικά Πολεοδοµικά Σχέδια, ἡ ψηφιοποίηση τῶν θεσµικῶν γραµµῶν δόµησης καί ἀξιοποίησης, τά Σχέδια Ὁλοκληρωµένων Ἀστικῶν Παρεµβάσεων στά κέντρα τῶν πόλεων, ἡ ἀξιοποίηση καί αἰσθητική ἀναβάθµιση τῶν πολλῶν διατηρητέων ἐγκαταλελειµµένων κτηρίων ἀποτελοῦν ἄξονες προτεραιοτήτων γιά τήν ἐφαρµογή µιᾶς συνολικῆς ἐθνικῆς στρατηγικῆς «γιά πόλεις πού γεννήθηκαν ἀπό τούς ἀνθρώπους, γερνοῦν µέ τούς ἀνθρώπους καί ἀναγεννοῦνται ἀπό τούς ἀνθρώπους», γιά Ἑλληνικές πόλεις στίς ὁποῖες παράγεται σχεδόν τό 60% τοῦ ΑΕΠ»!
Ἀκολούθως, ὁ ξεναγούµενος ἀφηγητής πληροφορήθηκε ὅτι εἶχαν καταργηθεῖ τά θέατρα καί εἶχαν ἀπαγορευθεῖ ὅλες οἱ διασκεδάσεις, ὡστόσο ἐπιτρεπόταν ἡ ἀνάγνωση τῶν βιβλίων, ἄν καί δέν γράφονταν πλέον πολλά. Ἡ αἰτία τῆς δραµατικῆς συρρίκνωσης τῆς βιβλιογραφικῆς παραγωγῆς θά ἔπρεπε νά σηµάνει ἕναν συναγερµό γιά τό ποῦ θά ὁδηγήσει τελικῶς τήν δική µας ἀνθρωπότητα τό ἐµµονικό κυνήγι τῆς ἀπόλυτης ἀσφάλειας:
«Ἐπειδή ὅλοι ζῶµεν τοιαύτην ζωήν, καί δέν ὑπάρχει ἀδικία, οὔτε λύπη, οὔτε χαρά, οὔτε ἐλπίς, οὔτε ἔρως, οὔτε παράπονον εἰς τόν κόσµον, καί ἐπειδή ὅλα εἶναι τόσον κανονικά καί εὔτακτα, δέν ὑπάρχουν πολλά πράγµατα διά νά γράψη τις· ἐκτός, ἐννοεῖται, περί τῆς µοίρας καί τοῦ προορισµοῦ τῆς ἀνθρωπότητος».
Σέ ὅ,τι ἀφορᾶ τά παλιά κλασικά βιβλία, ὅπως ἐκεῖνα τῶν Σαίξπηρ, Οὐόλτερ Σκώτ καί Οὐίλιαµ Θάκερεϋ, συνέβη ὅ,τι καί σέ ἄλλα δυστοπικά λογοτεχνικά ἔργα, ὅπως στό Φάρεναϊτ 451 τοῦ Ρέϊ Μπράντµπερι (Ray Bradbury): «τά ἐκαύσαµεν ὅλα τά παλαιά [...]. Ἦσαν γεµᾶτα ἀπό τά τελευταίας σκουριασµένας ἰδέας τοῦ παλαιοῦ κακοῦ καιροῦ, ὅταν οἱ ἄνθρωποι ἦσαν ἁπλῶς σκλάβοι καί φορτηγά κτήνη». Ὅποιος εἶναι ἐξοικειωµένος µέ τήν θεωρία τοῦ Θαυµαστοῦ Ἀνάποδου Κόσµου, εὔκολα θά ἀντιληφθεῖ ὅτι στά ἔργα αὐτά δέν περιέχονταν σκουριασµένες ἀλλά ἀφυπνιστικές ἰδέες γιά τούς ἀναγνῶστες τους.
Μπορεῖ στήν σηµερινή ἐποχή τά παλιά, κλασικά βιβλία νά µήν ἔχουν (τοὐλάχιστον ἀκόµη) ἀπαγορευθεῖ, ἀλλά συµβαίνει ἕνα ἄλλο φαινόµενο, πού εἶναι ἐξίσου ἀπαράδεκτο: Στό ὄνοµα τῆς «πολιτικῆς ὀρθότητας», ὅπως αὐτή ἔχει διαµορφωθεῖ ἀπό τά ‘‘ἱερατεῖα’’ τῆς Νέας Ἐποχῆς, γίνονται ἐπεµβάσεις στό περιεχόµενό τους, καί δή ἐρήµην τῶν πνευµατικῶν δηµιουργῶν τους, ὥστε π.χ. νά µήν αἰσθάνονται ἐνοχληµένες κάποιες µειοψηφίες ἤ νά µήν ἀδικεῖται τό γυναικεῖο φῦλο στήν ὁρολογική ἐκπροσώπησή του σέ σχέση µέ τό ἀνδρικό. Ἔτσι, «τά µυθιστορήµατα τῆς Ἀγκάθα Κρίστι «διορθώνονται», γιά νά ἀφαιρεθοῦν «ρατσιστικές ἀναφορές καί ἄλλες προσβλητικές ἐκφράσεις». Ἡ λέξη native (ἰθαγενής) µετατρέπεται σέ local (ντόπιος), ἡ λέξη «nigger» (νέγρος) ἀφαιρεῖται ἐντελῶς, µιά «τσιγγάνα» γίνεται «νεαρή γυναῖκα», ἐνῶ ἀπαλείφονται ἀναφορές σέ ἐθνότητες καί φυλές»7.
Περαιτέρω, «πᾶσα νέα τέχνη καί φιλολογία εἶχεν ἀπαγορευθῇ, καθ’ ὅσον τά τοιαῦτα ἔτεινον νά ὑπονοµεύσωσι τάς ἀρχάς τῆς ἰσότητος. Ἔκαµνον τούς ἀνθρώπους νά σκέπτωνται, καί οἱ σκεπτόµενοι ἄνθρωποι ἀνεπτύσσοντο καί ἐγίνοντο ἱκανώτεροι ἀπό ἐκείνους οἵτινες δέν ἐπεθύµουν νά σκέπτωνται· καί ἐκεῖνοι οἵτινες δέν ἐπεθύµουν νά σκέπτωνται φυσικῷ τῷ λόγῳ ἐναντιοῦντο εἰς τοῦτο, καί ἐπειδή ἦσαν ἐν τῇ πλειονοψηφίᾳ, ὑπερίσχυσαν. Διά τούς αὐτούς λόγους, εἶπε, δέν ἐπετρέποντο οἱ ἀγῶνες, αἱ ἱπποδροµίαι καί τά παιγνίδια. Οἱ ἀγῶνες καί τά παιγνίδια ἐπέφερον συναγωνισµόν καί ὁ συναγωνισµός ἐπέφερεν ἀνισότητα».
Σέ ἀντίθεση µέ ὅ,τι συµβαίνει στήν Τζεροµική οὐτοπία τοῦ 29ου αἰῶνα, στήν δική µας δυστοπία τοῦ 21ου αἰῶνα, τό παγκόσµιο ὁλοκληρωτικό καθεστώς κρατᾶ ἀπασχοληµένους τούς πολῖτες µέ «ἀγῶνες» καί «παιγνίδια» (ἐπιπλέον, τούς ταΐζει καθηµερινά µέ ἀµέτρητες τηλε-σκυλοτροφές), ἀποπροσανατολίζοντάς τους ἀπό τήν ὀλέθρια ἀπειλή πού ὑποκρύπτεται στόν µατερναλιστικό-στοργικό τρόπο διακυβέρνησής τους.
Δύο πολύ κρίσιµα ζητήµατα θίγονται ἀπό τόν Τζερόµ πρός τό τέλος τῆς νουβέλας του. Στό πρῶτο ἐρώτηµα τοῦ ἀφηγητῆ ἄν ὑπάρχει θρησκεία, ὁ γηραιός ξεναγός ἀπαντᾶ ὅτι καί θρησκεία ὑπάρχει καί λατρεία Θεοῦ, µόνο πού Θεός εἶναι ἡ «πλειονοψηφία»! Στό δεύτερο ἐρώτηµά του ἄν τελοῦνται αὐτοκτονίες, ἡ ἀπάντηση πού λαµβάνει ὁ ἀφηγητής εἶναι κατηγορηµατικά ἀρνητική («τό τοιοῦτον ποτέ δέν συµβαίνει»), ὁπότε κάνει τό ἑξῆς σχόλιο:
«Προσέβλεψα τά πρόσωπα τῶν ἀνδρῶν καί τῶν γυναικῶν ὅσοι διέβαινον. Ὅλοι καί ὅλαι εἶχον ὑποµονητικήν, σχεδόν παθητικήν ἔκφρασιν ἐπί τοῦ προσώπου. Δέν ἠδυνάµην νά ἐνθυµηθῶ ποῦ εἶχον ἴδη ἄλλοτε τοιαύτην τινά ὄψιν. Μοί ἐφαίνετο οἰκεῖα. Πάραυτα ἐνθυµήθην. Ἦτο ἀκριβῶς ἡ ἤρεµος, θολωµένη, θαυµαστική ἔκφρασις τήν ὁποίαν ἔβλεπα πάντοτε εἰς τάς ὄψεις τῶν ἵππων καί τῶν βοῶν, τούς ὁποίους ἐτρέφοµεν καί διετηροῦµεν ἐν τῷ παλαιῷ».
Δυστυχῶς, αὐτό τό ἀποχαυνωτικό ἀποτέλεσµα χαρακτηρίζει καί τήν συµπαγῆ πλειοψηφία τῶν βρεφοποιηµένων πολιτῶν τοῦ 21ου αἰῶνα, οἱ ὁποῖοι ἀποφεύγουν νά συµµετέχουν ἐνεργά στά πολιτικά δρώµενα καί προτιµοῦν νά εἶναι καθηλωµένοι µπροστά σέ µία ὀθόνη, ἀντλῶντας τήν «ἰσχύ» τῆς ταυτότητάς τους ἀπό τήν ἔνταξή τους στό κοπάδι τοῦ «κυρίαρχου ρεύµατος». Συνεπῶς, λατρεύουν µαζικά καί ἄκριτα τόν «Θεό τῆς πλειοψηφίας», ἑρµηνεύοντας πλανεµένα ὡς διάβολο ὅποιον τολµᾶ νά ἀποκλίνει ἀπό τήν γραµµή της/του. Ὑπό µίαν ἔννοια, λοιπόν, ναί µέν οἱ βρεφοποιηµένοι πολῖτες δέν αὐτοκτονοῦν ἀπό τήν ἀνία πού τούς προκαλεῖ ὁ ὑπερασφαλής βίος τους, ἀλλά ἐγκεφαλικά καί ψυχικά εἶναι ἤδη «νεκροί».
Ὅτι ἡ ζωή σέ µιά ὑπερασφαλῆ κοινωνία δέν εἶναι βιώσιµη, ὅπως παραπλανητικά προπαγανδίζουν οἱ παγκόσµιοι διαχειριστές τοῦ πλανήτη, ἀλλά ἐφιαλτική καί ἐν τέλει ἀβίωτη (ἄρα τό ὅραµα τῆς ἀτζέντας 2030 εἶναι µολυσµένο ἀπό τήν λογική, δηλ. τόν παραλογισµό, τοῦ Θαυµαστοῦ Ἀνάποδου Κόσµου!) προκύπτει µέ ἐνάργεια ἀπό τόν καταληκτικό µονόλογο τοῦ ἀφηγητῆ, τήν στιγµή πού ἔχει ξυπνήσει καί συνειδητοποιεῖ ὅτι ἡ ξενάγησή του στόν 29ο αἰῶνα ἦταν ἀποκύηµα τοῦ ἐγκεφάλου του ὅση ὥρα κοιµόταν. Εὐτυχισµένος πού «εὑρίσκεται πάλιν εἰς τήν ιθ΄ ἑκατονταετηρίδα», λέγει:
«Διά τοῦ ἀνοικτοῦ παραθύρου ἀκούω τόν θόρυβον καί τόν ρόχθον τῆς καθηµερινῆς πάλης τοῦ βίου. Οἱ ἄνθρωποι ἀγωνίζονται, µοχθοῦσιν, ἐργάζονται, διακυβεύουσι τήν ζωήν των, µέ τά ὅπλα τῆς ρώµης καί τῆς βουλήσεως. Οἱ ἄνθρωποι γελῶσι, θλίβονται, ἐρῶνται, ἐγκληµατοῦσιν, ἀνδραγαθοῦσι· πίπτουσι, µάχονται, βοηθοῦσιν ἀλλήλους· ζῶσι!».
Ἄς εἶναι αὐτά τά λόγια ἡ πυξίδα κάθε πολιτικοῦ καί κάθε νοµοθέτη, πού, βαίνοντας ἐνάντια στόν φυσικό τρόπο λειτουργίας τῶν πραγµάτων, ὁραµατίζεται µηδενικά κρούσµατα, µέ τήν κυριολεκτική ἤ τήν µεταφορική σηµασία τῆς λέξης, δηλ. ἀπό µηδενικά κρούσµατα κορωνοϊοῦ ἤ γρίπης µέχρι µηδενικά ἀτυχήµατα στήν ἄσφαλτο ἀλλά καί µηδενικές ἐκποµπές ρύπων ἤ µηδενικό ἀποτύπωµα ἄνθρακα.
Κωνσταντῖνος Βαθιώτης
τέως Ἀναπλ. Καθηγητής Νοµικῆς Σχολῆς Δ.Π.Θ.
«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» Ἀρ. Τεύχους 257
Ἰανουάριος 2024
Ὑποσηµειώσεις:
- https://www.athensvoice.gr/life/home/architecture/681398 pandemic-architecture-arhitektones-shediazoyn-ti-meta-covid-poli
- Ἐπ’ αὐτῶν βλ. Hiday/Wales, Mental illness and the law. Handbook of the sociology of mental health, 2013, σέλ. 564.
- Γιὰ τὴν ἀνάλυση αὐτοῦ τοῦ ἔργου βλ. Βαθιώτη, Ἀπὸ τὴν τροµοκρατία στὴν πανδηµία. Ὑποχρεωτικὲς ἰατρικὲς πράξεις στὸν πόλεµο κατὰ τοῦ ἀόρατου ἐχθροῦ, Τρίτη ἐπικαιροποιηµένη ἔκδοση, Ἀλφειός, Ἀθήνα 2023, σελ. 527 ἐπ.
- Schwab/Malleret, Ἡ Μεγάλη Ἐπανεκκίνηση, µτφ.: Α. Ἀλαβάνου, ἐκδ. Λιβάνη, Ἀθήνα 2021, passim.
- Βλ. Γ. Μανιάτη, Ἀναπλ. Καθηγητῆ Πανεπιστηµίου Πειραιᾶ, πρ. ὑπουργὸ Περιβάλλοντος, Ἐνέργειας καὶ Κλιµατικῆς Ἀλλαγῆς.
- https://www.dianeosis.org/wp-content/uploads/2020/11/Maniatis final.pdf
- https://www.kathimerini.gr/culture/books/562341727/agkatha-kristi-ta-klasika-tis-mythistorimata-xanagrafontai-gia-logoys-politikis-orthotitas/