ΚΡΙΣΗ
Κρίση, μιά λέξη πού ἔχει μπεῖ γιά τά καλά στό καθημερινό μας λεξιλόγιο, ἐδῶ καί κάμποσα χρόνια καί μᾶλλον μέ προοπτική νά μείνει. Τά ἐπίθετά της κάθε τόσο ἀλλάζουν. Οἰκονομική, ὑγειονομική, περιβαλλοντική κ.ἄ., ἡ κρίση ὅμως παραμένει ἡ σταθερά ἐπωδός ὅλων τῶν παραμέτρων τῆς ζωῆς μας.
Γιατί, ἀλήθεια, αὐτή ἡ ὁλική ἐπικράτηση τῆς κρίσης; Ποῦ ὀφείλεται, ποῦ μᾶς ὁδηγεῖ; Πρόκειται ἁπλῶς γιά ἴδιον τῆς ἀνθρώπινης φύσης; Γιά μιά φθίνουσα πορεία τοῦ ἀνθρώπινου γένους; Ἀνήκει ἡ πολλαπλῆ κρίση τοῦ καιροῦ μας, στούς μεγάλους ἱστορικούς κύκλους, οἱ ὁποῖοι κλείνουν μιά ὁλόκληρη ἐποχή, γιά νά ἀνοίξουν τόν κύκλο μιᾶς ἑπόμενης ἤ βρισκόμαστε μπροστά στό λεγόμενο τέλος τῆς Ἱστορίας; Ἡ κρίση τῆς ἐποχῆς μας, εἶναι αὐτοαναδυόμενη ἤ χειραγωγούμενη;
Γνωρίζουμε πώς οἱ κρίσεις ἀποτελοῦν σημεῖα ὅλων τῶν καιρῶν, ὅπως γνωρίζουμε πώς οἱ ἑκάστοτε ἰσχυροί, τίς ἐκμεταλλεύονται ἔτσι ὥστε νά βγοῦν ἀπό αὐτές ἰσχυρότεροι, ἔστω καί ἄν αὐτό προϋποθέτει ἑκατόμβες θυμάτων. Γνωρίζουμε ἐπίσης πώς δέν εἴμαστε σέ θέση νά ἀποδώσουμε μέ μιά ἱστοριογραφική ἀποστασιοποίηση τήν ἐποχή στήν ὁποία ζοῦμε. Ὅμως ἔστω ὡς «ὕλη» τῆς Ἱστορίας, δικαιούμαστε νά ἑρμηνεύουμε τά συμφραζόμενα τῆς ἐποχῆς μας.
Μιά συνήθης παρατήρηση πού ἀκούγεται σήμερα, εἶναι πώς μέσα στόν καλύτερο ἔλεγχο, τή μέγιστη σταθερότητα, τήν ταχύτατη ἐπικοινωνία, τήν ἐλαχιστοποίηση τῶν ἀποστάσεων κ.ἄ. ἐπιτευγμάτων ἀνώτερων ἀπό κάθε προηγούμενη ἐποχή, ἐπῆλθε τό χάος. Αὐτή ἡ διαπίστωση, ἐνέχει τήν ἀντίληψη μιᾶς αὐτονομημένης, ἀναπόδραστης ἀνάδυσης τοῦ χάους στίς ἀνθρώπινες δραστηριότητες.
Στόν ἀντίποδα βρίσκονται οἱ θεωρήσεις τῆς προγραμματικῆς ἐξέλιξης τῆς κρίσης. Στόν ἕνα κλάδο αὐτῶν τῶν ἑρμηνειῶν, βρίσκονται ἐκεῖνες οἱ ὁποῖες προσδιορίζουν τό πρόβλημα στήν φύση, στή δομή ἑνός δεδομένου οἰκονομικοῦ, κοινωνικοῦ καί πολιτικοῦ συστήματος, τό ὁποῖο παράγει κάθε τόσο ἐπώδυνες κρίσεις. Στόν ἄλλο κλάδο, μποροῦν νά συμπεριληφθοῦν οἱ θρησκειοκεντρικές κατά βάσιν θεωρήσεις, οἱ ὁποῖες ἀναζητοῦν τά αἴτια, στήν ἔκπτωση τοῦ ἀνθρώπου, ἀπό τό κακό.
Ὁ λόγος πού παρατίθενται ἐδῶ, εἶναι πώς κάθε θεώρηση καί ἑπομένως κάθε ἑρμηνεία, ὁδηγεῖ σέ μιά ἄλλη συλλογική πρόταση ἀντιμετώπισης τῆς κρίσης, ἐν δυνάμει ἀνοίγει ἄλλον δρόμο. Αὐτό πού παραμένει γεγονός, εἶναι πώς ὅποια καί ἄν εἶναι τά αἴτια, τίς κρίσεις τίς πληρώνουμε, δυσανάλογα μέ τό μερίδιο εὐθύνης, οἱ ἁπλοί ἄνθρωποι.
Αὐτό πού ἐπίσης ἀξίζει νά σημειωθεῖ, εἶναι πώς ἡ κάθε λύση πού δόθηκε ἱστορικά σέ κάθε μεγάλη κρίση, δέν στηρίχθηκε μόνο στά παλαιά πλαίσια, ἀλλά ἔδωσε ἐπίκαιρες ἀπαντήσεις. Συγκεφαλαίωσε καί ἀνασύνθεσε μιά ὁλόκληρη πολιτισμική ἐμπειρία, μέσα ἀπό μιά ἀρκετά συνολική ἐπίγνωση τῆς ἐποχῆς. Ἀκόμη καί μέ τίς ἀρνητικές της πλευρές, ἔθεσε μιά τάξη στό χάος πού παραμονεύει, ἔδωσε μιά πολιτισμική λύση στήν ὑπαρξιακή ἀγωνία τοῦ θανάτου, ἔδωσε ἕνα ἀξιακό, ἠθικό καί δικαιϊκό σύστημα κοινωνικῆς συμβίωσης. Ἐμεῖς σήμερα, ἴσως ὡς ὑποκείμενα τῆς κρίσης, δυσκολευόμαστε τρομαχτικά νά ἀφήσουμε τίς βολές μας, ὥστε νά καταλάβουμε τί ἀκριβῶς συμβαίνει καί τί ἑπομένως καλούμαστε νά μεταβάλλουμε. Πᾶμε μέ τά παλιά ἐργαλεῖα καί μεθόδους, νά διορθώσουμε ἕνα σύγχρονο «πολυμηχάνημα».
Πότε ὅμως μιά μέθοδος καθίσταται παλιά καί ξεπερασμένη; Μᾶλλον ὅταν ἐντάσσει τίς νέες προκλήσεις, σέ μιά ἀποσπασματική καί ἀφηρημένη ἀντίληψη πού ἔχει ἀποκομίσει ἀπό τήν ἐμπειρία τοῦ παρελθόντος. Γιά παράδειγμα, ἡ σημερινή κρίση δείχνει περισσότερο νά εἶναι ἐσκεμμένη κατασκευή, ἀπό λίγους πανίσχυρους παράγοντες, παρά μιά κρίση πού τούς «ξέφυγε». Μοιάζει πιό πολύ μέ σχέδιο, παρά μέ ἀτύχημα. Ἡ χαοτική κατάσταση πού ζοῦμε καθημερινά εἶναι αὐτό πού εἰσπράττουμε ἐμεῖς· οἱ σχεδιαστές της, ὅμως, τό λένε ἐλεγχόμενο χάος, πού σημαίνει πρόκληση χάους μέ σκοπό τόν ἀπόλυτο ἔλεγχο. Ἡ ἐργαλειοποίηση τῶν ἀνθρώπων γίνεται τόσο συνολική σήμερα, ὥστε ἤδη μᾶλλον θά πρέπει νά μιλᾶμε γιά τήν τεχνητή νοημοσύνη τοῦ σύγχρονου ἀνθρώπου. Οἱ ἀπανωτές ἐπιθέσεις πού δεχόμαστε συνεχῶς, ἔχουν τά χαρακτηριστικά ἑνός διαρκοῦς πολέμου φθορᾶς, ἐξάντλησης καί διάλυσης κάθε συνεκτικοῦ ἱστοῦ, προσωπικοῦ, οἰκογενειακοῦ καί κοινωνικοῦ. Αὐτό ὅλο ἀποτελεῖ ἕνα νέο χαρακτηριστικό, πολύ διαφορετικό ἀπό τίς Ἱστορικές κρίσεις στίς ὁποῖες περιέρχονταν οἱ παλαιές κοινωνίες καί τά κράτη.
Μπορεῖ νά πεῖ κανείς βέβαια, πώς οἱ προηγούμενες διαπιστώσεις δέν φέρουν τά ἀπαραίτητα ἐχέγγυα μιᾶς τεκμηριωμένης ἀποτίμησης τῆς κατάστασης. Ἀκόμη πιό ἐπιθετικά, μπορεῖ κανείς νά κατηγορήσει ὅσους μιλοῦν γιά αὐτά, ὅτι ἐπιζητοῦν μιά αὐτοεκπληρούμενη ἐσχατολογική προφητεία.
Παρά τό γεγονός πώς ὑπάρχει μιά σημαντική δόση ἀλήθειας σέ αὐτή τήν κατηγορία, σέ ὅ,τι ἀφορᾶ παραθρησκευτικές κοινότητες καί ὁρισμένες αἱρέσεις, αὐτό δέν μπορεῖ νά συσκοτίζει τήν πραγματικότητα πού ζοῦμε στό πετσί μας, οὔτε μπορεῖ νά κρύψει τίς ἀπροκάλυπτες ἐξαγγελίες αὐτῶν πού πρωτοστατοῦν στήν δρομολόγηση τοῦ παγκόσμιου παρόντος καί μέλλοντος τῆς ἀνθρωπότητας. Μᾶλλον τό ἀντίθετο συμβαίνει, αὐτοί μᾶς λένε τί θέλουν νά κάνουν, ἐμεῖς ἀκοῦμε;
Ἡ ἀντιμετώπιση μιᾶς κρίσιμης κατάστασης, ἀπαιτεῖ ξεκάθαρη ἀντίληψη αὐτῆς. Τό ἑπόμενο βῆμα εἶναι ἡ πρόταση γιά μιά πορεία ἐξόδου ἀπό τήν κρίση. Τό διακύβευμα σήμερα εἶναι πολύ βαθύτερο ἀπό οἰκονομικό, πολιτικό, ἐθνικό κ.ἄ., ἀγγίζει τήν ἴδια τήν ἀνθρώπινη ὑπόσταση. Γιά αὐτό τόν λόγο ξεπερνάει τούς ὑπάρχοντες κοινωνικούς, πολιτικούς, κ.λ.π. σχηματισμούς, ἀκόμα καί τούς καλοπροαίρετους. Αὐτό εἶναι κάτι πού τό νιώθουν ἀρκετοί σήμερα, τό ὁποῖο ὅμως χωρίς πρόταση συλλογικῆς ἐλπίδας, ὁδηγεῖ στήν ματαιότητα καί στήν ἰδιώτευση. Αὐτό ἀκριβῶς ὅμως ἐπιδιώκει τό σύστημα τῆς παγκοσμιοποίησης.
Τό μόνο πού μένει, ἡ θρησκευτική ἐλπίδα, ἡ ὁποία, ὅμως, ὅσο ἀποστασιοποιεῖται ἀπό τά ἐγκόσμια, ἐνέχει τόν κίνδυνο μιᾶς ἀπομονώσεως καί ἐπιδιώξεως ἀτομικῆς σωτηρίας. Ἀκόμη δέ περισσότερο, ὅταν οἱ θρησκευτικοί προϊστάμενοι, αὐτοπεριορίζονται φαινομενικά ἀπό τά ἐγκόσμια, ἐνῷ συγχρόνως ‘‘κοσμοῦν’’ τά ἄκοσμα τῆς κοσμικῆς ἐξουσίας. Βέβαια γνωρίζουμε ὅτι ἄλλο ἡ πολιτική καί ἄλλο ἡ θρησκευτική τάξη.
Ὅσο ὅμως δεχόμαστε ἡ θρησκευτική τάξη, νά εἶναι ἕνας πέμπτος, ἕκτος... στυλοβάτης τῆς κοσμικῆς ἐξουσίας, χωρίς νά κρίνει τά ἔργα αὐτῆς, τότε καταντᾶ νά διαπραγματεύεται τήν θέση της, ἀνάλογα μέ τήν ποσοτική ἐπιρροή της στό κοινωνικό σῶμα καί ὄχι μέ βάση τήν ἀποστολή της.
Αὐτά ἐδῶ δέν τά λέμε γενικά γιά τίς θρησκεῖες, ἄλλωστε κάποιες ἀπό αὐτές δέν κάνουν διάκριση τῶν ἐξουσιῶν. Μιλᾶμε γιά τήν χριστιανική ἐκκλησία. Ἡ ὁποία, χωρίς ἡ ἴδια νά πολιτεύεται, ὀφείλει νά ἐγκαλεῖ τήν κοσμική ἐξουσία, ὅταν αὐτή παραβιάζει τίς Θεόσδοτες ἰδιότητες τοῦ ἀνθρώπου, ἐφ’ ὅσον πρῶτος ὁ ἴδιος ὁ Θεός Λόγος ἔχει αὐτοδεσμευτεῖ νά μήν παραβιάσει. Τό ἴδιο ἰσχύει ὅταν παραβιάζονται οἱ κανόνες πού ὁ ἴδιος ὁ Θεός ἔχει θέσει.
Ὅταν γιά παράδειγμα σήμερα παραβιάζεται τό αὐτεξούσιο, ἡ ἀξιοπρέπεια, ἡ Κυριακή ἀργία, ἡ Ἐκκλησία, ἐπίσημη καί ἀνεπίσημη, ὀφείλει νά ἀντιδρᾶ, ἀλλιῶς χάνει τό περιεχόμενό της καί γίνεται μέρος τῆς κρίσης.
Μιλᾶμε γιά τά στοιχειώδη, γιά θέματα «πρωτοβάθμιας» χριστιανικῆς παιδείας. Τό ἴδιο ἰσχύει καί γιά τήν κοσμική παιδεία. Ἀναφερόμαστε στήν ἀλφαβήτα τῆς νοητικῆς κρίσης. Ἡ πίεση πού ἀσκεῖται σήμερα σέ ὅλους μας μέσῳ τῶν πολλαπλῶν κρίσεων εἶναι τεράστια, ἀκριβῶς γιά νά ἀπωλέσουμε τά στοιχειώδη τῆς ἀξιοπρέπειας, τοῦ δικαίου, τῆς λογικῆς καί ἠθικῆς κρίσης, τῆς ἐλεύθερης βούλησης. Νά ξεχάσουμε ὅ,τι μάθαμε ἐδῶ καί δυό χιλιετίες Χριστιανικοῦ πολιτισμοῦ καί ἄλλες τόσες πρίν, ἀρχαίου Ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ. Αὐτό ἐννοοῦν ὅταν λένε γιά τήν ἐπανεκκίνηση.
[Ἀναφερόμαστε ἐδῶ στόν Ἑλληνοχριστιανικό πολιτισμό, ὄχι στενά ταυτοτικά, ἀλλά γιά τήν διαχρονική οἰκουμενικότητα τοῦ περιεχομένου του.]
Ὅσο πέφτουμε στήν συνειδησιακή ἀκρισία, τόσο ἐνσωματώνουμε καί ἀναπαράγουμε τήν κρίση τους, τόσο πιό εὔκολα δεχόμαστε νά ἐπαναπρογραμματιστοῦμε σάν ἀγράμματα ρομποτάκια.
Ἄν θέλουμε νά διατηρήσουμε μέσα σέ αὐτή τήν ρευστοποίηση τῶν πάντων τήν ἀνθρώπινη ὑπόληψη, δέν μποροῦμε νά ὑπολειπόμαστε στούς θεμέλιους λίθους αὐτῆς. Γιατί δέν ἔχει νόημα ἡ πληροφορία χωρίς γνώση καί ἡ γνώση δίχως σοφία, δέν ὑφίσταται ἐπικοινωνία χωρίς κοινωνία, δέν ὑπάρχει λογική χωρίς λόγο πού σημαίνει σχέση, δέν σχηματίζεται πρόσωπο δίχως κίνηση πρός τόν ἄλλον, δέν μπορεῖ νά συμβεῖ ἑτερότητα χωρίς ταυτότητα.
Δέν ὑπάρχει δυαδική σχέση, χωρίς τριαδικό λόγο, δηλαδή σχέση μέ τόν ἑαυτό, μέ τόν πλησίον, μέ τόν Θεῖο Λόγο, πού εἶναι ἡ τέλεια σύναψη ἑνότητας, ἐν τῇ ἀκεραιότητι τῶν Τριῶν Ὑποστάσεων καί φωτίζει τόν τρόπο τῆς δικῆς μας ἑνότητας μέσῳ τῆς ἀκεραιότητάς μας.
Αὐτά τά ἀγκωνάρια, τούς ἀκρογωνιαίους λίθους, ἔχουμε νά καταθέσουμε ὡς βάσεις, γιά τήν ἐπίλυση τῆς κρίσης καί τῆς κάθε κρίσης, γιά τήν οἰκοδόμηση πολιτειῶν καί πολιτευμάτων, πού χτίζονται μέ κέντρο τόν Ναό, τήν Εὐχαριστιακή Σύναξη καί τό θυμίαμα ὡς τό θεμέλιο ἐπί τῶν οὐρανῶν.
Γιατί αὐτά τά θεμέλια, εἶναι οἱ ἄχρονες βάσεις τοῦ ἔγχρονου πολιτισμοῦ.
Τόν ἀκριβῆ τρόπο κοινωνίας, ἑνότητας καί ἀκεραιότητας, μᾶς τόν ἔχει δώσει συνοπτικά ὁ ἴδιος ὁ Κύριός μας, μέσα ἀπό τήν Κυριακή προσευχή.
Ἄς τόν ἐννοήσουμε.
Θεμιστοκλῆς Σβορῶνος
Ἠλεκτρολόγος
«Ἐνοριακή Εὐλογία» Ἀρ. Τεύχους 256
Δεκέμβριος 2023